Μερικές αλήθειες που δεν ήξερες για το 1821

Θέματα ιστορικού και αρχαιολογικού ενδιαφέροντος.
Άβαταρ μέλους
Ακρίδης Κατσαριδόπουλος
Crazy poster
Crazy poster
Δημοσιεύσεις: 1139

Re: Μερικές αλήθειες που δεν ήξερες για το 1821

Δημοσίευσηαπό Ακρίδης Κατσαριδόπουλος » 24 Σεπ 2022, 16:37

Οι πόλεις και τα πλούτη που υπόσχονταν μαγνήτιζαν ιδιαίτερα τους φτωχούς στρατιώτες. Όταν δύο Βρετανοί επισκέπτες συνάντησαν τον Δημήτριο Υψηλάντη στην Τριπολιτσά το καλοκαίρι του 1823, τον βρήκαν λίγο-πολύ μονάχο του, διότι, «καθώς τα χρήματά του ήταν λιγοστά, οι περισσότεροι άντρες του τον είχαν εγκαταλείψει για να είναι παρόντες στην άλωση της Κορίνθου, όπου προσδοκούσαν σημαντική λεία». Η Κόρινθος είχε καταντήσει ένας σωρός από ερείπια στο τέλος του πολέμου, το δε Ναύπλιο λεηλατήθηκε τουλάχιστον τρεις φορές. Η Τριπολιτσά δεν τα πήγε καλύτερα: μετά τη λεηλασία του 1821, οι στράτες ήταν γεμάτες χωρικούς που κουβαλούσαν «σιδερικά, παλαιοτζούκαλα, παλαιοαργαλειούς, πιθάρια». Κάποιοι έκοβαν τα πόδια των ψόφιων αλόγων για να πάρουν τα πέταλα. Το 1823, οι «κυβερνητικοί» του Κολοκοτρώνη κατέλυαν εκεί, τρώγοντας και πίνοντας εις βάρος των κατοίκων της πόλης, με αντάλλαγμα τίποτα περισσότερο από κάτι αποκόμματα, που τιμής ένεκεν ονομάζονταν «αποδεικτικά» και υπόσχονταν στον κομιστή ότι θα τον εξοφλούσαν οι αρχές. Στην Άρτα οι Έλληνες στρατιώτες βασάνισαν τους ίδιους τους συμπατριώτες τους με καυτό λάδι για να τους αναγκάσουν να φανερώσουν κρυμμένα τιμαλφή κι έκοψαν τα δάχτυλα γυναικών για να τους πάρουν τα δαχτυλίδια. Αργότερα στο Ναύπλιο, οι άντρες του Γρίβα κρατούσαν πλούσιους κατοίκους της πόλης σε αίθουσες βασανιστηρίων μέσα στο κάστρο. Ακόμη και τον Γενάρη του 1833, χρόνια μετά το τέλος του πολέμου με τους Οθωμανούς, οι στρατιώτες γύρισαν στο Άργος για να το διαγουμίσουν.
1 .

Άβαταρ μέλους
Ακρίδης Κατσαριδόπουλος
Crazy poster
Crazy poster
Δημοσιεύσεις: 1139

Re: Μερικές αλήθειες που δεν ήξερες για το 1821

Δημοσίευσηαπό Ακρίδης Κατσαριδόπουλος » 25 Σεπ 2022, 16:03

Τη δεκαετία του 1820 οι πληροφορίες ταξίδευαν μ' ένα ρυθμό που δεν είχε αλλάξει από τους ρωμαϊκούς χρόνους. Έτσι εξηγείται γιατί κάποιοι θυμόνταν μια περίπτωση πριν από τον πόλεμο όπου ένας Μαροκινός σεΐχης είχε επισκεφθεί τον Αλή Πασά στα Γιάννενα και του είχε δωρίσει έναν καθρέφτη από στιλβωμένο ατσάλι. Ο καθρέφτης, ισχυρίστηκε ο σεΐχης, είχε μια καταπληκτική ιδιότητα: μπορούσε να δείξει οτιδήποτε συνέβαινε στον κόσμο εκείνη τη στιγμή. Τέτοια θαύματα θα έπρεπε να περιμένουν τις δικές μας μέρες για να καταντήσουν κοινότοπα, κι έτσι ακόμα και οι Ευρωπαίοι του Λεβάντε ήταν υποχρεωμένοι να ανεχθούν τον αργό ρυθμό των ειδήσεων και να υπομείνουν τη σχετική απομόνωση που ένιωθαν όταν έκαναν τη σύγκριση με ό,τι είχαν συνηθίσει στις πατρίδες τους. Αρκετούς μήνες μετά την άφιξή του στην Κρήτη, ο πρόσφατα διορισμένος Γάλλος πρόξενος έγραφε διαμαρτυρόμενος στον υπουργό του στο Παρίσι: «Μετά την αναχώρησή μου από τη Σμύρνη δεν είχα καμία ενημέρωση ούτε από το Παρίσι ούτε από την Κωνσταντινούπολη. Έχω πλήρη άγνοια όλων των γεγονότων που μπορεί να έχουν συμβεί στην Ευρώπη τους τελευταίους τέσσερις μήνες». Έξι μήνες αργότερα, ακόμη περίμενε απάντηση.

Αυτό δεν ήταν ασυνήθιστο, και πρέπει να έχουμε κατά νου ετούτη την αργή και αβέβαιη μετάδοση των πληροφοριών όταν θέλουμε να καταλάβουμε πώς προσπαθούσαν τότε οι άνθρωποι να εννοήσουν τα γεγονότα και πώς αντιδρούσαν σ' αυτά. Η είδηση ότι ο Αλέξανδρος Υψηλάντης διάβηκε τον Προύθο και μπήκε στη Μολδαβία, για παράδειγμα, έκανε σχεδόν έναν μήνα να φτάσει στην Ύδρα και στη Μάνη. Αυτό ήταν περίπου ο κανόνας, αν δεν τα χάλαγε ο καιρός. Ο ρωσικός στόλος έπεσε σε νηνεμία το 1827 καθ' οδόν προς το Αιγαίο, κι έτσι ξόδεψε δέκα μέρες στο Γιβραλτάρ, κι άλλες εννιά στο Παλέρμο και τρεις στη Μεσσήνη της Ιταλίας, με αποτέλεσμα να φτάσει με πάνω από τρεις βδομάδες καθυστέρηση στον προορισμό του. Παρά τους αντίθετους ανέμους και τις νηνεμίες, οι ειδήσεις σε γενικές γραμμές ταξίδευαν γρηγορότερα διά θαλάσσης απ' ό,τι διά ξηράς, τα νέα περνούσαν από το ένα πλοίο στο άλλο, από νησί σε νησί. Από το ημερολόγιο του μπρικιού Αγαμέμνων, με πλοίαρχο τον Αναστάσιο Τομπάζη, που αναχώρησε από την Ύδρα στις 2 Μαΐου του 1821, μαθαίνουμε τι είχαν σταχυολογήσει στο ταξίδι τους: δύο μέρες μετά τον απόπλου, μια αναφορά μέσω πλοίου από την Κωνσταντινούπολη ότι ο ρωσικός στόλος κατεβαίνει από τη Μαύρη Θάλασσα μια βδομάδα αργότερα, οπότε περιπολούσαν πλέον στα νερά της Χίου, τα νέα από ένα τούρκικο μπρίκι ότι ο Αλέξανδρος Υψηλάντης και ο στρατός του κατευθύνονταν προς την Αδριανούπολη κι ότι ο ρωσικός και ο αυστριακός στρατός ετοιμάζονταν για πόλεμο. Η στάθμιση του αξιόπιστου αυτών των ειδήσεων ήταν άλλο θέμα: το ξεδιάλεγμα του γεγονότος από τη φήμη ήταν τότε ακόμη πιο δύσκολο απ' ό,τι σήμερα.

Τα χερσαία ταξίδια ήταν βραδυκίνητα. Δεν υπήρχαν δρόμοι στα Βαλκάνια ικανοί να υποστηρίξουν την κυκλοφορία τροχοφόρων και σχεδόν καθόλου γέφυρες, ενώ ο χειμώνας με τα φουσκωμένα ποτάμια και τα λασπωμένα μονοπάτια μπορούσε να κάνει τις πορείες σχεδόν αδύνατες και να εξαντλήσει τα μονίμως δυσεύρετα άλογα. Πριν από το 1821, οι Οθωμανοί βασίζονταν σ' ένα ανεπτυγμένο σύστημα ταχυδρομικών ίππων αλλαγής, σταθμευμένων κατά ομάδες στις κύριες πόλεις, το οποίο χρηματοδοτούνταν από τους τοπικούς φόρους, αλλά στον Μοριά το σύστημα φαίνεται να κατέρρευσε με τον πόλεμο, και στις ύστερες φάσεις του ακόμη και ανώτεροι στρατιωτικοί όπως ο Κολοκοτρώνης παραπονιόνταν ότι δεν υπήρχαν άλογα για τους αγγελιοφόρους τους. Για τα μεγάλα φορτία, τα οθωμανικά στρατεύματα είχαν καμήλες, που ήταν μεν ικανότατες και ασυναγώνιστες στην εξοικονόμηση ενέργειας, αλλά και αργές, αναγκασμένες να λειτουργούν στα –βορειότερα– όρια της οικολογικής αντοχής τους. Αυτά ήταν και τα τελευταία χρόνια που κυκλοφόρησαν καμήλες σε ελληνικά μέρη: μέσα σε μια δεκαετία θα θεωρούνταν πια εξωτικές. Τα άλογα ήταν ακριβά και σπάνια, αλλά ταχύτερα: 30 με 40 χιλιόμετρα τη μέρα κατά μέσον όρο, 90 τη μέρα με ταχυδρομικούς ίππους αλλαγής, 160 και πλέον σε περιπτώσεις εξαιρετικής ανάγκης. Όταν ήταν απολύτως αναγκαίο, ταξίδια των 2.000 χιλιομέτρων μέσα σε δέκα μέρες δεν ήταν απίθανα. Έτσι η οθωμανική ταχυδρομική υπηρεσία, αν και αποδυναμωμένη σε σχέση με τους προηγούμενους αιώνες, επέτρεπε ακόμη στους αυτοκρατορικούς αξιωματούχους στη Ρούμελη να επικοινωνούν αποτελεσματικά στέλνοντας έφιππους Τατάρους αγγελιοφόρους, όπως έκαναν πάντα: ο σουλτάνος δεν δυσκολευόταν ιδιαίτερα να μεταβιβάσει τις εντολές του στα Γιάννενα ή τη Λάρισα.

Για τους φτωχούς Έλληνες όμως, που δεν είχαν πρόσβαση στους πόρους της αυτοκρατορίας, το κυριότερο μέσο χερσαίας επικοινωνίας για μικρές αποστάσεις ήταν ο πεζοδρόμος ή πεζός, που στο βουνό πήγαινε σχεδόν εξίσου γρήγορα με το άλογο και τρεφόταν πιο εύκολα: χωρίς αυτόν, η επικοινωνία μεταξύ των εξεγερμένων, ιδίως της Πελοποννήσου, θα ήταν σχεδόν αδύνατη. Δεν γνωρίζουμε πολλά γι' αυτούς τους ανθρώπους, που αφήνουν ελάχιστα ίχνη στα αρχεία επιδίδονταν πάντως σε μια σκληρή κι επικίνδυνη απασχόληση, που διήρκεσε με διαλείμματα τουλάχιστον μέχρι τη γερμανική Κατοχή στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο - κύκνειο άσμα του πεζοδρόμου. Έχουμε μία τουλάχιστον αξιοσημείωτη αυτοβιογραφία από τον τελευταίο αυτό πόλεμο, γραμμένη από τον Κρητικό δρομέα Γιώργο Ψυχουντάκη και μεταφρασμένη από τον Πάτρικ Λη Φέρμορ, τον Βρετανό αξιωματικό του εκείνα τα χρόνια. Οι προκάτοχοι του Ψυχουντάκη στη δεκαετία του 1820 έπρεπε να είναι έμπιστοι, καθώς και δυνατοί, επινοητικοί στο κρύψιμο ιδιαίτερα ευαίσθητων σημειωμάτων –η φόδρα του παπουτσιού ήταν ένα από τα προτιμώμενα σημεία– και προικισμένοι με άριστη μνήμη, αφού τα πιο κρίσιμα μηνύματα δίνονταν μόνο προφορικά. Οι εξ απορρήτων πράκτορες μπορεί να είχαν μαζί τους ένα κενό φύλλο χαρτί που έφερε μόνο μια υπογραφή δίκην εξουσιοδότησης –αυτή τη μέθοδο ακολούθησε ο Αλή Πασάς όταν έστειλε έναν πράκτορά του στους Ρώσους– και υπήρξαν περιπτώσεις εξαπάτησης, όπου κάποιοι παρίσταναν τους αγγελιοφόρους ώστε να τους δοθεί ικανοποιητικό κατάλυμα στο ταξίδι τους.
1 .

Άβαταρ μέλους
Ακρίδης Κατσαριδόπουλος
Crazy poster
Crazy poster
Δημοσιεύσεις: 1139

Re: Μερικές αλήθειες που δεν ήξερες για το 1821

Δημοσίευσηαπό Ακρίδης Κατσαριδόπουλος » 26 Σεπ 2022, 08:37

Τα κρίσιμα πρόσωπα στις επικοινωνίες της εμπόλεμης περιόδου, εξίσου αόρατα στις ιστορικές μελέτες με τους πεζοδρόμους, ήταν οι γραμματικοί. Δεν ήταν μόνο οι μορφωμένοι πρίγκιπες, όπως ο Μαυροκορδάτος, με τους σπουδασμένους στο Παρίσι νεαρούς διανοούμενους του περιβάλλοντός του, που καταλάβαιναν τη σημασία της τακτικής αλληλογραφίας. Όλοι, πρόκριτοι, καπεταναίοι και αρματολοί, είχαν τους γραφιάδες τους, που τους διάλεγαν συνήθως μεσ' από ανθρώπους που εμπιστεύονταν – συγγενείς τους ίσως, ή νεαρούς από το χωριό, που η οικογένειά τους ήταν γνωστή. Σε μια κοινωνία με υψηλό ποσοστό αναλφαβητισμού, ο όγκος των επιστολών που πηγαινοέρχονταν στα βουνά ήταν εκπληκτικός, και σίγουρα τις περισσότερες δεν τις έγραφαν οι πολεμιστές, ούτε καν οι εγγράμματοι. Κάποιοι στρατιωτικοί διοικητές όπως ο Πάνος Κολοκοτρώνης, ο Περραιβός ή ο Σπυρομίλιος είχαν λάβει κανονική εκπαίδευση, αλλά οι περισσότεροι μόλις που μπορούσαν να βάλουν την υπογραφή τους, και ορισμένοι ούτε κι αυτό. Όλοι λοιπόν χρησιμοποιούσαν έναν ή και περισσότερους γραμματικούς και προσπαθούσαν να έχουν μαζί τους τουλάχιστον έναν ανά πάσα στιγμή. Ο Θεόδωρος Ρηγόπουλος, ένας νεαρός από ορεινό χωριό των Καλαβρύτων, είχε βαφτιστεί από τον Κολοκοτρώνη, κι έχοντας μάθει γράμματα στο σχολείο πήγε κοντά στον νονό του το 1821 και δούλεψε γι' αυτόν και τους γιους του σαν γραμματικός. Έτοιμος ανά πάσα στιγμή να συντάξει ένα σημείωμα στα η συνήθισε να γράφει καβάλα, ακουμπώντας το χαρτί στο γόνατο ή στη ράχη της κουμπούρας του. Γραμματικοί και πεζοδρόμοι συνόδευαν τους κυρίους τους όπου κι αν πήγαιναν – και στη φωτιά της μάχης αν χρειαζόταν και στις μέρες του εμφυλίου, ο Πάνος Κολοκοτρώνης σταμάτησε τ’ άλογό για να υπαγορεύσει στον Ρηγόπουλο ένα σύντομο γράμμα που θα μετέφερε ο πεζός τους, και τότε τον βρήκαν τα φονικά πυρά. Μετά τον θάνατο του Πάνου, ο Κολοκοτρώνης πρόσταξε τον Ρηγόπουλο να πάει να δουλέψει στον αδελφό του, τον Γενναίο, αλλά ο Ρηγόπουλος τον έβρισκε «απαίδευτο. «όλως διόλου τρελλόν», και τον απέφευγε «ως θηρίον». Όπως σημείωνε, «Ο Γενναίος συνήθιζε να γράφη προς πάντας αποτόμως και υβριστικώς, το χρώμενος χυδαίων και αισχρών λέξεων».

Καταλαβαίνουμε απ' αυτά ότι ο γραμματικός δεν κατέγραφε απλώς στο χαρτί τα λόγια του οπλαρχηγού, παρά έκανε κάτι πολύ περισσότερο: τα ανάπλαθε σε μια αποδεκτή αβρή γλώσσα, αρχίζοντας με τη συνήθη τυπική ερώτηση για την υγεία του παραλήπτη, και το σύνολο διατυπωνόταν σ' ένα ιδίωμα που απείχε πολύ από την καθημερινή ομιλία. Στα χρόνια του πολέμου δεν υπήρξε πρόσωπο πιο σημαντικό από το γραμματικό για τη διάδοση της άρτι επισημοποιημένης εκδοχής της ελληνικής γλώσσας, με τα ρητορικά της διανθίσματα και τις κλασικές της αναφορές – για τη μεταφορά της δηλαδή, χάρη στον πόλεμο, από τα αστικά κέντρα της παιδείας στην καθημερινή ζωή των χωριών. Για τους οπλαρχηγούς και τους άντρες τους, που όλοι αποδέχονταν τη σπουδαιότητά της, θα πρέπει παρ' όλα αυτά να ήταν ακατανόητη, κι αυτό τους έφερνε στη δυσάρεστη θέση να πρέπει να εμπιστευτούν τον γραμματικό τους τόσο για να τους εξηγεί τι σήμαινε αυτό που λεγόταν όσο και για να μεταφέρει σωστά αυτό που ήθελαν να πουν. Ο καχύποπτος Οδυσσέας Ανδρούτσος έστειλε μια φορά ένα μήνυμα στον Μαυροκορδάτο, ομολογώντας «την προς το γράφειν αδυναμίαν» του και ζητώντας από εκείνον να του γράφει πιο απλά, «δια να μπορώ να εννοώ και μόνος μου, το τι μου γράφετε, οπού να μπορώ μόνος μου πάλιν να σου αποκρίνωμαι χωρίς να βάνω αλλουνούς να μου εξηγούν το γράμμα, καθώς θέλουν, και να σου λέγουν ό,τι θέλουν».

Σπάνια έχουμε κάποιο πρόσθετο σχόλιο στο κάτω μέρος μιας επιστολής –ορνιθοσκαλίσματα ενός δυσανάγνωστου γραφικού χαρακτήρα– που να προδίδει πώς απευθύνονταν στ' αλήθεια ο ένας στον άλλον οι αρχηγοί της επανάστασης. «Γήφτο, γήφτο, έχεις να κάμεις με σόι γήφτικο και στοχάσου», γράφει πρόχειρα ο Κολοκοτρώνης στον Καραϊσκάκη, που το σκούρο δέρμα του είχε κάνει, όχι μόνο τους εχθρούς του, να του κολλήσουν αυτό το παρατσούκλι. Το αστείο ήταν ότι ο Κολοκοτρώνης –«μελαψός, μισός αράπης, με μύτη και στόμα σταυραϊτού»– ήταν συνηθισμένος σε παρόμοια καρφιά. Οι βρισιές που κάθε πλευρά κατά παράδοση εκτόξευε προς την άλλη, άλλοτε σαν προοίμιο πραγματικής σύρραξης κι άλλοτε κι άλλοτε σαν υποκατάστατό της, κηλίδωναν έτσι πού και πού πραγματική αβρότητα (politesse) της γραπτής σελίδας.
1 .

Άβαταρ μέλους
Ακρίδης Κατσαριδόπουλος
Crazy poster
Crazy poster
Δημοσιεύσεις: 1139

Re: Μερικές αλήθειες που δεν ήξερες για το 1821

Δημοσίευσηαπό Ακρίδης Κατσαριδόπουλος » 27 Σεπ 2022, 08:27

Οι χωρικοί

Ο αγροτικός πληθυσμός στις ελληνικές περιοχές ήταν το θεμέλιο όλης της εξέγερσης. Οι τσοπάνηδες και οι γεωργοί πρόσφεραν τους μαχητές που ακολουθούσαν τους καπετάνιους και τους οπλαρχηγούς, καθώς και τα περισσότερα αγαθά που τους κρατούσαν ζωντανούς. Όμως οι ένοπλες ομάδες, όπως και οι κλέφτες παλιότερα, λυμαίνονταν αυτούς που δούλευαν τη γη, κι ούτε καν τα γνωστά για την αγριάδα τους τσοπανόσκυλα μπορούσαν να τους κρατήσουν μακριά. Ένας μαχητής λέει πως στην Αττική, για παράδειγμα, οι ομάδες των οπλαρχηγών λεηλατούσαν ασύστολα τους χωρικούς. Οι κίνδυνοι που διέτρεχαν οι απλοί χωριάτες στα χέρια του εχθρού –μεταξύ άλλων, σκοτωμούς αδιακρίτως και εξανδραποδισμό– ήταν φυσικά ακόμη πιο ακραίοι, αφού οι Οθωμανοί στρατιώτες, που είχαν λάβει εν λευκώ εντολή ν' αφήσουν την εκδίκηση του Σουλτάνου να ξεσπάσει πάνω στους άπιστους αποστάτες, ασκούσαν τρομακτική βία στους άμαχους πληθυσμούς. Υπήρχαν περιπτώσεις όπου οι χωρικοί αυτοκτονούσαν πηδώντας απ' τους γκρεμούς ή πέφτοντας να πνιγούν, ή σκοτώνονταν από τους δικούς τους για να μην πέσουν στα χέρια του εχθρού.

Αντιμέτωποι με αυτή την γκάμα λίγο-πολύ θανάσιμων εχθρών, που είχαν όλοι στόχο τους άμαχους πληθυσμούς και το βιος τους, όσοι ζούσαν στην ύπαιθρο έγιναν άσοι στη φυγή. Μόλις έβλεπαν να πλησιάζουν ένοπλοι ξένοι, έπαιρναν γρήγορα τα ορεινά μονοπάτια για να φτάσουν σε κάθε λογής καταφύγια – μοναστήρια, απομονωμένα οροπέδια ή σπηλιές, σαν εκείνη έξω από το Άργος, που τη χρησιμοποιούσαν πολλοί ντόπιοι για ν' αποθηκεύουν ρούχα και άλλα πράγματα αξίας. Όσους δεν είχαν τη δύναμη να το σκάσουν σε μια οθωμανική επιδρομή μπορεί να έπρεπε να τους αφήσουν πίσω, όπως τους γέρους, που συχνά αναμένονταν να τα βγάλουν πέρα μόνοι τους, και μερικές φορές τα νήπια. Κάποιοι επιζώντες περιγράφουν πώς, ξαναμπαίνοντας στα χωριά μετά την αποχώρηση του στρατού, έβρισκαν τα ακέφαλα πτώματα των συγγενών τους στους δρόμους – ακέφαλα γιατί οι Οθωμανοί στρατιώτες έπαιρναν πριμ για τα κεφάλια και τ' αφτιά. Μια φορά, οι άντρες του Κολοκοτρώνη αντίκρισαν μωρά τυλιγμένα στις φασκιές τους, που τα είχαν αφήσει να κρέμονται στα κλαδιά των δέντρων για μέρες. Ο στρατός των εισβολέων είχε περάσει από κει και οι μανάδες τους είχαν αναγκαστεί να τ' αφήσουν πίσω. Οι στρατιώτες δοκίμασαν να τα χρησιμοποιήσουν σαν δόλωμα για να τραβήξουν πίσω τις γυναίκες, κι όταν αυτό δεν έπιασε τα παράτησαν εκεί που ήταν. Κάποια είχαν πεθάνει, κι άλλα διψούσαν τόσο πολύ που είχαν βυζάξει τα δάχτυλά τους μέχρι το γυμνό, ματωμένο κρέας. Οι άντρες του Κολοκοτρώνη τούς έδωσαν κατσικίσιο γάλα κι έπαιξαν τις σάλπιγγες, κι εκείνος βροντοφώναξε στα δάση πως οι μανάδες τους μπορούσαν να γυρίσουν με ασφάλεια. Πρόκειται για μια σπάνια υπενθύμιση των επιπτώσεων του πολέμου στα παιδιά, που κατά τα άλλα είναι μάλλον αόρατα στις πηγές.
1 .

Άβαταρ μέλους
Ακρίδης Κατσαριδόπουλος
Crazy poster
Crazy poster
Δημοσιεύσεις: 1139

Re: Μερικές αλήθειες που δεν ήξερες για το 1821

Δημοσίευσηαπό Ακρίδης Κατσαριδόπουλος » 01 Οκτ 2022, 08:03

Διεθνείς επεμβάσεις

Η ταβέρνα Crown and Anchor [Στέμμα και Άγκυρα] στη λεωφόρο Στραντ ήταν ένας διάσημος χώρος συνεστιάσεων συνδεδεμένων με πολιτικές καμπάνιες από τα χρόνια της Γαλλικής Επανάστασης. Βρισκόταν σε κεντρικό σημείο της πόλης και διέθετε μια μεγάλη πίσω αίθουσα που μπορούσε να φιλοξενήσει συναντήσεις εκατοντάδων ανθρώπων τη φορά, την προτιμούσαν δε κάποιοι από τους πιο εύπορους Ριζοσπάστες. Τα τελευταία χρόνια είχαν γίνει εκεί μεγάλες συνεστιάσεις αφιερωμένες στον αγώνα για εγχώριες μεταρρυθμίσεις, καθώς και στις εξεγέρσεις της Νάπολης, της Ισπανίας και της Πορτογαλίας. Άνθρωποι όπως ο «Ρήτορας» Χένρυ Χαντ αντιπαρέθεταν στο παρακείμενο Κοινοβούλιο, ως φόρουμ της αριστοκρατίας της χώρας, το Κράουν εντ Άνκορ, ως τόπο συνάθροισης «του λαού» και κοινοποίησης των απόψεών του για τα εξωτερικά θέματα. Εκεί, στα τέλη Φεβρουαρίου του 1823, ο Μπόουρινγκ κάλεσε εννέα μέλη του Κοινοβουλίου, μαζί με άλλους επιφανείς Ουίγους, στις συζητήσεις που οδήγησαν στην ίδρυση του Ελληνικού Κομιτάτου του Λονδίνου. Το Κομιτάτο συνεδρίασε στο ίδιο μέρος μετά από μία βδομάδα και κάτι, με τον Μπόουρινγκ ως γραμματέα και τον λόρδο Έρσκιν, διακεκριμένο φιλέλληνα νομομαθή, ως προεδρεύοντα.

Ο φιλελληνικός ενθουσιασμός σε λαϊκή κλίμακα είχε εμφανιστεί πιο αργά στην Αγγλία απ' ό,τι στην ηπειρωτική Ευρώπη. Όσο για την πολιτική ελίτ, η μόνη άξια λόγου πρωτοβουλία της πριν από την ίδρυση του Κομιτάτου ήταν επιστολή διαμαρτυρίας που απηύθυνε το 1822 ο Έρσκιν στον πρωθυπουργό, κόμη του Λίβερπουλ, επικρίνοντας δημόσια τη φιλοθωμανική του στάση. Ωστόσο, όταν κυκλοφόρησε μια πρόσκληση εγγραφής στο Κομιτάτο, πάνω από ογδόντα άνθρωποι ανταποκρίθηκαν μέσα σε λίγες μέρες – ανάμεσά τους βουλευτές, όλη της Βουλής των Λόρδων, επίσκοποι, νομικοί, φιλόλογοι και αξιωματικοί. Ο Μπάυρον προσχώρησε μόλις έμαθε την ύπαρξή του, το ίδιο και δύο άλλοι γνωστοί ποιητές, ο Τόμας Μουρ και ο Τόμας Κάμπελ. Μέλος του ήταν φυσικά και ο Μπένθαμ. Παρότι δηλωμένα διακομματικό, το Κομιτάτο ήταν κυρίως Ουιγικό και Ριζοσπαστικό στη σύνθεσή του, αντιμαχόμενο την εν γένει φιλοθωμανική και ανθελληνική στάση των Άγγλων Τόρηδων. Στην πραγματικότητα, παρά τον εντυπωσιακό κατάλογο των ονομάτων, τη διεύθυνση των δραστηριοτήτων του είχε μια μικρή ομάδα, με κεντρικό πρόσωπο τον ακούραστο Μπόουρινγκ.

Κάνοντας συναντήσεις τις περισσότερες εβδομάδες στο Κράουν εντ Άνκορ, το Κομιτάτο άρχισε να δημοσιοποιεί την ελληνική υπόθεση και να συγκεντρώνει αρκετές χιλιάδες λίρες με δημόσια συνδρομή. Η άντληση πολύ μεγαλύτερων ποσών στο χρηματιστήριο του Λονδίνου θα έπαιρνε καιρό και οι οργανωτές αντιλαμβάνονταν ότι χρειάζονταν πρώτα δύο πράγματα: μια αξιόπιστη αποτίμηση της κατάστασης της χώρας και ο ερχομός στην Αγγλία μιας επίσημης αποστολής από την ελληνική κυβέρνηση με πληρεξούσιες αρμοδιότητες (αφού ο Λουριώτης δεν ήταν τυπικά εξουσιοδοτημένος να μιλά εξ ονόματος της κυβέρνησης). Αποφασίστηκε να στείλουν τον Λουριώτη πίσω στην Ελλάδα να μεταφέρει αυτό το μήνυμα: ο Έντουαρντ Μπλακιέρ θα πήγαινε μαζί του, για να συντάξει μια έκθεση για το Κομιτάτο σχετικά με τις συνθήκες στην Ελλάδα. Οι δύο άντρες αναχώρησαν σχεδόν αμέσως, για να φτάσουν στην Κέρκυρα τον Απρίλιο του 1823 και στην Τριπολιτσά στις αρχές Μαΐου. Σε λιγότερο από ένα μήνα, η κυβέρνηση –με προτροπή του Μαυροκορδάτου– υιοθέτησε την ιδέα ενός δανείου και άρχισε το περίπλοκο έργο της επιλογής εκπροσώπων. Επιστρέφοντας μέσω Ιταλίας, όπως είχε πάει, ο Μπλακιέρ έφτασε στο Λονδίνο εγκαίρως για να διαβάσει στα μέλη του Κομιτάτου εκείνο τον Σεπτέμβριο την έκθεσή του για την κατάσταση των πραγμάτων στην Ελλάδα.

Στο μεταξύ, οι προσπάθειες των Ελλήνων να βρουν χρήματα δεν είχαν περιοριστεί στο Λονδίνο. Το καλοκαίρι του 1822, η διοίκηση Μαυροκορδάτου είχε επίσης δώσει εντολή σε δύο απεσταλμένους της να προσεγγίσουν τον Πάπα, με την αμυδρή ελπίδα ότι ο ποντίφικας μπορεί να υποστήριζε την ιδέα μιας νέας σταυροφορίας εναντίον των Τούρκων. Ήταν μια εποχή που έτρεφε όνειρα χριστιανικής ενότητας και η κυβέρνηση έλπιζε να το εκμεταλλευτεί για να παρουσιάσει τον ελληνικό αγώνα μ' ένα λιγότερο ριζοσπαστικό και πιο ευσεβές προσωπείο. Ο ένας εκπρόσωπός της ήταν ένας Επτανήσιος πρόκριτος, ο κόμης Ανδρέας Μεταξάς: ο άλλος ήταν ένας Γάλλος αξιωματικός, ο Φιλίπ Ζουρνταίν, που συμβούλευε τους Υδραίους για την άμυνα του νησιού τους. Εφοδιασμένοι με γράμματα που καλούσαν τους μονάρχες της Ευρώπης να βοηθήσουν τους Έλληνες στον αγώνα της χριστιανοσύνης εναντίον του ισλάμ, οι δύο εκπρόσωποι έφτασαν στην Ανκόνα, όπου μπήκαν σε καραντίνα, ενώ το γράμμα προς τον Πάπα προωθήθηκε στη Ρώμη. Εκείνο που δεν γνώριζαν ο Μεταξάς και ο Ζουρνταίν ήταν ότι ο πρίγκιπας Μέτερνιχ είχε ζητήσει από τις παπικές αρχές να κρατηθούν στην Ανκόνα, και με τον αυστριακό στρατό στα Παπικά Κράτη, η επιθυμία του δεν μπορούσε ν' αγνοηθεί. Όταν η κυβέρνηση έστειλε άλλους δυο προβεβλημένους εκπροσώπους για να ενισχύσουν την αποστολή –τον αρχιεπίσκοπο Γερμανό της Πάτρας και τον Γεώργιο Μαυρομιχάλη, γιο του Πετρόμπεη– τους περιόρισαν κι αυτούς στο λαζαρέτο.

Με το δρόμο προς τον Πάπα κλεισμένο, οι Έλληνες αποφάσισαν να προσεγγίσουν τους Ιππότες του Τάγματος του Αγίου Ιωάννη της Ιερουσαλήμ – πιο γνωστούς ως Ιππότες της Μάλτας. Κατά τους Ναπολεόντειους Πολέμους, το παλαιό σταυροφορικό τάγμα είχε χάσει την ιστορική βάση του στη Μάλτα, και ο Ζουρνταίν ιδιαίτερα ενδιαφερόταν να φτιάξει ένα γαλλόφωνο Καθολικό προπύργιο στον Λεβάντε, όπου η βρετανική ναυτική δύναμη είχε αναπτυχθεί ταχύτατα μετά το 1815: «Η δύναμη αυτή», προειδοποίησε, «που διαφεντεύει κιόλας το Γιβραλτάρ, τη Μάλτα και τα Ιόνια Νησιά, δεν έχει παρά να προσθέσει σε αυτές τις κτήσεις ένα νησί του Αρχιπελάγους για να μετατρέψει τη Μεσόγειο σε δικό της imperium και να μονοπωλήσει το εμπόριο του Λεβάντε». Νησιά έναντι δανείου: σε αυτή τη βάση ο Ζουρνταίν ήταν εξουσιοδοτημένος να πάει στο Παρίσι, όπου οι αξιωματούχοι του Τάγματος, έχοντας αποτύχει στο Συνέδριο της Βιέννης ν' αποκτήσουν την Κέρκυρα ή οποιοδήποτε άλλο μέρος, ήταν καταπτοημένοι και αποκαρδιωμένοι. Με αντάλλαγμα βάσεις σε νησιά του ανατολικού Αιγαίου, το Τάγμα δεσμεύτηκε σε μια συμμαχία αμοιβαίας υποστήριξης σε οποιονδήποτε «πόλεμο με τους μουσουλμάνους». Η Ρόδος, η Κάρπαθος και η Αστυπάλαια θα γίνονταν εν καιρώ δικά του, αλλά καθώς για την ώρα παρέμεναν ατυχώς υπό οθωμανικό έλεγχο, στους Ιππότες θα δινόταν προσωρινά η Σκύρος. Οι αξιωματικοί του Τάγματος δεσμεύτηκαν να συγκεντρώσουν γύρω στα 4 εκατομμύρια φράγκα για τους Έλληνες, και ξεκίνησαν συζητήσεις με τραπεζίτες στο Λονδίνο και το Παρίσι, μέχρι τη στιγμή που ο Μαυροκορδάτος έπνιξε την όλη ιδέα, ξέροντας ότι οι Βρετανοί –με τους οποίους κατεξοχήν επιζητούσε να συνάψει συμφωνία– θα την εκλάμβαναν αναπόφευκτα ως εχθρική κίνηση της Γαλλίας. Το σχέδιο συνέχισε να συζητιέται για καιρό, αλλά, μη βρίσκοντας υποστήριξη από τη γαλλική κυβέρνηση ή οποιονδήποτε άλλον, οι υπέρμαχοί του εντέλει τα παράτησαν. Η βασική λειτουργία του ήταν να θυμίσει στους Βρετανούς πως οι Έλληνες μπορεί να έψαχναν για χρήματα αλλού – και απ' αυτή την άποψη φαίνεται να δούλεψε.
0 .

Άβαταρ μέλους
Ακρίδης Κατσαριδόπουλος
Crazy poster
Crazy poster
Δημοσιεύσεις: 1139

Re: Μερικές αλήθειες που δεν ήξερες για το 1821

Δημοσίευσηαπό Ακρίδης Κατσαριδόπουλος » 05 Οκτ 2022, 10:22

Σε μια κοινωνία όπου η μεγάλη πλειονότητα του πληθυσμού ζούσε από τη γη, οι πολεμικές επιχειρήσεις ήταν προσδεμένες στους εποχικούς ρυθμούς της αγροτικής οικονομίας. Οι χωρικοί που συμμετείχαν στην πολιορκία του κάστρου της Πάτρας την εγκατέλειψαν για να μαζέψουν τα σύκα: οι ελιές και η σταφίδα ήταν επίσης καλλιέργειες που οι ανάγκες τους βοηθούν να καταλάβουμε γιατί η συγκεκριμένη πολιορκία δεν δούλεψε ποτέ σωστά και το κάστρο που κρατούσαν οι Οθωμανοί ποτέ δεν έπεσε. Οι παραδοσιακές εκστρατείες άρχιζαν μόνο όταν έφερναν τα άλογα και τα γομάρια από τα χειμαδιά τους για να βοσκήσουν τα πρώτα χόρτα της άνοιξης: η εθιμική έναρξη ήταν στη γιορτή του Αγίου Γεωργίου, τον Απρίλιο, και μέχρι του Αγίου Δημητρίου, τον Οκτώβριο, οι στρατιώτες και οι ναύτες περίμεναν να τους έχουν στείλει σπίτι τους, αφού οι φουρτούνες, τα πλημμυρισμένα ποτάμια και το χιόνι έκαναν σχεδόν αδύνατο τον ανεφοδιασμό των στρατευμάτων και μετέτρεπαν τους καταυλισμούς στην ύπαιθρο σε μια άσκοπη πάλη με τα στοιχεία της φύσης. Οι ανοιξιάτικες βροχές μπορούσαν να σταματήσουν μια μάχη, γιατί τα μουσκέτα και οι πιστόλες δεν λειτουργούσαν με νοτισμένο μπαρούτι, τα δε καλοκαίρια –όπου κορυφώνονταν οι εκστρατείες– μπορεί να έφερναν υπερβολική ζέστη και να έκαναν δυσεύρετο το πόσιμο νερό. «Σάββατο 27 Μαΐου. Μάλλον χάλια - μια ιδιαίτερη, έντονη, ανυπόφορη ζέστη», σημείωνε ένας Αμερικανός φιλέλληνας, κουρνιασμένος κάπου στη Μάνη. «Τα κουνούπια ήταν πολύ ενοχλητικά και η ζέστη τρομακτική», έγραφε ένας Ιρλανδός ταξιδιώτης, «με το θερμόμετρο κολλημένο στους 32 βαθμούς υπό σκιά». Ο Φωτάκος γράφει πως στη μάχη για το κάστρο του Άργους, τον Ιούλιο του 1822, «οι Τούρκοι είχαν βαρεθή ψενόμενοι από τον ήλιον την ημέραν».

Οι Έλληνες μαχητές είχαν προσαρμοστεί σ' αυτό το περιβάλλον ήταν κατά κανόνα λιγνοί, ολιγαρκείς, ικανοί ν' αντέξουν για πολύ καιρό με πολύ λίγα. Η ευσαρκία δεν έδειχνε αναγκαστικά έλλειψη θάρρους (τόσο ο Πετρόμπεης όσο και ο Ιμπραήμ δεν ήταν με κανέναν τρόπο λεπτοί), αλλά υποδήλωνε κάποιου είδους προνόμια –πρόσβαση σε καλό φαί και άλογο– και στα βουνά μπορούσε να φέρει τους άντρες σε μειονεκτική θέση. Ο πατέρας του Κολοκοτρώνη ήταν «μονοκόκκαλος, δυνατός, ογλήγωρος, με ένα καθάριο άτι δεν τον έπιανες». Όσο για τον νευρώδη γιο του, έτρωγε λιτά, κυρίως κρέας και στεγνές τροφές, που τα κατέβαζε με κρασί είχε αρρωστήσει μόνο μία φορά πριν από τα πενήντα του, είχε κοφτερή μνήμη και εντυπωσιακά καλή όραση. Ο Μέγκος πρόσεξε τις πενιχρές μερίδες των στρατιωτών: οι συμμαχητές του λάβαιναν μονάχα δυο χούφτες αλεύρι την ημέρα, κι έπρεπε να το μαγειρέψουν. Στη διάρκεια επιχειρήσεων, μπορεί να έφταναν σε σημείο να σκαλίζουν για χόρτα και για νερό. Αυτός είναι ίσως ο λόγος που συχνά άπλωναν χέρι, χωρίς πολλές φιοριτούρες, σε όποια ζωντανά είχαν την ατυχία να βρεθούν στο διάβα τους. Οι στρατιώτες, «για να κρατήσουν άγρυπνο το πολεμικό τους πνεύμα, χύνουν ποτάμια το αίμα των προβάτων», σημείωνε ο βαρόνος φον Ράινεκ, γαμπρός αργότερα του Μαυροκορδάτου. «Σίγουρα, το να είσαι πρόβατο είναι το χειρότερο επάγγελμα σ' αυτή τη χώρα». Αλλά η δίαιτα ήταν υγιεινή και οι οπλαρχηγοί μπορούσαν να παραμείνουν ενεργοί σε προχωρημένη ηλικία: ο Νότης Μπότσαρης ήταν εβδομήντα χρονών όταν ηγήθηκε της εξόδου στο Μεσολόγγι μέσα από τις γραμμές του εχθρού, και ο Μεσσήνιος κλέφτης Μητροπέτροβας εξακολουθούσε να πολεμά στα ογδόντα του: ο Αναγνωσταράς, ο Μιαούλης και ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης ήταν γύρω στα εξήντα ο Γέρος του Μοριά πενήντα. Απ' την άλλη, κάποιοι από τους κυριότερους οπλαρχηγούς ήταν πολύ νεότεροι: ο Κίτσος Τζαβέλλας, αρχηγός ενός σημαντικού σουλιώτικου σογιού, ήταν στα είκοσι κάτι, το ίδιο και ο Θεοδωράκης Γρίβας.
0 .

Άβαταρ μέλους
Ακρίδης Κατσαριδόπουλος
Crazy poster
Crazy poster
Δημοσιεύσεις: 1139

Re: Μερικές αλήθειες που δεν ήξερες για το 1821

Δημοσίευσηαπό Ακρίδης Κατσαριδόπουλος » 06 Οκτ 2022, 11:52

Απ' όλες τις αντιμαχόμενες φατρίες, ο μόνος ίσως που πίστευε πραγματικά στην ανάγκη για μια ισχυρή συγκεντρωτική διοίκηση με δικό της τακτικό στρατό και στόλο ήταν ο Μαυροκορδάτος, αλλά κι αυτός ακόμη είχε αναγκαστεί να εγκαταλείψει λίγο-πολύ το συνταγματικό του πείραμα στη δυτική Στερεά και ν' αναγνωρίσει την εξουσία των καπετάνιων και των αρματολών της περιοχής. Στην κυβέρνηση του 1824-26, πιο ισχυρός απ' όλους παρέμενε ο Υδραίος πρόεδρος Γεώργιος Κουντουριώτης – ή μάλλον ο αδερφός του Λάζαρος, που κινούνταν παρασκηνιακά. Πρωταρχικό τους μέλημα ήταν να βρίσκουν χρήματα για τα πλοία και τα πληρώματά τους, που εξασφάλιζαν τη δική τους θέση στο νησί. Οι Υδραίοι καραβοκύρηδες δεν είχαν συμφέρον να φτιαχτεί ένα σύγχρονο ναυτικό που θα τους έκανε περιττούς, και πράγματι αντιστάθηκαν στις σχετικές προτάσεις που τους έγιναν από Γάλλους και Άγγλους ναυτικούς παράγοντες. Ο άλλος σύμμαχος του Μαυροκορδάτου, ο Κωλέττης, συναλλασσόταν άνετα με τους Ρουμελιώτες καπετάνιους σύμφωνα με τους τρόπους που είχε μάθει στην αυλή του Αλή Πασά ούτε αυτός είχε συμφέρον να φτιαχτεί στρατός ευρωπαϊκού τύπου εκπαιδευμένος από Ευρωπαίους αξιωματικούς. Έχοντας νικήσει τους εσωτερικούς εχθρούς της, η κυβέρνηση Κουντουριώτη πρότεινε στην ουσία να διεξαγάγει τον συνεχιζόμενο πόλεμο κατά των Οθωμανών με τις ίδιες δυνάμεις με τις οποίες τον είχε ξεκινήσει: άτακτα ένοπλα σώματα στη στεριά και στολίσκοι των ναυτικών νησιών στη θάλασσα. Οι δυνάμεις αυτές είχαν φανεί επαρκείς για να σταματήσουν τους Οθωμανούς και να εμποδίσουν την ανακατάληψη της Πελοποννήσου.

Όταν όμως ένας νέος παράγοντας ανέκυψε στον ορίζοντα, οι Έλληνες βρέθηκαν να πολεμούν ενάντια σ' εκείνο ακριβώς το είδος στρατού που δεν είχαν και που περιφρονούσαν – έναν στρατό εκπαιδευμένο από Ευρωπαίους αξιωματικούς σε νεωτερικές μεθόδους. Το ελληνικό ναυτικό, που είχε μόλις πλουτίσει με αγγλικές λίρες, αποδείχτηκε ανίκανο να εμποδίσει έναν τεράστιο αιγυπτιακό στόλο να αποβιβάσει χιλιάδες στρατιώτες στο νοτιοδυτικό άκρο της Πελοποννήσου στις αρχές του 1825. Ο ερχομός αυτού του στρατού, που τον διοικούσε ο γιος του πασά της Αιγύπτου, άλλαξε τα πάντα. Η Πελοπόννησος, ρημαγμένη από δύο χρόνια πολέμου με τους Οθωμανούς και στη συνέχεια από τον εμφύλιο πόλεμο, δεχόταν τώρα μια κατά μέτωπον επίθεση και γρήγορα έγινε φανερό ότι οι παλιές μέθοδοι δεν ήταν ικανές να αποτρέψουν μια όλο και πιθανότερη ολοκληρωτική ήττα.
0 .

Άβαταρ μέλους
Ακρίδης Κατσαριδόπουλος
Crazy poster
Crazy poster
Δημοσιεύσεις: 1139

Re: Μερικές αλήθειες που δεν ήξερες για το 1821

Δημοσίευσηαπό Ακρίδης Κατσαριδόπουλος » 22 Οκτ 2022, 12:41

Σφαγές στην Κωνσταντινούπολη (1821)

Στον σουλτάνο και τους συμβούλους του η εξέγερση στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες «επέπεσεν ως κεραυνός». Όταν στις αρχές Μαρτίου έφτασε η είδηση της σφαγής των μουσουλμάνων στο Γαλάτσι, ήταν τέτοια η δυσπιστία τους που υπέθεσαν ότι η όλη υπόθεση ήταν μια ρωσική συνωμοσία. Ακόμη κι όταν ο τσάρος κατήγγειλε τον Υψηλάντη –είδηση που έφτασε στην Κωνσταντινούπολη στις αρχές Απριλίου–, οι Οθωμανοί αξιωματούχοι συνέχισαν να πιστεύουν πως ήταν αδύνατον Ρώσος αξιωματικός να έχει οργανώσει μια τέτοια επιχείρηση χωρίς επίσημη υποστήριξη. Ο πραγματικός τους φόβος ήταν ένας πόλεμος με τη Ρωσία, που όχι μόνο θα συνιστούσε στρατιωτική απειλή για την αυτοκρατορία, αλλά και θα έβαζε αναπόφευκτα σε κίνδυνο τον επισιτισμό της πρωτεύουσας και σε δοκιμασία την άμυνά της. Η ειρωνεία ήταν ότι οι δικές τους ενέργειες έφεραν πολύ πιο κοντά αυτό τον πόλεμο.

Για δύο εβδομάδες δεν υπήρξε ιδιαίτερη αντίδραση από την Πύλη, πέρα από την απόφαση να αντικατασταθεί o oσπoδάρος της Μολδαβίας και τη γνωστοποίηση στους Ρώσους ότι θα στέλνονταν οθωμανικά στρατεύματα στην επαρχία. Καθώς όμως οι έρευνες αποκάλυψαν την κλίμακα της εξέγερσης, ο οργισμένος σουλτάνος επέδειξε πιο δρακόντειες διαθέσεις. Έπαιξε ακόμη και με την ιδέα της θανάτωσης όλων των Ελλήνων της αυτοκρατορίας, ιδέα που υποστήριζε ο Χαλέτ Εφέντης, από χρόνια ευνοούμενός του στην αυλή. Αλλά ο σεΐχουλισλάμης, η ανώτατη θρησκευτική αυθεντία των μουσουλμάνων, διαφώνησε θαρραλέα, λέγοντας ότι ήταν αντίθετο προς τη σαρία να συμφύρονται οι αθώοι με τους ενόχους, και ο μέγας βεζίρης αποδοκίμασε επίσης την ιδέα. Και οι δύο αποπέμφθηκαν από τα αξιώματά τους, αλλά ο σουλτάνος έλαβε υπόψη του τα λεγόμενά τους και στις 18 Μαρτίου προτίμησε να απευθυνθεί στους μουσουλμάνους της αυτοκρατορίας: είχαν γίνει μαλθακοί, τους είπε· ήταν και καιρός να επιστρέψουν στις αρετές των νομάδων προγόνων τους, να οπλοφορούν διαρκώς και να φέρονται ως ετοιμοπόλεμοι υπερασπιστές της πίστης. Δεν ήταν μόνο ηθικοπλαστικές παραινέσεις· ήταν μια ανοιχτή πρόσκληση να ασκήσουν βία αδιακρίτως, ιδίως αφότου μερικές χιλιάδες τουφέκια μοιράστηκαν στους γενίτσαρους και στους φρουρούς της πρωτεύουσας, που άρχισαν τις επιδρομές σε χριστιανικά σπίτια και πανδοχεία σε αναζήτηση όπλων. Όποια ανακούφιση μπορεί να έφερε η είδηση ότι ο τσάρος είχε καταγγείλει τον Υψηλάντη εξανεμίστηκε όταν, γύρω στις 7 Απριλίου, έφτασαν στην πόλη οι πρώτες ειδήσεις ότι οι Έλληνες είχαν ξεσηκωθεί και στον Μοριά.

Οι επιφανείς Φαναριώτες αδελφοί Κωνσταντίνος και Νικόλαος Μουρούζης, κάτοχοι των δύο από τις ανώτερες υπουργικές θέσεις που ήταν διαθέσιμες για χριστιανούς στην αυτοκρατορία, υπήρξαν από τους πρώτους που εκτελέστηκαν. Ο Κωνσταντίνος κατηγορήθηκε για ανάμειξη στη συνωμοσία. Η θανατική καταδίκη του Νικολάου συνδέθηκε ρητά, όπως δήλωνε η πινακίδα που κρεμάστηκε στο πτώμα του, με τη θανάτωση αθώων μουσουλμάνων στο Ιάσιο και το Γαλάτσι. Στην αυλή του σουλτάνου, ο Υψηλάντης αναφερόταν μονίμως ως «ο γιος του φυγάδα Υψηλάντη» για να τονιστεί το θέμα της φαναριώτικης προδοσίας. Η επιρροή των ελληνικών πριγκιπικών οικογενειών στην οθωμανική διακυβέρνηση δεν αποκαταστάθηκε ποτέ και οι οικογένειες που δεν μπόρεσαν να διαφύγουν στάλθηκαν στην εξορία, ενώ οι περιουσίες τους δημεύτηκαν. Κάποιοι λίγοι συνέχισαν να υπηρετούν σε διπλωματικές θέσεις, αλλά οι Φαναριώτες δεν θα ήταν στο εξής παρά σκιές της παλιάς τους δόξας.

Στις 10 Απριλίου έλαβε χώρα η πιο πολύκροτη εκτέλεση απ' όλες: απαγχονισμός του πατριάρχη Γρηγορίου Ε ́. Ως κεφαλή της Ορθόδοξης χριστιανικής κοινότητας στην αυτοκρατορία, ο πατριάρχης, που είχε κρατήσει για τον εαυτό του τις αμφιβολίες του για τη Φιλική Εταιρεία, έφερε λόγω θέσης την τελική ευθύνη για τη νομιμοφροσύνη των Ελλήνων· όπως και να 'ναι, η ωμότητα της θανάτωσής του δεν είχε προηγούμενο. Ο εύθραυστος ογδοντατετράχρονος Γρηγόριος είχε ολοκληρώσει την ακολουθία της Κυριακής του Πάσχα στο Πατριαρχείο όταν τον συνέλαβαν στο χώρο διαμονής του, τον καθαίρεσαν και τον καταδίκασαν σε θάνατο. Τον άφησαν να πεθάνει οδυνηρά σε κοινή θέα, με το σώμα του να αιωρείται πάνω από την κύρια είσοδο, όπου παρέμεινε για τρεις ημέρες. Η συνήθης πινακίδα που είχε κρεμαστεί από το λαιμό του τον κατηγορούσε για προδοσία και παρέπεμπε ρητά στην προέλευσή του από την Πελοπόννησο και τη σχέση του με τις «βίαιες πράξεις» που διέπραξαν «υπήκοοι πεπλανημένοι» στην περιοχή. Η είδηση της εκτέλεσης και της σκύλευσης του σώματός του, που σύρθηκε εξευτελιστικά από Εβραίους χαμάληδες ως την ακτή, κυκλοφόρησε γύρω από τη Μαύρη Θάλασσα και την Ανατολική Μεσόγειο και προκάλεσε έκπληξη στην Ευρώπη.

Καμία χαλάρωση δεν επήλθε μετά απ' αυτό. Αντίθετα, ο νέος μέγας βεζίρης είχε διοριστεί με ρητή εντολή να εντείνει την καταστολή και οι συλλήψεις και εκτελέσεις πολλαπλασιάστηκαν· ο σουλτάνος κατήγγειλε τον προηγούμενο μέγα βεζίρη για την υπερβολικά φιλεύσπλαχνη στάση του, ενώ ο όχλος επιτέθηκε στο Πατριαρχείο. Τρεις άλλοι ανώτεροι κληρικοί κρεμάστηκαν δημοσίως σε άλλα σημεία της πόλης την ίδια μέρα με τον πατριάρχη. Πολλοί άλλοι συνελήφθησαν και σκοτώθηκαν τις επόμενες μέρες. Στην Κωνσταντινούπολη έγινε επικίνδυνο για τους ξένους να περιφέρονται στους δρόμους, καθώς ήταν πιθανό να τους χιμήξουν, να τους ληστέψουν, να τους δείρουν και να τους φτύσουν. Οι Έλληνες σκοτώνονταν εν ψυχρώ από οπλισμένους Γενίτσαρους που περιφέρονταν στους δρόμους. Έχοντας βγει βόλτα, ο ιερέας της βρετανικής πρεσβείας είδε κάποιον που περπατούσε μπροστά του σ' ένα στενοσόκακο να σκοτώνει έναν άντρα με μια μαχαιριά, σαν να μην έτρεχε τίποτα· αφού είδε το θύμα να σωριάζεται, σκούπισε το γιαταγάνι του και πήγε να φουμάρει ήσυχα σ’ έναν καφενέ. Ένας άλλος Έλληνας, πλούσια ντυμένος, πάλεψε με δύο επιτιθέμενους κι έχασε το τουρμπάνι και το πασούμι του, καθώς τον έσυραν μέσα στις λάσπες, τον γονάτισαν και τον αποκεφάλισαν. Ο Κωνσταντίνος Οικονόμος, ξακουστός λόγιος και δάσκαλος, κατάφερε να διαφύγει με πλοίο στην Οδησσό, αφού πρώτα κρύφτηκε για τρεις ημέρες, τρομοκρατημένος από τις κραυγές στους δρόμους όλες εκείνες τις φοβερές ώρες. Τον έσωσε τελικά ένας κρασέμπορας Φιλικός, που τον έκρυψε μαζί με άλλους φυγάδες σ' ένα από τα πλοία του. Λίγες μέρες μετά την άφιξη του Οικονόμου στην Οδησσό, ένα άλλο ελληνικό πλοίο έδεσε εκεί, φέρνοντας το πτώμα του πατριάρχη, που είχε βρεθεί να επιπλέει στα νερά του Κερατίου: η σορός τάφηκε με επισημότητα και ο Οικονόμου εκφώνησε έναν επιβλητικό επικήδειο λόγο.

Περίπου 230 Έλληνες βρήκαν τον θάνατο στην οθωμανική πρωτεύουσα τον Απρίλιο, άλλοι 100 περίπου τον Μάιο και άλλοι 100 στο πρώτο μισό του Ιουνίου – ήταν μια φονική άνοιξη. Οι Έλληνες εγκατέλειπαν την πρωτεύουσα, τα πλοία ελέγχονταν σχολαστικά και το εμπόριο είχε σχεδόν παραλύσει. Η Κωνσταντινούπολη έμοιαζε με στρατώνα. «Αυτή η κυβέρνηση επιμένει στις προσπάθειές της να σπείρει τον τρόμο στο μυαλό των Ελλήνων υπηκόων της», έγραφε στην έκθεσή του ο Βρετανός πρέσβης λόρδος Στράνγκφορντ. «Ένας οπλισμένος και αδέσποτος πληθυσμός, που περιφέρεται στους δρόμους αυτής της πρωτεύουσας και των προαστίων της, διαπράττει καθημερινά ακρότητες που καταστρέφουν κάθε εμπιστοσύνη των ραγιάδων σ' ό,τι αφορά την ασφάλεια της ζωής και της περιουσίας τους». Παρά τις περιστασιακές επίσημες νουθεσίες, οι σκοτωμοί συνεχίστηκαν τις επόμενες βδομάδες, όχι μόνο στην πρωτεύουσα αλλά και στην Αδριανούπολη, τη Σμύρνη, τη Θεσσαλονίκη και αλλού. Ο σουλτάνος ορμήνεψε τους υπηκόους του να μην επιτίθενται σε αθώους, αλλά την ίδια ώρα συγχάρηκε τους υποκινητές ενός μακελειού στο Αϊβαλί τον Ιούνιο και συνέχισε να ταυτίζει τον ζήλο με τη σφαγή.

Η βιαιότητα της επίσημης οθωμανικής αντίδρασης σόκαρε βαθιά τους Ευρωπαίους διπλωμάτες. Ήταν μια πρώτη ένδειξη ότι η αντίδραση της αυτοκρατορίας μπορούσε να αποδειχτεί καταστροφικότερη, κατά την εκτίμησή τους, από την ίδια την ελληνική εξέγερση, κι έβαλε μπροστά μια αργή κι εντέλει μοιραία διάβρωση της νομιμοποίησης του σουλτάνου στα μάτια της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης. Πάνω από 40.000 πρόσφυγες έφυγαν όχι μόνο από την Κωνσταντινούπολη αλλά και από τις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες, όπου τα οθωμανικά στρατεύματα έκαναν τις δικές τους σφαγές, δοκιμάζοντας οριακά την ανοχή της Ρωσίας ως προς την παρουσία τους εκεί. Στη Ρωσία έγινε μια μεγάλη προσπάθεια παροχής ανθρωπιστικής βοήθειας και υπήρξαν πιέσεις ώστε ο τεράστιος στρατός της χώρας να αναλάβει δράση κατά των Οθωμανών. Επικεφαλής αυτής της φιλοπόλεμης παράταξης ήταν ο Καποδίστριας, που είχε τεθεί στο περιθώριο τον Φεβρουάριο, αλλά τώρα ανακτούσε την επιρροή του. Τον Ιούνιο ο Ρώσος πρέσβης κατήγγειλε την αποστολή, όπως είπε, της Πύλης να «εξολοθρεύσει οποιονδήποτε φέρει όνομα χριστιανού στην Τουρκία». Αργότερα εκείνο τον μήνα, ο Καποδίστριας συνέταξε ένα σχέδιο τελεσίγραφου που κατηγορούσε τον σουλτάνο ότι είχε κηρύξει πόλεμο στους ίδιους τους χριστιανούς υπηκόους του και προειδοποιούσε ότι η «χριστιανοσύνη» δεν ήταν διατεθειμένη να παρακολουθεί επ' αόριστον «την εξολόθρευση ενός χριστιανικού λαού» χωρίς να κάνει τίποτα. Η ιδέα της δικαιολόγησης μιας πιθανής επέμβασης στις εσωτερικές υποθέσεις άλλου κράτους για ανθρωπιστικούς λόγους εμφανιζόταν μάλλον για πρώτη φορά στις διεθνείς σχέσεις, τουλάχιστον από ένα κορυφαίο μέλος της Ιεράς Συμμαχίας. Ο Στούρτζας, ο γραμματέας του Καποδίστρια, υποστήριξε πως το ίδιο το εύρος της ελληνικής εξέγερσης έδειχνε ότι η ανταρσία ήταν πολύ διαφορετική από εκείνες της Ισπανίας και της Νάπολης: δεν ήταν απλώς έργο μιας ιακωβίνικης συνωμοσίας εξυφασμένης στο Παρίσι, αλλά έκφραση βαθιά ριζωμένων αιτιάσεων σε μεγάλα στρώματα του χριστιανικού πληθυσμού της αυτοκρατορίας.
1 .

Άβαταρ μέλους
Ακρίδης Κατσαριδόπουλος
Crazy poster
Crazy poster
Δημοσιεύσεις: 1139

Re: Μερικές αλήθειες που δεν ήξερες για το 1821

Δημοσίευσηαπό Ακρίδης Κατσαριδόπουλος » 23 Οκτ 2022, 13:13

Οι Αλβανοί

Ίσως το σημαντικότερο που πρέπει να καταλάβει κανείς για τον πόλεμο του 1821 είναι ότι στην πραγματικότητα δεν ήταν ένας αγώνας για δύο, Έλληνες και Τούρκους: αν κάτι ήταν ολοφάνερο τότε, ήταν ο δυσανάλογος και συχνά αποφασιστικός ρόλος που έπαιζαν στη σύρραξη οι Αλβανοί, είτε ήταν χριστιανοί είτε μουσουλμάνοι. «Μου αρέσουν πολύ οι Αλβανοί», είχε γράψει ο Μπάυρον τον χειμώνα του 1809, όταν επισκέφθηκε τον πιο επιφανή επαρχιακό ηγεμόνα τους, τον Αλή Πασά. «Κάποιες φυλές είναι χριστιανικές, αλλά η θρησκεία τους δεν κάνει μεγάλη διαφορά στους τρόπους ή τη διαγωγή τους· θεωρούνται οι καλύτεροι στρατιώτες στην υπηρεσία των Τούρκων». Ο Μπάυρον είχε εντοπίσει τα δύο βασικά γνωρίσματα των Αλβανών σε αυτή την υπόθεση: τη μικρή σημασία της πίστης στον καθορισμό των δεσμών αφοσίωσής τους και την πολεμική τους φήμη. Η γλώσσα τους μιλιόταν σε μια ολόκληρη ζώνη ορεινών περιοχών από το Μαυροβούνιο μέχρι την Πελοπόννησο, τόσο από Καθολικούς και Ορθόδοξους χριστιανούς όσο και από μουσουλμάνους, και παρείχε σε πολλούς «Έλληνες» και «Τούρκους» ένα μέσο επικοινωνίας μεταξύ τους, καθώς κι ένα αίσθημα αλληλεγγύης ενισχυμένο από την κοινή εμπειρία της πολύχρονης εξουσίας του Αλή Πασά. Όταν ο Αλής σκοτώθηκε το 1822, κάποιοι Αλβανοί διάλεξαν να υπηρετήσουν τον σουλτάνο και άλλοι πήγαν με τους Έλληνες. Τα οθωμανικά στρατεύματα των Βαλκανίων βασίζονταν σε αλβανικές μονάδες, χριστιανικές και μουσουλμανικές, που η Πύλη δεν έπαυε να ανησυχεί για την αξιοπιστία τους. «Είναι άνθρωποι που για πέντε-δέκα γρόσια μπορούν να σκοτώσουν τη μάνα και τον πατέρα τους», ανέφερε ένας Οθωμανός αξιωματούχος. «Είναι αδύνατον να περιμένει κανείς από αυτούς υπηρεσία και αφοσίωση». Στην ελληνική πλευρά, υπήρχαν οι χριστιανικές αλβανικές ομάδες των Σουλιωτών, σκληροτράχηλων ορεσίβιων μαχητών συσπειρωμένων γύρω από τους αρχηγούς των πατριών, που ενσωματώθηκαν σταδιακά στην εθνική πολεμική προσπάθεια. Υπήρχαν επίσης οι αλβανόφωνοι ναυτικοί της Ύδρας και των Σπετσών, που έδωσαν όχι μόνο τον πυρήνα του ελληνικού στόλου αλλά και κορυφαία μέλη της ελληνικής κυβέρνησης –μεταξύ τους κι έναν πρόεδρο στα χρόνια του πολέμου– τα οποία κάποιες φορές χρησιμοποιούσαν τα αλβανικά μεταξύ τους για να μην μπορούν άλλοι της δικής τους πλευράς να διαβάσουν την αλληλογραφία τους.

Οι αλβανικές μονάδες των οθωμανικών δυνάμεων συμβάλλονταν για να πολεμούν σε εποχική βάση – ήταν ένας τρόπος πολέμου που όλοι στην περιοχή τον θεωρούσαν αυτονόητο, αλλά συχνά ξάφνιαζε ή σόκαρε όσους έρχονταν απέξω. Ένας Βρετανός ταξιδιώτης, συνομιλώντας ένα βράδυ μ' έναν Αλβανό στρατιώτη στην Νταμιέττα, τον Σεπτέμβρη του 1827, έμεινε άναυδος από τη μισθοφορική νοοτροπία του. Οι Άγγλοι πλήρωναν καλύτερα, υποστήριζε ο Αλβανός, οι Γάλλοι πόνταραν στο πλιάτσικο. Μα εσύ, τον ρώτησε ένας Άραβας ιερωμένος, θα «σύρεις το σπαθί σου για έναν σκύλο, έναν χριστιανό;». «Για κανέναν που δεν θα με πλήρωνε», απάντησε ο Αρναούτης αποφεύγοντας την ερώτηση. Ένας Ελβετός φιλέλληνας πήρε ένα παρόμοιο ταχύρρυθμο μάθημα στις οθωμανικές στρατιωτικές χρηματοδοτήσεις από έναν Σουλιώτη πρόσφυγα που είχε υπηρετήσει στον Αλή Πασά: «Ο πασάς πληρώνει καλά. Όταν έχει λεφτά, έχει στρατιώτες· αν ξεμείνει όμως, του φεύγουν όλοι».

Η αρνητική αξιολόγηση των Αλβανών από την Πύλη οφειλόταν στην πικρή πείρα που είχε απ' αυτούς. Στην πολιορκία της Τριπολιτσάς το 1821, ο Ελμάζμπεης είχε διαπραγματευτεί ως ανεξάρτητος παίκτης, που τον ενδιέφερε κυρίως να γυρίσει τους άντρες του ασφαλείς στην πατρίδα. Οι Αλβανοί αγάδες και οι άντρες τους είχαν παρατήσει σύξυλο τον Δράμαλη έξω από το κάστρο του Άργους το επόμενο καλοκαίρι. Το καλοκαίρι του 1823, οι Σουλιώτες του Μάρκου Μπότσαρη χτύπησαν έξω από το Καρπενήσι μια πολύ μεγαλύτερη οθωμανική δύναμη, αποτελούμενη ως επί το πλείστον από Καθολικούς Αλβανούς από τον βορρά, και την έτρεψαν σε φυγή, με εκατοντάδες νεκρούς στο πεδίο της μάχης, – ώσπου σκοτώθηκε ο ίδιος ο Μπότσαρης. Εκείνο τον καιρό, ο Ομέρ Βρυώνης κατέπνιξε τις προσπάθειες ενός αντίπαλου πασά να συγκεντρώσει ένα στρατό Αλβανών γύρω από την Πρέβεζα – μια περιοχή που ο Ομέρ θεωρούσε ότι υπαγόταν στη δική του εξουσία. Αργότερα εκείνη τη χρονιά, ο πασάς της Σκόδρας, ο σπουδαιότερος Αλβανός οπλαρχηγός, προέλασε προς το Μεσολόγγι, αλλά μετά αποτραβήχτηκε γιατί, καθώς πλησίαζε η γιορτή του Αγίου Δημητρίου, οι στρατιώτες του επέμεναν να γυρίσουν εγκαίρως στα σπίτια τους. Οι Οθωμανοί πασάδες που διοικούσαν ήξεραν με ποιους είχαν να κάνουν. Ο Σαΐντ πασάς χαρακτήρισε τους Αλβανούς το 1822 «απεχθή λαό» ο Χουρσίτ πασάς τους θεωρούσε άτιμους. Ο Μεχμέτ Εμίν πασάς, που δεν κατάφερε σχεδόν τίποτα τη χρονιά που διοίκησε, φρονούσε ότι, αν είχαν θελήσει οι Αλβανοί, ο πόλεμος εναντίον των Ελλήνων θα είχε κερδηθεί γρήγορα, κι εκτιμούσε ότι πολλοί απ' αυτούς θυμόνταν ακόμη με συμπάθεια τον Αλή πασά. Είναι εντυπωσιακό ότι ακόμη και το 1822 ο Κολοκοτρώνης έγραφε στους Αλβανούς μπέηδες λέγοντάς τους ότι ήταν δικό τους λάθος που είχαν αφήσει «τον γέρο παππού μας» (τον Αλή Πασά) να σκοτωθεί και καλώντας τους να ενωθούν με τους Έλληνες στην Πελοπόννησο ενάντια στους Οθωμανούς, δίνοντας την μπέσα του. Για τον Γιουσούφ πασά, ο οποίος υπερασπιζόταν λαμπρά την Πάτρα, η μόνη λύση ήταν να έρθουν νέα στρατεύματα από την περιοχή της πατρίδας του, τις Σέρρες. Η αλήθεια ήταν όμως ότι, όπως αναγκάστηκαν να παραδεχτούν ένας-ένας όλοι οι στρατηγοί, δεν υπήρχε άλλη λύση από τη συστράτευση των Αλβανών μπέηδων και των δυνάμεών τους.
1 .

Άβαταρ μέλους
Ακρίδης Κατσαριδόπουλος
Crazy poster
Crazy poster
Δημοσιεύσεις: 1139

Re: Μερικές αλήθειες που δεν ήξερες για το 1821

Δημοσίευσηαπό Ακρίδης Κατσαριδόπουλος » 22 Νοέμ 2022, 22:56

Καταστροφή της Κάσου (1824)

Καθώς η εκστρατεία απαιτούσε να μεταφερθεί δια θαλάσσης μεγάλο πλήθος στρατού με τεράστιες νηοπομπές, οι Οθωμανοί και οι Αιγύπτιοι προσδιόρισαν ως αρχικούς στόχους για την πολεμική περίοδο του 1824 τα δύο ναυτικά νησιά της Κάσου και των Ψαρών, και αποφάσισαν ν' αρχίσουν με την εξάλειψη της απειλής που συνιστούσαν οι στόλοι τους. Ο στόλος της Κάσου ταλάνιζε από καιρό τους Οθωμανούς και τους Αιγύπτιους. Οι ναύτες του, κατά τα λεγόμενα, πετούσαν τους αιχμαλώτους στη θάλασσα για να κάνουν οικονομία στην τροφή, και τα πλοία τους εφοδίαζαν συστηματικά τους αντάρτες της Κρήτης ή επέδραμαν στη Ρόδο, την Κύπρο και όλη την ακτή από τη νότια Μικρά Ασία ως την Αίγυπτο, αρπάζοντας ζώα και γεννήματα. Όμως, παρά το ορεινό της έδαφος, η Κάσος ήταν βασικά ανυπεράσπιστη, και η ελληνική κυβέρνηση στο Ναύπλιο, απασχολημένη με την καταπολέμηση των εσωτερικών εχθρών της, ισχυρίστηκε ότι δεν ήταν σε θέση να στείλει καράβια προτού φτάσουν τα χρήματα από το Λονδίνο. Η άκαμπτη απάντησή της στην έκκληση των Κασιωτών για βοήθεια ήταν ότι «ως κοινή μήτηρ δεν θέλει αδιαφορήσει και εις τας πολεμικάς χρείας, και ότι φθάσαντος του δανείου θέλει τους οικονομήσει αναλόγως· αλλ’ ότι τα πολεμικά πλοία εξ Ύδρας και Σπετσών δεν εκπλέουσιν ακόμη ως μη υπαρχόντων εις το ταμείον χρημάτων προς πληρωμήν των ναυτών· άμα όμως φθάσουν τα χρήματα και πληρωθούν οι ναύται θέλουν εκβή ευθύς επειδή είναι έτοιμα».

Ανεμπόδιστο, το αιγυπτιακό ναυτικό δεν άργησε να πετύχει το στόχο του. Μια δύναμη χριστιανών Αλβανών υπό τη διοίκηση του Χουσεΐν μπέη, γαμπρού του Μεχμέτ Αλή και πολύ έμπιστου υφισταμένου του, βγήκε με μεγάλες λέμβους στο νησί και το κατέλαβε από την πίσω μεριά· ακολούθησαν οι Άραβες στρατιώτες. Εκατοντάδες νησιώτες σκοτώθηκαν και πάνω από 2.000 γυναικόπαιδα σύρθηκαν στα σκλαβοπάζαρα της Κρήτης και της Αιγύπτου. Θέλοντας να ενθαρρύνει τους νησιώτες να υποταχθούν, ο Χουσεΐν μπέης έβαλε τέλος στο πλιάτσικο μετά από είκοσι τέσσερις ώρες –εκτέλεσε τρεις στρατιώτες του που δεν πειθάρχησαν– και γύρισε πίσω στην Αλεξάνδρεια με λεία καράβια και με ομήρους από τις οικογένειες προυχόντων του νησιού. Η απώλεια της Κάσου ήταν ένα συντριπτικό πλήγμα για τους Έλληνες, που έδειξε καθαρά πόσο λίγη προστασία μπορούσε να προσφέρει το ναυτικό τους. Όταν ένας συνδυασμένος υδραιοσπετσιώτικος στολίσκος έφτασε τελικά μετά από μερικές μέρες, οι περισσότεροι επιζώντες που ήταν ακόμη στο νησί προτίμησαν να παραμείνουν υπό οθωμανική κυριαρχία παρά να φύγουν πρόσφυγες στον Μοριά. Μάλιστα μερικοί απ' αυτούς, μαζί με άλλους νησιώτες από την Κάρπαθο και τη Σύμη, είχαν ήδη δεχτεί μια προσφορά να υπηρετήσουν σαν ναύτες στον αιγυπτιακό στόλο με 50 γρόσια τον μήνα – ένας καλός μισθός εκείνο τον καιρό.
1 .


Επιστροφή σε “Ιστορία”