Δημοσίευσηαπό Ακρίδης Κατσαριδόπουλος » 10 Ιούλ 2022, 11:08
Βορειοηπειρωτικό και ελληνοαλβανικές σχέσεις (γ' μέρος)
Μετά το τέλος του Ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου οι ΗΠΑ και η Βρετανία «χρησιμοποίησαν την Ελλάδα και την Ιταλία ως βάσεις, από τις οποίες Αλβανοί μη κομμουνιστές στέλνονταν στην Αλβανία σε μια απόπειρα να πετύχουν ανατροπή του καθεστώτος», πλην όμως η «όλη επιχείρηση απέτυχε». Γενικότερα, μέχρι και τη δεκαετία τον 1960, η Ελλάδα άσκησε «ιδιαίτερα επιθετική πολιτική», είτε μόνη της «είτε σε συνδυασμό με τις ΗΠΑ και άλλες δυτικές χώρες», με «συνεχείς προκλήσεις» στα ελληνοαλβανικά σύνορα, με αποστολές πρακτόρων και σαμποτέρ και διατηρώντας την εμπόλεμη κατάσταση Ελλάδας-Αλβανίας. Η ελληνική εξωτερική πολιτική από το 1950 μέχρι τη δεκαετία τον 1980 «βρίσκεται να ακροβατεί μεταξύ του πολiτικού ρεαλισμού και της αναγνώρισης τον αλβανικού κράτους με "σοσιαλιστική" διακυβέρνηση ... και του αλυτρωτισμού (τα ζητήματα του εμπολέμου αλλά και της αλλαγής των συνόρων ή η αναγνώριση αυτονομίας και με ποιους όρους για τη μειονότητα θα παρέμεναν στην ατζέντα των διεκδικήσεων)». Όπως επισημαίνει ο Ηλίας Σκουλίδας:
«Η Ελλάδα επισήμως δήλωνε ότι δεν είχε επιθετικές βλέψεις ενάντια στην Αλβανία. Ωστόσο, υπήρχαν στελέχη στον κρατικό μηχανισμό, κυρίως στρατιωτικοί, οι οποίοι επεξεργάζονταν λύση του Βορειοηπειρωτικού ζητήματος με στρατιωτική επέμβαση στην Αλβανία, είτε στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ είτε σε συνεννόηση με τη Γιουγκοσλαβία και την Ιταλία. Επιπρόσθετα, το ελληνικό κράτος ενίσχυε οικονομικά τις οργανώσεις και έντυπα πού ασχολούνταν με το βορειοηπειρωτικό. Η ίδρυση της Πανηπειρωτικής Ομοσπονδίας Αμερικής με συμμετοχή τοπικών οργανώσεων στις ΗΠΑ από απόδημους Έλληνες και από τις περιοχές της Αλβανίας αποτέλεσε έναν νέο παράγοντα επηρεασμού της αμερικανικής και της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Οι βορειοηπειρωτικοί σύλλογοι στις ΗΠΑ είχαν ως στόχο την ένωση της Βορείου Ηπείρου με την Ελλάδα».
Η ελληνική μειονότητα από την πλευρά της ήταν διχασμένη στα δύο, με τους πιο μορφωμένους να έχουν μετοικήσει στα αλβανικά αστικά κέντρα και να συμμετέχουν στα κοινά στη νέα Αλβανία του Χότζα, και τους λιγότερο μορφωμένους που παρέμεναν στα χωριά να επηρεάζονται από τον Επίσκοπο Σεβαστιανό και άλλους κληρικούς πού φρόντιζαν να τούς διατηρήσουν τον αλυτρωτισμό περί Βορείου Ηπείρου, κάτι που είχε ως αποτέλεσμα πολλοί από αυτούς να υποστούν διωγμούς όχι μόνο για τον αλυτρωτισμό τους αλλά και λόγω της στάσης του καθεστώτος Χότζα κατά της θρησκείας γενικότερα. Οι σχέσεις Ελλάδας-Αλβανίας βελτιώθηκαν οριακά μετά τον θάνατο τον Στάλιν (Μάρτιος 1953), αν και δεν αποκαταστάθηκαν οι διπλωματικές τους σχέσεις. Στη δεκαετία τον 1950 το «Βορειοηπειρωτικό ζήτημα» φάνηκε να υποχωρεί ως ελληνική «εθνική διεκδίκηση» μπροστά στην κατεξοχήν τότε διεκδίκηση που δεν ήταν άλλη από τη ένωση της Κύπρου με τη «μητέρα πατρίδα Ελλάδα». Ωστόσο, από το 1947 μέχρι το 1967 υπήρχαν έντονες πιέσεις από το βορειοηπειρωτικό λόμπι στην Ελλάδα (Μητροπολίτης Αργυροκάστρου Παντελεήμων, Κεντρική Επιτροπή Βορειοηπειρωτικού Αγώνος) και στη Βόρειο Αμερική (Πανηπειρωτική Ομοσπονδία Αμερικής) προς την ελληνική κυβέρνηση να εγείρει το θέμα και να μην εγκαταλείψει ποτέ τη διεκδίκηση. Όμως οι σχετικές κατά καιρούς αναφορές από Έλληνες ιθύνοντες ήταν, κατά τον Ιωάννη Στεφανίδη, υποτονικές. Μετά το 1946, «το ζήτημα της Βορείου Ηπείρου ποτέ δεν αντιμετωπίστηκε ως ζήτημα υψηλής προτεραιότητας της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, η δε επίσημη ρητορεία γύρω από αυτό απέβλεπε εν πολλοίς στην εσωτερική κατανάλωση», κάτι που πιστοποιείται, κατά τον Στεφανίδη, από διάφορες κατ' ιδίαν συνομιλίες Ελλήνων αξιωματούχων με ξένους διπλωμάτες. Το συμπέρασμα αυτό συνάγεται κυρίως από την έρευνα στα αμερικανικά και βρετανικά αρχεία. Αν όμως δεν περιοριστεi στα αμερικανικά και βρετανικά αρχεία, αλλά ερευνήσει τα αρχεία του ελληνικού και του αλβανικού υπουργείου Εξωτερικών επίσης λάβει υπόψη τις πολλές ελληνικές δημόσιες δηλώσεις, η εικόνα που διαμορφώνεται δεν είναι αυτή της αδιαφορίας και της υποτονικότητας, αν και δεν χωράει αμφιβολία ότι το πρώτιστο εθνικό θέμα ήταν και παρέμενε, μέχρι το 1967, το Κυπριακό και αυτό συνέχισε να είναι και στη συνέχεια, επί δικτατορικής κυβέρνησης.
Ας σταχυολογήσουμε λοιπόν ορισμένες χαρακτηριστικές εκφάνσεις της ελληνοαλβανικής διαπλοκής με άξονα το Βορειοηπειρωτικό από το 1947 μέχρι το 1967. Καταρχάς, κατά τη διάρκεια του Ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου (1946-1949) οι ανύπαρκτες σχέσεις μεταξύ των δύο κρατών ήταν ιδιαίτερα τεταμένες λόγο της βοήθειας που παρείχε η Αλβανία στους μαχητές του Δ.Σ.Ε, βοήθεια που συνεχίστηκε από τον Χότζα και μετά τη ρήξη Τίτο-Στάλιν (1948) αλλά, και μετά τον τερματισμό της αθρόας (και πολύ πιο καίριας) βοήθειας που παρείχε ο Τίτο στον Δ.Σ.Ε. (1949). Όταν δε οι Έλληνες κομμουνιστές ηττήθηκαν τα Τίρανα επέτρεψαν στα μέλη του Δ.Σ.Ε. να εισέλθουν στην Αλβανία και πολλοί διέσχισαν τα ελληνοαλβανικά σύνορα (Αύγουστος 1949). Τότε οι σχέσεις επιδεινώθηκαν σε τέτοιο βαθμό ώστε ακόμη και μια σύρραξη φαινόταν πιθανή. Την ίδια εποχή (το 1949), επί κυβέρνησης Θεμιστοκλή Σοφούλη, ο υφυπουργός Εξωτερικών Παναγιώτης Πιπινέλης λάνσαρε προς το State Department την ιδέα της δημιουργίας «ενός ομόσπονδου ελληνοαλβανικού κράτους» εξέλιξη που, υποστήριξε, θα ήταν προς όφελος των ΗΠΑ και της Δύσης. Τον Φεβρουάριο του 1950 ο μόνιμος αντιπρόσωπος της Ελλάδας στον ΟΗΕ, πρέσβης Αλέξης Κύρου, προέβη σε διαμαρτυρία κατηγορώντας την Αλβανία για την ύπαρξη δύο μεγάλων στρατοπέδων εκπαίδευσης στο Δυρράχιο και στο Γκραμς όπου εκπαιδεύονταν άνω των 7.000 «συμμοριτών» που είχαν φύγει από την Ελλάδα. Η Αλβανία από την πλευρά της, κατηγόρησε την Ελλάδα ότι οργάνωνε ομάδες κατασκόπων και δολιοφθορέων για ενέργειες εναντίον της. Στις 3 Απριλίου 1951 ο Έλληνας πρωθυπουργός Σοφοκλής Βενιζέλος είπε στον Γιουγκοσλάβο πρέσβη στην Αθήνα ότι αν «ξεσπούσε πόλεμος, οι δύο πλευρές να υπερασπιστούν τα μετόπισθεν μέσω μιας συντονισμένης κοινής επίθεσης εναντίον της Αλβανίας», αλλά η απάντηση που έλαβε ήταν «ότι η Γιουγκοσλαβία δεν είχε σκοπό το διαμελισμό της Αλβανίας και δεν σκόπευε να επιχειρήσει κάποια στρατιωτική ενέργεια, που θα ξεκινούσε από την Ελλάδα ή τη Γιουγκοσλαβία, εάν δεν υπήρχε κάποια σοβιετική επίθεση στα Βαλκάνια». Στις 26 Αυγούστου 1952 πραγματοποιήθηκε σύσκεψη στο ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών για το Βορειοηπειρωτικό, υπό την προεδρία του υφυπουργού Εξωτερικών Ευάγγελου Αβέρωφ. Η κοινή διαπίστωση ήταν ότι η Ελλάδα δεν ήταν σε θέση να χρησιμοποιήσει βία και έτσι θα «εξακολουθούσε να δηλώνει ότι επεδίωκε τη λύση του βορειοηπειρωτικού με ειρηνικά μέσα, όποτε αυτό θα καθίστατο δυνατόν». Στη σύσκεψη όμως συζητήθηκαν και άλλα ενδεχόμενα ως εναλλακτικά σχέδια δράσης (contingency plans) σε σχέση με το Βορειοηπειρωτικό, όπως τα εξής:
1)Ενδεχόμενη συμμαχική κατάληψη της Αλβανίας με συμμετοχή της Ελλάδας (ΝΑΤΟ).
2)Συνεννόηση με τη Γιουγκοσλαβία για διαμελισμό της Αλβανίας· Μια τέτοια συνεννόηση δεν θα μπορούσε να αγνοήσει τον ιταλικό παράγοντα.
3)Άμεση κατάληψη της Β. Ηπείρου σε περίπτωση πολέμου ή υπό άλλες κατάλληλες συνθήκες.
4)Υποκατάσταση του τότε καθεστώτος με άλλο μη κομμουνιστικό. Στην τελευταία αυτή περίπτωση , διατήρηση μίας ελεύθερης Αλβανίας και συνεννόηση με αυτή με τη βοήθεια των Συμμάχων (Αμερικής) για την αναβίωση του πρωτόκολλου της Κέρκυρας ή σύναψη άλλης συμφωνίας.
Στη σύσκεψη αυτή επισημάνθηκε ότι η 1η και 3η περίπτωση προϋπέθεταν γεγονότα «από τα οποία θα επωφελούνταν η Ελλάδα, ενώ η 2η αποκλείονταν, οπότε απόμενε η 4η περίπτωση». Το τελικό συμπέρασμα της σύσκεψης ήταν ότι «το βορειοηπειρωτικό ζήτημα είχε περιέλθει σε μία κατάσταση εξασθένησης της εθνολογικής του βάσης, στην οποία στηριζόταν η όλη υπόθεση, ώστε δεν υπήρχαν πολλές δυνατότητες ενέργειας» υπ’ αυτές τις συνθήκες.
Γενικότερα, στις αρχές της δεκαετίας του 1950 το διεθνές κλίμα δεν ήταν ευνοϊκό για την ανακίνηση της ελληνικής διεκδίκησης της Βορείου Ηπείρου. Κατόπιν αυτού, η κύρια τάση της αρμόδιας διεύθυνσης του υπουργείου Εξωτερικών (της Α1 Διεύθυνσης Βαλκανίων) ήταν να τεθεί ο χειρισμός του ζητήματος αυτού στις «ιδιωτικές οργανώσεις», όπως ήταν οι βορειοηπειρωτικοί σύλλογοι που τύγχαναν τότε της μεγάλης συμπάθειας των Αμερικανών. Δηλαδή, η αναβίωση του Βορειοηπειρωτικού «στο διεθνές πεδίο θα επιτυγχανόταν μέσω των κατευθύνσεων τις οποίες θα έδινε η Ελλάδα στους βορειοηπειρωτικούς συλλόγους, και μέσω των τελευταίων, θα επανεμφανιζόταν και πάλι αυτό, συγχρονισμένο πλέον επί της διεθνούς σκηνής».
0 .