14 Ἀπριλίου 2011, καὶ ὥρα 8:45.
..... Μετριοφροσύνη - καὶ στὴν περίπτωση: λογοτεχνική.
~~~~
Ἡ Xena ἔγραψε: Πάντως πιστεύω κι εγώ οτι μερικοί που μοιάζουν μετριόφρονες - όχι όλοι φυσικά - διψάνε για κολακείες. Το αντιλαμβάνομαι κυρίως από την έκφραση του προσώπου τους στην πρώτη καλή κουβέντα που θα τους πει κάποιος. Και πιο μακροπρόθεσμα, από το πώς επιλέγουν έναν περίγυρο που ικανοποιεί αυτή την άκρως εγωιστική απαίτηση τους.
Τί θὰ πεῖ ὄχι ὅλοι φυσικά;
Αὐτὸ συνηθίζεται νὰ λέγεται γιὰ νὰ μὴ δεχτοῦμε τὴν ἐπίθεση, ἀφοῦ ὅλοι (ὁ καθένας χωριστά) θὰ ποῦν:
- Ἔ, δὲν τὸ λέει γιὰ μένα!...
Ἄκου μιά, ἀπὸ χιλιάδες ἱστοριοῦλες, ποὺ θἆχα νὰ πῶ:
Ἡ Μαρία Γ., μιὰ συμπαθητικὴ γυναίκα, δούλευε σὰν σκυλὶ δακτυλογράφος γιὰ νὰ θρέψει τοὺς γονεῖς της, νὰ βοηθᾶ ἕνα ἀνηψάκι της, ποὺ σπούδαζε στὸ Ὠδεῖο καὶ ἕναν ἀδελφό (νομίζω) ἀνάπηρο. Ἡ μόνη της χαρὰ στὴ ζωὴ ἦταν νὰ γράφει ποιήματα. Τὴν γνώριζα χρόνια. Σὲ συγκινοῦσε ἡ αὐτοθυσία της. Μὲ κεῖνα τὰ λεφτὰ ποὺ ἔβγαζε, οὔτε τὸν ἑαυτό της δὲν μποροῦσε νὰ θρέψει καλὰ-καλά. Τὴν συμπαθοῦσα πραγματικὰ καὶ πᾶντα τῆς ἔλεγα μιὰ καλὴ κουβέντα παραπάνω.
Ἐννοεῖται, λοιπόν, πὼς ὅποτε ἔβγαζε κάποιο βιβλίο της, μὲ δικά της ἔξοδα, μοῦ τὸ ἀφιέρωνε: καὶ γιατί μὲ συμπαθοῦσε καὶ γιατί εἶχα τὴν φήμη ὅτι μιὰ καλὴ κριτική μου θὰ μετροῦσε,
ἀφοῦ ὅλοι ξέρανε...τὶ ἀνάποδος ἤμουν κτλ. (Πᾶντα εἶμαι...ἀνάποδος ἀλλὰ δὲν χρειάζεται νὰ τὸ διαδίδετε).
Ὅταν μοῦ χάρισε τὸ τελευταῖο της (ἆλλο... δὲν μοὔκανε ἔκτοτε τὴ χάρη!), τῆς εἶπα:
- Ἄ, σ' εὐχαριστῶ, Μαρία. Θὰ σοῦ γράψω καὶ τὴ γνώμη μου.
- Θὰ χαρῶ πολύ, Ἰάνη.
- Ἄν καὶ ξέρω πὼς γράφεις καλά! (Ἀθῶο ψεματάκι. Ἠθικοπλαστικὲς ἀλληγοριοῦλες ἔγραφε μὲ παραπανίσιο χριστιανισμό). Καὶ τὸ ξέρεις κι' ἐσὺ πὼς γράφεις καλά.
- Ἄ, μὴν τὸ λὲς αὐτό... Ἐμένα δὲν παίρνουν τὰ μυαλά μου ἀέρα.
- Μά, ὄχι, γράφεις καλά.
- Αὐτὸ θὰ μοῦ τὸ ποῦν οἱ ἆλλοι... Ἐγὼ ποῦ νὰ ξέρω; (Ἄρχισα νὰ μπαίνω σὲ πειρασμό).
- Καὶ πῶς τὰ ἐκδίδεις, ἄν δὲν ξέρεις τί γράφεις;
- Ἐ, νά!... Ἔτσι. Ἀπὸ συνήθειο. Ποτὲ κανεὶς δὲν ξέρει...
- Ἄ, ὄχι, Μαρία. Ἤ ξέρεις ἤ δὲν ξέρεις. Καὶ γιὰ νὰ σοῦ πῶ τὴν ἀλήθεια, αὐτὰ ποὺ γράφεις, εἶναι παιδιάστικα! (Ἔμ, δὲν ἄντεξα!)
Ὁπότε:
- Τί λές, βρέ, ποὺ ὅλο μᾶς κάνεις τὸν ἔξυπνο καὶ ὅλους μᾶς σνομπάρεις; Ξέρεις πόσες φορὲς μ' ἔχουν προτείνει γιὰ βραβεῖο ἐμένα; Ξέρεις νὰ διαβάζεις ποίηση ἤ νομίζεις πὼς ἐσὺ γράφεις καλλίτερα; Ἆντε μὴ σοῦ πῶ τί γράφεις ἐσύ!...
Μοῦ γύρισε τὴν πλάτη ἀλλὰ κι' ἐγὼ κριτικὴ δὲν τῆς ἔγραψα !
1971.
Θέλω νὰ παραμιλάω, ἐσᾶς τί σᾶς νοιάζει;
-
- Basic poster
- Δημοσιεύσεις: 921
- Τοποθεσία: Ἀθήνα
Re: Θέλω νὰ παραμιλάω, ἐσᾶς τί σᾶς νοιάζει;
To χειρότερο που μου έχει τύχει είναι ν' ακούω νιαουρίσματα απ' τ' αμάξι 7 η ώρα το πρωί. Ανοίγω το καπώ και βλέπω 90 "άλογα" και .. 1 γατί . Μετά από πολλές προσπάθειες ,γιατί είχε σφηνώσει άσχημα , το απελευθέρωσα.
0 .
-
- Basic poster
- Δημοσιεύσεις: 921
- Τοποθεσία: Ἀθήνα
Re: Θέλω νὰ παραμιλάω, ἐσᾶς τί σᾶς νοιάζει;
2 Μαρτίου 2015, καὶ ὥρα 1:39.
Ἆλλα πράματα ἔψαχνα νὰ βρῶ καὶ...τί ἆλλα ποὺ βρῆκα (κάπως ξεχασμένα).
* * *
Καλλίτερα un coeur νἆναι ouvert ou fermé.
Ἀγάπης ἔκφραση, style distingué:
Διάπλατη σοῦ δίνω τὴν καρδιά μου.
Σύ, τὴν ἀφήνεις comme il est,
mal fermé.
En expression d' amour, λόγια πικρά.
Δάκρυα ἐγκαίω στὴν καρδιά σου.
Κι' ὅμως τὰ βράδυα μας εἶναι γλυκά,
τρυφερά.
Βοήθεια! Σ' ἀγαπῶ...- pas de secours!
Κωμικὰ τραγωδοῦν οἱ καρδιές μας.
Μ' ἀγαπᾶς, σ' ἀγαπῶ! Est-il si lourd
ce beau jour?
Ἀθήνα 8 Ἰουλίου 1972.
* * *
Εἰς Διονύσιον Σολωμόν.
Καὶ εὐτυχὴς ἐγώ,
Δὲ σκιάζομαι θωριὲς θανογεννῆτρες,
Ὅσο λούωμαι σιμά Σου
Τ' ἄρωμά Σου
Τὸ αὐγινό.
Σ' τὸν οὐρανὸ
Τὶς ἀστραπὲς προστάζεις νὰ ἐγγίζω
Κ' ἐκεῖ ματιαντικρύζω
Τὸν ὕστερό μου Ἔρωτα
Μ' ἀστέρια του,
Ποὺ λέξες σου
'Γενῆκαν, Σολωμέ,
Ἄντρα πρῶτε
Κ' Ἕλληνα τρανέ!
Δάφνες
Καὶ πάλι δάφνες Σὲ στολίζω.
Κι' ἄ μὲ καιρὸ μαραίγνωνται,
Μὲ δάκρυα Σ' τὶς ποτίζω.
Ἀθήνα, 28 Μαΐου 1966.
* * *
Τὸ 10ο παραμῦθι,
ποὺ δὲν εἶναι
παραμῦθι.
Καθὼς περνοῦσαν οἱ μέρες μακρυά σου,
κάτι δὲν ἄφηνε τὴ ζωή μου
νὰ κυλήσει στὴν ἀσκήμια.
Ἦταν αὐτὸ ποὺ "ἔφυγε" ἀπὸ σένα.
Μὴ λυπᾶσαι. Δὲν ἔχασες τίποτα. Ὅλα βρίσκονται
μέσα στὴν ἁγνὴ ψυχή μου.
Ἡ παρθενιά σου,
ὁ Ζὰκ Πρβέρ,
οἱ βαθειὲς ἀνάσες σου,
τὰ δάκρυά σου,
τὰ τρεξίματά σου νὰ μὲ βρεῖς,
τὸ ἄρωμα κάθε πόρου
τοῦ κορμιοῦ σου,
οἱ στίχοι σου, οἱ θλίψεις σου, ἡ προσδοκία ἑνὸς παιδιοῦ,
οἱ φιλοδοξίες σου γιὰ μένα, γιὰ σένα...
Ὅλ' αὐτὰ ὑπάρχουνε,
στὸν Μαγικὸ Κόσμο τῆς Τέχνης μου.
Ἐκεῖ, θὰ τὰ βρίσκεις ἀθάνατα ξανά.
Μάθε πὼς ὁ Ἰάνης σου δὲν θὰ πεθάνει,
ὅπως δὲν πέθανε ὁ Λόρκα.
Ἡ ἀγάπη τὸν ἄγγιξε μὲ τὸ ραβδί της
καὶ τὸν ἔκαμε ὥριμο,
τὸν ἔκαμε ἄντρα.
Μὴ λυπᾶσαι. Δὲν ἔχασες τίποτα, ὡριμάζεις καὶ καλὸ θά 'ναι νὰ μὴ γίνεις πάλι "παιδί".
Νὰ δἐχεσαι τὴ ζωὴ ὅπως εἶναι,
νὰ τὴν κάνεις τέχνη ὅπως ξέρεις.
Ἐσύ,
μιὰ μέρα θὰ βγάλεις ἀπ' τὰ σπλᾶχνα τὸ βλαστάρι σου.
Αὐτὸ εἶναι ἡ ἀνώτερη δημιουργία στὴ Γυναίκα.
Αὐτὸ εἶναι ἡ πρώτη ἀφορμὴ Μοναξιᾶς στὸν ἄντρα.
Ἄν δὲν ἤμουν καλλιτέχνης, δὲ θἄθελα νἄμουνα ἄλλου εἴδους δημιουργός.
Θὰ λυπόμουνα ποὺ δὲ θἄμουνα γυναίκα νὰ γεννήσω παιδί.
Ἀλλὰ ἔτσι, εἴμαστε μιὰ χαρά.
Ἔχουμε τὰ βιβλία μας.
Θὰ γεννήσουμε παιδιά. Θὰ γεννήσουμε τέχνη.
Θὰ σ' ἀγαπῶ.
Θὰ μὲ καμαρώνεις.
Ἄν συνεχίσεις τὸ μπαλέτο, ἄν καλλιεργήσεις τὶς γραφικές σου τέχνες,
θὰ κάνεις κάτι σωστό. Νά τα ὅλα ἐξηγημένα.
Δὲ βιαζόμαστε. Οἱ σκοποί μας θὰ προχωρήσουν κάπως ἀργά.
Παράλληλα θὰ χαιρόμαστε: ἄν πᾶμε στὴν Κέρκυρα μαζύ; Πῶς τὸ βλέπεις αὐτό;
Περιμένω ν' ἀγκαλιαστοῦμε. Θὰ σὲ λούσω μ' Αὐγουστιάτικους χυμοὺς
καὶ ἥλιο.
Θέλω ν' ἀγγίξω μὲ τὰ χείλη μου καὶ πάλι
τὴ γύρη σου.
"Τὸ χέρι μου,
ἡ διάφανη αἰωνιότητα τοῦ ὀνείρου σου.
Τὸ ὄνειρό μου,
ἡ διάφανη αἰωνιότητα τοῦ χεριοῦ σου".
Ἀθήνα, Αὔγουστος 1968.
Λίγες μέρες μετά, χωρίσαμε στὰ δυὸ γιὰ πᾶντα,
τὸν πρῶτον ἔρωτά μας.
Ἰάνης Λὸ Σκόκκο.
Ἆλλα πράματα ἔψαχνα νὰ βρῶ καὶ...τί ἆλλα ποὺ βρῆκα (κάπως ξεχασμένα).
* * *
Καλλίτερα un coeur νἆναι ouvert ou fermé.
Ἀγάπης ἔκφραση, style distingué:
Διάπλατη σοῦ δίνω τὴν καρδιά μου.
Σύ, τὴν ἀφήνεις comme il est,
mal fermé.
En expression d' amour, λόγια πικρά.
Δάκρυα ἐγκαίω στὴν καρδιά σου.
Κι' ὅμως τὰ βράδυα μας εἶναι γλυκά,
τρυφερά.
Βοήθεια! Σ' ἀγαπῶ...- pas de secours!
Κωμικὰ τραγωδοῦν οἱ καρδιές μας.
Μ' ἀγαπᾶς, σ' ἀγαπῶ! Est-il si lourd
ce beau jour?
Ἀθήνα 8 Ἰουλίου 1972.
* * *
Εἰς Διονύσιον Σολωμόν.
Καὶ εὐτυχὴς ἐγώ,
Δὲ σκιάζομαι θωριὲς θανογεννῆτρες,
Ὅσο λούωμαι σιμά Σου
Τ' ἄρωμά Σου
Τὸ αὐγινό.
Σ' τὸν οὐρανὸ
Τὶς ἀστραπὲς προστάζεις νὰ ἐγγίζω
Κ' ἐκεῖ ματιαντικρύζω
Τὸν ὕστερό μου Ἔρωτα
Μ' ἀστέρια του,
Ποὺ λέξες σου
'Γενῆκαν, Σολωμέ,
Ἄντρα πρῶτε
Κ' Ἕλληνα τρανέ!
Δάφνες
Καὶ πάλι δάφνες Σὲ στολίζω.
Κι' ἄ μὲ καιρὸ μαραίγνωνται,
Μὲ δάκρυα Σ' τὶς ποτίζω.
Ἀθήνα, 28 Μαΐου 1966.
* * *
Τὸ 10ο παραμῦθι,
ποὺ δὲν εἶναι
παραμῦθι.
Καθὼς περνοῦσαν οἱ μέρες μακρυά σου,
κάτι δὲν ἄφηνε τὴ ζωή μου
νὰ κυλήσει στὴν ἀσκήμια.
Ἦταν αὐτὸ ποὺ "ἔφυγε" ἀπὸ σένα.
Μὴ λυπᾶσαι. Δὲν ἔχασες τίποτα. Ὅλα βρίσκονται
μέσα στὴν ἁγνὴ ψυχή μου.
Ἡ παρθενιά σου,
ὁ Ζὰκ Πρβέρ,
οἱ βαθειὲς ἀνάσες σου,
τὰ δάκρυά σου,
τὰ τρεξίματά σου νὰ μὲ βρεῖς,
τὸ ἄρωμα κάθε πόρου
τοῦ κορμιοῦ σου,
οἱ στίχοι σου, οἱ θλίψεις σου, ἡ προσδοκία ἑνὸς παιδιοῦ,
οἱ φιλοδοξίες σου γιὰ μένα, γιὰ σένα...
Ὅλ' αὐτὰ ὑπάρχουνε,
στὸν Μαγικὸ Κόσμο τῆς Τέχνης μου.
Ἐκεῖ, θὰ τὰ βρίσκεις ἀθάνατα ξανά.
Μάθε πὼς ὁ Ἰάνης σου δὲν θὰ πεθάνει,
ὅπως δὲν πέθανε ὁ Λόρκα.
Ἡ ἀγάπη τὸν ἄγγιξε μὲ τὸ ραβδί της
καὶ τὸν ἔκαμε ὥριμο,
τὸν ἔκαμε ἄντρα.
Μὴ λυπᾶσαι. Δὲν ἔχασες τίποτα, ὡριμάζεις καὶ καλὸ θά 'ναι νὰ μὴ γίνεις πάλι "παιδί".
Νὰ δἐχεσαι τὴ ζωὴ ὅπως εἶναι,
νὰ τὴν κάνεις τέχνη ὅπως ξέρεις.
Ἐσύ,
μιὰ μέρα θὰ βγάλεις ἀπ' τὰ σπλᾶχνα τὸ βλαστάρι σου.
Αὐτὸ εἶναι ἡ ἀνώτερη δημιουργία στὴ Γυναίκα.
Αὐτὸ εἶναι ἡ πρώτη ἀφορμὴ Μοναξιᾶς στὸν ἄντρα.
Ἄν δὲν ἤμουν καλλιτέχνης, δὲ θἄθελα νἄμουνα ἄλλου εἴδους δημιουργός.
Θὰ λυπόμουνα ποὺ δὲ θἄμουνα γυναίκα νὰ γεννήσω παιδί.
Ἀλλὰ ἔτσι, εἴμαστε μιὰ χαρά.
Ἔχουμε τὰ βιβλία μας.
Θὰ γεννήσουμε παιδιά. Θὰ γεννήσουμε τέχνη.
Θὰ σ' ἀγαπῶ.
Θὰ μὲ καμαρώνεις.
Ἄν συνεχίσεις τὸ μπαλέτο, ἄν καλλιεργήσεις τὶς γραφικές σου τέχνες,
θὰ κάνεις κάτι σωστό. Νά τα ὅλα ἐξηγημένα.
Δὲ βιαζόμαστε. Οἱ σκοποί μας θὰ προχωρήσουν κάπως ἀργά.
Παράλληλα θὰ χαιρόμαστε: ἄν πᾶμε στὴν Κέρκυρα μαζύ; Πῶς τὸ βλέπεις αὐτό;
Περιμένω ν' ἀγκαλιαστοῦμε. Θὰ σὲ λούσω μ' Αὐγουστιάτικους χυμοὺς
καὶ ἥλιο.
Θέλω ν' ἀγγίξω μὲ τὰ χείλη μου καὶ πάλι
τὴ γύρη σου.
"Τὸ χέρι μου,
ἡ διάφανη αἰωνιότητα τοῦ ὀνείρου σου.
Τὸ ὄνειρό μου,
ἡ διάφανη αἰωνιότητα τοῦ χεριοῦ σου".
Ἀθήνα, Αὔγουστος 1968.
Λίγες μέρες μετά, χωρίσαμε στὰ δυὸ γιὰ πᾶντα,
τὸν πρῶτον ἔρωτά μας.
Ἰάνης Λὸ Σκόκκο.
0 .
-
- Basic poster
- Δημοσιεύσεις: 921
- Τοποθεσία: Ἀθήνα
Re: Θέλω νὰ παραμιλάω, ἐσᾶς τί σᾶς νοιάζει;
4 Ὀκτωβρίου 2012, καὶ ὥρα 1:55.
* Κλινοτρικυμίες,
ἀπὸ τὸν Ἰάνη Λὸ Σκόκκο.
. . γ ά τ α τσέπης, 4.
Κι' ὁλοάξαφνα νιώθεις σὰν μαῦρο γατάκι ποὺ ὁ διάολος σὲ σπρώχνει νὰ μπεῖς στὴν ἐκκλησία - κι' ἀφοῦ τὸ ξέρεις: ἐκειμέσα δὲν χωρᾶς!
- Νιάου, θέλω νὰ πῶ κάτι κι' ἐγὼ στὸν Θεό, κακὸ εἶναι;
Νὰ μιλήσεις σὲ δεύτερο καὶ θεῖο πρόσωπο, ὁ μονόλογος σ' ἔχει ἐξαντλήσει, ἡ Ἐκκλησία εἶναι Ταχυδρομεῖο Προσευχῶν, μπορεῖς νὰ τὰ πεῖς καὶ χωρὶς γραμματόσημο, μ' ἕνα μόνον κεράκι, ποὺ κι' αὐτὸ δὲν ἐπιβάλλεται σ' ἄπορους... - ναί, ἀλλὰ ὄχι καὶ τὰ γατάκια νἄχουν τέτοιες ἀξιώσεις!
- Θεέ μου, τί ἀπελπισία! Νὰ μὴν ξέρω τί νὰ σκαρφιστῶ νὰ μπῶ μέσα, ὅταν μάλιστα βλέπω στὸν οὐρανὸ ὅτι ὅπου νἆναι θὰ ξεσπάσει μπόρα. Φτωχὸ γατάκι εἶμαι, ὀρφανό, σὰν τὶς "δυὸ ὀρφανὲς"*, - κι' ἐγὼ τρίτο.
Οἱ ἄνθρωποι τοῦ μόχθου δὲν προλαβαίνουν νὰ προσευχηθοῦν ἀλλὰ τὰ ἐλεύθερα γατάκια δὲν ἐπιτρέπεται νὰ μὴν προσεύχονται δι' ἑαυτὰ καὶ ἀλλήλους. Καὶ πᾶντα ἡ προσευχὴ κάνει καλό, μπωκοὺ ντὲ καλὸ - πές καὶ τ' ἀντίθετο σὰν μπορεῖς, - μπορεῖς;
- Νιάρρρ = ὄχι!
Μήπως ἄν κάνω ὑπομονὴ κι' ἀνέχομαι τὰ πᾶντα (ἄς ποῦμε χαστούκια τῆς μοίρας, κέρατα τῆς γυναίκας μου, προδοσία τῆς πατρίδας μου καὶ ἆλλα πολλὰ τέτοια... ποὺ δὲν τὰ πολυγαταλαβαίνω, νὰ! φιλῶ τὴν πατούσα μου ἄν λέω ψέμματα!) εἶναι κι' αὐτὸ μιὰ προσευχή;
Ὤχ! Τὶ θυμήθηκα. Ἐμεῖς τ' ἀλαφροπάτητα γατάκια μπορεῖ νὰ μποῦμε κάπου καὶ σὲ στιγμὲς ἀκατάλληλες καὶ νὰ τὰ δοῦμε ὅλα! Κι' ἀπ' τὴν τρομάρα μας νὰ τρέξουμε καὶ νὰ τὰ γκρεμίσουμε ὅλα! Εἴμαστε ἀπροσδοκήτως ἐπικίνδυνα πλάσματα. Δὲν ἀκουγόμαστε. Σὰν τὰ σιγανὰ ποταμάκια πού, οὐαὶ κι' ἀλλοίμονο ἄν τύχουν στὸ διάβα σου.
Θἄθελα νὰ ἤμουν πλᾶσμα μὴ καταραστέο - γιατὶ ὅλα τὰ γήινα κάποιο προπατορικὸ ἁμάρτημα μᾶς ἔχει στιγματήσει διὰ παντὸς καὶ γατὸς ἤ γατῶς (δὲν θυμᾶμαι πῶς γράφεται αὐτὸ τὸ τελευταῖο).
Ἄ, ἕνα περιστεράκι!... Aὐτὸ τὸ πάναγνο θεαγάπητο πουλάκι, ἄν τὸ τρώγαμε, ἡ πόλη θἆταν πεντακάθαρη. Καὶ ὅμως, σπάνια ἡ τύχη μὲ βοηθάει νὰ τσακώσω κανένα.
Οἱ πάναγνες κουτσουλιὲς ἔχουν εὐλογημένα φτερὰ καὶ τσοὺπ!... - ἆντε πιάσ' το τὸ πουλάκι ποὺ πέταξε.
Ἄχ, ἕνας Κλινὸ θέλει νὰ μὲ χαϊδέψει, θὰ τοῦ κάτσω.
- Μπονζοὺρ, λὲ σά!
- Μπονζοὺρ, μεσιὲ λὲ Κλινοζοφίστ.
- Μπορῶ νὰ σ' ἀγκαλιάσω;
- Ἀπόλαυσέ με, σερί, στὴ διάθεσή σου - καὶ χωρὶς γρατσουνιὲς! Μπορῶ νὰ σὲ γλείφω;
- Καὶ τὸ ρωτᾶς;
Τέτοιες συναντήσεις, μάλιστα! Ἀληθινὰ ραντεβοὺ ἐρωτευμένων δὲν πιάνουν μπάζα. Tὸν κοιτάζεις, σὲ κοιτάζει στὰ μάτια, ποὺ εἶναι καὶ τ' ὡραιότερο τοπίο συναντήσεων.
Ἄχ, ὅλα τὰ μάτια ποὺ κοιτάζουν τ' ἀγαπημένο τους πλασματάκι, θἄπρεπε νὰ φωτογραφίζονται γιὰ Λευκώματα, ποὺ θὰ τὰ ξεφυλλίζεις στὰ γεράματα, ὁπόταν θὰ πικραίνεσαι λιγώτερο.
- Δὲς! Στὴν κόρη τοῦ ματιοῦ ἐκείνης ἤ ἐκείνου, ἐσύ! κάποτε, εὐτυχισμένος ἤ εὐτυχισμένη, γιὰ πᾶντα... - ἔστω, ἀποτυπωμένο γιὰ πᾶντα!
- Πῶ! πῶ!...
- Ὄχι, μή! δὲν θέλω ἄλλα ραντεβού, ἀρκετὰ σταυρώθηκα.
- Καλέ, μὴν κάνεις ἔτσι! ἀναμνήσεις κοιτάζουμε, μέσ' ἀπ' τὴν πρώτη τους ἐμφάνιση. Δὲν σὲ σφάξαμε!...
Kαὶ ὅμως, σὲ ὅλους τοὺς ἔρωτες, ὁ ἀθῶος σφαγιάζεται. Ὁ πιὸ ἐρωτευμένος.
Οἱ γάτες δὲν τὰ καταλαβαίνουν αὐτά, δὲν αὐτοκτονοῦν ἀπ' ἀγάπη, τὰ μάτια τους μόνο βγάζουν καὶ χαίρονται.
- Σιγά, βρὲ Κλινό! Ἐσὺ στὸ τέλος θὰ μᾶς πεῖς, ἐμᾶς τὶς γάτες, καὶ ζῶα! Πιὸ κτήνη ἀπὸ σᾶς, ρώτα καὶ τὸν Θεό, δὲν ὑπάρχουν!...
- Αὐτὸ μπορεῖ Ἐκεῖνος νὰ τὸ παραδέχεται. Κι' ἄλλωστε γι' αὐτὸ καὶ δὲν ἔχει μοῦτρα νὰ παρουσιαστεῖ, νὰ παραδεχτεῖ δημοσίως:
- Ἐγὼ, ὁ Πλάστης σας, ἐγώ, ἀλλοίμονό μου, σᾶς ἔπλασα ἔτσι. Πρωτάρης ἤμουν, λάθος ἔκανα, συγγνώμη, σᾶς ζητῶ ταπεινὰ συγγνώμη, σάμπως ξανάφτιαξα ποτέ μου Κόσμο; Μιὰ φορὰ τὴν παθαίνει κανεὶς, προσευχηθεῖτε γιὰ Ἐμένα, σ' Ἐμένα φυσικά - καὶ κάτι μπορεῖ νὰ γίνει, μὲ τὴν βοήθειά σας ἀσφαλῶς! Γιατί γι' αὐτὸ σᾶς ἔδωσα Λόγο καὶ Ὕπαρξη, κι' ὄχι γιὰ νὰ..., π' ὅλο αὐτὸ ἔχετε στὸν νοῦ σας, στὸ... - φτού! κακιὰ λέξη θἄλεγα.
- Μὲ τὴν ἄνεσή Σου, πὲς ὅ,τι θές. Καὶ τὸν Ἔρωτα, μὲ τὰ κλινικὰ συμπτώματά του, Ἐσὺ μᾶς τὸν ἔδωσες - μονάχα ποὺ δὲν εἶχες ἰδέα περὶ ἔρωτος καὶ τώρα τραβᾶς κι' Ἐσὺ τὰ μαλλιά σου - κι' ἄς μὴν ἔχεις.
- Βλάσφημο γατί, μὲ τὸν Κλινὸ κάνεις παρέα; Στὴν Κόλαση θὰ πᾶς.
Γατάκι, σύνελθε. Δὲν χρειάζεται νὰ πεθάνω γιὰ νὰ πέσω στὴν ψησταριά. Εἶμαι ἤδη στὴν κόλαση κι' ἐπιβιώνω μ' ὅλες τὶς φλόγες ποὺ καῖνε μέσα μου. Βρὲ χαζό, ἀφοῦ ἔχω ν' ἀγαπῶ ἐσένα, ἡ ζωή μου δὲν εἶναι ἄδεια, δὲν εἶναι κόλαση.
- Ἔτσι μοὔρχεται νὰ σὲ γλείψω, Κλινό μου, ἀπὸ πάνω ὥς κάτω.
- Ὅπου σοῦ πῶ ἐγὼ... - πουθενὰ ἀλλοῦ, νἄμαστε ἐξηγημένοι!
[Συνεχίζει ὡς: γάτα τσέπης, 5.]
~~~~~~~~~~~~~~~~~~
* Οἰ δύο ὀρφανὲς, πασίγνωστο καὶ στὴν Ἑλλάδα θεατρικό ἔργο τῶν Ἀντὸλφ ντ' Ἐνερὺ καὶ Eὐγενίου Κορμόν.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~
* Κλινοτρικυμίες,
ἀπὸ τὸν Ἰάνη Λὸ Σκόκκο.
. . γ ά τ α τσέπης, 4.
Κι' ὁλοάξαφνα νιώθεις σὰν μαῦρο γατάκι ποὺ ὁ διάολος σὲ σπρώχνει νὰ μπεῖς στὴν ἐκκλησία - κι' ἀφοῦ τὸ ξέρεις: ἐκειμέσα δὲν χωρᾶς!
- Νιάου, θέλω νὰ πῶ κάτι κι' ἐγὼ στὸν Θεό, κακὸ εἶναι;
Νὰ μιλήσεις σὲ δεύτερο καὶ θεῖο πρόσωπο, ὁ μονόλογος σ' ἔχει ἐξαντλήσει, ἡ Ἐκκλησία εἶναι Ταχυδρομεῖο Προσευχῶν, μπορεῖς νὰ τὰ πεῖς καὶ χωρὶς γραμματόσημο, μ' ἕνα μόνον κεράκι, ποὺ κι' αὐτὸ δὲν ἐπιβάλλεται σ' ἄπορους... - ναί, ἀλλὰ ὄχι καὶ τὰ γατάκια νἄχουν τέτοιες ἀξιώσεις!
- Θεέ μου, τί ἀπελπισία! Νὰ μὴν ξέρω τί νὰ σκαρφιστῶ νὰ μπῶ μέσα, ὅταν μάλιστα βλέπω στὸν οὐρανὸ ὅτι ὅπου νἆναι θὰ ξεσπάσει μπόρα. Φτωχὸ γατάκι εἶμαι, ὀρφανό, σὰν τὶς "δυὸ ὀρφανὲς"*, - κι' ἐγὼ τρίτο.
Οἱ ἄνθρωποι τοῦ μόχθου δὲν προλαβαίνουν νὰ προσευχηθοῦν ἀλλὰ τὰ ἐλεύθερα γατάκια δὲν ἐπιτρέπεται νὰ μὴν προσεύχονται δι' ἑαυτὰ καὶ ἀλλήλους. Καὶ πᾶντα ἡ προσευχὴ κάνει καλό, μπωκοὺ ντὲ καλὸ - πές καὶ τ' ἀντίθετο σὰν μπορεῖς, - μπορεῖς;
- Νιάρρρ = ὄχι!
Μήπως ἄν κάνω ὑπομονὴ κι' ἀνέχομαι τὰ πᾶντα (ἄς ποῦμε χαστούκια τῆς μοίρας, κέρατα τῆς γυναίκας μου, προδοσία τῆς πατρίδας μου καὶ ἆλλα πολλὰ τέτοια... ποὺ δὲν τὰ πολυγαταλαβαίνω, νὰ! φιλῶ τὴν πατούσα μου ἄν λέω ψέμματα!) εἶναι κι' αὐτὸ μιὰ προσευχή;
Ὤχ! Τὶ θυμήθηκα. Ἐμεῖς τ' ἀλαφροπάτητα γατάκια μπορεῖ νὰ μποῦμε κάπου καὶ σὲ στιγμὲς ἀκατάλληλες καὶ νὰ τὰ δοῦμε ὅλα! Κι' ἀπ' τὴν τρομάρα μας νὰ τρέξουμε καὶ νὰ τὰ γκρεμίσουμε ὅλα! Εἴμαστε ἀπροσδοκήτως ἐπικίνδυνα πλάσματα. Δὲν ἀκουγόμαστε. Σὰν τὰ σιγανὰ ποταμάκια πού, οὐαὶ κι' ἀλλοίμονο ἄν τύχουν στὸ διάβα σου.
Θἄθελα νὰ ἤμουν πλᾶσμα μὴ καταραστέο - γιατὶ ὅλα τὰ γήινα κάποιο προπατορικὸ ἁμάρτημα μᾶς ἔχει στιγματήσει διὰ παντὸς καὶ γατὸς ἤ γατῶς (δὲν θυμᾶμαι πῶς γράφεται αὐτὸ τὸ τελευταῖο).
Ἄ, ἕνα περιστεράκι!... Aὐτὸ τὸ πάναγνο θεαγάπητο πουλάκι, ἄν τὸ τρώγαμε, ἡ πόλη θἆταν πεντακάθαρη. Καὶ ὅμως, σπάνια ἡ τύχη μὲ βοηθάει νὰ τσακώσω κανένα.
Οἱ πάναγνες κουτσουλιὲς ἔχουν εὐλογημένα φτερὰ καὶ τσοὺπ!... - ἆντε πιάσ' το τὸ πουλάκι ποὺ πέταξε.
Ἄχ, ἕνας Κλινὸ θέλει νὰ μὲ χαϊδέψει, θὰ τοῦ κάτσω.
- Μπονζοὺρ, λὲ σά!
- Μπονζοὺρ, μεσιὲ λὲ Κλινοζοφίστ.
- Μπορῶ νὰ σ' ἀγκαλιάσω;
- Ἀπόλαυσέ με, σερί, στὴ διάθεσή σου - καὶ χωρὶς γρατσουνιὲς! Μπορῶ νὰ σὲ γλείφω;
- Καὶ τὸ ρωτᾶς;
Τέτοιες συναντήσεις, μάλιστα! Ἀληθινὰ ραντεβοὺ ἐρωτευμένων δὲν πιάνουν μπάζα. Tὸν κοιτάζεις, σὲ κοιτάζει στὰ μάτια, ποὺ εἶναι καὶ τ' ὡραιότερο τοπίο συναντήσεων.
Ἄχ, ὅλα τὰ μάτια ποὺ κοιτάζουν τ' ἀγαπημένο τους πλασματάκι, θἄπρεπε νὰ φωτογραφίζονται γιὰ Λευκώματα, ποὺ θὰ τὰ ξεφυλλίζεις στὰ γεράματα, ὁπόταν θὰ πικραίνεσαι λιγώτερο.
- Δὲς! Στὴν κόρη τοῦ ματιοῦ ἐκείνης ἤ ἐκείνου, ἐσύ! κάποτε, εὐτυχισμένος ἤ εὐτυχισμένη, γιὰ πᾶντα... - ἔστω, ἀποτυπωμένο γιὰ πᾶντα!
- Πῶ! πῶ!...
- Ὄχι, μή! δὲν θέλω ἄλλα ραντεβού, ἀρκετὰ σταυρώθηκα.
- Καλέ, μὴν κάνεις ἔτσι! ἀναμνήσεις κοιτάζουμε, μέσ' ἀπ' τὴν πρώτη τους ἐμφάνιση. Δὲν σὲ σφάξαμε!...
Kαὶ ὅμως, σὲ ὅλους τοὺς ἔρωτες, ὁ ἀθῶος σφαγιάζεται. Ὁ πιὸ ἐρωτευμένος.
Οἱ γάτες δὲν τὰ καταλαβαίνουν αὐτά, δὲν αὐτοκτονοῦν ἀπ' ἀγάπη, τὰ μάτια τους μόνο βγάζουν καὶ χαίρονται.
- Σιγά, βρὲ Κλινό! Ἐσὺ στὸ τέλος θὰ μᾶς πεῖς, ἐμᾶς τὶς γάτες, καὶ ζῶα! Πιὸ κτήνη ἀπὸ σᾶς, ρώτα καὶ τὸν Θεό, δὲν ὑπάρχουν!...
- Αὐτὸ μπορεῖ Ἐκεῖνος νὰ τὸ παραδέχεται. Κι' ἄλλωστε γι' αὐτὸ καὶ δὲν ἔχει μοῦτρα νὰ παρουσιαστεῖ, νὰ παραδεχτεῖ δημοσίως:
- Ἐγὼ, ὁ Πλάστης σας, ἐγώ, ἀλλοίμονό μου, σᾶς ἔπλασα ἔτσι. Πρωτάρης ἤμουν, λάθος ἔκανα, συγγνώμη, σᾶς ζητῶ ταπεινὰ συγγνώμη, σάμπως ξανάφτιαξα ποτέ μου Κόσμο; Μιὰ φορὰ τὴν παθαίνει κανεὶς, προσευχηθεῖτε γιὰ Ἐμένα, σ' Ἐμένα φυσικά - καὶ κάτι μπορεῖ νὰ γίνει, μὲ τὴν βοήθειά σας ἀσφαλῶς! Γιατί γι' αὐτὸ σᾶς ἔδωσα Λόγο καὶ Ὕπαρξη, κι' ὄχι γιὰ νὰ..., π' ὅλο αὐτὸ ἔχετε στὸν νοῦ σας, στὸ... - φτού! κακιὰ λέξη θἄλεγα.
- Μὲ τὴν ἄνεσή Σου, πὲς ὅ,τι θές. Καὶ τὸν Ἔρωτα, μὲ τὰ κλινικὰ συμπτώματά του, Ἐσὺ μᾶς τὸν ἔδωσες - μονάχα ποὺ δὲν εἶχες ἰδέα περὶ ἔρωτος καὶ τώρα τραβᾶς κι' Ἐσὺ τὰ μαλλιά σου - κι' ἄς μὴν ἔχεις.
- Βλάσφημο γατί, μὲ τὸν Κλινὸ κάνεις παρέα; Στὴν Κόλαση θὰ πᾶς.
Γατάκι, σύνελθε. Δὲν χρειάζεται νὰ πεθάνω γιὰ νὰ πέσω στὴν ψησταριά. Εἶμαι ἤδη στὴν κόλαση κι' ἐπιβιώνω μ' ὅλες τὶς φλόγες ποὺ καῖνε μέσα μου. Βρὲ χαζό, ἀφοῦ ἔχω ν' ἀγαπῶ ἐσένα, ἡ ζωή μου δὲν εἶναι ἄδεια, δὲν εἶναι κόλαση.
- Ἔτσι μοὔρχεται νὰ σὲ γλείψω, Κλινό μου, ἀπὸ πάνω ὥς κάτω.
- Ὅπου σοῦ πῶ ἐγὼ... - πουθενὰ ἀλλοῦ, νἄμαστε ἐξηγημένοι!
[Συνεχίζει ὡς: γάτα τσέπης, 5.]
~~~~~~~~~~~~~~~~~~
* Οἰ δύο ὀρφανὲς, πασίγνωστο καὶ στὴν Ἑλλάδα θεατρικό ἔργο τῶν Ἀντὸλφ ντ' Ἐνερὺ καὶ Eὐγενίου Κορμόν.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~
0 .
-
- Supreme poster
- Δημοσιεύσεις: 13644
Re: Θέλω νὰ παραμιλάω, ἐσᾶς τί σᾶς νοιάζει;
είναι αξιολάτρευτα ζωάκια οι γάτες
εκεί που εξοργίζομαι είναι όταν βλέπω μερικούς και τις κακοποιούν
τότε αλλάζω άποψη για την αξία της ανθρώπινης ζωής
εκεί που εξοργίζομαι είναι όταν βλέπω μερικούς και τις κακοποιούν
τότε αλλάζω άποψη για την αξία της ανθρώπινης ζωής
0 .
Αν ο κομπλεξισμός ήταν άθλημα, κάποιοι θα είχαν πάρει πανηγυρικά το πρωτάθλημα.
-
- Basic poster
- Δημοσιεύσεις: 921
- Τοποθεσία: Ἀθήνα
Re: Θέλω νὰ παραμιλάω, ἐσᾶς τί σᾶς νοιάζει;
20 Σεπτεμβρίου 2008, καὶ ὥρα 9:18.
Μία ἀπὸ τὶς ἐντελῶς πρῶτες δημοσιεύσεις μου, ἡ 2η Κλινοσοφιστεία,
στὸ Φόρουμ.γκρ πλέον, μὲ ἔναρξη 12 Αὐγούστου 2008.
κλινοσοφιστεῖες,
γράφει ὁ Ἰάνης Λὸ Σκόκκο.
...Πῶς πέρασα τὰ γενέθλιά μου.
----------------------------------------------"...καὶ ξάπλωσα γυμνούλης μὲ τὸ χέρι ἐκεῖ. Ὁπότε θυμήθηκα:
* Ἔκθεσις τοῦ μαθητοῦ τῆς Δ΄τάξεως τοῦ 99ου Δημ. Σχολ. Ἀθηνῶν κτλ.
(ἡ πρώτη μὲ μελάνη, δηλαδὴ μὲ πέννα, κονδυλοφόρο, μελανοδοχεῖο, στυπόχαρτο - οὐδεὶς λεκές, κοιτᾶξτε!).
* Ἐν Ἀθήναις τῇ 27ῃ Αὐγούστου 2008.
Χτές, ἀπὸ μόλις ξημέρωσε (πιὸ πρὶν κοιμόμουνα) ὥς τὰ μεσάνυχτα, εἶχα τὰ γενέθλιά μου.
Σὰν χθές, ὥρα τρεῖς καὶ τέταρτο τὸ ἀπομεσήμερο, στὸ Κυνόσαργες τοῦ Ἄστεως τῶν Ἀθηνῶν, γεννήθηκα ἐγώ. Κι' αὐτὸ δὲν θὰ ἐπαναληφθεῖ. Καὶ εὐτυχῶς ποὺ ἔτσι εἶμαι ἀνεπανάληπτος.
Ἡ μαμά μου λέει ὅτι βγῆκα ἀνάποδα, - μὲ τὰ πόδια - ἀλλὰ αὐτὸ τὸ "ἀνάποδα" δὲν τὸ παραδέχομαι, ὅσο κι' ἄν εἶναι ἀλήθεια, ὅσο κι' ἄν ὅλα μοῦ πᾶνε ἀνάποδα, γιατί σημασία ἔχει τὸ ὅτι "ἐξῆλθα" ἐπιτέλους!... - πόσοι εἶδαν τὸ πῶς;
Ὑποθέτω τὸ κεφάλι μου, μαζὺ μὲ τὸ μυαλό μου, τὸ ποορισμένο γιὰ κλασικὲς σπουδὲς καὶ ὑπὲρ μοντέρνες ἀταξίες, δὲν θέλανε νὰ ἐκτεθοῦν μιᾶς κι' ἔξω στὴν ἀνθρωπότητα, τὴν σκληρὴ ἀνθρωπότητά σας, καὶ τελικῶς ὅμως βγῆκαν, διότι ἡ μαμὰ δὲν θὰ τὸ ἄντεχε νὰ ἀποκεφαλισθῶ ἐντός της καὶ πρὶν τῆς ὥρας μου. Ἐννέα μῆνες στὴν κοιλιά της, ἔμαθα τὰ χούγια της ἀπ' ἔξω κι' ἀνακατωτά. Ἦταν καλὴ γυναίκα ἡ φουκαριάρα. Κι' αὐτὴν τὴν ἐξακριβωμένη διαπίστωση θὰ τῆς τὴν ἔλεγα εὐθὺς ἀμέσως ἀλλὰ, βλέπεις, μὲ πιάσανε τὰ κοινοπληκτικὰ κλάματα, κάτι σὰν: - Οὐά!... οὐά!... καὶ, ἑπόμενον ἦταν, ξέχασα τί ἤθελα νὰ τῆς πῶ.
Στοχασμός: μήπως, ἄν ἔβγαινα, ὄχι ἀνάποδα ἀλλὰ ἴσια, σωστά, κανονικά, νορμαλικά, ἀπὸ τὴν καλή, ἤτοι πρῶτα τὸ κεφάλι μετὰ τοῦ νοός, θὰ λειτουργοῦσα ἐπὶ τῷ...φυσιολογικὸν, λέγοντας:
"- Ὤ, τὶ ὡραῖος κόσμος, μαμά!...Θένκς, μερσὶ μπιὲν καὶ νἆσαι καλὰ ποὺ ἔτεκές με! ἀλλὰ...πότε θὰ ξεκουμπιστοῦν οἱ Γερμαναράδες;" (1944).
Ὡστόσο, βλέπετε, ἀλλοιῶς τἀ ἔφεραν οἱ Μοῖρες: Κλωθώ, Λάχεσις καὶ Ἄτροπος, ποὺ μὲ ἀποστόμωσαν λέγοντας ἐκεῖνες τὰ δικά τους, ἐνόσω ἐγώ, ἐκτυφλωθεὶς ἀπό τὸ ὁλοάξαφνο Ἀπολλώνιον φῶς τῆς Ἀττικῆς, ἔμεινα μ' ἀνοιχτὸ τὸ στόμα, σφάλισα τὰ μάτια καὶ... Νὰ γιατὶ δὲν εἶδα ποιὰ Μοίρα μὲ μοίρανε τί! Ἄκουσα μόνον τρεῖς φωνὲς:
Α΄φωνή: - Μάννα Σμυρνιὰ. Δοθήτω αὐτῷ τὸ γλωσσοκοπανίζειν. Γένοιτο.
Β΄φωνή: - Πατὴρ Κερκυραῖος. Δοθήτω αὐτῷ μελωδικὴ φωνὴ καὶ τρέλλα ὅλη δική του. Γένοιτο.
Γ΄φωνή: - Υἱὲ τῶν Ἀθηνῶν, εἴη ἡ Ἀθηνᾶ προστάτις σου, ἄν καὶ πολὺ σοῦ πάει, φτωχὸς ὤν! Γένοιτο.
Μόλις εἶδαν τὸ ψαλλίδι τῆς μαμμῆς, ποὺ θὰ ἔκοβε τὸν ὀμφάλιο λῶρο, νὰ τοὺς πῆγε! καὶ τὸ 'βαλαν στὰ πόδια ἅπασαι αἱ τρεῖς. Μά, ποιός θὰ τὶς πείραζε αὐτὲς τὶς σκρόφες;
Ἡ μάννα μου κι' ἐγώ, ἐπονέσαμε κάπως, - τὸ θυμᾶμαι σὰν νά' ναι τώρα - ἀλλά πόνος ἦταν καὶ πάει!
Τὸ προσφυγικό σπιτάκι μας γέμισε γέλοια, χαρές, θεῖες, θείους, ξαδέρφια, κουδουνίστρες...Ὅλα γιὰ τὸ λὲ μωρὸ καὶ τὸν μπεμπέ. Ἄ, ὅταν λέμε μωρό, ἐννοοῦμε βρέφος, νεογέννητο - καὶ ὄχι ἀνόητος, ἔτσι; Νὰ λείπουν οἱ ἐξυπνάδες σας.
[Στὸ μεταξὺ, ὁ μπαμπὰς ὅμηρος στὴν Γερμανία - π' ἀνάθεμὰ την! Ξυπόλυτος, φορῶντας μιὰ προβιὰ κατάσαρκα κι' ἕνα σύρμα στὴν μέση, νὰ δένει, νὰ καλύπτεται ἡ ξεβρακωσίλα, ἐνῶ χιλιάδες ψεῖρες, ἐπί τῆς σαρκὸς αὐτοῦ, ἐκινδύνευαν, ὑποψήφιες καὶ δαῦτες, ἐξ αἰτίας του, καθημερινῶς νὰ πᾶνε πρὸς σαπωνοποιΐαν. Ἔπιναν δὲ τὸν ἀγλέουρα εἰς αἷμα ἑλληνικόν.
Πετσὶ καὶ κόκκαλο ὁ σιὸρ κόντε Σπυριντιόνε].
Μὲ ζεστὸ νερὸ τοῦ μαγκαλιοῦ καὶ πράσινο σαποῦνι (δῶρο τῆς νονᾶς μου), δύο ὧρες μετὰ τὴν ἔξοδο καὶ εἴσοδό μου, ὁπόταν ξύπνησα μὲ τὶς πρῶτες μου τσίμπλες, ἡ μάδερ μ' ἔπλυνε γιατί εἶχα κάνει καὶ τὰ πρῶτα κακά.
- Πούφ! ἔκανε ἡ μαμὰ κι' ἀμέσως, δὲν μπορῶ νὰ πῶ, μοῦ ἄρχισε κάτι σὰν μπιντὲ, ὰπὸ πάνω ἴσαμε κάτω. Χωρὶς ντούς. Μ' ἕνα κύπελλο, βρὲ παιδάκι μου! Ὅ,τι εἶχε ἡ γυναίκα σὲ καιροὺς Κατοχῆς. Ἔπειτα, ἀγαλλίασε κι' ἐμένα τὸ προσωπάκι μου, πεντακάθαρο, φωτεινό, μὲ κεῖνες τὶς λᾶγνες ματσοῦνες, ματσουνάρες, νὰ τόσες!
Κοντολογίς, ἀγάπησα τὸ λουτρό, προάγγελο τοῦ χαμὰμ καὶ τοῦ κλύσματος ἁπάντων τῶν ἀξιεράστων καὶ μὴ ἐξαιρετέων.
Ἡ μάννα μου εἶχε καλό, θεαματικὸ βυζί. Τὸ τί μπορεῖ νὰ περιεῖχε, τέλος γερμανικῆς λύσσας, μὲ τόση πείνα καὶ θανατικὸ ὁλόγυρα, ἐκεῖνο τὸ βυζί, παραμένει ἄγνωστον!
Νὰ γιατὶ λαχταρῶ νὰ στήσω, μὲ τὰ χεράκια μου, μπροστὰ στὴν Βουλή:
Μνημεῖον στὸ Ἄγνωστον Γάλα τῆς Κατοχῆς.
Τέλος πάντων, ἔζησα. Ὅσο γιὰ βυζί...Καὶ σκέτο, γιὰ πιπίλισμα, καλὸν καὶ θρεπτικόν. Ἀπὸ τότε ἀπέκτησα καὶ ἕν βίτσιον : μαστορουφήχτρας. Ὅσον διὰ γάλα..., - ἔ, γαλακτώδη ἐξάγουν καὶ ἆλλά τινα μέλη τοῦ σώματος, - τοῦτο πρὸς ἐνημέρωσίν σας.
Χτές, εἶχα ὅλη μέρα τὰ γενέθλιά μου. Χωρὶς τὴν μαμά μου, χωρὶς τὸν μπαμπά μου, χωρὶς τὴν ἀδελφή μου. Μὲ σιχάθηκαν, λέει, ὅταν μεγάλωσα καὶ πέθαναν - ...ποιός θὰ πεθάνει πρῶτος νὰ γλυτώσει ἀπὸ μένα. Ἄσπλαχνοι, ὅλοι τους, ἐξέλιπον (ἀόριστος β΄). Κι' ἔτσι γεροπαράξενος ποὺ κατήντησα (ἐπισημαίνεται ἐδῶ σαφὴς ἠθικὸς ξεπεσμός), ἔχω κατὰ νοῦν, ἐγώ, νὰ μὴν πεθάνω ποτέ, (ἄμ, δὲν μὲ ξέρετε ἐμένα!...τί πεῖσμα σοῦ τὄχω!...), γιὰ νὰ μὴν ξανασυναντηθουμε οἰκογενειακῶς καὶ ἀναγκασθῶ νὰ τοὺς τὰ ψάλω σμυρνέικα καὶ γιὰ νὰ μὴν δώσω ἔμπνευση καὶ ἀφορμὴ στὸν Παῦλο Μάτεση νὰ γράψει νέαν κωμωδίαν, μετὰ τὴν ὑπέροχη "Τελετή" του. Ἄσ' τους νὰ περιμένουν τοὺς "βαρβάρους" τους - κάποτε ἴσως πάω κοντά τους ἀλλὰ... γιὰ ἕνα τέτοιο σόι, ἀχάριστο, χέστηκα καὶ δὲν ἔχω σκοπό, αὐτὴ τὴν φορὰ, νὰ πλυθῶ.
Χτές, ὁλημερίς κι' ὁλονυχτὶς, εἶχα τὰ γενέθλιά μου. Ὅμως 64 κεράκια (πιὸ πολλὰ κι' ἀπὸ τοῦ Κ.Π.Καβάφη) κοστίζουν ἀκριβώτερα κι' ἀπό τὴν τούρτα. Ἀλλά, τούρτα χωρὶς κεράκια ἴσον γέρος μὲ μαῦρα μαλλιά, καὶ ὡς συμπέρασμα: λείπει ὁ σεβασμὸς τῶν λευκῶν πλοκάμων. Καὶ πῶς νὰ τὸ κρύψω, τὰ μακρυὰ μοντέρνα μαλλιά μου εἶναι κάτασπρα σὰν ἄσπρη πέτρα ξέξασπρη. Ἀναμένω σεβασμὸ στὸ ἀκουστικό μου.
Σημειωτέον ὅτι ὁ Χρόνος αὐτοπροσώπως (ἅμα θέλει ὁ ἄτιμος!...) μὲ σέβεται. Ἀπόδειξη ὅτι μοῦ ἄφησε ἀνέπαφα τὰ ὑπόλοιπα νειᾶτα μου (τὰ ὁρατά, σύμφωνοι). Ναί, θὰ μποροῦσα ἄνετα νὰ ἰσχυρισθῶ πὼς πάω Δ΄Δημοτικοῦ (πόσες φορὲς ἄρα θὰ πρέπει νὰ ἔμεινα στὴν κάθε τάξη, - οὔ!...) Νὰ καμαρώνω ὅτι αὺτὴ εἶναι ἡ πρώτη μου καλὴ ἔκθεση, ἐνῶ οἱ ἆλλες ἤτανε σαφῶς καλλίτερες καὶ ἄριστες! Πὼς οἱ δάσκαλοι, στὸ Γραφεῖο, διαφωνοῦν στὸ τί πρωτότυπον βραβεῖον δέον νὰ μοῦ προσφέρουν: ἕναν καινούργιον ἔρωτα; - συγγνώμη, ἕνα ρολόι ἤθελα νὰ πῶ ἤ μιὰν ὑποτροφία, - τουτέστιν νὰ μὲ σπιτώσει κάποια πλουσία εὐεργέτις ἤ κάποιος πλούσιος εὐεργέτης τῶν Γραμμάτων καὶ τῶν Τεχνῶν; Νὰ παραδεχθῶ ὅτι ἀκόμη κάνω πολυποίκιλα ὀρθογραφικὰ λάθη ἀλλά...ἄς μὴν ἄλλαζαν κάθε λίγο καὶ λιγάκι οἱ ὑπεύθυνοι τὴν Γλώσσα - τί φταίω ἐγὼ; Νὰ ὀνειρεύομαι πὼς ἡ συμμαθήτριὰ μου ἡ Ἠρὼ Κασσέτα (ἤδη τρίτος ἔρως τῆς ζωῆς μου, μετὰ τὴν Μάρθα Μαυρομμάτη καὶ τὴν Φανὴ Κοκκίνη) θὰ πάψει νὰ μιλάει μὲ τὰ μεγάλα ἀγόρια τῆς Στ΄τάξεως καὶ θὰ ξανά' ρθει σὲ μένα, ποὺ ἔχω καἰ τόσες γερμανικές, ἀνάγλυφες, σπάνιες ζωγραφιές, γιὰ τὶς ὁποῖες λυσσάει ἡ Ἠλέκτρα Κουρούπη ποὺ ἀπαγγέλλει καὶ ὑπέροχα σὰν ἠθοποιός! Πὼς ἡ μαμά μου κι' ὁ μπαμπάς μου θὰ μὲ στείλουνε στὸν Γάλλο, ποὺ μὲ ξεχώρησε, νὰ μάθω γαλλικὰ (τελικά, κατέκτησα καὶ τὸ στὺλ παριζιέν - ὄχι τί!). Πὼς τὰ παιδιὰ θὰ πάψουν νὰ μὲ βρίζουν "θεατρίνο" (ἔγινα καὶ πάψανε)! Πὼς ὅλες οἱ ψηλὲς μεγάλες κοπέλλες θὰ μὲ χορεύουν τάνγκο ὥς τὰ βαθειὰ γεράματα! Πὼς ὁ μπαμπάς μου θὰ ρετουσάρει τὸ πρόσωπο τῆς Γκρέτας Γκάρμπο ποὺ δὲν μπορῶ νὰ πετύχω μὲ τὸ μολύβι μου! Πὼς τὸ πουλάκι μου θὰ παραμείνει τὸ μεγαλύτερο τῆς γειτονιᾶς, νὰ τὸ ποθοῦν οἱ μπιντέστριες καὶ οἱ κλυσματισμένοι! Πὼς δὲν θὰ πάρω, Παναγίτσα μου Ἐκθεσοκαλοβαθμούσα, μηδὲν σ' αὐτὴν τὴν Ἔκθεση. ὅπως ποτὲ ἄλλοτε δὲν πῆρα κι' ἄς ἔγραφα τρὶς χειρότερα κι' αὐστηρῶς ἀκατάλληλα διὰ Σχολεῖον!
Δόξα Σοι ὁ Θεός, μὲ ἀναμνήσεις πέρασα τὰ γενέθλιά μου. Ἦταν οἱ μόνες ποὺ τὸ θυμήθηκαν καὶ ἦρθαν. Μὲ τίμησαν. Ἦρθαν γιὰ μένα, ὄχι γιὰ τὴν τούρτα.
Μὲ τί λεφτὰ νὰ ἀγόραζα;
-----------------------------------------------------------------...μὲ χοὲς στοὺς νεκροὺς ἔρωτες".
*
Χῶρος γιὰ βαθμολόγηση:....................(ὁλογράφως),----------(ἀριθμητικῶς).
Μία ἀπὸ τὶς ἐντελῶς πρῶτες δημοσιεύσεις μου, ἡ 2η Κλινοσοφιστεία,
στὸ Φόρουμ.γκρ πλέον, μὲ ἔναρξη 12 Αὐγούστου 2008.
κλινοσοφιστεῖες,
γράφει ὁ Ἰάνης Λὸ Σκόκκο.
...Πῶς πέρασα τὰ γενέθλιά μου.
----------------------------------------------"...καὶ ξάπλωσα γυμνούλης μὲ τὸ χέρι ἐκεῖ. Ὁπότε θυμήθηκα:
* Ἔκθεσις τοῦ μαθητοῦ τῆς Δ΄τάξεως τοῦ 99ου Δημ. Σχολ. Ἀθηνῶν κτλ.
(ἡ πρώτη μὲ μελάνη, δηλαδὴ μὲ πέννα, κονδυλοφόρο, μελανοδοχεῖο, στυπόχαρτο - οὐδεὶς λεκές, κοιτᾶξτε!).
* Ἐν Ἀθήναις τῇ 27ῃ Αὐγούστου 2008.
Χτές, ἀπὸ μόλις ξημέρωσε (πιὸ πρὶν κοιμόμουνα) ὥς τὰ μεσάνυχτα, εἶχα τὰ γενέθλιά μου.
Σὰν χθές, ὥρα τρεῖς καὶ τέταρτο τὸ ἀπομεσήμερο, στὸ Κυνόσαργες τοῦ Ἄστεως τῶν Ἀθηνῶν, γεννήθηκα ἐγώ. Κι' αὐτὸ δὲν θὰ ἐπαναληφθεῖ. Καὶ εὐτυχῶς ποὺ ἔτσι εἶμαι ἀνεπανάληπτος.
Ἡ μαμά μου λέει ὅτι βγῆκα ἀνάποδα, - μὲ τὰ πόδια - ἀλλὰ αὐτὸ τὸ "ἀνάποδα" δὲν τὸ παραδέχομαι, ὅσο κι' ἄν εἶναι ἀλήθεια, ὅσο κι' ἄν ὅλα μοῦ πᾶνε ἀνάποδα, γιατί σημασία ἔχει τὸ ὅτι "ἐξῆλθα" ἐπιτέλους!... - πόσοι εἶδαν τὸ πῶς;
Ὑποθέτω τὸ κεφάλι μου, μαζὺ μὲ τὸ μυαλό μου, τὸ ποορισμένο γιὰ κλασικὲς σπουδὲς καὶ ὑπὲρ μοντέρνες ἀταξίες, δὲν θέλανε νὰ ἐκτεθοῦν μιᾶς κι' ἔξω στὴν ἀνθρωπότητα, τὴν σκληρὴ ἀνθρωπότητά σας, καὶ τελικῶς ὅμως βγῆκαν, διότι ἡ μαμὰ δὲν θὰ τὸ ἄντεχε νὰ ἀποκεφαλισθῶ ἐντός της καὶ πρὶν τῆς ὥρας μου. Ἐννέα μῆνες στὴν κοιλιά της, ἔμαθα τὰ χούγια της ἀπ' ἔξω κι' ἀνακατωτά. Ἦταν καλὴ γυναίκα ἡ φουκαριάρα. Κι' αὐτὴν τὴν ἐξακριβωμένη διαπίστωση θὰ τῆς τὴν ἔλεγα εὐθὺς ἀμέσως ἀλλὰ, βλέπεις, μὲ πιάσανε τὰ κοινοπληκτικὰ κλάματα, κάτι σὰν: - Οὐά!... οὐά!... καὶ, ἑπόμενον ἦταν, ξέχασα τί ἤθελα νὰ τῆς πῶ.
Στοχασμός: μήπως, ἄν ἔβγαινα, ὄχι ἀνάποδα ἀλλὰ ἴσια, σωστά, κανονικά, νορμαλικά, ἀπὸ τὴν καλή, ἤτοι πρῶτα τὸ κεφάλι μετὰ τοῦ νοός, θὰ λειτουργοῦσα ἐπὶ τῷ...φυσιολογικὸν, λέγοντας:
"- Ὤ, τὶ ὡραῖος κόσμος, μαμά!...Θένκς, μερσὶ μπιὲν καὶ νἆσαι καλὰ ποὺ ἔτεκές με! ἀλλὰ...πότε θὰ ξεκουμπιστοῦν οἱ Γερμαναράδες;" (1944).
Ὡστόσο, βλέπετε, ἀλλοιῶς τἀ ἔφεραν οἱ Μοῖρες: Κλωθώ, Λάχεσις καὶ Ἄτροπος, ποὺ μὲ ἀποστόμωσαν λέγοντας ἐκεῖνες τὰ δικά τους, ἐνόσω ἐγώ, ἐκτυφλωθεὶς ἀπό τὸ ὁλοάξαφνο Ἀπολλώνιον φῶς τῆς Ἀττικῆς, ἔμεινα μ' ἀνοιχτὸ τὸ στόμα, σφάλισα τὰ μάτια καὶ... Νὰ γιατὶ δὲν εἶδα ποιὰ Μοίρα μὲ μοίρανε τί! Ἄκουσα μόνον τρεῖς φωνὲς:
Α΄φωνή: - Μάννα Σμυρνιὰ. Δοθήτω αὐτῷ τὸ γλωσσοκοπανίζειν. Γένοιτο.
Β΄φωνή: - Πατὴρ Κερκυραῖος. Δοθήτω αὐτῷ μελωδικὴ φωνὴ καὶ τρέλλα ὅλη δική του. Γένοιτο.
Γ΄φωνή: - Υἱὲ τῶν Ἀθηνῶν, εἴη ἡ Ἀθηνᾶ προστάτις σου, ἄν καὶ πολὺ σοῦ πάει, φτωχὸς ὤν! Γένοιτο.
Μόλις εἶδαν τὸ ψαλλίδι τῆς μαμμῆς, ποὺ θὰ ἔκοβε τὸν ὀμφάλιο λῶρο, νὰ τοὺς πῆγε! καὶ τὸ 'βαλαν στὰ πόδια ἅπασαι αἱ τρεῖς. Μά, ποιός θὰ τὶς πείραζε αὐτὲς τὶς σκρόφες;
Ἡ μάννα μου κι' ἐγώ, ἐπονέσαμε κάπως, - τὸ θυμᾶμαι σὰν νά' ναι τώρα - ἀλλά πόνος ἦταν καὶ πάει!
Τὸ προσφυγικό σπιτάκι μας γέμισε γέλοια, χαρές, θεῖες, θείους, ξαδέρφια, κουδουνίστρες...Ὅλα γιὰ τὸ λὲ μωρὸ καὶ τὸν μπεμπέ. Ἄ, ὅταν λέμε μωρό, ἐννοοῦμε βρέφος, νεογέννητο - καὶ ὄχι ἀνόητος, ἔτσι; Νὰ λείπουν οἱ ἐξυπνάδες σας.
[Στὸ μεταξὺ, ὁ μπαμπὰς ὅμηρος στὴν Γερμανία - π' ἀνάθεμὰ την! Ξυπόλυτος, φορῶντας μιὰ προβιὰ κατάσαρκα κι' ἕνα σύρμα στὴν μέση, νὰ δένει, νὰ καλύπτεται ἡ ξεβρακωσίλα, ἐνῶ χιλιάδες ψεῖρες, ἐπί τῆς σαρκὸς αὐτοῦ, ἐκινδύνευαν, ὑποψήφιες καὶ δαῦτες, ἐξ αἰτίας του, καθημερινῶς νὰ πᾶνε πρὸς σαπωνοποιΐαν. Ἔπιναν δὲ τὸν ἀγλέουρα εἰς αἷμα ἑλληνικόν.
Πετσὶ καὶ κόκκαλο ὁ σιὸρ κόντε Σπυριντιόνε].
Μὲ ζεστὸ νερὸ τοῦ μαγκαλιοῦ καὶ πράσινο σαποῦνι (δῶρο τῆς νονᾶς μου), δύο ὧρες μετὰ τὴν ἔξοδο καὶ εἴσοδό μου, ὁπόταν ξύπνησα μὲ τὶς πρῶτες μου τσίμπλες, ἡ μάδερ μ' ἔπλυνε γιατί εἶχα κάνει καὶ τὰ πρῶτα κακά.
- Πούφ! ἔκανε ἡ μαμὰ κι' ἀμέσως, δὲν μπορῶ νὰ πῶ, μοῦ ἄρχισε κάτι σὰν μπιντὲ, ὰπὸ πάνω ἴσαμε κάτω. Χωρὶς ντούς. Μ' ἕνα κύπελλο, βρὲ παιδάκι μου! Ὅ,τι εἶχε ἡ γυναίκα σὲ καιροὺς Κατοχῆς. Ἔπειτα, ἀγαλλίασε κι' ἐμένα τὸ προσωπάκι μου, πεντακάθαρο, φωτεινό, μὲ κεῖνες τὶς λᾶγνες ματσοῦνες, ματσουνάρες, νὰ τόσες!
Κοντολογίς, ἀγάπησα τὸ λουτρό, προάγγελο τοῦ χαμὰμ καὶ τοῦ κλύσματος ἁπάντων τῶν ἀξιεράστων καὶ μὴ ἐξαιρετέων.
Ἡ μάννα μου εἶχε καλό, θεαματικὸ βυζί. Τὸ τί μπορεῖ νὰ περιεῖχε, τέλος γερμανικῆς λύσσας, μὲ τόση πείνα καὶ θανατικὸ ὁλόγυρα, ἐκεῖνο τὸ βυζί, παραμένει ἄγνωστον!
Νὰ γιατὶ λαχταρῶ νὰ στήσω, μὲ τὰ χεράκια μου, μπροστὰ στὴν Βουλή:
Μνημεῖον στὸ Ἄγνωστον Γάλα τῆς Κατοχῆς.
Τέλος πάντων, ἔζησα. Ὅσο γιὰ βυζί...Καὶ σκέτο, γιὰ πιπίλισμα, καλὸν καὶ θρεπτικόν. Ἀπὸ τότε ἀπέκτησα καὶ ἕν βίτσιον : μαστορουφήχτρας. Ὅσον διὰ γάλα..., - ἔ, γαλακτώδη ἐξάγουν καὶ ἆλλά τινα μέλη τοῦ σώματος, - τοῦτο πρὸς ἐνημέρωσίν σας.
Χτές, εἶχα ὅλη μέρα τὰ γενέθλιά μου. Χωρὶς τὴν μαμά μου, χωρὶς τὸν μπαμπά μου, χωρὶς τὴν ἀδελφή μου. Μὲ σιχάθηκαν, λέει, ὅταν μεγάλωσα καὶ πέθαναν - ...ποιός θὰ πεθάνει πρῶτος νὰ γλυτώσει ἀπὸ μένα. Ἄσπλαχνοι, ὅλοι τους, ἐξέλιπον (ἀόριστος β΄). Κι' ἔτσι γεροπαράξενος ποὺ κατήντησα (ἐπισημαίνεται ἐδῶ σαφὴς ἠθικὸς ξεπεσμός), ἔχω κατὰ νοῦν, ἐγώ, νὰ μὴν πεθάνω ποτέ, (ἄμ, δὲν μὲ ξέρετε ἐμένα!...τί πεῖσμα σοῦ τὄχω!...), γιὰ νὰ μὴν ξανασυναντηθουμε οἰκογενειακῶς καὶ ἀναγκασθῶ νὰ τοὺς τὰ ψάλω σμυρνέικα καὶ γιὰ νὰ μὴν δώσω ἔμπνευση καὶ ἀφορμὴ στὸν Παῦλο Μάτεση νὰ γράψει νέαν κωμωδίαν, μετὰ τὴν ὑπέροχη "Τελετή" του. Ἄσ' τους νὰ περιμένουν τοὺς "βαρβάρους" τους - κάποτε ἴσως πάω κοντά τους ἀλλὰ... γιὰ ἕνα τέτοιο σόι, ἀχάριστο, χέστηκα καὶ δὲν ἔχω σκοπό, αὐτὴ τὴν φορὰ, νὰ πλυθῶ.
Χτές, ὁλημερίς κι' ὁλονυχτὶς, εἶχα τὰ γενέθλιά μου. Ὅμως 64 κεράκια (πιὸ πολλὰ κι' ἀπὸ τοῦ Κ.Π.Καβάφη) κοστίζουν ἀκριβώτερα κι' ἀπό τὴν τούρτα. Ἀλλά, τούρτα χωρὶς κεράκια ἴσον γέρος μὲ μαῦρα μαλλιά, καὶ ὡς συμπέρασμα: λείπει ὁ σεβασμὸς τῶν λευκῶν πλοκάμων. Καὶ πῶς νὰ τὸ κρύψω, τὰ μακρυὰ μοντέρνα μαλλιά μου εἶναι κάτασπρα σὰν ἄσπρη πέτρα ξέξασπρη. Ἀναμένω σεβασμὸ στὸ ἀκουστικό μου.
Σημειωτέον ὅτι ὁ Χρόνος αὐτοπροσώπως (ἅμα θέλει ὁ ἄτιμος!...) μὲ σέβεται. Ἀπόδειξη ὅτι μοῦ ἄφησε ἀνέπαφα τὰ ὑπόλοιπα νειᾶτα μου (τὰ ὁρατά, σύμφωνοι). Ναί, θὰ μποροῦσα ἄνετα νὰ ἰσχυρισθῶ πὼς πάω Δ΄Δημοτικοῦ (πόσες φορὲς ἄρα θὰ πρέπει νὰ ἔμεινα στὴν κάθε τάξη, - οὔ!...) Νὰ καμαρώνω ὅτι αὺτὴ εἶναι ἡ πρώτη μου καλὴ ἔκθεση, ἐνῶ οἱ ἆλλες ἤτανε σαφῶς καλλίτερες καὶ ἄριστες! Πὼς οἱ δάσκαλοι, στὸ Γραφεῖο, διαφωνοῦν στὸ τί πρωτότυπον βραβεῖον δέον νὰ μοῦ προσφέρουν: ἕναν καινούργιον ἔρωτα; - συγγνώμη, ἕνα ρολόι ἤθελα νὰ πῶ ἤ μιὰν ὑποτροφία, - τουτέστιν νὰ μὲ σπιτώσει κάποια πλουσία εὐεργέτις ἤ κάποιος πλούσιος εὐεργέτης τῶν Γραμμάτων καὶ τῶν Τεχνῶν; Νὰ παραδεχθῶ ὅτι ἀκόμη κάνω πολυποίκιλα ὀρθογραφικὰ λάθη ἀλλά...ἄς μὴν ἄλλαζαν κάθε λίγο καὶ λιγάκι οἱ ὑπεύθυνοι τὴν Γλώσσα - τί φταίω ἐγὼ; Νὰ ὀνειρεύομαι πὼς ἡ συμμαθήτριὰ μου ἡ Ἠρὼ Κασσέτα (ἤδη τρίτος ἔρως τῆς ζωῆς μου, μετὰ τὴν Μάρθα Μαυρομμάτη καὶ τὴν Φανὴ Κοκκίνη) θὰ πάψει νὰ μιλάει μὲ τὰ μεγάλα ἀγόρια τῆς Στ΄τάξεως καὶ θὰ ξανά' ρθει σὲ μένα, ποὺ ἔχω καἰ τόσες γερμανικές, ἀνάγλυφες, σπάνιες ζωγραφιές, γιὰ τὶς ὁποῖες λυσσάει ἡ Ἠλέκτρα Κουρούπη ποὺ ἀπαγγέλλει καὶ ὑπέροχα σὰν ἠθοποιός! Πὼς ἡ μαμά μου κι' ὁ μπαμπάς μου θὰ μὲ στείλουνε στὸν Γάλλο, ποὺ μὲ ξεχώρησε, νὰ μάθω γαλλικὰ (τελικά, κατέκτησα καὶ τὸ στὺλ παριζιέν - ὄχι τί!). Πὼς τὰ παιδιὰ θὰ πάψουν νὰ μὲ βρίζουν "θεατρίνο" (ἔγινα καὶ πάψανε)! Πὼς ὅλες οἱ ψηλὲς μεγάλες κοπέλλες θὰ μὲ χορεύουν τάνγκο ὥς τὰ βαθειὰ γεράματα! Πὼς ὁ μπαμπάς μου θὰ ρετουσάρει τὸ πρόσωπο τῆς Γκρέτας Γκάρμπο ποὺ δὲν μπορῶ νὰ πετύχω μὲ τὸ μολύβι μου! Πὼς τὸ πουλάκι μου θὰ παραμείνει τὸ μεγαλύτερο τῆς γειτονιᾶς, νὰ τὸ ποθοῦν οἱ μπιντέστριες καὶ οἱ κλυσματισμένοι! Πὼς δὲν θὰ πάρω, Παναγίτσα μου Ἐκθεσοκαλοβαθμούσα, μηδὲν σ' αὐτὴν τὴν Ἔκθεση. ὅπως ποτὲ ἄλλοτε δὲν πῆρα κι' ἄς ἔγραφα τρὶς χειρότερα κι' αὐστηρῶς ἀκατάλληλα διὰ Σχολεῖον!
Δόξα Σοι ὁ Θεός, μὲ ἀναμνήσεις πέρασα τὰ γενέθλιά μου. Ἦταν οἱ μόνες ποὺ τὸ θυμήθηκαν καὶ ἦρθαν. Μὲ τίμησαν. Ἦρθαν γιὰ μένα, ὄχι γιὰ τὴν τούρτα.
Μὲ τί λεφτὰ νὰ ἀγόραζα;
-----------------------------------------------------------------...μὲ χοὲς στοὺς νεκροὺς ἔρωτες".
*
Χῶρος γιὰ βαθμολόγηση:....................(ὁλογράφως),----------(ἀριθμητικῶς).
0 .
-
- Basic poster
- Δημοσιεύσεις: 921
- Τοποθεσία: Ἀθήνα
Re: Θέλω νὰ παραμιλάω, ἐσᾶς τί σᾶς νοιάζει;
7 Ἰουνίου 2014, καὶ ὥρα 12:52.
Re: Πατριωτισμός καὶ "προοδευτικότητα" - μποροῦν νὰ συνυπάρξουν;
Δὲν θέλει καὶ πολλὴ κλινοσοφία!...
~~
Καὶ βέβαια μποροῦν!
Βέβαια, ὅπως κατάντησε ἡ πατρίδα μου, ἡ Ἑλλάς, ἡ Ἀθήνα, τὸ ἱστορικὸ κέντρο δά(!), χίλιες φορὲς νὰ ἤμουν ἀρχαῖος Ἕλληνας (δηλαδὴ νὰ μὴ ζοῦσα τώρα, πρὸ ἀμνημονεύτων αἰώνων ἀνύπαρκτος νὰ ἤμουν πιά), ἀλλὰ δὲν πειράζει: ἔχω κάτι νὰ σιχαίνομαι, - καλὸ αὐτό!... - τὸ τώρα.
Πατρίδα εἶναι ὁ τόπος ὅπου γεννήθηκες.
Κοσμοπολιτισμὸς δὲν σημαίνει τίποτα: γυρνᾶς παντοῦ χωρὶς νὰ εἶσαι πουθενά κι' ἀπὸ πουθενά (τὄχεις ξεχάσει τὸ "κάπου" σου). Κοσμόταφος λέγεται αὐτό.
Μπορεῖς νὰ ἔχεις τὴν πατρίδα σου: γειτωνιά, χωριό, πόλη, νομό, κράτος... καὶ νὰ εἶσαι σὲ φιλικὲς σχέσεις (ἤ καὶ ἀδιάφορες κι' ὥς ἕνα σημεῖο ἐχθρικές) μὲ πατρίδες ἄλλων.
Οὔτε σὲ ξένο μέρος θἄθελα νὰ πεθάνω καὶ νὰ ταφῶ.
Ἡ καταγωγὴ εἶναι ἄλλο πρᾶγμα: λατρεύω
* τὴν εὐφράδεια ποὺ κληρονόμησα ἀπὸ τὴν Σμύρνη τῆς μάννας μου,
* τὴν μουσικότητα ποὺ πλούσια μοῦ χάρισε ἡ Κέρκυρα τοῦ πατέρα μου,
* τὸ ἀττικὸ φῶς μέσα στὸ ὁποῖο γεννήθηκα, τὴν ἀττικὴ προφορά μου, τὴν ἐξ ἔρωτος γαλλικὴ φινέτσα μου, τὰ ἀλλεπάλληλα φλὲρτ μου μὲ τὸν Βέρντι καὶ τὸν Μπερλιόζ, ποὺ τοὺς προδίδω μὲ τὸν Χατζιδάκι, κι' ὅλοι χαιρόμαστε μὲ τὸ παραπάνω, ἔτσι.
Δύο γυναῖκες θὰ τὶς λάτρευα ὁπωσδήποτε: τὴν Μαρία Κάλλας καὶ τὴν Φλέρυ Νταντωνάκη.
Θἄθελα μιὰ νύχτα νὰ κοιμόμουν στὸν Παρθενώνα, νὰ μ' ἄφηναν νὰ φιλήσω στὸ στόμα τὴν Ἀφροδίτη τῆς Μήλου καὶ νὰ συγκρινόμουν μὲ τὸν Ἑρμῆ τοῦ Πραξιτέλη καὶ πάσῃ θυσίᾳ ...νὰ μὲ βγάζανε ὡραιότερον!
Ὁ Διόνυσος καὶ ἡ Ἀθηνᾶ νὰ μὲ τραβοῦσαν, μὲ πάθος, ὁ καθένας πρὸς τὸ μέρος του, καθὼς θὰ τοὺς τραγουδοῦσα ἀλὰ Ὕβ Μοντάν κάτι σὰν Ριγκολέτο ἤ Τσελίνι ἑλληνο-γαλλο-ἰταλικά!
Καὶ νὰ ἔπαιρνα Βραβεῖον Γλαύκας πρὶν μὲ ὁδηγοῦσαν στὸν Κεραμεικὸ ἀ ζαμαί.
Ἡ πρόοδος εἶναι προσωπικὴ ὑπόθεση. Κανένας ἆλλος δὲν θέλει νὰ προοδεύσεις, ἐσύ, παρὰ μόνον - κι' ἄν ὄντως τὸ θέλεις - ἐσύ.
Τάδε ἔφη μεσιὲ Κλινοηδυεπής·
ὡραῖος, ὀλέθριος.
Re: Πατριωτισμός καὶ "προοδευτικότητα" - μποροῦν νὰ συνυπάρξουν;
Δὲν θέλει καὶ πολλὴ κλινοσοφία!...
~~
Καὶ βέβαια μποροῦν!
Βέβαια, ὅπως κατάντησε ἡ πατρίδα μου, ἡ Ἑλλάς, ἡ Ἀθήνα, τὸ ἱστορικὸ κέντρο δά(!), χίλιες φορὲς νὰ ἤμουν ἀρχαῖος Ἕλληνας (δηλαδὴ νὰ μὴ ζοῦσα τώρα, πρὸ ἀμνημονεύτων αἰώνων ἀνύπαρκτος νὰ ἤμουν πιά), ἀλλὰ δὲν πειράζει: ἔχω κάτι νὰ σιχαίνομαι, - καλὸ αὐτό!... - τὸ τώρα.
Πατρίδα εἶναι ὁ τόπος ὅπου γεννήθηκες.
Κοσμοπολιτισμὸς δὲν σημαίνει τίποτα: γυρνᾶς παντοῦ χωρὶς νὰ εἶσαι πουθενά κι' ἀπὸ πουθενά (τὄχεις ξεχάσει τὸ "κάπου" σου). Κοσμόταφος λέγεται αὐτό.
Μπορεῖς νὰ ἔχεις τὴν πατρίδα σου: γειτωνιά, χωριό, πόλη, νομό, κράτος... καὶ νὰ εἶσαι σὲ φιλικὲς σχέσεις (ἤ καὶ ἀδιάφορες κι' ὥς ἕνα σημεῖο ἐχθρικές) μὲ πατρίδες ἄλλων.
Οὔτε σὲ ξένο μέρος θἄθελα νὰ πεθάνω καὶ νὰ ταφῶ.
Ἡ καταγωγὴ εἶναι ἄλλο πρᾶγμα: λατρεύω
* τὴν εὐφράδεια ποὺ κληρονόμησα ἀπὸ τὴν Σμύρνη τῆς μάννας μου,
* τὴν μουσικότητα ποὺ πλούσια μοῦ χάρισε ἡ Κέρκυρα τοῦ πατέρα μου,
* τὸ ἀττικὸ φῶς μέσα στὸ ὁποῖο γεννήθηκα, τὴν ἀττικὴ προφορά μου, τὴν ἐξ ἔρωτος γαλλικὴ φινέτσα μου, τὰ ἀλλεπάλληλα φλὲρτ μου μὲ τὸν Βέρντι καὶ τὸν Μπερλιόζ, ποὺ τοὺς προδίδω μὲ τὸν Χατζιδάκι, κι' ὅλοι χαιρόμαστε μὲ τὸ παραπάνω, ἔτσι.
Δύο γυναῖκες θὰ τὶς λάτρευα ὁπωσδήποτε: τὴν Μαρία Κάλλας καὶ τὴν Φλέρυ Νταντωνάκη.
Θἄθελα μιὰ νύχτα νὰ κοιμόμουν στὸν Παρθενώνα, νὰ μ' ἄφηναν νὰ φιλήσω στὸ στόμα τὴν Ἀφροδίτη τῆς Μήλου καὶ νὰ συγκρινόμουν μὲ τὸν Ἑρμῆ τοῦ Πραξιτέλη καὶ πάσῃ θυσίᾳ ...νὰ μὲ βγάζανε ὡραιότερον!
Ὁ Διόνυσος καὶ ἡ Ἀθηνᾶ νὰ μὲ τραβοῦσαν, μὲ πάθος, ὁ καθένας πρὸς τὸ μέρος του, καθὼς θὰ τοὺς τραγουδοῦσα ἀλὰ Ὕβ Μοντάν κάτι σὰν Ριγκολέτο ἤ Τσελίνι ἑλληνο-γαλλο-ἰταλικά!
Καὶ νὰ ἔπαιρνα Βραβεῖον Γλαύκας πρὶν μὲ ὁδηγοῦσαν στὸν Κεραμεικὸ ἀ ζαμαί.
Ἡ πρόοδος εἶναι προσωπικὴ ὑπόθεση. Κανένας ἆλλος δὲν θέλει νὰ προοδεύσεις, ἐσύ, παρὰ μόνον - κι' ἄν ὄντως τὸ θέλεις - ἐσύ.
Τάδε ἔφη μεσιὲ Κλινοηδυεπής·
ὡραῖος, ὀλέθριος.
0 .
-
- Basic poster
- Δημοσιεύσεις: 921
- Τοποθεσία: Ἀθήνα
Re: Θέλω νὰ παραμιλάω, ἐσᾶς τί σᾶς νοιάζει;
~
Αἶσχος! Τὸ ἑλληνικὸ κᾶλλος ἀρέσει σὲ ὅλους!...
Ἀριστερἀ: τέλειο.
Δεξιά: ἔργο τοῦ Ἱσπανοῦ καλλιτέχνη Ignatio Goitia (2010), Γλυπτοθήκη Μονάχου. Παναγία μου σῶσε!...
Αἶσχος! Τὸ ἑλληνικὸ κᾶλλος ἀρέσει σὲ ὅλους!...
Ἀριστερἀ: τέλειο.
Δεξιά: ἔργο τοῦ Ἱσπανοῦ καλλιτέχνη Ignatio Goitia (2010), Γλυπτοθήκη Μονάχου. Παναγία μου σῶσε!...
0 .
-
- Basic poster
- Δημοσιεύσεις: 921
- Τοποθεσία: Ἀθήνα
Re: Θέλω νὰ παραμιλάω, ἐσᾶς τί σᾶς νοιάζει;
15 Ἰανουαρίου 2012, καὶ ὥρα 12:30.
Ἡ Εἴδησις: Βρέθηκε κινητὸ τηλέφωνο σὲ φέρετρο νὰ χτυπάει.
~~~~
ἄν ἄφηναν τὸ κινητὸ στῆς νεκρῆς τὴν κάσσα,
θἄτανε μεγάλη, γιὰ τοὺς ἐραστές, ἀνάσα.
Ἄν ἔπαιρνε μαζύ της τὸ κινητὸ στὸν Ἅδη,
καί - ντρίν... ντρίν... - χτυποῦσε, νύχτα-μέρα, τὸ ρημάδι,
τί θἄκανε; Κάποιαν στιγμὴ θ' ἀπαντοῦσε: - Ἀλό;
- Μοῦ δίνετε τὴν κυρὰ-Νεκρή, σᾶς παρακαλῶ!...
- Ἡ ἰδία!
- Στὴν κηδεία,
δὲν μπόρεσα νἄρθω, νὰ σᾶς συγχαρῶ... Λυπᾶμαι!
- Ποιός εἶστε, Μεσιέ; Τὴ φωνή σας, σὰν κάπως νὰ τὴν θυμᾶμαι...
Μὲ κόψατε στὸν ὕπνο... κι' οὔτε ποὺ ξέρω πόσο... κοιμᾶμαι!
- Χίλια παρντόν...
Τῶν λεβεντῶν
ὁ Ἔρως, γιὰ σᾶς, γλυκειὰ Μαντάμ, ποτὲ δὲν πεθαίνει...
Ἔρχεται καί, μ' ἕνα φιλί του, σᾶς ἀνασταίνει.
- Τώρα σὲ κατάλαβα!... Μὲ βρίσκεις δεσμευμένη!
Ὁ Κύριος
Σωτήριος
μ' εὐνούχους σκουλήκια μὲ προστατεύει. Κανένα
δὲν μ' ἀφήνει νὰ δῶ..., - θὰ ξαναγίνω Παρθένα.
- Τότε... Θἄθελες, στὴν ἐκταφή, νἄρθω νὰ πάρω
τὰ κόκκαλα, νὰ παντρευτοῦμε; Βρῆκα κουμπάρο
κι' ἕναν παππὰ...
- Πῶς μ' ἀγαπᾶ!...
- Εἶπες τίποτα, καλή μου;
- Καλὰ... καὶ τῆς Νεκρωσίμου
Ἀκολουθίας, γίνεται Γάμος ν' ἀκολουθήσει;
- Πᾶντα τὰ πάντα θὰ μπορεῖ, ὅποιος ἀγαπήσει.
- Ὤ ρεβουάρ...
- Νὸτρ γκρὰν σουάρ!
Ἰάνης Λὸ Σκόκκο.
Ἡ Εἴδησις: Βρέθηκε κινητὸ τηλέφωνο σὲ φέρετρο νὰ χτυπάει.
~~~~
ἄν ἄφηναν τὸ κινητὸ στῆς νεκρῆς τὴν κάσσα,
θἄτανε μεγάλη, γιὰ τοὺς ἐραστές, ἀνάσα.
Ἄν ἔπαιρνε μαζύ της τὸ κινητὸ στὸν Ἅδη,
καί - ντρίν... ντρίν... - χτυποῦσε, νύχτα-μέρα, τὸ ρημάδι,
τί θἄκανε; Κάποιαν στιγμὴ θ' ἀπαντοῦσε: - Ἀλό;
- Μοῦ δίνετε τὴν κυρὰ-Νεκρή, σᾶς παρακαλῶ!...
- Ἡ ἰδία!
- Στὴν κηδεία,
δὲν μπόρεσα νἄρθω, νὰ σᾶς συγχαρῶ... Λυπᾶμαι!
- Ποιός εἶστε, Μεσιέ; Τὴ φωνή σας, σὰν κάπως νὰ τὴν θυμᾶμαι...
Μὲ κόψατε στὸν ὕπνο... κι' οὔτε ποὺ ξέρω πόσο... κοιμᾶμαι!
- Χίλια παρντόν...
Τῶν λεβεντῶν
ὁ Ἔρως, γιὰ σᾶς, γλυκειὰ Μαντάμ, ποτὲ δὲν πεθαίνει...
Ἔρχεται καί, μ' ἕνα φιλί του, σᾶς ἀνασταίνει.
- Τώρα σὲ κατάλαβα!... Μὲ βρίσκεις δεσμευμένη!
Ὁ Κύριος
Σωτήριος
μ' εὐνούχους σκουλήκια μὲ προστατεύει. Κανένα
δὲν μ' ἀφήνει νὰ δῶ..., - θὰ ξαναγίνω Παρθένα.
- Τότε... Θἄθελες, στὴν ἐκταφή, νἄρθω νὰ πάρω
τὰ κόκκαλα, νὰ παντρευτοῦμε; Βρῆκα κουμπάρο
κι' ἕναν παππὰ...
- Πῶς μ' ἀγαπᾶ!...
- Εἶπες τίποτα, καλή μου;
- Καλὰ... καὶ τῆς Νεκρωσίμου
Ἀκολουθίας, γίνεται Γάμος ν' ἀκολουθήσει;
- Πᾶντα τὰ πάντα θὰ μπορεῖ, ὅποιος ἀγαπήσει.
- Ὤ ρεβουάρ...
- Νὸτρ γκρὰν σουάρ!
Ἰάνης Λὸ Σκόκκο.
0 .
-
- Basic poster
- Δημοσιεύσεις: 921
- Τοποθεσία: Ἀθήνα
Re: Θέλω νὰ παραμιλάω, ἐσᾶς τί σᾶς νοιάζει;
26 Φεβρουαρίου 2011, καὶ ὥρα 8:39, ἀπὸ τὸν ΚΛΙΝΟΣΟΦΙΣΤΗ.
Re: Ἀγάπη. Μὲ ἡμερομηνία λήξης.
~~~~
.......... Πρόλογος γιὰ τὸ μονόπρακτο: " λάμπεις!..."
~~~~
Τὸ πρῶτο διάβασμα τῆς ἡμέρας - προηγήθηκε λίγη μουσικὴ Χατζιδάκι, ἄρα εἶμαι στὶς καλές μου.
Πολὺ καλὸ τὸ κείμενο τῆς Μπλάνς* , ποὺ ὅμως ἔχει κι' αὐτὸ τὴν λήξη του, ὄχι σὲ ἡμερομηνία ἀλλὰ σὲ εὗρος.
Ὁ Γκιώνης* ψέλλισε λίγη ἀγωνία γιὰ ἡμερομηνία λήξεως τῆς ἀγάπης. Δείχνοντας κάποιαν ἀγωνία. Πολὺ ἀνθρώπινο, πολὺ φυσικό. Γιὰ ὅποιον ἔχει ἀγαπήσει ἀληθινά, εἶναι πληγὴ ἀγιάτρευτη, συνήθως πᾶντα καὶ γιὰ πᾶντα.
Οἱ ἄνθρωποι δὲν χωρίζουν, ἄς ποῦμε "πολιτισμένα", λέγοντας, ἔστω, ἕνα "εὐχαριστῶ ποὺ ζήσαμε μαζὺ..." Ὄχι, βγάζουν τὰ μάτια τους χωρίζοντας.
Ἔχω ἕναν μονόλογο, ποὺ τὸν παλεύω ἀπὸ πέρυσι, στὸ μυαλό μου, κυρίως - εἶναι ἤδη καὶ στὸ χαρτί.
Δύο ποὺ χωρίσανε καὶ κάπου συναντιόνται. Καλλίτερα ἕνας κατακλυσμὸς τοῦ Δευκαλίωνα παρὰ μιὰ τέτοια συνάντηση. Ὁ ἔρωτας, ποὺ προηγήθηκε καλλίτερα νὰ μὴν εἶχε ὑπάρξει. Τρυφερότητα καὶ κεραυνοί. Μίσος, φόβος, ἀπέχθεια...
ΝΑΙ, εἶχε ἡμερομηνία λήξεως ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ, ἄγνωστη ὅμως ἡμερομηνία, ἀκατανίκητη ὅμως ἕλξη. Καὶ σύμβαση, ἀπὸ φιλότιμο, ἀπὸ ζῆλο, ἀπὸ ἀδιέξοδο...
Δὲν θέλω νὰ πῶ ἆλλα. Μόνο νὰ προσθέσω κάτι σχετικὰ μὲ τὴν τεχνική μου ὅταν γράφω.
Δὲν ἔχω καθόλου φαντασία ἐπινοητική. Τὰ πρόσωπά μου εἶναι πραγματικἀ - ἀλλὰ μόνον τὰ ἴδια αὐτὰ πρόσωπα ἀναγνωρίζουν τὸν ἑαυτό τους, - δὲν τὰ καταδίδω δηλαδή, δὲν δημιουργῶ σκάνδαλο.
Ἡ ὅποια δημιουργικότητα ἀφορᾶ τὸ διάλεγμα τοῦ τρόπου γραφῆς: τὴν ἀμεσότητα καὶ καθαρότητα τοῦ λόγου, τὴν δραματικὴ ἔνταση, τὸ ἐκκρεμὲς τῶν καταστάσεων ποὺ κάπου ὁδηγοῦν. Χωρὶς λύση.
Δὲν ἀρκεῖ νὰ ἔχεις βιώματα ἤ νὰ ἔχεις ζήσει ἐκ τοῦ σύνεγγυς μιὰ κατάσταση. Αὐτὸ δὲν ἀφορᾶ κανέναν. Τὸ γράψιμο ἔχει ἄλλους κανόνες Ζωῆς. Πιὸ ἀπαιτητικούς.
Πιὸ ἀπαιτητικούς; Γιατί;
Ἀφελὴς ἐρώτησις.
Μὰ γιατί ὁ ἄνθρωπος ὁδηγεῖται στὸν τάφο. Τὸ γράψιμο ἔχει πιθανότητες ἀθανασίας. Ἆλλα κύτταρα, ἆλλος δημιουργός, ἄλλη πνοή.
Νά, ὁ Θεὸς ἔπλασε τὸν Ἄνθρωπο ἀλλὰ τὸν πεθαίνει καὶ στὴν θέση του βάζει ἆλλον, τὸν ἀπόγονο.
Ὁ Σοφοκλὴς ἔδωσε ἕναν Οἰδίποδα, ὁ Καβάφης ἔδωσε τὰ ποιήματά του καὶ θὰ ζοῦν αἰώνια, δὲν θὰ κάνουν ἀπογόνους. Ὁ ἔρωτας δὲν ἔχει καμία σχέση μὲ τὴν τεκνοποίηση. Εἶναι Ποίηση. Ὁ ἔρωτας δὲν εἶναι κάτι φυσιολογικό. Δὲν ξέρω τί εἶναι. Οὔτε θὰ μάθω - αὐτὸ τὸ ξέρω!
Πρὶν κλείσω, αἰσθάνομαι πὼς ἔδωσα μιὰν ἀπάντηση καὶ στὸν Γκιώνη καὶ στὴν Μπλὰνς καὶ σὲ κάθε ἆλλον ποὺ θἄθελε...τὴν σύντομη ἀπάντησή μου.
Μάλιστα, αὐτὸ τὸ μήνυμα - ποὺ ὑπογραμμίζει τὴν δέσμευσή μου μὲ τὸν ἑαυτό μου - θὰ τὸ μεταφέρω στὶς Κλινοσοφιστεῖες καὶ θὰ ἀποτελεῖ τὸν Πρόλογο (μὲ παραπομπὴ στὸ νῆμα: Ἀγάπη. Μὲ ἡμερομηνία λήξης) στὸ ἐν λόγῳ μονόπρακτο-μονόλογο γιὰ δύο πρόσωπα.
Μὲ πολλὴ κατανόηση κάθε ἀγωνίας...
Ἰάνης Λὸ Σκόκκο.
(*) Ψευδωνυμομάχοι.
Re: Ἀγάπη. Μὲ ἡμερομηνία λήξης.
~~~~
.......... Πρόλογος γιὰ τὸ μονόπρακτο: " λάμπεις!..."
~~~~
Τὸ πρῶτο διάβασμα τῆς ἡμέρας - προηγήθηκε λίγη μουσικὴ Χατζιδάκι, ἄρα εἶμαι στὶς καλές μου.
Πολὺ καλὸ τὸ κείμενο τῆς Μπλάνς* , ποὺ ὅμως ἔχει κι' αὐτὸ τὴν λήξη του, ὄχι σὲ ἡμερομηνία ἀλλὰ σὲ εὗρος.
Ὁ Γκιώνης* ψέλλισε λίγη ἀγωνία γιὰ ἡμερομηνία λήξεως τῆς ἀγάπης. Δείχνοντας κάποιαν ἀγωνία. Πολὺ ἀνθρώπινο, πολὺ φυσικό. Γιὰ ὅποιον ἔχει ἀγαπήσει ἀληθινά, εἶναι πληγὴ ἀγιάτρευτη, συνήθως πᾶντα καὶ γιὰ πᾶντα.
Οἱ ἄνθρωποι δὲν χωρίζουν, ἄς ποῦμε "πολιτισμένα", λέγοντας, ἔστω, ἕνα "εὐχαριστῶ ποὺ ζήσαμε μαζὺ..." Ὄχι, βγάζουν τὰ μάτια τους χωρίζοντας.
Ἔχω ἕναν μονόλογο, ποὺ τὸν παλεύω ἀπὸ πέρυσι, στὸ μυαλό μου, κυρίως - εἶναι ἤδη καὶ στὸ χαρτί.
Δύο ποὺ χωρίσανε καὶ κάπου συναντιόνται. Καλλίτερα ἕνας κατακλυσμὸς τοῦ Δευκαλίωνα παρὰ μιὰ τέτοια συνάντηση. Ὁ ἔρωτας, ποὺ προηγήθηκε καλλίτερα νὰ μὴν εἶχε ὑπάρξει. Τρυφερότητα καὶ κεραυνοί. Μίσος, φόβος, ἀπέχθεια...
ΝΑΙ, εἶχε ἡμερομηνία λήξεως ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ, ἄγνωστη ὅμως ἡμερομηνία, ἀκατανίκητη ὅμως ἕλξη. Καὶ σύμβαση, ἀπὸ φιλότιμο, ἀπὸ ζῆλο, ἀπὸ ἀδιέξοδο...
Δὲν θέλω νὰ πῶ ἆλλα. Μόνο νὰ προσθέσω κάτι σχετικὰ μὲ τὴν τεχνική μου ὅταν γράφω.
Δὲν ἔχω καθόλου φαντασία ἐπινοητική. Τὰ πρόσωπά μου εἶναι πραγματικἀ - ἀλλὰ μόνον τὰ ἴδια αὐτὰ πρόσωπα ἀναγνωρίζουν τὸν ἑαυτό τους, - δὲν τὰ καταδίδω δηλαδή, δὲν δημιουργῶ σκάνδαλο.
Ἡ ὅποια δημιουργικότητα ἀφορᾶ τὸ διάλεγμα τοῦ τρόπου γραφῆς: τὴν ἀμεσότητα καὶ καθαρότητα τοῦ λόγου, τὴν δραματικὴ ἔνταση, τὸ ἐκκρεμὲς τῶν καταστάσεων ποὺ κάπου ὁδηγοῦν. Χωρὶς λύση.
Δὲν ἀρκεῖ νὰ ἔχεις βιώματα ἤ νὰ ἔχεις ζήσει ἐκ τοῦ σύνεγγυς μιὰ κατάσταση. Αὐτὸ δὲν ἀφορᾶ κανέναν. Τὸ γράψιμο ἔχει ἄλλους κανόνες Ζωῆς. Πιὸ ἀπαιτητικούς.
Πιὸ ἀπαιτητικούς; Γιατί;
Ἀφελὴς ἐρώτησις.
Μὰ γιατί ὁ ἄνθρωπος ὁδηγεῖται στὸν τάφο. Τὸ γράψιμο ἔχει πιθανότητες ἀθανασίας. Ἆλλα κύτταρα, ἆλλος δημιουργός, ἄλλη πνοή.
Νά, ὁ Θεὸς ἔπλασε τὸν Ἄνθρωπο ἀλλὰ τὸν πεθαίνει καὶ στὴν θέση του βάζει ἆλλον, τὸν ἀπόγονο.
Ὁ Σοφοκλὴς ἔδωσε ἕναν Οἰδίποδα, ὁ Καβάφης ἔδωσε τὰ ποιήματά του καὶ θὰ ζοῦν αἰώνια, δὲν θὰ κάνουν ἀπογόνους. Ὁ ἔρωτας δὲν ἔχει καμία σχέση μὲ τὴν τεκνοποίηση. Εἶναι Ποίηση. Ὁ ἔρωτας δὲν εἶναι κάτι φυσιολογικό. Δὲν ξέρω τί εἶναι. Οὔτε θὰ μάθω - αὐτὸ τὸ ξέρω!
Πρὶν κλείσω, αἰσθάνομαι πὼς ἔδωσα μιὰν ἀπάντηση καὶ στὸν Γκιώνη καὶ στὴν Μπλὰνς καὶ σὲ κάθε ἆλλον ποὺ θἄθελε...τὴν σύντομη ἀπάντησή μου.
Μάλιστα, αὐτὸ τὸ μήνυμα - ποὺ ὑπογραμμίζει τὴν δέσμευσή μου μὲ τὸν ἑαυτό μου - θὰ τὸ μεταφέρω στὶς Κλινοσοφιστεῖες καὶ θὰ ἀποτελεῖ τὸν Πρόλογο (μὲ παραπομπὴ στὸ νῆμα: Ἀγάπη. Μὲ ἡμερομηνία λήξης) στὸ ἐν λόγῳ μονόπρακτο-μονόλογο γιὰ δύο πρόσωπα.
Μὲ πολλὴ κατανόηση κάθε ἀγωνίας...
Ἰάνης Λὸ Σκόκκο.
(*) Ψευδωνυμομάχοι.
0 .