Δημοσίευσηαπό Ακρίδης Κατσαριδόπουλος » 01 Φεβ 2023, 14:21
Οι Τούρκοι της Θράκης
Σε σύγκριση με τις άλλες μειονότητες, μεγαλύτερη αξιοπιστία και ακρίβεια έχουν οι αριθμοί που αναφέρονται στους Τούρκους και τους άλλους μουσουλμάνους της Θράκης. Δεν υπήρχαν ακόμη, τότε, λόγοι συσκότισης. Αντίθετα, η εξαίρεσή τους από την υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών συνεπαγόταν την καταμέτρησή τους και μάλιστα την έκδοση σχετικών πιστοποιητικών από την αρμόδια Μικτή Επιτροπή. Μέχρι το 1934, είχαν εκδοθεί συνολικά 106.000 τέτοια πιστοποιητικά. Σύμφωνα με την απογραφή του 1928, από το σύνολο αυτό 86.506 ήσαν Τούρκοι, 16.755 ήσαν Πομάκοι και οι υπόλοιποι 1.130 Τσιγγάνοι.
Όπως είδαμε, οι Τούρκοι και οι άλλοι μουσουλμάνοι της ελληνικής Θράκης εξαιρέθηκαν από την υποχρεωτική ανταλλαγή των πληθυσμών σε αντιστάθμισμα για την παραμονή ελληνικής μειονότητας στην Κωνσταντινούπολη. Με τις δύο συμμετρικές εξαιρέσεις, Ελλάδα και Τουρκία συμφώνησαν στην ουσία να ανταλλάξουν όχι πληθυσμούς, αλλά «ομήρους». Εφεξής, η μεταχείριση της μειονότητας στη μία χώρα θα αποτελούσε εγγύηση για τη μεταχείριση της αντίστοιχης μειονότητας στην άλλη.
Χρησιμοποιήθηκε (πολύ αργότερα) το οψιγενές επιχείρημα ότι δεν πρόκειται τάχα για εθνική μειονότητα, αλλά μόνο για θρησκευτική. Ότι πρόκειται δηλαδή μόνο για «Έλληνες μουσουλμάνους» και όχι για Τούρκους. Για τις εξαιρέσεις, όμως, ισχύει ό,τι ακριβώς ίσχυσε για τους ανταλλάξιμους. Στον ίδιο τον τίτλο της, η Σύμβαση της υποχρεωτικής ανταλλαγής κάνει λόγο περί ελληνικών και τουρκικών πληθυσμών (populations grecques et turques), ενώ και στο κείμενό της χρησιμοποιεί τους όρους «Έλληνες» και «Τούρκοι» (άρθρο 3). Πέρα όμως από το γράμμα της Σύμβασης, είναι πασίδηλο ότι η θρησκεία χρησίμεψε μόνο ως αντικειμενικό και μάλιστα αμάχητο τεκμήριο εθνικής ταυτότητας. Η ανταλλαγή έπρεπε να είναι υποχρεωτική, χωρίς να αφήνεται κανένα περιθώριο ατομικής επιλογής, ούτε απόκρυψης. Άλλωστε, με ποια λογική ένα καταρχήν ανεξίθρησκο κράτος, όπως η Ελλάδα, και ένα μαχητικά κοσμικό, όπως η κεμαλική Τουρκία, θα συναποφάσιζαν την ανταλλαγή θρησκευτικών αποκλειστικά μειονοτήτων και τον βίαιο ξεριζωμό σχεδόν δύο εκατομμυρίων ανθρώπων, με τις ευλογίες μάλιστα των Μεγάλων Δυνάμεων και της ΚτΕ;
Από άλλους λόγους πηγάζει ένας εύλογος δισταγμός να χαρακτηριστούν οι Τούρκοι της Θράκης εξαρχής ως εθνική μειονότητα. Μεταξύ τους επικρατούσαν οι Παλαιότουρκοι ή Παλαιομουσουλμάνοι, προσκολλημένοι στη θρησκευτική παράδοση και στο οθωμανικό παρελθόν. Η επιφυλακτική έως απροκάλυπτα εχθρική στάση τους απέναντι στην κεμαλική Τουρκία ισοδυναμούσε με αποξένωση και αποκοπή τους από το υπόλοιπο τουρκικό έθνος και το νέο του κράτος. Από την πλευρά του, το ελληνικό κράτος είχε κάθε συμφέρον να ενθαρρύνει αυτή την κατάσταση, όπως και έκανε αρχικά, προκαλώντας τις διαμαρτυρίες της Τουρκίας. Το ελληνικό κράτος είχε ουσιαστικά συμμαχήσει με τους Παλαιομουσουλμάνους ήδη από την εποχή που η Θράκη βρισκόταν υπό Διασυμμαχική Κατοχή (1919-20). Άλλωστε, μόνο ως θρησκευτική μειονότητα ήταν υποχρεωμένο από τη Συνθήκη της Λωζάνης να αναγνωρίζει τους Τούρκους μαζί με τους άλλους μουσουλμάνους της Θράκης μετά το 1923.
Τους Παλαιομουσουλμάνους ευνοούσε εξάλλου και η θέσπιση χωριστού «εκλογικού συλλόγου» από το 1923, δηλαδή ιδιαίτερης εκλογικής περιφέρειας για όλους τους μουσουλμάνους της Θράκης, που περιλάμβανε και τον και τον αγροτικό πληθυσμό των βουλγαρόφωνων Πομάκων, κατεξοχήν προσηλωμένων στη θρησκεία και στην παράδοση. Μέχρι το 1934, οι Τούρκοι και οι ομόθρησκοί τους της Θράκης εκπροσωπήθηκαν αποκλειστικά από Παλαιομουσουλμάνους βουλευτές (και έναν γερουσιαστή), που έβαλαν υποψηφιότητα αποκλειστικά ως Βενιζελικοί. Οι Αντιβενιζελικοί ούτε καν εμφάνισαν επίσημη υποψηφιότητα.
Ο αρμόδιος για τις μειονότητες Κ. Στυλιανόπουλος έγραφε στις αρχές του 1930 ότι είχαν πολλαπλασιαστεί οι αποδεχόμενοι τις κεμαλικές μεταρρυθμίσεις.
...και εμφανίζονται ήδη οι Παλαιομουσουλμάνοι ως μειονοψηφία επικαλουμένη την προστασίαν μας προς διάσωσιν των πατρίων. Συμφέρει άραγε ν' αφίσωμεν αυτούς να σβύσουν συν τω χρόνω ως ασήμαντος μειονοψηφία απορροφώμενοι από τους λεγομένους Κεμαλικούς ή μάλλον να ευνοήσωμεν εκ του αφανούς αγώνα παρόμοιον περίπου προς των εν Μακεδονία σχισματικών και Πατριαρχικών;
Ωστόσο, στον βωμό της ελληνοτουρκικής προσέγγισης που επιχείρησε υπεραισιόδοξα ο Βενιζέλος το 1928-30, θυσιάστηκε η μέχρι τότε πολιτική και πολλά ερείσματά της. Με απαίτηση της Άγκυρας, απομακρύνθηκαν από τη Θράκη οι προγραμμένοι αντικεμαλικοί που είχαν καταφύγει εκεί, με επικεφαλής τον προτελευταίο ανώτατο θρησκευτικό ηγέτη (σεϊχουλισλάμη) του οθωμανικού καθεστώτος. Αναβαθμίστηκε επιπλέον το προξενικό γραφείο της Κομοτηνής σε κανονικό τουρκικό προξενείο. Εκ μέρους της Ελλάδας, δεν μπορούσε να υπάρξει επισημότερη παραδοχή ότι η Τουρκία δικαιούται να ενδιαφέρεται για ομοεθνείς της (και όχι βέβαια για «ομόθρησκους»). Έγινε επίσης αποδεκτή η εφαρμογή καίριων κεμαλικών μεταρρυθμίσεων, όπως του λατινικού αλφαβήτου.
Από τη στιγμή εκείνη είχε πλέον δρομολογηθεί ανεπιστρεπτί η σταδιακή μετατροπή του μουσουλμανικού πληθυσμού σε κανονική εθνική μειονότητα, με την προσχώρηση όχι μόνο Τούρκων αλλά, στη συνέχεια, και Πομάκων στον τουρκικό εθνικισμό. Το 1931, ο Στυλιανόπουλος διαπίστωνε ότι είχαν ενισχυθεί οι Κεμαλικοί, ενώ οι Παλαιομουσουλμάνοι «κατεπτοήθησαν» διαπιστώνοντας ότι δεν μπορούν πια να υπολογίζουν στο ελληνικό κράτος και στην ιδιαίτερη υποστήριξή του, όπως πριν, ιδίως μετά την απομάκρυνση των προγραμμένων αντικεμαλικών ως «ανεπιθυμήτων».
1 .