ΒΟΡΕΙΟΣ ΗΠΕΙΡΟΣ ΓΗ ΣΛΑΒΙΚΗ

Θέματα ιστορικού και αρχαιολογικού ενδιαφέροντος.
Άβαταρ μέλους
Ακρίδης Κατσαριδόπουλος
Crazy poster
Crazy poster
Δημοσιεύσεις: 1140

Re: ΒΟΡΕΙΟΣ ΗΠΕΙΡΟΣ ΓΗ ΣΛΑΒΙΚΗ

Δημοσίευσηαπό Ακρίδης Κατσαριδόπουλος » 15 Μάιος 2022, 16:44

Τλαξκαλτέκος έγραψε:Αποκαλυπτικό γι’ αυτή τη στόχευση είναι ένα μεταγενέστερο υπηρεσιακό «σημείωμα περί Τσάμηδων» του Κρις Γουντχάουζ (16/10/1945):

Οι Τσάμηδες άξιζαν ό,τι έπαθαν, οι μέθοδοι όμως του Ζέρβα ήταν κομματάκι άσχημες ή οι υφιστάμενοί του βγήκαν εκτός ελέγχου. Το πρακτικό αποτέλεσμα ήταν μια πληθυσμιακή μεταβολή, με την απομάκρυνση μιας ανεπιθύμητης μειονότητας από το ελληνικό έδαφος. Ισως θα ήταν καλύτερα ν’ αφεθούν τα πράγματα έτσι».

Αν στην περιοχή κυριαρχούσε ο ΕΛΑΣ αντί του ΕΔΕΣ ίσως να είχε αποφευχθεί όλη αυτή η καταστροφή. Και στο Κόσοβο σημειώθηκαν αιματηρά αντίποινα κατά Αλβανών που είχαν προηγουμένως συνεργαστεί με τον Άξονα αλλά σε καμία περίπτωση δεν εφαρμόστηκε η αρχή της συλλογικής ευθύνης.
0 .

Άβαταρ μέλους
Ακρίδης Κατσαριδόπουλος
Crazy poster
Crazy poster
Δημοσιεύσεις: 1140

Re: ΒΟΡΕΙΟΣ ΗΠΕΙΡΟΣ ΓΗ ΣΛΑΒΙΚΗ

Δημοσίευσηαπό Ακρίδης Κατσαριδόπουλος » 19 Μάιος 2022, 11:08

Ριζοσπάστης (30 Μαΐου 1945)

Εικόνα
0 .

Άβαταρ μέλους
Τλαξκαλτέκος
Extreme poster
Extreme poster
Δημοσιεύσεις: 3142

Re: ΒΟΡΕΙΟΣ ΗΠΕΙΡΟΣ ΓΗ ΣΛΑΒΙΚΗ

Δημοσίευσηαπό Τλαξκαλτέκος » 19 Μάιος 2022, 18:31

Και σε άλλη έκδοση της ίδιας ημέρας που δεν έχει το αρχείο :
Επειδή είχαν παρεξηγηθεί κάποιες δηλώσεις του για το βορειοηπειρωτικό δίνει διευκρινίσεις. Είναι υπέρ της αυτοδιάθεσης : Οι Βορειοηπειρώτες θα αποφασίσουν μόνοι τους που θα πάνε και τι θα κάνουν.
Εικόνα
0 .
Τους μεν κενούς ασκούς το πνεύμα διίστησι , τους δε ανοήτους ανθρώπους το οίημα. ( Σωκράτης [ στον Στοβαίο ] )

Άβαταρ μέλους
Ακρίδης Κατσαριδόπουλος
Crazy poster
Crazy poster
Δημοσιεύσεις: 1140

Re: ΒΟΡΕΙΟΣ ΗΠΕΙΡΟΣ ΓΗ ΣΛΑΒΙΚΗ

Δημοσίευσηαπό Ακρίδης Κατσαριδόπουλος » 19 Μάιος 2022, 19:32

Τλαξκαλτέκος έγραψε:

Αυτό ίσως σε ενδιαφέρει

Εικόνα

https://books.google.gr/books?id=2hcHEA ... AF6BAgJEAM


Τλαξκαλτέκος έγραψε:Και σε άλλη έκδοση της ίδιας ημέρας που δεν έχει το αρχείο :
Επειδή είχαν παρεξηγηθεί κάποιες δηλώσεις του για το βορειοηπειρωτικό δίνει διευκρινίσεις. Είναι υπέρ της αυτοδιάθεσης : Οι Βορειοηπειρώτες θα αποφασίσουν μόνοι τους που θα πάνε και τι θα κάνουν.

Δηλαδή ήταν υπέρ της διεξαγωγής δημοψηφίσματος; Πάντως αν διεξαγόταν σε ολόκληρη την αμφισβητούμενη ζωνη αποκλείεται το αποτέλεσμα να ήταν υπέρ της Ελλάδας.
0 .

Άβαταρ μέλους
Ακρίδης Κατσαριδόπουλος
Crazy poster
Crazy poster
Δημοσιεύσεις: 1140

Re: ΒΟΡΕΙΟΣ ΗΠΕΙΡΟΣ ΓΗ ΣΛΑΒΙΚΗ

Δημοσίευσηαπό Ακρίδης Κατσαριδόπουλος » 06 Ιούλ 2022, 09:27

Βορειοηπειρωτικό και ελληνοαλβανικές σχέσεις (α' μέρος)

Ήδη από το 1941, το θέμα είχε απασχολήσει την εξόριστη ελληνική κυβέρνηση, ειδικά στις επαφές της με τη Βρετανία. Τον Ιούνιο του 1941, ο πρωθυπουργός Εμμανουήλ Τσουδερός, σε ραδιοφωνικό του μήνυμα προς την κατεχόμενη Ελλάδα έθεσε θέμα απόδοσης της Βορείου Ηπείρου στην Ελλάδα μετά τη λήξη του πολέμου και αναφέρθηκε στους «ημιβάρβαρους Αλβανούς» που «κατείχαν μια αναμφισβητήτως ελληνική επαρχία», τη «Βόρειο Ήπειρο». Λίγο μετά, στα τέλη Σεπτεμβρίου του 1941, ο Τσουδερός έστειλε λεπτομερές μνημόνιο προς το Foreign Office και προς το State Department, με τις ελληνικές μεταπολεμικές διεκδικήσεις που ήταν οι ακόλουθες: Βόρειος Ήπειρο, Δωδεκάνησα, Κύπρος, καθώς και «βελτίωσις» των ελληνικών συνόρων κυρίως με τη Βουλγαρία, αλλά και με τη Γιουγκοσλαβία. Δύο μήνες μετά, ο Τσουδερός έστειλε επιστολή προς τον Βρετανό υπουργό Εξωτερικών Anthony Eden, ζητώντας το ΒΒC να αναφερθεί εκτενώς στην επέτειο της «απελευθέρωσης» της Κορυτσάς από τον Ελληνικό Στρατό κατά τον προηγούμενο χρόνο. Όλες αυτές οι ενέργειες προκάλεσαν δυσμενή αντίκτυπο στο Λονδίνο, πλην όμως, προκειμένου να εξεταστούν επαρκώς οι ελληνικές διεκδικήσεις στην Αλβανία, ανατέθηκε στον μεγάλο ιστορικό Αrnοld Toynbee (τότε διευθυντή του Royal Institute οf Internatίonal Affairs) να μελετήσει το ζήτημα. Ο Toynbee αποφάνθηκε ότι η υφιστάμενη ελληνοαλβανική μεθόριος, δηλαδή «η γραμμή της Φλωρεντίας», ήταν η καλύτερη δυνατή που μπορούσε να υπάρξει. Γενικότερα, κατά την περίοδο 1941-1945, το Λονδίνο ήταν είτε αρνητικό είτε απέφευγε να δεσμευτεί, καθώς επικρατούσε η άποψη, ακόμη και μεταξύ των Βρετανών φιλελλήνων εντός και εκτός του Foreign Office (που δεν ήταν λίγοι), ότι ένα τόσο μικρό και αδύναμο κράτος όπως η Αλβανία δεν θα ήταν βιώσιμο αν της αποσπούσαν το εύφορο νότιο τμήμα της. Κατά την εκτίμηση του Γιάννη Γιανουλόπουλου, η όλη στάση της εξόριστης ελληνικής κυβέρνησης στο θέμα αυτό «συσσώρευσε αρκετά σύννεφα στις σχέσεις της Ελλάδας με τη Μεγάλη Βρετανία και είχε φθείρει, ανεπανόρθωτα ίσως, τη λαμπρή εικόνα της χώρας· την εικόνα των ημερών του αλβανικού μετώπου». Ο πρωθυπουργός της Κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας Γεώργιος Παπανδρέου, τον Σεπτέμβριο του 1944, πριν επιστρέψει στην Αθήνα, μίλησε για πλήρη εθνική αποκατάσταση και προέβλεπε ότι «οι Μεγάλοι μας Σύμμαχοι θα ικανοποιήσουν τα δίκαια αιτήματα της Ελλάδος». Λίγο μετά, στον λόγο που εκφώνησε στο Σύνταγμα, τον γνωστό ως «Λόγο της Απελευθερώσεως» (18  Οκτωβρίου 1944), μίλησε για δύο εδαφικές διεκδικήσεις της Ελλάδας, τα Δωδεκάνησα και τη Βόρειο Ήπειρο (δεν αναφέρθηκε στην Κύπρο που ήταν η άλλη εθνική διεκδίκηση, γιατί μέχρι τις αρχές του 1954 είχε επικρατήσει η άποψη ότι το θέμα αυτό θα λυνόταν διμερώς με τη φίλη και σύμμαχο Βρετανία που ήταν και η γραμμή που είχε τηρήσει ο Βενιζέλος στη Διάσκεψη της Λωζάνης). Επίσης ο Παπανδρέου δήλωσε, μεταξύ άλλων, ότι η «Βόρειος 'Ηπειρος αποτελεί αναπόσπαστον τμήμα της Ελλάδος». Ένα από τα κύρια επιχειρήματα της ελληνικής πλευράς, εκτός από το εθνολογικά δεδομένα στη Νότια Αλβανία που δεν ίσχυαν, και ας επέμεναν σε αυτό το επιχείρημα (ότι δήθεν αποτελούσε πλειονότητα το ελληνικό στοιχείο στη Βόρειο 'Ήπειρο, εκλαμβάνοντας ως Έλληνες όλους τους Αλβανούς Χριστιανούς Ορθόδοξους και τους Βλάχους) ήταν στρατηγικά: η ελληνική εθνική ασφάλεια, δηλαδή ότι η Ελλάδα χρειαζόταν να διαθέτει τέτοια σύνορα ώστε να είναι σε θέση να αντιμετωπίσει με επιτυχία επίθεση από βορρά από το έδαφος της Αλβανίας. Τη θέση αυτή κλήθηκε να υπερασπίσει ο πρέσβης Παναγιώτης Πιπινέλης (ο οποίος είχε πολλές υψηλές διεθνείς διασυνδέσεις) με επιστολή του προς το Foreign Οffice. Στο αίτημα αυτό της αλλαγής των ελληνοαλβανικών συνόρων για λόγους στρατηγικούς και άμυνας, ζητήθηκε να αποφανθεί η βρετανική Επιτροπή Μεταπολεμικού Σχεδιασμού, που αποτελείτο από υψηλόβαθμους αξιωματικούς. Η τελική εκτίμηση της Επιτροπής ήταν ότι τα βουνά που διατρέχουν την εν λόγω μεθόριο παρείχαν στην Ελλάδα επαρκή άμυνα και προστασία, όπως άλλωστε αποδείχτηκε περίτρανα με την ανακοπή της ιταλικής επίθεσης από τον Ελληνικό Στρατό ακριβώς λόγω αυτών των βουνών που λειτούργησαν ως φυσικά εμπόδια. Ανάλογη με τη βρετανική εκτίμηση ήταν και η θέση του Joint Chiefs of Staff των ΗΠΑ όταν του ζητήθηκε σχετική γνώμη από το State Deραrtment. Αποφάνθηκε ότι τα εν λόγω όρη επιτρέπουν στην Ελλάδα «να υπερασπίσει με επιτυχία τα σημερινά της σύνορα», όσο για την απόκτηση της Βορείου Ηπείρου «Θα ενίσχυε τις αμυντικές δυνατότητες της χώρας, αλλά όχι στον βαθμό που να εγγυάται την επιτυχή αντιμετώπιση μιας επίθεσης από συνασπισμό κρατών στον οποίο θα συμμετείχε και η Αλβανία». Όσον αφορά την «προσάρτηση της Β. Ηπείρου», θα στερούσε την Αλβανία από τις μοναδικές της φυσικές θέσεις άμυνας εναντίον μιας επίθεσης από τον νότο. Το αντίθετο ισχύει για την Ελλάδα, γιατί «με τα σημερινά της σύνορα έχει το δυνατότητα να ελέγχει το έδαφος (κατά μήκος της αλβανικής μεθορίου) που προσφέρεται για άμυνα». Επίσης, η απώλεια από πλευράς Αλβανίας της Βορείου Ηπείρου και των προϊόντων της θα την οδηγούσε αναγκαστικά σε στενότερη συνεργασία, οικονομική και στρατιωτική με τη Γιουγκοσλαβία «πράγμα που μπορούσε ίσως να κάνει την Αλβανία τμήμα της Γιουγκοσλαβικής Συνομοσπονδίας».
0 .

Άβαταρ μέλους
Ακρίδης Κατσαριδόπουλος
Crazy poster
Crazy poster
Δημοσιεύσεις: 1140

Re: ΒΟΡΕΙΟΣ ΗΠΕΙΡΟΣ ΓΗ ΣΛΑΒΙΚΗ

Δημοσίευσηαπό Ακρίδης Κατσαριδόπουλος » 08 Ιούλ 2022, 13:25

Βορειοηπειρωτικό και ελληνοαλβανικές σχέσεις (β' μέρος)

Σε ό,τι αφορά την Αλβανία και παρά το τεράστιο ιδεολογικό χάσμα μεταξύ των δύο πλευρών πού προέκυψε με το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, υπήρχε απ ό,τι φαίνεται, διάθεση για φιλικές σχέσεις. Συγκεκριμένα, στα τέλη Νοεμβρίου του 1944, όταν η Αλβανία απελευθερώθηκε, ο Ενβέρ Χότζα στην ομιλία του προς τον αλβανικό λαό στα Τίρανα (28 Νοεμβρίου 1944) είπε, μεταξύ άλλων, τα εξής: «Με τον γείτονα Ελληνικό λαό πολεμήσαμε και από κοινού χύσαμε το αίμα, έχουμε δέσει ο ένας τις πληγές του άλλου σε αυτόν τον κοινό Αντιφασιστικό Αγώνα και επιθυμία μας είναι να έχουμε πάντα καλές σχέσεις με αυτόν τον γεναιόψυχο λαό». Όμως σύντομα το κλίμα επιδεινώθηκε λόγω των ελληνικών διεκδικήσεων για «προσάρτηση της Βορείου Ηπείρου». Ο Ενβέρ Χότζα έκανε λόγο για «σωβινιστές των Αθηνων» και για «μεγαλοΐδεάτες φασίστες» που όμως, πρόσθεσε, αντιπροσωπεύουν το «σκοτεινό παρελθόν» και «όχι την πλειοψηφία του ελληνικού λαού». Η Βόρειος Ήπειρος, υπό την έντονη πίεση του ελληνικού βορειοηπειρωτικού λόμπι, υπήρξε η κύρια ελληνική διεκδίκηση στη Διάσκεψη Ειρήνης των Παρισίων (29 Ιουλίου-15 Οκτωβρίου 1946), με δεύτερο θέμα την αλλαγή υπέρ της Ελλάδας των ελληνοβουλγαρικών συνόρων και τρίτο τα Δωδεκάνησα (που η τύχη τούς ήταν εξασφαλισμένη). Τον Μάρτιο του 1946 μία πενταμελής επιτροπή από Βορειοηπειρώτες υπό τον Μητροπολίτη Αργυροκάστρου Παντελεήμονα μετέβη στις ΗΠΑ για να παρουσιάσει το Βορειοηπειρωτικό στην επιτροπή για θέματα εξωτερικής πολιτικής της Αμερικανικής Γερουσίας. Η επιτροπή αυτή της Γερουσίας υιοθέτησε τις θέσεις των Βορειοηπειρωτών με ψήφισμά της περί απόδοσης της Βορείου Ηπείρου και των Δωδεκανήσων στην Ελλάδα στην επικείμενη Διάσκεψη Ειρήνης των Παρισίων. Πριν από την έναρξη των εργασιών της Διάσκεψης Ειρήνης, συνήλθε στο Παρίσι το Συμβούλιο των υπουργών Εξωτερικών (25 Απριλίου 1946) στο οποίο εστάλη ο 'Ελληνας υφυπουργός Εξωτερικών Φίλιππος Δραγούμης για να προετοιμάσει το έδαφος για τις ελληνικές διεκδικήσεις. Η Ελλάδα εκπροσωπήθηκε στη Διάσκεψη από πολυμελή αντιπροσωπεία από διπλωμάτες και πολιτικούς (30 τον αριθμό) υπό τον πρωθυπουργό Κωνσταντίνο Τσαλδάρη με κύριο χειριστή για τις ελληνικές διεκδικήσεις τον Φίλιππο Δραγούμη. Ο Τσαλδάρης σε εκτενή ομιλία του (στα γαλλικά) στην ολομέλεια της Διάσκεψης (3 Αυγούστου 1946) επικαλέστηκε ιστορικά, εθνολογικά και γεωστρατηγικά επιχειρήματα (ασφαλή σύνορα, κ.ά.), για να πείσει ότι η περιοχή νοτίως τον ποταμού Σκουμπίν (και όχι από τα Ακροκεραύνια η νοτιότερα) ανήκε από τα αρχαία χρόνια μέχρι σήμερα στον ελλαδικό χώρο. Αναφέρθηκε, επίσης, στα επιτεύγματα του Ελληνικού Στρατού που κατέλαβε την περιοχή και στο γεγονός ότι η Αλβανία συνεργάστηκε με τις δυνάμεις τον Άξονα και ειδικά με την επιτιθέμενη Ιταλία. Ο Τσαλδάρης έκανε λόγο και για την «ιστορική αδικία» πού είχε διαπραχθεί το 1913 από τις τότε μεγάλες δυνάμεις υπό την πίεση της Αυστροουγγαρίας και της Ιταλίας, παραδίνοντας μια επαρχία «κατά πλειοψηφίαν ελληνική» στο αλβανικό κράτος.

Ο Ενβέρ Χότζα που ηγείτο της αλβανικής αντιπροσωπείας στη Διάσκεψη ανταπάντησε στις 21 Ανγούστου: «Ο κ. Τσαλδάρης επιχειρεί να αποδείξει ότι η Αλβανία δεν είναι χώρα σύμμαχος, ότι η Αλβανία επιτέθηκε ενάντια στην Ελλάδα και ότι είναι σε εμπόλεμη κατάσταση μ' αυτή. Από την άλλη μεριά, ο Κ. Τσαλδάρης διεκδικεί την Νότια Αλβανία την ισχυριζόμενος ότι αυτή ειναι έδαφος της Ελλάδας και ότι δίκαια ανήκει σ’ αυτή … Ο αλβανικός λαός ποτέ δεν επιτέθηκε ενάντια στον τίμιο ελληνικό λαό, ποτέ δεν του κήρυξε πόλεμο. Απεναντίας, έχει συμπαθήσει την υπόθεσή του που ήταν ταυτόχρονα και υπόθεση του αλβανικού λαού, διότι και οι δύο λαοί είχαν πάθει την ίδια τύχη, δεδομένου ότι είχαν να κάνουν με τον ίδιο εχθρό». Επίσης έκανε λόγο, εν συντομία, στα δεινά που είχαν υποστεί οι Τσάμηδες από τον Ζέρβα και όσο για την ελληνική κατηγορία ότι η Αλβανία «ακολουθεί πολιτική που στερεί την εθνική υπόσταση της ελληνικής μειονότητας στην Αλβανία», η απάντησή του ήταν ότι «η ελληνική μειονότητα στην Αλβανία πολέμησε στο πλευρό των Αλβανών ενάντια στους φασίστες και ναζιστές καταχτητές» και σήμερα «απολαβάνει τα ίδια δικαιώματα με τον αλβανικό λαό», έχει σχολεία στην ελληνική γλώσσα και «ασκεί η ίδια την τοπική εξουσία όπως και ο αλβανικός λαός» και «έχει τους αντιπροσώπούς της στη Λαϊκή Βουλή στις γραμμές τον στρατού και της κρατικής διοίκησης». Και ο Χότζα κατέληξε: «Ο πραγματικός όμως στόχος για όλα αυτά τα λόγια του Έλληνα αντιπροσώπου, είναι να αποσπαστούν από την Αλβανία δυο περιοχές: η Κορυτσά και το Αργυρόκαστρο. Οι επιδιώξεις αυτές αντανακλούν την παλιά ελληνική πολιτική της «Μεγάλης Ιδέας», δηλαδή την ελληνική ιμπεριαλιστική επέκταση σε όλη την Βαλκανική, ιδέα που φύτρωσε και στο κεφάλι των τωρινών Ελλήνων κυβερνητών. Στην πραγματικότητα, με τις διεκδικήσεις που κάνουν ενάντια στην Αλβανία, με τις καθημερινές τους προκλήσεις στα σύνορά μας ... ζητούν να διαταράξουν την ειρήνη στα Βαλκάνια».

Ωστόσο, η Βρετανία και οι ΗΠΑ δεν ήταν αρχικά τελείως αρνητικοί στο ελληνικό αίτημα, ειδικά αν επρόκειτο να δοθεί ελάχιστο παραμεθόριο αλβανικό έδαφος στην Ελλάδα. Στο Παρίσι, η Σοβιετική 'Ενωση (υπουργός Εξωτερικών Vyacheslav Molotov), η Γιουγκοσλαβία (ο σημαίνων διανοούμενος Moša Pijade) και βέβαια η Αλβανία (Εμβέρ Χότζα) ήταν κάθετα εναντίον οποιασδήποτε ιδέας περί αλλαγής συνόρων, με τον Σοβιετικό υπουργό Εξωτερικών να κατηγορεί την Ελλάδα ότι ακολουθεί «επιθετική πολιτική» εναντίον όλων των βορείων γειτόνων της, και ότι απειλεί την ειρήνη στα Βαλκάνια. Στο Παρίσι υπήρχε κοινό μέτωπο Γιουγκοσλαβίας και Βουλγαρίας τόσο κατά των αλλαγών στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα που ζητούσε η Ελλάδα, όσο και σε σχέση με την εξωπραγματική βουλγαρική απαίτηση να της δοθεί η Δυτική Θράκη που ήταν βουλγαρική από το 1913 (Συνθήκη του Βουκουρεστίου) μέχρι το 1918. Επίσης, ο Pijade είπε ότι τον είχε πλησιάσει ο Τσαλδάρης προτείνοντάς του τον διαμοιρασμό της Αλβανίας μεταξύ Ελλάδας και Γιουγκοσλαβίας. Ο Έλληνας πρωθυπουργός, λαμβάνοντας τον λόγο, απέρριψε τα λεχθέντα και κατηγόρησε τον Ριjade για εξαπάτηση, αποκαλώντας τον ισχυρισμό του «φαντασμαγορικό». Η ελληνική διεκδίκηση, πέρα από τα γεγονός ότι διεθνώς δεν  έπειθε λόγω επιχειρημάτων (πληθυσμιακή σύνθεση Νότιας Αλβανίας, ασφάλεια συνόρων, υπερβολική διεκδίκηση), δεν τελεσφόρησε κυρίως για τρεις λόγους: (α) λόγω της πλήρους αντίθεσης της Σοβιετικής Ένωσης, λαμβάνοντας υπόψη και το γεγονός ότι η νέα ηγεσία της Αλβανίας είχε ταχθεί με το κομμουνιστικό μπλοκ, (β) επειδή οι ΗΠΑ, η Βρετανία και η Γαλλία δεν ήθελαν να διακινδυνεύσουν ρήξη με τη Μόσχα για ένα θέμα όπως το Βορειοπειρωτικό, που δεν ήταν για αυτούς πρώτης προτεραιότητας και επίσης (γ) λόγω της τελικής εκτίμησης των ΗΠΑ, της Βρετανίας και άλλων δυτικών κρατών ότι αν η Αλβανία στερείτο της Νότιας Αλβανίας που ισοδυναμούσε με το ένα τρίτο του εδάφους της θα γινόταν αμυντικά πολυ αδύνατη και δεν θα διέθετε καν τις απαραίτητες παραγωγικές πηγές για να επιβιώσει ως κράτος.
0 .

Άβαταρ μέλους
Τλαξκαλτέκος
Extreme poster
Extreme poster
Δημοσιεύσεις: 3142

Re: ΒΟΡΕΙΟΣ ΗΠΕΙΡΟΣ ΓΗ ΣΛΑΒΙΚΗ

Δημοσίευσηαπό Τλαξκαλτέκος » 08 Ιούλ 2022, 18:25

Ακρίδης Κατσαριδόπουλος έγραψε:Ο αλβανικός λαός ποτέ δεν επιτέθηκε ενάντια στον τίμιο ελληνικό λαό, ποτέ ποτέ δεν του κήρυξε πόλεμο.


Οι Αλβανοί συμμετείχαν με 14 τάγματα ( υπό ιταλική διοίκηση - κατά τον Βισκόντι Πράσκα 10-12 τάγματα συνολικής δύναμης 6000 - 7000 ανδρών ) στην επίθεση κατά της Ελλάδος και 20.000 Αλβανοί πολίτες επιστρατεύθηκαν και χρησιμοποιήθηκαν ως εργάτες για λογαριασμό του ιταλικού στρατού.
Σύμφωνα με τον Μουσολίνι ( Πρωία 11/6/1941 ) οι Αλβανοί είχαν 59 νεκρούς και 68 τραυματίες.

Greco-Italian War
Screenshot 2022-07-08 181527.png
Screenshot 2022-07-08 181412.png
Δεν έχετε τα απαραίτητα δικαιώματα για να δείτε τα συνημμένα αρχεία σε αυτήν τη δημοσίευση.
0 .
Τους μεν κενούς ασκούς το πνεύμα διίστησι , τους δε ανοήτους ανθρώπους το οίημα. ( Σωκράτης [ στον Στοβαίο ] )

Άβαταρ μέλους
Ακρίδης Κατσαριδόπουλος
Crazy poster
Crazy poster
Δημοσιεύσεις: 1140

Re: ΒΟΡΕΙΟΣ ΗΠΕΙΡΟΣ ΓΗ ΣΛΑΒΙΚΗ

Δημοσίευσηαπό Ακρίδης Κατσαριδόπουλος » 08 Ιούλ 2022, 21:08

Τλαξκαλτέκος έγραψε:

Αυτό που προκαλεί εντύπωση είναι ότι καθ’ όλη τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου η επίσημη καθεστωτική προπαγάνδα απέφυγε να χαρακτηρίσει την Αλβανία ως σύμμαχο της Ιταλίας και γενικά να καλλιεργήσει αντι-αλβανικό κλίμα. Όσο και να ψάξεις τις εφημερίδες της εποχής δεν πρόκειται να βρεις ούτε ένα άρθρο κατά της Αλβανίας. Κάνε μια σύγκριση με αυτά που γράφτηκαν στον αστικό τύπο αμέσως μετά τους βαλκανικούς πολέμους και αργότερα και θα καταλάβεις… :laugh1:

Η προπαγάνδα κατά της Αλβανίας ξεκίνησε κατά την περίοδο της κατοχής για να δικαιολογήσει τις ελληνικές εδαφικές διεκδικήσεις.


Τλαξκαλτέκος έγραψε:Οι Αλβανοί συμμετείχαν με 14 τάγματα ( υπό ιταλική διοίκηση - κατά τον Βισκόντι Πράσκα 10-12 τάγματα συνολικής δύναμης 6000 - 7000 ανδρών ) στην επίθεση κατά της Ελλάδος και 20.000 Αλβανοί πολίτες επιστρατεύθηκαν και χρησιμοποιήθηκαν ως εργάτες για λογαριασμό του ιταλικού στρατού.

Καλά αυτό δε λέει κάτι. Μέχρι και οι Βορειοηπειρώτες ήταν επιστρατευμένοι στον αλβανικό στρατό :P

Το 1940, Χειμαρριώτες δραπέτευσαν από τον Αλβανικό στρατό και επίγαν εθελοντές στον Ελληνικό στρατό και πολέμησαν κατά των Ιταλών, Νικόλαος Γκιώνης, Αυγερινός Μποντίνης, Ηλίας Κολίλας, Μανώλης Ράπος, Κώστας Ρόντος, Κώστας Κρέκος (Σύνολον 31 Χειμαρριώτες).

https://www.himara.gr/prosopa/13799-eur ... format=amp
0 .

Άβαταρ μέλους
Ακρίδης Κατσαριδόπουλος
Crazy poster
Crazy poster
Δημοσιεύσεις: 1140

Re: ΒΟΡΕΙΟΣ ΗΠΕΙΡΟΣ ΓΗ ΣΛΑΒΙΚΗ

Δημοσίευσηαπό Ακρίδης Κατσαριδόπουλος » 10 Ιούλ 2022, 11:08

Βορειοηπειρωτικό και ελληνοαλβανικές σχέσεις (γ' μέρος)

Μετά το τέλος του Ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου οι ΗΠΑ και η Βρετανία «χρησιμοποίησαν την Ελλάδα και την Ιταλία ως βάσεις, από τις οποίες Αλβανοί μη κομμουνιστές στέλνονταν στην Αλβανία σε μια απόπειρα να πετύχουν ανατροπή του καθεστώτος», πλην όμως η «όλη επιχείρηση απέτυχε». Γενικότερα, μέχρι και τη δεκαετία τον 1960, η Ελλάδα άσκησε «ιδιαίτερα επιθετική πολιτική», είτε μόνη της «είτε σε συνδυασμό με τις ΗΠΑ και άλλες δυτικές χώρες», με «συνεχείς προκλήσεις» στα ελληνοαλβανικά σύνορα, με αποστολές πρακτόρων και σαμποτέρ και διατηρώντας την εμπόλεμη κατάσταση Ελλάδας-Αλβανίας. Η ελληνική εξωτερική πολιτική από το 1950 μέχρι τη δεκαετία τον 1980 «βρίσκεται να ακροβατεί μεταξύ του πολiτικού ρεαλισμού και της αναγνώρισης τον αλβανικού κράτους με "σοσιαλιστική" διακυβέρνηση ... και του αλυτρωτισμού (τα ζητήματα του εμπολέμου αλλά και της αλλαγής των συνόρων ή η αναγνώριση αυτονομίας και με ποιους όρους για τη μειονότητα θα παρέμεναν στην ατζέντα των διεκδικήσεων)». Όπως επισημαίνει ο Ηλίας Σκουλίδας:

«Η Ελλάδα επισήμως δήλωνε ότι δεν είχε επιθετικές βλέψεις ενάντια στην Αλβανία. Ωστόσο, υπήρχαν στελέχη στον κρατικό μηχανισμό, κυρίως στρατιωτικοί, οι οποίοι επεξεργάζονταν λύση του Βορειοηπειρωτικού ζητήματος με στρατιωτική επέμβαση στην Αλβανία, είτε στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ είτε σε συνεννόηση με τη Γιουγκοσλαβία και την Ιταλία. Επιπρόσθετα, το ελληνικό κράτος ενίσχυε οικονομικά τις οργανώσεις και έντυπα πού ασχολούνταν με το βορειοηπειρωτικό. Η ίδρυση της Πανηπειρωτικής Ομοσπονδίας Αμερικής με συμμετοχή τοπικών οργανώσεων στις ΗΠΑ από απόδημους Έλληνες και από τις περιοχές της Αλβανίας αποτέλεσε έναν νέο παράγοντα επηρεασμού της αμερικανικής και της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Οι βορειοηπειρωτικοί σύλλογοι στις ΗΠΑ είχαν ως στόχο την ένωση της Βορείου Ηπείρου με την Ελλάδα».

Η ελληνική μειονότητα από την πλευρά της ήταν διχασμένη στα δύο, με τους πιο μορφωμένους να έχουν μετοικήσει στα αλβανικά αστικά κέντρα και να συμμετέχουν στα κοινά στη νέα Αλβανία του Χότζα, και τους λιγότερο μορφωμένους που παρέμεναν στα χωριά να επηρεάζονται από τον Επίσκοπο Σεβαστιανό και άλλους κληρικούς πού φρόντιζαν να τούς διατηρήσουν τον αλυτρωτισμό περί Βορείου Ηπείρου, κάτι που είχε ως αποτέλεσμα πολλοί από αυτούς να υποστούν διωγμούς όχι μόνο για τον αλυτρωτισμό τους αλλά και λόγω της στάσης του καθεστώτος Χότζα κατά της θρησκείας γενικότερα. Οι σχέσεις Ελλάδας-Αλβανίας βελτιώθηκαν οριακά μετά τον θάνατο τον Στάλιν (Μάρτιος 1953), αν και δεν αποκαταστάθηκαν οι διπλωματικές τους σχέσεις. Στη δεκαετία τον 1950 το «Βορειοηπειρωτικό ζήτημα» φάνηκε να υποχωρεί ως ελληνική «εθνική διεκδίκηση» μπροστά στην κατεξοχήν τότε διεκδίκηση που δεν ήταν άλλη από τη ένωση της Κύπρου με τη «μητέρα πατρίδα Ελλάδα». Ωστόσο, από το 1947 μέχρι το 1967 υπήρχαν έντονες πιέσεις από το βορειοηπειρωτικό λόμπι στην Ελλάδα (Μητροπολίτης Αργυροκάστρου Παντελεήμων, Κεντρική Επιτροπή Βορειοηπειρωτικού Αγώνος) και στη Βόρειο Αμερική (Πανηπειρωτική Ομοσπονδία Αμερικής) προς την ελληνική κυβέρνηση να εγείρει το θέμα και να μην εγκαταλείψει ποτέ τη διεκδίκηση. Όμως οι σχετικές κατά καιρούς αναφορές από Έλληνες ιθύνοντες ήταν, κατά τον Ιωάννη Στεφανίδη, υποτονικές. Μετά το 1946, «το ζήτημα της Βορείου Ηπείρου ποτέ δεν αντιμετωπίστηκε ως ζήτημα υψηλής προτεραιότητας της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, η δε επίσημη ρητορεία γύρω από αυτό απέβλεπε εν πολλοίς στην εσωτερική κατανάλωση», κάτι που πιστοποιείται, κατά τον Στεφανίδη, από διάφορες κατ' ιδίαν συνομιλίες Ελλήνων αξιωματούχων με ξένους διπλωμάτες. Το συμπέρασμα αυτό συνάγεται κυρίως από την έρευνα στα αμερικανικά και βρετανικά αρχεία. Αν όμως δεν περιοριστεi στα αμερικανικά και βρετανικά αρχεία, αλλά ερευνήσει τα αρχεία του ελληνικού και του αλβανικού υπουργείου Εξωτερικών επίσης λάβει υπόψη τις πολλές ελληνικές δημόσιες δηλώσεις, η εικόνα που διαμορφώνεται δεν είναι αυτή της αδιαφορίας και της υποτονικότητας, αν και δεν χωράει αμφιβολία ότι το πρώτιστο εθνικό θέμα ήταν και παρέμενε, μέχρι το 1967, το Κυπριακό και αυτό συνέχισε να είναι και στη συνέχεια, επί δικτατορικής κυβέρνησης.

Ας σταχυολογήσουμε λοιπόν ορισμένες χαρακτηριστικές εκφάνσεις της ελληνοαλβανικής διαπλοκής με άξονα το Βορειοηπειρωτικό από το 1947 μέχρι το 1967. Καταρχάς, κατά τη διάρκεια του Ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου (1946-1949) οι ανύπαρκτες σχέσεις μεταξύ των δύο κρατών ήταν ιδιαίτερα τεταμένες λόγο της βοήθειας που παρείχε η Αλβανία στους μαχητές του Δ.Σ.Ε, βοήθεια που συνεχίστηκε από τον Χότζα και μετά τη ρήξη Τίτο-Στάλιν (1948) αλλά, και μετά τον τερματισμό της αθρόας (και πολύ πιο καίριας) βοήθειας που παρείχε ο Τίτο στον Δ.Σ.Ε. (1949). Όταν δε οι Έλληνες κομμουνιστές ηττήθηκαν τα Τίρανα επέτρεψαν στα μέλη του Δ.Σ.Ε. να εισέλθουν στην Αλβανία και πολλοί διέσχισαν τα ελληνοαλβανικά σύνορα (Αύγουστος 1949). Τότε οι σχέσεις επιδεινώθηκαν σε τέτοιο βαθμό ώστε ακόμη και μια σύρραξη φαινόταν πιθανή. Την ίδια εποχή (το 1949), επί κυβέρνησης Θεμιστοκλή Σοφούλη, ο υφυπουργός Εξωτερικών Παναγιώτης Πιπινέλης λάνσαρε προς το State Department την ιδέα της δημιουργίας «ενός ομόσπονδου ελληνοαλβανικού κράτους» εξέλιξη που, υποστήριξε, θα ήταν προς όφελος των ΗΠΑ και της Δύσης. Τον Φεβρουάριο του 1950 ο μόνιμος αντιπρόσωπος της Ελλάδας στον ΟΗΕ, πρέσβης Αλέξης Κύρου, προέβη σε διαμαρτυρία κατηγορώντας την Αλβανία για την ύπαρξη δύο μεγάλων στρατοπέδων εκπαίδευσης στο Δυρράχιο και στο Γκραμς όπου εκπαιδεύονταν άνω των 7.000 «συμμοριτών» που είχαν φύγει από την Ελλάδα. Η Αλβανία από την πλευρά της, κατηγόρησε την Ελλάδα ότι οργάνωνε ομάδες κατασκόπων και δολιοφθορέων για ενέργειες εναντίον της. Στις 3 Απριλίου 1951 ο Έλληνας πρωθυπουργός Σοφοκλής Βενιζέλος είπε στον Γιουγκοσλάβο πρέσβη στην Αθήνα ότι αν «ξεσπούσε πόλεμος, οι δύο πλευρές να υπερασπιστούν τα μετόπισθεν μέσω μιας συντονισμένης κοινής επίθεσης εναντίον της Αλβανίας», αλλά η απάντηση που έλαβε ήταν «ότι η Γιουγκοσλαβία δεν είχε σκοπό το διαμελισμό της Αλβανίας και δεν σκόπευε να επιχειρήσει κάποια στρατιωτική ενέργεια, που θα ξεκινούσε από την Ελλάδα ή τη Γιουγκοσλαβία, εάν δεν υπήρχε κάποια σοβιετική επίθεση στα Βαλκάνια». Στις 26 Αυγούστου 1952 πραγματοποιήθηκε σύσκεψη στο ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών για το Βορειοηπειρωτικό, υπό την προεδρία του υφυπουργού Εξωτερικών Ευάγγελου Αβέρωφ. Η κοινή διαπίστωση ήταν ότι η Ελλάδα δεν ήταν σε θέση να χρησιμοποιήσει βία και έτσι θα «εξακολουθούσε να δηλώνει ότι επεδίωκε τη λύση του βορειοηπειρωτικού με ειρηνικά μέσα, όποτε αυτό θα καθίστατο δυνατόν». Στη σύσκεψη όμως συζητήθηκαν και άλλα ενδεχόμενα ως εναλλακτικά σχέδια δράσης (contingency plans) σε σχέση με το Βορειοηπειρωτικό, όπως τα εξής:

1)Ενδεχόμενη συμμαχική κατάληψη της Αλβανίας με συμμετοχή της Ελλάδας (ΝΑΤΟ).

2)Συνεννόηση με τη Γιουγκοσλαβία για διαμελισμό της Αλβανίας· Μια τέτοια συνεννόηση δεν θα μπορούσε να αγνοήσει τον ιταλικό παράγοντα.

3)Άμεση κατάληψη της Β. Ηπείρου σε περίπτωση πολέμου ή υπό άλλες κατάλληλες συνθήκες.

4)Υποκατάσταση του τότε καθεστώτος με άλλο μη κομμουνιστικό. Στην τελευταία αυτή περίπτωση , διατήρηση μίας ελεύθερης Αλβανίας και συνεννόηση με αυτή με τη βοήθεια των Συμμάχων (Αμερικής) για την αναβίωση του πρωτόκολλου της Κέρκυρας ή σύναψη άλλης συμφωνίας.

Στη σύσκεψη αυτή επισημάνθηκε ότι η 1η και 3η περίπτωση προϋπέθεταν γεγονότα «από τα οποία θα επωφελούνταν η Ελλάδα, ενώ η 2η αποκλείονταν, οπότε απόμενε η 4η περίπτωση». Το τελικό συμπέρασμα της σύσκεψης ήταν ότι «το βορειοηπειρωτικό ζήτημα είχε περιέλθει σε μία κατάσταση εξασθένησης της εθνολογικής του βάσης, στην οποία στηριζόταν η όλη υπόθεση, ώστε δεν υπήρχαν πολλές δυνατότητες ενέργειας» υπ’ αυτές τις συνθήκες.

Γενικότερα, στις αρχές της δεκαετίας του 1950 το διεθνές κλίμα δεν ήταν ευνοϊκό για την ανακίνηση της ελληνικής διεκδίκησης της Βορείου Ηπείρου. Κατόπιν αυτού, η κύρια τάση της αρμόδιας διεύθυνσης του υπουργείου Εξωτερικών (της Α1 Διεύθυνσης Βαλκανίων) ήταν να τεθεί ο χειρισμός του ζητήματος αυτού στις «ιδιωτικές οργανώσεις», όπως ήταν οι βορειοηπειρωτικοί σύλλογοι που τύγχαναν τότε της μεγάλης συμπάθειας των Αμερικανών. Δηλαδή, η αναβίωση του Βορειοηπειρωτικού «στο διεθνές πεδίο θα επιτυγχανόταν μέσω των κατευθύνσεων τις οποίες θα έδινε η Ελλάδα στους βορειοηπειρωτικούς συλλόγους, και μέσω των τελευταίων, θα επανεμφανιζόταν και πάλι αυτό, συγχρονισμένο πλέον επί της διεθνούς σκηνής».
0 .

Άβαταρ μέλους
Ακρίδης Κατσαριδόπουλος
Crazy poster
Crazy poster
Δημοσιεύσεις: 1140

Re: ΒΟΡΕΙΟΣ ΗΠΕΙΡΟΣ ΓΗ ΣΛΑΒΙΚΗ

Δημοσίευσηαπό Ακρίδης Κατσαριδόπουλος » 11 Ιούλ 2022, 10:22

Βορειοηπειρωτικό και ελληνοαλβανικές σχέσεις (δ' μέρος)

Στην Ελλάδα ιδρύθηκαν διάφοροι βορειοηπειρωτικοί σύλλογοι που αυξάνονταν με το πέρασμα των χρόνων και ενισχύονταν. Η πιο σημαντική οργάνωση ήταν η Κεντρική Επιτροπή Βορειοηπειρωτικού Αγώνος (ΚΕΒΑ) που έκανε την εμφάνισή της το 1943 επί κατοχής, ως μυστική οργάνωση. Η ΚΕΒΑ ήταν το συντονιστικό όργανο των βορειοηπειρωτικών οργανώσεων στην Ελλάδα και διατηρούσε επιτροπές στα Ιωάννινα, στην Κέρκυρα, την Πάτρα και τη Θεσσαλονίκη. Είχε υπό τον έλεγχο και την καθοδήγησή της όλες τις οργανώσεις Βορειοηπειρωτών που είχαν δημιουργηθεί στην Ελλάδα, με εξαίρεση την οργάνωση της Αθήνας «Σελασφόρος». Η ΚΕΒΑ και ο «Σελασφόρος» είχαν αρχικά στενή συνεργασία, αλλά αργότερα εμφανίστηκαν διαφωνίες μεταξύ τους το περιεχόμενο των οποίων δεν έγινε γνωστό. Πάντως και για τις δύο οργανώσεις ο κοινός σκοπός τους ήταν «η διεξαγωγή του αγώνα υπέρ του βορειοηπειρωτικού ζητήματος». Στις 21 Ιουλίου 1950, η ΚΕΒΑ οργάνωσε στην Αθήνα, στο Παναθηναϊκό Στάδιο, εκδήλωση υπό την αιγίδα της Αρχιεπισκοπής Αθηνών, με τη συμμετοχή χιλιάδων ατόμων. Στη συγκέντρωση συμμετείχαν οι θρησκευτικές αρχές και στελέχη της κυβέρνησης. Σκοπός της εκδήλωσης ήταν «να ζητήσουν από τον Θεό και τις Μεγάλες Κυβερνήσεις την ένωση της Κύπρου και της Β. Ηπείρου με την Ελλάδα». Ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Σπυρίδων εκφώνησε θερμό λόγο για τη διεκδίκηση τόσο της Κύπρου όσο και της Βορείου Ηπείρου και, λίγο μετά, πραγματοποιήθηκαν και άλλες εκδηλώσεις σε πόλεις της Ελλάδας και στις ελληνικές παροικίες στο εξωτερικό.

Ας επιστρέψουμε στα επίσημα ελληνικά όργανα. Το 1952 στο ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών η κυρίαρχη άποψη ήταν ότι η ελληνική κυβέρνηση θα έπρεπε να είναι πανέτοιμη σε περίπτωση που κάποιο αναπάντεχο γεγονός, για παράδειγμα μια εξέγερση στην Αλβανία ή κάποια ενέργεια γειτονικής χώρας ή των συμμάχων της, θα δημιουργούσε το προϋποθέσεις εκεί που θα καθιστούσαν, από ελληνικής πλευράς, επιβεβλημένη «Την εξασφάλιση κατά τον πιο πρόσφορο τρόπο των υπό διεκδίκηση εδαφών ή τουλάχιστον των δικαιωμάτων του εκεί ελληνικού πληθυσμού και την επάνοδο των Βορειοηπειρωτών προσφύγων στις εστίες τους». Το υπουργείο Εξωτερικών σε έγγραφο του προς το Γενικό Επιτελείο Εθνικής Αμύνης (ΓΕΕΘΑ) (27 Σεπτεμβρίου 1952) τόνισε, μεταξύ άλλων, ότι από την ελληνική πλευρά «είναι απαραίτητος η από τούδε κατάστρωσις σχεδίου ταχείας ενεργείας και η προετοιμασία του εδάφους δια συλλογής πληροφοριών και εξευρέσεως και οργανώσεως των καταλλήλων στοιχείων εν Β. Ήπειρω άτινα θα αποτελέσουν το απαραίτητο στήριγμα της ελληνικής δράσεως». Η νηφάλια απάντηση τον αρχηγού ΓΕΕΘΑ, στρατηγού Θεόδωρου Γρηγορόπουλου (6 Οκτωβρίου 1952) ήταν ότι αποκλειόταν η κατάληψη της Βορείου Ηπείρου ακόμη και αν αυτή δεν συναντούσε αντίσταση από πλευράς Αλβανίας. Ένοπλη επέμβαση μπορούσε να λάβει χώρα μόνο κατόπιν εντολής από τον ΟΗΕ αν η κατάσταση στην Αλβανία ήταν έκρυθμη. Στις αρχές της δεκαετίας του 1950 η διεκδίκηση της Βορείου Ηπείρου δεν ήταν το μόνο θέμα που απασχολούσε τις δύο χώρες. Υπήρχε και το ζήτημα των αξιωματικών και στρατιωτών του Ελληνικού Στρατού που βρίσκονταν αιχμάλωτοι στην Αλβανία. Κατά την αλβανική κυβέρνηση επρόκειτο για 385 αιχμαλώτους, από τους οποίους οι 96 είχαν αιχμαλωτιστεί εντός του αλβανικού εδάφους από αλβανικές δυνάμεις και 289 στρατιωτικοί είχαν μεταφερθεί αιχμάλωτοι από τον Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας.

Τον Δεκέμβριο του 1952 ο πρωθυπουργός Αλέξανδρος Παπάγος δήλωσε ότι: «Η κυβέρνησις επιθυμεί να τονίση ότι ... αποκρούει κάθε βίαν και αποβλέπει μόνο εις τα νόμιμα διεθνή μέσα προς διακανονισμόν της βορειοηπειρωτικής υποθέσεως, ευχόμενη όπως ιδή μίαν νέαν Αλβανίαν ελευθέραν, ανεξάρτητον και δημοκρατικήν εξίσου φιλικώς συνεργαζομένης με όλους τους γείτονας αυτής». Στις αρχές του 1953 το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών ήταν της άποψης ότι, είχε έρθει η στιγμή για την αποκατάσταση των διπλωματικών σχέσεων πλην όμως δεν έγινε τίποτε από ελληνικής πλευράς, και αυτό γιατί ο Παπάγος επέμενε στη διεκδίκηση της Βορείου Ηπείρου, απ' ό,τι φαίνεται για δύο λόγους: γιατί τα Ανάκτορα υποστήριζαν αυτή τη διεκδίκηση και επειδή η περιοχή αυτή είχε «απελευθερωθεί από τον ελληνικό στρατό» και μάλιστα υπό την ηγεσία του, το 1940-1941. Το 1953 ο Φίλιππος Δραγούμης, ο οποίος δεν κατείχε τότε επίσημη θέση (μετά τη δίμηνη συμμετοχή του σε υπηρεσιακή κυβέρνηση το 1952 ως υπουργός Εξωτερικών), παρουσίασε στον ελληνικό Τύπο ένα δικό του σχέδιο για τη στάση της Ελλάδας προς την Αλβανία. Υποστήριξε ότι η διεκδίκηση ολόκληρης της Βορείου Ηπείρου από την Ελλάδα δυσκόλευε την αλβανική αντικομμουνιστική αντίσταση και γενικότερα την απελευθέρωση των χωρών δορυφόρων της Σοβιετικής Ένωσης. Θα ήταν υπέρ της Ελλάδας και των άλλων ελεύθερων κρατών αν γινόταν σεβαστή όχι μόνο η ανεξαρτησία της Αλβανίας, αλλά και η εδαφική της ακεραιότητα. Πρότεινε δε η Ελλάδα να περιορίσει τη διεκδίκησή της, «με μία μικρή διόρθωση των συνόρων της με την Αλβανία, με τρόπο που θα αντιμετώπιζε ή διόρθωνε την υπάρχουσα στρατηγική αδυναμία των αμυντικών της θέσεων».

Ας επανέλθουμε όμως στην ΚΕΒΑ. Η αλβανική κυβέρνηση κατηγορούσε τις ελληνικές μυστικές υπηρεσίες (Κ.Υ.Π.) και τις αμερικανικές (CIA) ότι χρησιμοποιούσαν την ΚΕΒΑ σε δίκτυα κατασκοπείας εντός της Αλβανίας. Και, απ' ό,τι φαίνεται, οι αιτιάσεις αυτές ήταν βάσιμες τουλάχιστον για κάποιο διάστημα. Πιο συγκεκριμένα, τα αρχεία των ΗΠΑ αναφέρονται σε επιχείρηση της CIA εναντίον της Αλβανίας με μέλη της ΚΕΒΑ που έλαβε χώρα το 1949. Την επόμενη δεκαετία πράκτορες της ΚΕΒΑ διεξήγαν κατασκοπεία στη Νότια Αλβανία. Όσο για τη συνεργασία της Κ.Υ.Π. με την ΚΕΒΑ αυτή διακόπηκε από πλευράς Κ.Υ.Π., λόγω της απροκάλυπτης δράσης της ΚΕΒΑ, εν αγνοία της Υπηρεσίας, συχνά με σκοπό (κατά την Κ.Υ.Π.) τον χρηματισμό των μελών της. Έπειτα από δήλωση του Αμερικανού υπουργού Εξωτερικών John Foster Dυlles, ο οποίος έκανε λόγο για υπόδουλους λαούς στο σιδηρούν παραπέτασμα που θα αποτινάξουν το ζυγό και θα ανακτήσουν την ελευθερία τους, το Τριμερές Βαλκανικό Σύμφωνο (Ελλάδας, Γιουγκοσλαβίας και Τουρκίας, στις 28 Φεβρουαρίου του 1953) και άλλες διεθνείς πρωτοβουλίες των Δυτικών, καθώς και τον Γιουγκοσλάβου ηγέτη Τίτο, η ΚΕΒΑ αποκόμισε την εντύπωση ότι «παιζόταν» το θέμα της Αλβανίας. Γι' αυτό η ΚΕΒΑ απευθύνθηκε στο ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών (τέλη Μαρτίου, 1953), υποστηρίζοντας, μεταξύ άλλων, τα εξής:

«Εάν υπάρχει έδαφος πρόσφορου προς διαμελισμόν ουδείς δισταγμός πρέπει να υπάρξη, εάν δε υποθέσω μεν ότι δίδεται εις τον Τίτο η πρωτοβουλία της ανατροπής του Χότζα, υπό τον τύπον της εξεγέρσεως του Αλβανικού Λαού, φρονούμεν ότι προβάλλει επιτακτικόν καθήκον η επί του σημείου τούτου αγρυπνία της Κυβερνήσεως και παράλληλος προς την του Τίτο κίνησις δια παρασκευής εξεγέρσεως των Βορειοηπειρωτών υπέρ της ιδικής των ελευθερίας, φρονούμεν δε επί του σημείου τούτον ότι δέον να συνεχισθή το διακοπέν έργου της επαυξήσεως της εκγυμνάσεως και προπαρασκευής της βορειοηπειρωτικής μαχητικής δυνάμεως και υποβοηθήσεως οργανώσεως των εν Βορείω Ηπείρω Βορειοηπειρωτών και είναι περιττόν να τονίσωμεν Υμίν ότι οι Βορειοηπειρώται θα είναι πιστοί τηρηταί τον καθήκοντος».
0 .


Επιστροφή σε “Ιστορία”