• Ενεργά Θέματα 
Η περιήγηση στον παρόντα ιστότοπο συνεπάγεται ότι συμφωνείτε με τους Όρους Χρήσης και την Πολιτική Χρήσης Cookies.

Η καταγωγή των σύγχρονων Βαλκανικών λαών

Θέματα ιστορικού και αρχαιολογικού ενδιαφέροντος.
Άβαταρ μέλους
Ακρίδης Κατσαριδόπουλος
Crazy poster
Crazy poster
Δημοσιεύσεις: 1144

Re: Η καταγωγή των σύγχρονων Βαλκανικών λαών

Δημοσίευσηαπό Ακρίδης Κατσαριδόπουλος » 11 Απρ 2023, 23:34

Τλαξκαλτέκος έγραψε:Οι Αριανίτες τι καταγωγή να είχαν ; :hmmm
https://en.wikipedia.org/wiki/Arianiti_family
https://en.wikipedia.org/wiki/David_Arianites

Μάλλον είχαν ελληνική καταγωγή :dunno:
0 .

Άβαταρ μέλους
Ακρίδης Κατσαριδόπουλος
Crazy poster
Crazy poster
Δημοσιεύσεις: 1144

Re: Η καταγωγή των σύγχρονων Βαλκανικών λαών

Δημοσίευσηαπό Ακρίδης Κατσαριδόπουλος » 23 Μάιος 2023, 22:31

Το Κουτσοβλαχικό ζήτημα (1860-1929)

Περί της καταγωγής των Κουτσόβλαχων υπάρχουν πολλές και διαφορετικές απόψεις. Όταν άρχισε ο πυρετός στη Μακεδονία, η Ρουμανία στηρίχτηκε σε μία απ' αυτές –κατά την οποία οι Κουτσόβλαχοι είναι Ρουμάνοι που κατέφυγαν στο νότο για να ξεφύγουν από τις βαρβαρικές επιδρομές– για να χρησιμοποιήσει τη μειονότητα ως όργανο της εξωτερικής της πολιτικής. Το λεγόμενο κουτσοβλαχικό ζήτημα ξεκίνησε επίσημα με την ίδρυση του μακεδονορουμανικού κομιμτάτου το 1860. Δύο χρόνια αργότερα ο ρουμανίζων δάσκαλος Απόστολος Μαργαρίτης, με ρουμανική αρωγής, άρχισε περιοδείες με στόχο να ξεσηκώσει τους ντόπιους και να τους συνδέσει με την υποτιθέμενη πατρίδα τους δημιουργώντας σχολεία και εκκλησίες. Τριάντα χρόνια αργότερα λειτουργούσαν 24 δημοτικά σχολεία, 3 γυμνάσια και μία εμπορική σχολή στην περιοχή με σκοπό να προσηλυτίσουν τα φτωχά Βλαχόπουλα, χωρίς ωστόσο μεγάλη επιτυχία. Ισάριθμες ρουμανικές εκκλησίες προσπαθούσαν να τους προσεταιριστούν διά της θρησκευτικής οδού.

Το 1905 για λόγους τακτικής η Πύλη αναγνώρισε τους Κουτσόβλαχους ως ρουμανικό μιλιέτ, προσφέροντας ένα απροσδόκητο δώρο στη ρουμανική προπαγάνδα. Επακολούθησαν συγκρούσεις στη Μακεδονία με συνακόλουθη ψύχρανση των ελληνορουμανικών σχέσεων. Η Ελλάδα αναγκάστηκε να επαναπροσεγγίσει τη Ρουμανία κατά τους Βαλκανικούς πολέμους γιατί χρειαζόταν συμμάχους απέναντι στη Βουλγαρία. Όταν το Δεκέμβριο του 1912 η Ρουμανία αντιδρούσε στην παραχώρηση της Ηπείρου στην Ελλάδα, ο Βενιζέλος αποφάσισε να κερδίσει την εύνοιά της με ένα αντίδωρο. Με τις περίφημες πλέον επιστολές Βενιζέλου-Μαγιορέσκου που αντηλλάγησαν στο Βουκουρέστι στις 23.7/5.8.1913 και εν συνεχεία περιελήφθησαν στο παράρτημα της Συνθήκης του Βουκουρεστίου, «η Ελλάς συγκατατίθεται να παράσχη αυτονομίαν εις τας των Κουτσοβλάχων σχολάς και εκκλησίας τας ευρισκομένας εν ταις μελλούσαις ελληνικαίς κτήσεσι και να επιτρέψη την σύστασιν επισκοπής διά τους Κουτσοβλάχους τούτους, της Ρουμανικής Κυβερνήσεως δυναμένης να επιχορηγή, υπό την επίβλεψιν της Ελληνικής Κυβερνήσεως, τα ειρημένα ενεστώτα και μέλλοντα θρησκευτικά και εκπαιδευτικά καθιδρύματα». Ταυτοχρόνως η Γενική Διοίκηση Μακεδονίας φρόντισε να ενημερώσει τους πολυπληθείς Ελληνόβλαχους ότι η υπογραφή της συνθήκης οφειλόταν σε λόγους εθνικού συμφέροντος και δεν αποτελούσε προδοσία τους.

Το κλίμα επιβαρύνθηκε λίγα χρόνια αργότερα από έναν απροσδόκητο παράγοντα, την Ιταλία, η οποία χρησιμοποίησε τους Κουτσόβλαχους προβάλλοντας την υποτιθέμενη λατινική καταγωγή τους. Το καλοκαίρι του 1917, όταν τα ιταλικά στρατεύματα αιφνιδίως επεξέτειναν την κατοχή τους από το αλβανικό έδαφος ως την Ήπειρο, πρωτοεμφανίστηκε στα βλαχοχώρια ο διαβόητος τυχοδιώκτης Αλκιβιάδης Διαμάντης, ρουμανοδιδάσκαλος και πράκτορας πότε της ιταλικής και πότε της ρουμανικής προπαγάνδας. Η ιδέα που προωθούσε τότε σε συνεργασία με τις ιταλικές αρχές και ένα πυρήνα Ρουμανόβλαχων με επίκεντρο τη Βωβούσα, ήταν να αυτονομηθούν οι περιοχές όπου ζούσαν οι εθνολογικά διαφορετικοί Κουτσόβλαχοι σε ένα καντόνι υπό την αιγίδα της Ιταλίας. Η Ιταλία που ψάρευε τότε σε θολά ανθελληνικά νερά βοήθησε τον Διαμάντη να παίξει το παιγνίδι του — προμήθευε με τρόφιμα τους επίδοξους ελευθερωτές των Κουτσόβλαχων, διόριζε προξένους σε πολλά κουτσοβλαχικά χωριά, ενίσχυε τις φήμες που ήθελαν την Ιταλία και τη Ρουμανία να συνεργάζονται στα Βαλκάνια με ένα λατινικό ιταλορουμανικό κράτος. Το αποτέλεσμα ήταν το φθινόπωρο του 1918 ομάδα Βλάχων της Πίνδου να ανακηρύξουν στην Κορυτσά τη Δημοκρατία της Πίνδου που έζησε για μία μέρα! Η ομάδα των ρουμανιζόντων μάλιστα αντιστάθηκε ενόπλως στο ελληνικό στρατιωτικό απόσπασμα που είχε μεταβεί στη Βωβούσα για να παραλάβει το χωριό από τους αποχωρούντες Ιταλούς. Η πλειονότητα των ελληνοφρόνων Βλάχων ωστόσο αντέδρασε με αποτέλεσμα δέκα περίπου οικογένειες από τη Βωβούσα να μετοικήσουν αναγκαστικά στη Β. Ήπειρο επειδή εξετέθησαν ανεπανόρθωτα ως όργανα της ιταλικής προπαγάνδας.

Η Ιταλία δεν κατέθεσε εύκολα τα όπλα. Το Φεβρουάριο του 1919 η ιταλική πρεσβεία στο Βουκουρέστι ενθάρρυνε εθνικιστικές μακεδονορουμανικές οργανώσεις να στείλουν στη Συνδιάσκεψη της Ειρήνης υπόμνημα με αίτημα την αυτονομία των βλαχόφωνων περιοχών Πίνδου και Θεσσαλίας ή προσάρτησή τους στην Αλβανία. Η Ελλάδα δεν θορυβήθηκε πολύ γιατί οι ρουμανικές αρχές θεωρούσαν τη λύση της αυτονόμησης ουτοπική και δεν τη στήριζαν. Ας μη λησμονούμε ότι η Ρουμανία περιστοιχιζόταν από εχθρούς εκείνη τη στιγμή και είχε ανάγκη την ελληνική φιλία.

Στη Συνδιάσκεψη της Ειρήνης η Ελλάδα, όπως και τα υπόλοιπα νέα ή διευρυμένα κράτη της Ανατολικής Ευρώπης και των Βαλκανίων, αναγκάστηκε να υπογράψει ειδική συνθήκη προστασίας των μειονοτήτων που ζούσαν στο έδαφός της, εγκαινιάζοντας έτσι το νέο, ουιλσονικής εμπνεύσεως, διεθνές σύστημα μειονοτικής προστασίας υπό την αιγίδα της ΚτΕ. Η ειδική μειονοτική συνθήκη των Σεβρών που υπέγραψε η Ελλάδα με τους Συμμάχους στις 28.7/10.8.1920, εκτός από τις γενικές προστατευτικές διατάξεις, είχε και κάποιες ειδικές προβλέψεις για τους Κουτσόβλαχους. Παρείχε τοπική αυτονομία στις κοινότητες τους, εφόσον τη ζητούσαν φυσικά, ως προς τα σχολικά, τα θρησκευτικά και τα φιλανθρωπικά ζητήματα. Κατά τη γνώμη του ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών οι διατάξεις της Συνθήκης των Σεβρών υποκατέστησαν τις επιστολές Βενιζέλου-Μαγιορέσκου. Αυτό είχε σημασία γιατί από τη φρασεολογία των εν πιστολών σώθηκε μόνο ο όρος «αυτονομία υπό τον έλεγχο της ελληνικής κυβερνήσεως» και δεν γινόταν λόγος για δικαίωμα επιχορήγησης από τη ρουμανική κυβέρνηση και για Επισκοπή.

Είναι γεγονός ότι μετά τη Συνθήκη της Λωζάνης του 1923 το πρόβλημα των 150.000-200.000 Κουτσόβλαχων που ζούσαν στην ελληνική επικράτεια φαινόταν εντελώς ασήμαντο στις ελληνικές κυβερνήσεις. Πολύ πιο φλέγοντα προβλήματα προκαλούσαν οι Βουλγαρόφωνοι που χρησιμοποιήθηκαν ως όργανο του βουλγαρικού αλυτρωτισμού και οι Τσάμηδες της Θεσπρωτίας που αρνήθηκαν να υπαχθούν στην ελληνοτουρκική ανταλλαγή πληθυσμών επικαλούμενοι την αλβανική τους καταγωγή. Οι Κουτσόβλαχοι, σε αντίθεση με τις άλλες μειονοτικές ομάδες, είχαν στο μεγαλύτερο ποσοστό τους ελληνικό εθνικό αίσθημα. Το γεγονός αυτό καθιστούσε μη ανησυχητικούς τους που συνυπάρχοντες πυρήνες των ακραιφνών ρουμανιζόντων, που σύμφωνα με εκτιμήσεις της Γενικής Διοίκησης Θεσσαλονίκης, δεν ξεπερνούσαν σε καμία περίπτωση τις 1.000 οικογένειες, εντοπισμένες κυρίως στην περιφέρεια Γρεβενών (στα χωριά Αβδέλλα, Σαμαρίνα, Περιβόλι, Σμίξι και Κρανιά) καθώς και σε χωριά της Καστοριάς, της Βέροιας, της Έδεσσας, όπου λειτουργούσαν με φιλική ανοχή των ελληνικών αρχών ρουμανικές κοινότητες

Μεγάλο ρόλο έπαιξε και το γεγονός ότι η Ρουμανία είχε η ίδια μεγάλο μειονοτικό πρόβλημα. Το 30% του πληθυσμού της ήταν αλλόφυλοι από τις νέες περιοχές που προσαρτήθηκαν στη χώρα και στην πλειονότητά τους αμφισβητούσαν μαχητικά την ενσωμάτωσή τους. Επιβαρυντικό στοιχείο ήταν επίσης και η γεωγραφική θέση των μειονοτικών πληθυσμών που μπορούσε να τους μεταβάλει σε αιχμή του αλυτρωτικού δόρατος των γειτονικών χωρών. Επιπλέον η Ρουμανία ανήκε στο γκρουπ των αδικημένων και διαμαρτυρόμενων κρατών στα οποία επιβλήθηκαν άνωθεν μειονοτικές υποχρεώσεις και τα οποία συνέτηξαν μέτωπο στα όργανα της ΚτΕ με στόχο να περιορίσουν τις επιπτώσεις των επαχθών διεθνών δεσμεύσεών τους σχετικά με τις μειονότητες. Η Ρουμανία συνεργάστηκε με την Ελλάδα το 1928 εναντίον των γερμανικών πρωτοβουλιών που στόχευαν στη μεγαλύτερη δημοσιοποίηση της διαδικασίας μειονοτικής προστασίας ενώπιον της ΚτΕ. Και οι δύο χώρες ένιωθαν το βάρος της απειλής των ρεβιζιονιστικών κρατών που προσπαθούσαν με όπλο τις μειονότητες να αναθεωρήσουν το εδαφικό status quo των συνθηκών της ειρήνης. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι καμία καταγγελία ενώπιον της ΚτΕ δεν έγινε από τη Ρουμανία εναντίον της Ελλάδας με αφορμή τους Κουτσόβλαχους, ούτε από την Ελλάδα κατά της Ρουμανίας με αφορμή τυχόν παράπονα της μεγάλης ελληνικής παροικίας εκεί.

Τέλος ένα γεγονός που καθιστούσε τη Ρουμανία ακίνδυνη ήταν το ότι δεν είχε, αντίθετα από την Αλβανία και τη Βουλγαρία, κοινά σύνορα με την Ελλάδα και επιπλέον δεν αμφισβητούσε το εδαφικό καθεστώς των συνθηκών. Εξαιτίας αυτών των δεδομένων η στάση που κράτησε η Ρουμανία καθ' όλη τη διάρκεια του Μεσοπολέμου ήταν μετριοπαθέστατη. Φαίνεται ότι και η ίδια δεν θεωρούσε τους Κουτσόβλαχους κανονική μειονότητα επειδή «δεν περικλείουν πολιτικό χαρακτήρα». Αυτό φυσικά δεν σημαίνει ότι δεν φρόντισε να διατηρήσει ή και να διευρύνει ακόμα τους δεσμούς της με την ομάδα ρουμανιζόντων Βλάχων που μπορούσε να επηρεάσει. Απλώς το έκανε με τα νόμιμα μέσα, τα ρουμανικά εκπαιδευτικά και εκκλησιαστικά ιδρύματα υπέρ των οποίων η Ρουμανία διέθεσε πολύ χρήμα.

Στις αρχές της δεκαετίας του '20, 23 κουτσοβλαχικά σχολεία λειτουργούσαν στις περιφέρειες Γιαννιτσών, Γρεβενών, Eδέσσης, Καστοριάς, Φλώρινας και Κοζάνης, από τα οποία 4 δημοτικά μετά νηπιαγωγείων, 3 τριτάξια δημοτικά, 4 διτάξια δημοτικά, 6 μικτά δημοτικά και 6 μονοτάξια δημοτικά. Στα Γρεβενά λειτουργούσε επίσης και ένα γυμνάσιο. Υπήρχαν ακόμα η εμπορική σχολή Ιωαννίνων και Θεσσαλονίκης, ένα δημοτικό στη Βωβούσα και ένα στη Θεσσαλονίκη. Τα σχολεία αυτά συντηρούνταν από τις κουτσοβλαχικές κοινότητες με τη συνδρομή της Ρουμανίας και παρείχαν δωρεάν εκπαίδευση σε αξιοπρεπείς κτιριακές εγκαταστάσεις. Παρ' όλα αυτά όμως, όπως μαρτυρεί και ο Ε. Αβέρωφ, η ρουμανική προπαγάνδα διά των σχολικών παροχών δεν γνώρισε μεγάλη επιτυχία. Φυσικά κάποια άπορα παιδιά υπέκυπταν στις ευκολίες αλλά η τοπική αντίδραση των Ελληνοβλάχων ήταν τόσο μεγάλη που λίγοι σχετικά μπόρεσαν να την αγνοήσουν χάριν των υλικών αγαθών.

Οι τοπικές αρχές στις περιοχές αυτές όμως (χωροφύλακες, δάσκαλοι και παπάδες κυρίως) έβλεπαν με φόβο τη χαλαρή στάση των ελληνικών κυβερνήσεων απέναντι στη ρουμανική προπαγάνδα. Στερούμενοι της ευρείας και κοσμοπολίτικης οιπτικής γωνίας και της πληροφόρησης που είχαν τα στελέχη του αρμόδιου Υπουργείου Εξωτερικών και της εκάστοτε κυβέρνησης, ένιωθαν συχνά ξεχασμένοι και μόνοι φρουροί του ελληνισμού στην περιφέρεια. Δεν είχαν καν επίγνωση των διεθνών δεσμεύσεων που είχε αναλάβει η Ελλάδα ενώπιον της ΚτΕ, ούτε μπορούσαν να υπολογίσουν το τεράστιο κόστος που θα είχε για τη χώρα μια διεθνής καταγγελία για μειονοτικές παραβιάσεις. Έτσι συχνά αντιδρούσαν δυσανάλογα στα ερεθίσματα των ρουμανιζόντων και προκαλούσαν πονοκεφάλους στα αρμόδια υπουργεία.

Όσο όμως τα τοπικά όργανα αμαύρωναν κάποτε τη φιλελεύθερη εικόνα της Ελλάδας τόσο τα κορυφαία κυβερνητικά στελέχη και –κυρίως– το Υπουργείο Εξωτερικών δεν έχαναν ευκαιρία να τονίζουν προς όλες τις κατευθύνσεις το δέον γενέσθαι. Είναι χαρακτηριστικό ότι την ίδια γραμμή κράτησε με ευλάβεια και ο υπερπατριώτης Πάγκαλος.

Παρά την ευνοϊκή μεταχείριση των ελληνικών αρχών απέναντι στους Κουτσόβλαχους, κατά καιρούς ακούγονταν δυνατές φωνές διαμαρτυρίας για υποτιθέμενους διωγμούς τους, κυρίως εκ μέρους των λεγομένων μακεδονορουμανικών οργανώσεων. Με την παραμικρή φανταστική ή πραγματική αφορμή τα δημοσιογραφικά όργανα των εθνικιστικών αυτών οργανώσεων εξαπέλυαν δριμείες επιθέσεις κατά του ελληνικού (αλλά και του σερβικού) κράτους για διωγμούς εναντίον των «μακεδονορωμούνων». Οι οργανώσεις αυτές, πιθανότατα συνδεδεμένες με τις βουλγαρομακεδονικές σύμφωνα με υπάρχοντα στοιχεία, είχαν μάλλον θολή ιδεολογία, αλλά σε κάθε περίπτωση εξυπηρετούσαν τους σκοπούς των αναθεωρητικών κρατών, έχοντας διαρκώς στο στόχαστρο τις χώρες οπαδούς του status quo, δηλαδή την Ελλάδα και κυρίως τη Γιουγκοσλαβία. Τα βέλη τους έπλητταν και την ίδια τη Ρουμανία, την οποία κατηγορούσαν για ξεπούλημα των Κουτσόβλαχων στο βωμό των καλών σχέσεων με την Ελλάδα. Κι επειδή οι ρουμανικές διπλωματικές και προξενικές αρχές δεν τους ακολουθούσαν στις ακρότητες, εισέπρατταν ειρωνικά σχόλια και επιθέσεις από τον μακεδονορουμανικό τύπο.

Μια κατάσταση που έγινε αφορμή προπαγανδιστικής εκμετάλλευσης εκ μέρους των εθνικιστικών κουτσοβλαχικών οργανώσεων ήταν η μεταναστευτική κίνηση μέρους του βλάχικου πληθυσμού προς τη Δοβρουτσά κατά το έτος 1925. Πραγματικά τη χρονιά αυτή έγιναν κρούσεις προς τις ελληνικές αρχές και εκ μέρους των κρατικών ρουμανικών αρχών και εκ μέρους των ίδιων των Κουτσόβλαχων. Η ρουμανική πρεσβεία ζήτησε συγκεκριμένα τη συγκατάθεση της ελληνικής κυβέρνησης για μετανάστευση στη Ρουμανία 1.500 κουτσοβλαχικών οικογενειών με στόχο την τελική εγκατάστασή τους στη Δοβρουτσά. Ο λόγος, όπως τον διατύπωσαν ευγενικά οι Ρουμάνοι, ήταν «η στενή οικονομική κατάσταση των Βλάχων μετά την εγκατάσταση των προσφύγων στην περιοχή». Αυτό που δεν είπαν expressis verbis ήταν ότι επιθυμούσαν να αλλάξουν την εθνολογική σύνθεση του πληθυσμού της διαφιλονικούμενης Δοβρουτσάς και να ικανοποιήσουν τα μακεδονορουμανικά κομιτάτα ενισχύοντας ταυτόχρονα την εικόνα του φύλακα-αγγέλου των Κουτσόβλαχων.

Είναι αλήθεια ότι μετά την εισροή του τεράστιου προσφυγικού κύματος στην Ελλάδα οι συνθήκες διαβίωσης του ποιμενικού αυτού πληθυσμού είχαν δυσχερανθεί σε κάποιο βαθμό. Τα λιβάδια των ανταλλάξιμων Τούρκων που χρησιμοποιούσαν μέχρι τότε για βοσκοτόπια, εν μέρει αυθαιρέτως, διατέθηκαν αναγκαστικά και νομίμως για την αποκατάσταση των προσφύγων. Ο περιορισμός των κτηνοτροφικών εκτάσεων και η παράδοση αυτών στη γεωργία ήταν αναπόφευκτος. Οι Κουτσόβλαχοι είχαν να αντιμετωπίσουν επιπλέον και τον εμπορικό ανταγωνισμό των προσφύγων και κάποτε και την παρουσία τους μέσα στα σπίτια τους. Το γεγονός αυτό προσπάθησαν να εκ μεταλλευτούν: α) η Ρουμανία που ζητούσε αντίβαρο στη βουλγαρική παρουσία στη Δοβρουτσάς και υποσχόταν μια νέα γη της επαγγελίας στους ταλαιπωρημένους Κουτσόβλαχους της Ελλάδας αλλά και των άλλων βαλκανικών χωρών, β) ντόπιοι κουτσοβλαχικοί παράγοντες που είδαν μεγάλες προοπτικές κερδοσκοπίας από την επικείμενη μετανάστευση, και γ) ο μακεδονορουμανικός τύπος που ξεσπάθωσε κυριολεκτικά εναντίον της Ελλάδας κατηγορώντας την ότι έφτασε τους Κουτσόβλαχους σε σημείο οικονομικής εξαθλίωσης αναγκάζοντάς τους να ξεριζωθούν.

Οι κατηγορίες κατά των ελληνικών αρχών ήταν καταφανώς κακόβουλες. Στην πραγματικότητα, μόλις έγιναν γνωστά τα πρώτα παράπονα των κτηνοτρόφων Κουτσόβλαχων, ο υπουργός Γεωργίας Γ. Μαρής έστειλε εγκύκλιο στις αρμόδιες υπηρεσίες να προσέξουν τις καταγγελίες για παρενοχλήσεις των Κουτσόβλαχων από τους πρόσφυγες με την κατάληψη μεγαλύτερων εκτάσεων από τις νομίμως παραχωρηθείσες. Τόνιζε δε ότι η καταστροφή της κτηνοτροφίας θα βλάψει και την ελληνική οικονομία. Στο αίτημα της Ρουμανίας και των κουτσοβλαχικών επιτροπών να διευκολυνθεί η μετανάστευση, Ελλάδα ανταποκρίθηκε πρόθυμα γιατί θα απαλλασσόταν από μια σημαντική και θορυβούσα μερίδα ρουμανιζόντων.
0 .

Άβαταρ μέλους
Ακρίδης Κατσαριδόπουλος
Crazy poster
Crazy poster
Δημοσιεύσεις: 1144

Re: Η καταγωγή των σύγχρονων Βαλκανικών λαών

Δημοσίευσηαπό Ακρίδης Κατσαριδόπουλος » 26 Μάιος 2023, 00:26

Το Κουτσοβλαχικό ζήτημα (1929-1949)

Μέχρι το 1929 έφυγαν περί τις 2.000 οικογένειες ρουμανιζόντων. Η υπόθεση της μετανάστευσης όμως δεν εξελίχτηκε ομαλά. Φαίνεται ότι οι πρώτες οικογένειες των μεταναστών στη Δοβρουτσά δεν βρήκαν τη γη της επαγγελίας που τους είχαν υποσχεθεί. Αντίθετα βρέθηκαν εγκατεστημένοι –συχνά σε σκηνές– στα ρουμανοβουλγαρικά σύνορα χωρίς καμία οργάνωση, γεγονός που οδήγησε πολλούς στη μεταμέλεια και στην προσπάθεια ανεύρεσης τρόπου επιστροφής στην Ελλάδα. Παρ' όλα αυτά και παρόλο που η Ρουμανία μετά την εγκατάσταση των πρώτων 2.000 οικογενειών, δεν δεχόταν άλλες, το μεταναστευτικό ρεύμα Κουτσόβλαχων από την Ελλάδα δεν σταματούσε. Προσπαθώντας να διευκρινίσουν τα αίτια οι ρουμανικές αρχές έστειλαν επιτόπου τριμελή αντιπροσωπεία την άνοιξη του '29. Διαπίστωσαν τότε ότι οι επιτήδειοι ρουμανίζοντες μεσάζοντες για προσωπικά οφέλη πίεζαν τις κουτσοβλαχικές οικογένειες να πουλήσουν τις περιουσίες τους και να φύγουν χωρίς την άδεια της ρουμανικής κυβερνήσεως από το ελληνικό έδαφος «όπου ζουν θαυμάσια, με πλήρη ελευθερία και φθήνεια».

Το καλό ελληνορουμανικό κλίμα δεν κατόρθωσε να διαταράξει ούτε ο ανεξιχνίαστος φόνος ρουμανόβλαχου στρατιώτη στη Βέροια το χειμώνα του 1932. Ελληνικοί εθνικιστικοί κύκλοι απέδωσαν τότε τη δολοφονία σε φανατικούς ρουμανίζοντες που σκότωσαν τον νεαρό συμπατριώτη τους γιατί δυσφήμιζε τη Δοβρουτσά και απέτρεπε τη μετανάστευση προς τα εκεί. Σε μια περιοχή βεβαρημένη από μειονοτικά προβλήματα όπως η Βέροια, η ατμόσφαιρα στο δικαστήριο ήταν βαριά. Στον ελληνικό ημερήσιο τύπο εμφανίζονταν καυστικά άρθρα κατά της ρουμανικής προπαγάνδας και εντέλει τα ελληνικά δικαστήρια καταδίκασαν τους φερόμενους ως ύποπτους Κουτσόβλαχους προκαλώντας κύμα αντίδρασης του ρουμανικού εθνικιστικού τύπου που ζητούσε παρέμβαση του Τιτουλέσκου. Η παρέμβαση έγινε αλλά ήταν συμβιβαστική και εντέλει υπέρ της Ελλάδας. Σύντομα ο φιλοκυβερνητικός ρουμανικός τύπος φιλοξένησε άρθρα υπέρ της παραδοσιακής ελληνορουμανικής φιλίας και η ρουμανική κυβέρνηση εξέφρασε δημόσια τη λύπη της για τα επεισόδια. Η αντίδραση του ρουμανικού εθνικιστικού τύπου μπορεί να συνοψιστεί στις καταληκτικές φράσεις άρθρου της Κουρεντούλ: «Αφήστε μας ήσυχους με το πρωτόκολλο και την ευγένεια κ. Τιτουλέσκου. Οι δικαστές της Ελλάδος διέπραξαν μίαν ατιμίαν!».

Η ρουμανική κυβέρνηση απέφευγε μεν να φτάσει σε ακρότητες, αλλά φρόντιζε διακριτικά μα συστηματικά να διατηρεί το ρόλο της προστάτιδος των Κουτσόβλαχων διεκδικώντας προνόμια για λογαριασμό τους. Το 1929, λ.χ., πίεσε την κυβέρνηση Βενιζέλου να παραχωρήσει μεγαλύτερα εκπαιδευτικά προνόμια στη μειονότητα. Το ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών απέκρουσε το αίτημα υπενθυμίζοντας ότι σε όλες τις υπόλοιπες βαλκανικές χώρες –ακόμα και τις συμμαχικές όπως η Γιουγκοσλαβία– η μειονότητα διωκόταν και οι Κουτσόβλαχοι που ζούσαν εκεί αναγκάζονταν να στέλνουν τα παιδιά τους στα ελληνικά σχολεία. Στην Ελλάδα αντίθετα συνέβη το πρωτοφανές να αυξηθούν τα κουτσοβλαχικά σχολεία από 26 σε 29 μέσα σε ελάχιστα χρόνια και παρ' όλη τη μετανάστευση τμήματος του πληθυσμού προς τη Δοβρουτσά. Έτσι το Υπουργείο Εξωτερικών ανέθεσε στην πρεσβεία Βουκουρεστίου να τονίσει στη ρουμανική κυβέρνηση «ότι δεν δύναται να επιμείνη περαιτέρω εις αιτήματα υπερβαίνοντα τα ανεγνωρισμένα εις πάσαν μειονότητα. [...] Ο κυριώτερος λόγος αρνήσεως ημών έγκειται εις το ότι είναι πλέον ή πιθανόν ότι θα επικαλεσθούν υπέρ αυτών το προηγούμενον άλλοι γείτονες οίτινες θέλουν να εκμεταλλεύονται τα ζητήματα των μειονοτήτων διά πολιτικούς σκοπούς». Πόσο μάλλον που προ εξαμήνου οι δύο χώρες αγωνίστηκαν στη Γενεύη κατά των μειονοτικών συνθηκών που τις δέσμευαν και θα ήταν αστείο να επιχειρήσει η Ρουμανία ξαφνικά να τις επεκτείνει.

Το άριστο ελληνορουμανικό κλίμα διατηρήθηκε αδιατάρακτο μέχρι το καλοκαίρι του 1936. Το αυταρχικό καθεστώς της 4ης Αυγούστου όμως είχε επιπτώσεις στη ζωή όλων των μειονοτικών πληθυσμών, συμπεριλαμβανομένων και των Κουτσόβλαχων. Η σχετική ανοχή που είχε επιδείξει η Ελλάδα και η κατά το δυνατόν προσήλωση στο πνεύμα και το γράμμα των διεθνών, μειονοτικών της υποχρεώσεων, είχε προκαλέσει την αγανάκτηση κάποιων υπερεθνικιστικών κύκλων και τοπικών οργάνων (χωροφυλάκων, κοινοτικών αρχόντων, δασκάλων κ.λπ.) που δεν έβλεπαν την ώρα να συμμορφώσουν τους εχθρούς και υπονομευτές του ελληνισμού στα σύνορα. Η μισαλλοδοξία, που είναι χαρακτηριστικό των αυταρχικών καθεστώ των, οδήγησε σε μια γενική σκλήρυνση της στάσης του κράτους απέναντι στους μειονοτικούς πληθυσμούς και κυρίως επέτρεψε την ασυδοσία των τοπικών εκπροσώπων του σε πολλές περιπτώσεις. Είναι ενδεικτική η γλώσσα και το περιεχόμενο του κάτωθι υπομνήματος της Γ.Δ. Ηπείρου προς το Υπουργείο Εξωτερικών στις 12.12.1936: «Λαός επαρχιών τούτων ησθάνθη βαθέως την ύπαρξιν πραγματικής εννοίας κράτους με σταθεράν κατευθυντήριον γραμμήν μετά την 4η Αυγούστου. Συνεπεία τούτου το αλβανόφωνον στοιχείον, όπερ άλλοτε θρασυτάτην ενήργει προπαγάνδαν αντεθνικήν, περιέστειλεν ήδη τας ενεργείας του».

Σ' αυτό το πλαίσιο ελήφθησαν μέτρα με στόχο την επιτάχυνση της αφομοίωσης των ξενόφωνων πληθυσμών. Τα δύο σημαντικότερα ήταν η επιβεβλημένη παρακολούθηση νυχτερινών ελληνικών σχολείων ακόμα και για τους ξενόφωνους γέροντες και το δεύτερο η απαγόρευση δημόσιας χρήσης των ξένων ιδιωμάτων επ' απειλή προστίμων και φυλακίσεων. Δυστυχώς, ενώ ήταν γνωστό «ότι η πλειονοψηφία των Βλάχων αποτελείται από ελληνόφρονας, πρωτοστατήσαντας εις τον εθνικόν αγώνα και τας εθνικάς ευεργεσίας», η διαταγή του Γενικού Διοικητή Μακεδονίας υπ' αριθμόν 12277/1936 εφαρμόστηκε και στην περίπτωσή τους, προκαλώντας συλλήψεις για δημόσια χρήση του βλαχικού ιδιώματος και πιέσεις εναντίον των οικογενειών που έστελναν τα παιδιά τους στα ρουμανικά σχολεία. Φυσικά η Ρουμανία έλαβε αμέσως γνώση και διαμαρτυρήθηκε έντονα διά της πρεσβείας της για τις παραβιάσεις των μειονοτικών συνθηκών. Λιγότερο ευγενής ήταν η αντίδραση του ρουμανικού εθνικιστικού τύπου. Το άρθρο του Κουτσόβλαχου Ι. Μπιτσιόλα στην Κουρεντούλ στις 15.5.1937, αφού στηλίτευε τις ελληνικές αρχές, κατέληγε με έμμεσες πλην σαφείς απειλές κατά της ελληνικής παροικίας στη Ρουμανία.

Οι διπλωμάτες και η πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Εξωτερικών όμως, λόγω της κοσμοπολίτικης παιδείας και της επίγνωσης των πιθανών επιπτώσεων εις βάρος της διεθνούς εικόνας της χώρας, προσπάθησαν κατ' επανάληψιν να συνετίσουν τους φανατισμένους τοπικούς παράγοντες. Οι διπλωμάτες προσπάθησαν επίσης να επισημάνουν –χωρίς να προκαλέσουν– ότι η αστυνόμευση και η όξυνση ποτέ δεν βοήθησαν την αφομοίωση ξένου πληθυσμού. Παράλληλα προσπαθούσαν να εξηγήσουν στις ρουμανικές αρχές ότι τα μέτρα δεν είχαν στόχο τους Κουτσόβλαχους αλλά τους απειλητικούς για την ασφάλεια του ελληνικού κράτους Βουλγαρόφωνους. Η αντιπρόταση της Ρουμανίας βέβαια ήταν «να επτραπή σιωπηρώς εις αυτάς η άδεια της αναρτήσεως της σημαίας και της ομιλίας της κουτσοβλαχικής γλώσσης καθόσον αι κουτσοβλαχικαί μειονότητες δεν αποβλέπουσι εις ενεργείας δυναμένας να θίξωσι την ελληνικήν κυβέρνησιν».

Παρ' όλες όμως τις καλές προθέσεις της ηγεσίας, ειδικά απέναντι στους Κουτσόβλαχους, από το 1936 και μετά άρχισε αναμφισβήτητα να δημιουργείται έδαφος ευνοϊκό για σύγκρουση των ρουμανιζόντων Κουτσόβλαχων με τους ελληνόφρονες και τις ελληνικές αρχές. Η ερμηνευτική μου υπόθεση είναι ότι από την εποχή εκείνη αρχίζουν να εξασθενούν ή να εξαλείφονται οι αναγκαίες και ικανές συνθήκες που ορίσαμε ως απαραίτητες για την ειρηνική συμβίωση μιας μειονότητας μέσα σε ένα ετερογενές κράτος, δηλαδή α) οι καλές σχέσεις συγγενικού κράτους με το κράτος που φιλοξενεί τη μειονότητα στο έδαφός του, β) η ανυπαρξία εδαφικών αλυτρωτικών αιτημάτων άρα και κοινών συνόρων, γ) η επιθυμία διαφύλαξης του status quo στην ευρύτερη γεωγραφική περιοχή, και δ) η ομαλή διαβίωση της μειονότητας εντός του κράτους σε συνθήκες ισότητας και δικαιοσύνης.

Στην προκειμένη περίπτωση οι ελληνορουμανικές σχέσεις δεν διαταράχτηκαν μεν ανοιχτά, αλλά από τα μέσα της δεκαετίας του '30 και μετά άρχισε να θολώνει το κοινό όραμα που ένωσε τις δύο χώρες μετά τον Α ́ Παγκόσμιο πόλεμο: η πίστη στο καθεστώς των Συνθηκών και οι κοινοί αγώνες στο πλευρό της Γαλλίας και της Αγγλίας. Στην Ελλάδα το αυταρχικό καθεστώς του βασιλιά και του Μεταξά, μολονότι προσηλωμένο σταθερά στη βρετανική πολιτική, εισήγαγε τον μουσολινικό αέρα στη δημόσια ζωή και ενίσχυσε το κλίμα του τύπου «ο σώζων εαυτόν σωθήτω» στα Βαλκάνια. Στη Ρουμανία η επανεμφάνιση του θαυμαστή του Μουσολίνι Καρόλου Β' στο θρόνο το 1930 συνοδεύτηκε από περιφρόνηση για τον κοινοβουλευτισμό και τους θεσμούς του και άνοιξε το δρόμο για τη βασιλική δικτατορία του 1938. Σε μια χώρα με μεγάλα μειονοτικά προβλήματα και μεγάλες ταξικές αντιθέσεις όπως αυτή, οι συνθήκες πολιτικής αποσύνθεσης ευνόησαν την εμφάνιση ενός κινήματος με φασιστικές δομές, τη Σιδηρά Φρουρά του Κορνέλιου Κοντρεάνου και των πρασινοχιτώνων του. Η Σιδηρά Φρουρά στις εκλογές του 1937 ήταν η τρίτη πολιτική δύναμη της χώρας και εξασφάλισε χρηματική βοήθεια από τη Γερμανία. Η σκιά του Άξονα είχε πλέον απομακρύνει πολύ τη Ρουμανία από την παραδοσιακή της σύνδεση με τη Γαλλία. Το καθεστώς των Βερσαλλιών άρχισε να εμφανίζει ρωγμές. Είναι πολύ ενδεικτικό του κλίματος το γεγονός της ανάκλησης του υπουργού Εξωτερικών Ν. Τιτουλέσκου από τον Κάρολο τον Αύγουστο του 1936. Ο διεθνώς γνωστός πολιτικός ήταν το σύμβολο των δεσμών της Ρουμανίας με τη Γαλλία, τη μικρή Entente και το σύστημα συλλογικής ασφάλειας της Κοινωνίας των Εθνών.

Η άνοδος της επιρροής της Σιδηράς Φρουράς ανέβασε φυσικά και τις μετοχές των κάθε λογής εθνικιστών στη Ρουμανία. Έτσι, ενώ μέχρι τότε οι μακεδονορουμανικές οργανώσεις δεν ενθαρρύνονταν να παίξουν τον προβοκατόρικο ρόλο τους, τώρα έχουν το πολιτικό πράσινο φως. Σύμφωνα με τις πληροφορίες της πρεσβείας Βουκουρεστίου «οι Κουτσόβλαχοι είναι κατά το πλείστον μέλη της Σιδηράς Φρουράς και δη εκ των δραστηριοτέρων αυτής μελών». Μάλιστα η εφημερίδα Μακεδονία που κυκλοφορούσε μόνο στους κουτσοβλαχικούς κύκλους, άρχισε να δημοσιεύει πολεμικά άρθρα με τίτλους όπως «Θέλουμε τη Μακεδονία. Ντούτσε, σε περιμένουμε!», υπογραμμίζοντας ότι ο στόχος της ήταν «η διάσωσις και η στερεοποίησις του εθνικού ρουμανικού στοιχείου διά της ανακηρύξεως της ανεξαρτησίας της Μακεδονίας υπό λατινικήν προστασία». Οι πληροφορίες συνέδεαν ολοένα και πιο συχνά την προπαγάνδα των Ρουμανόβλαχων με την Ιταλία, κι έλεγαν ότι ο Μουσολίνι είχε εκδηλώσει μεγάλο ενδιαφέρον για τις κουτσοβλαχικές νησίδες στη Μακεδονία, τις οποίες αποκαλούσε «σταθμούς λατινικότητας». Ο Τσιάνο μάλιστα υποσχέθηκε ότι στην «προσεχή ιταλική εξάπλωσιν εις Μακεδονίαν το ρουμανικόν στοιχείον θα είναι το κυρίαρχον στοιχείον που θα κυβερνήσει».

Οι ελληνικές αρχές από καιρό είχαν σποραδικές πληροφορίες για ανάμιξη της φασιστικής Ιταλίας στη ρουμανοβλαχική προπαγάνδα αλλά από το 1939 και μετά οι υποψίες έγιναν βεβαιότητα. Ας μην ξεχνάμε ότι το Πάσχα εκείνης της χρονιάς η Ιταλία εισέβαλε στην Αλβανία, το τελευταίο θύμα της πολιτικής του «κατευνασμού», και άρχισε μπροστά στα μάτια όλης της Ευρώπης τη συστηματική ιταλοποίηση της χώρας με εκμετάλλευση των φυσικών πόρων της, διάβρωση της οικονομίας, αποστολή διοικητικών στελεχών και υποχρεωτική διδασκαλία της ιταλικής γλώσσας.

Ο πρέσβης Κ. Κόλλας από το Βουκουρέστι συμβούλευε τις ελληνικές αρχές λίγο πριν από το ιταλικό τελεσίγραφο: «Θα ήτο λίαν σκόπιμον, νομίζω, εάν η Ελληνική Δημόσια Ασφάλεια ήθελε μετά πολλής λεπτότητος παρακολουθήση τα εν Ελλάδι αναμεμιγμένα πρόσωπα εις την κίνησιν αυτήν». Οι συστάσεις του πρέσβη Κόλλα μάλλον περίττευαν καθόσον τα κατώτερα όργανα της χωροφυλακής είχαν ήδη στενέψει τον κύκλο γύρω από τους ρουμανίζοντες παρακολουθώντας άγρυπνα τις κινήσεις τους. Η παρακολούθηση εντάθηκε περισσότερο μετά τον ενθουσιασμό που έδειξαν ορισμένοι ρουμανίζοντες μόλις έμαθαν ότι η Σιδηρά Φρουρά μπήκε στο κυβερνητικό σχήμα στη Ρουμανία. Το γεγονός αυτό μαζί με την επιδίωξη εξαφάνισης των αιγών από το Υπουργείο Γεωργίας δημιούργησε πικρία στους Κουτσόβλαχους και έδωσε έδαφος στην προπαγάνδα.

Μετά την έναρξη του ελληνοϊταλικού πολέμου οι ελληνικές αρχές έλαβαν αυστηρά μέτρα, συλλαμβάνοντας και εκτοπίζοντας όσους θεωρούσε 5η φάλαγγα των Ιταλών. Τα μέτρα, εκτός του ότι προκάλεσαν επίσημες ρουμανικές διαμαρτυρίες, αδίκησαν και πίκραναν τους πολλούς πιστούς στην Ελλάδα Βλάχους. Διότι, αν υπήρξαν κάποιοι που πράγματι δικαιώθηκαν με την ιταλική επίθεση και συνεργάστηκαν με τον ιταλικό στρατό, οι περισσότεροι στάθηκαν στο πλευρό των αγωνιζόμενων Ελλήνων είτε πολεμώντας είτε βοηθώντας στον ανεφοδιασμό του ελληνικού στρατού στην Πίνδο.

Οι περιοχές εντός των οποίων ζούσε η μεγάλη μάζα των κουτσοβλαχικών πληθυσμών, δηλαδή συμπαγή χωριά στην οροσειρά της Πίνδου, όπως και στον Όλυμπο και το Βέρμιο και πόλεις της Κεντρικής και της Δυτικής Μακεδονίας, της Θεσσαλίας και της Ηπείρου, όπως Γρεβενά, Τρίκαλα, Βέροια, Γιάννενα κ.ά., εντάχθηκαν κατά κύριο λόγο στην ιταλική ζώνη κατοχής. Το γεγονός εκμεταλλεύτηκαν όσοι Βλάχοι ήταν ήδη συνδεδεμένοι με την ιταλική προπαγάνδα για να βγουν στο προσκήνιο αναφανδόν. Ας μη λησμονούμε την ψυχολογική κατάσταση ολόκληρου του ελληνικού λαού που δέχτηκε ως νικητές τους ηττημένους Ιταλούς, που ζούσε χωρίς πραγματική ηγεσία σε μια χώρα έρμαιο στον επεκτατισμό των γειτόνων, που ήδη δεν είχε τα στοιχειώδη για να διατηρηθεί στη ζωή. Αυτό το ζοφερό κλίμα επέτρεψε στον ήδη διαβόητο Αλκιβιάδη Διαμάντη να κάνει τη θριαμβευτική επανεμφάνισή του στην περιοχή των Γρεβενών διεκδικώντας τον τίτλο του ηγέτη των Κουτσόβλαχων και τη δημιουργία του αυτόνομου πριγκιπάτου της Πίνδου. Ο Διαμάντης και οι συνεργάτες του αποπειράθηκαν με την ενθάρρυνση –ή κατά περιοχές την ανοχή των ιταλικών αρχών κατοχής– να εκμαυλίσουν τους Κουτσόβλαχους ώστε να διαχωρίσουν τη θέση τους από την Ελλάδα. Μέχρι το 1943 που η Ιταλία αποσύρθηκε, όργωναν τα βλαχοχώρια προσπαθώντας να αποσπάσουν δηλώσεις ρουμανικής-λατινικής καταγωγής και να στρατολογήσουν παιδιά για τα σχολεία τους και άντρες για τη «λεγεώνα». Τα κέρδη τους όμως ήταν λίγα και προσωρινά. Το γεγονός ότι οι Κουτσόβλαχοι έζησαν στην Ελλάδα κάτω από τις καλύτερες προϋποθέσεις τούς βοήθησε να διατηρήσουν το ελληνικό εθνικό φρόνημα ακόμα και σ' αυτές τις αντίξοες συνθήκες. Ακόμα και οι ρουμανίζοντες Βλάχοι στη μεγάλη τους πλειοψηφία αρνήθηκαν να ακολουθήσουν τους ταραξίες του Διαμάντη, πιστεύοντας ότι «οι κουτσοβλαχικοί πληθυσμοί πρέπει και εφεξής, ως και κατά αιωνόβιον παρελθόν, να συζήσουν αρμονικά μετά του άλλου όγκου μετά του οποίου έχουν συνυφανθεί και ότι οι τα αντίθετα πράττοντες εγκληματούν». Απλώς προσπαθούσαν σταθερά να διατηρήσουν τους δεσμούς των Βλάχων με τη Ρουμανία με το θέλγητρο του επισιτισμού. Οι ρουμανικές αρχές κράτησαν επίσης μετριοπαθή στάση και κάλεσαν τους Κουτσόβλαχους που μπορούσαν να επηρεάσουν να μείνουν μακριά από τις εμφύλιες έριδες των Ελλήνων για να μη δυσκολέψουν αργότερα τη θέση τους στη χώρα.
0 .

Άβαταρ μέλους
Ακρίδης Κατσαριδόπουλος
Crazy poster
Crazy poster
Δημοσιεύσεις: 1144

Re: Η καταγωγή των σύγχρονων Βαλκανικών λαών

Δημοσίευσηαπό Ακρίδης Κατσαριδόπουλος » 22 Σεπ 2023, 02:17

Προεπαναστατικές απόψεις για την καταγωγή Σέρβων, Βουλγάρων, Βλάχων, Αλβανών

Σύμφωνα με τον Μελέτιο, οι Σέρβοι και οι Βούλγαροι, που είχαν κατοικήσει τη Μοισία, είχαν έρθει από την «Ασιατική Σαρματία», γι’ αυτό, άλλωστε, οι Βούλγαροι είχαν πάρει το όνομά τους από τον ποταμό Βόλγα. Περίπου τις ίδιες ιστορικές πληροφορίες μας άφησαν και οι Δημητριείς, με τη διαφορά ότι σημείωσαν πως οι Σέρβοι είχαν κοινή καταγωγή με τους άλλους Σλάβους.

Στο ζήτημα της ιστορικής καταγωγής των Βλάχων της Πίνδου και της Μακεδονίας, παρ’ όλη την εθνικοποίηση και ένταση των διαφορών «Βλάχων και Ρωμαίων», στα χρόνια του ώριμου Διαφωτισμού υπήρχε αρχικά μια συμφωνία ότι προέρχονταν από τη μεσαιωνική Δακία. Φυσικά αυτό υποστήριζε ο Ρόζιας, ο Φιλιππίδης και ο Φωτεινός. Ο Ρόζιας, μάλιστα, ειρωνεύτηκε τους Γραικούς ως «νεοεφευρέτες», που με τις ονομασίες «Κουτσόβλαχοι» και «Καράβλαχοι» προσπαθούσαν να διασπάσουν την ενότητα των Βλάχων. Αλλά δεν ήταν μόνον αυτοί. Το ίδιο είχε υποστηρίξει ο Μελέτιος Μήτρου αλλά και ο συγγραφέας της Απολογίας, που τους ονόμαζε «μέτοικους» από τη Βλαχία. Αργότερα, όμως, ο Αθανάσιος Σταγειρίτης απέφυγε να πάρει ξεκάθαρη στάση, ενώ ο Κούμας, δήλωσε ρητά πως οι διασκορπισμένοι στα ορεινά από τη Μακεδονία μέχρι την Πελοπόννησο είναι «οι λεγόμενοι Βλάχοι, Μακεδόνες όντες και Θετταλοί και Έλληνες το γένος».

Αντίθετα, το ζήτημα της αλβανικής ιστορίας και ειδικότερα της καταγωγής των Αλβανών, αν και παρεμφερές ως πρόβλημα, όσον αφορά τη γεωγραφική διασπορά και ανάμιξη, δεν ήταν ακόμη εθνικά χρωματισμένο· ήταν, όμως, ζήτημα παλαιό που συμπλεκόταν με την ιστορία όλων σχεδόν των προσλαβικών βαλκανικών φύλων. Ο Μελέτιος απέρριπτε την ιλλυρική καταγωγή των Αλβανών και προτιμούσε την κελτική εκδοχή και την ιταλική προέλευση. Μαζί του συμφώνησε και ο Διονύσιος Πύρρος. Ο Γεώργιος Κρομμύδης είκαζε ότι οι Τσάμηδες, όπως και οι Σουλιώτες, κατάγονταν από το «Χαονικό έθνος». Ο Νικόλαος Παπαδόπουλος τους αναφέρει ως «έθνος Σκυθικόν» και ο Ψαλίδας, όπως ήδη σημειώθηκε παραπάνω, ως σλαβικό. Ο Αθανάσιος Σταγειρίτης παρέθεσε δύο εκδοχές, την ιλλυρική και την κελτική και δεν ξέχασε να αναφέρει τον αποικισμό της Ηπείρου, Θεσσαλίας, Αττικής, Ακαρνανίας και Μακεδονίας, προσθέτοντας: «Οι δε Έλληνες, όπου ευρέθησαν ολιγώτεροι εκείνων, εσυνείθισαν την γλώσσαν αυτών». Την ανάμιξη αυτή τόνισε κυρίως ο Ψαλίδας. Ήταν ένα γένος «μικτόν», που όμως περισσότερο έκλιναν προς το χαρακτήρα των Ελλήνων, παρά στον πελασγικό ή τον ιλλυρικό. Γι’ αυτό, άλλωστε, αργότερα (1823) πρότεινε ο ίδιος στον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο τη συνεργασία μαζί τους για την κατάληψη της Ηπείρου και της Θεσσαλίας. Με τους Ιλλυριούς ως έθνος συνέδεσε τους Αλβανούς και ο Κούμας, αν και δεν ήταν σε θέση να εξηγήσει τη μετονομασία.
1 .

Άβαταρ μέλους
Ακρίδης Κατσαριδόπουλος
Crazy poster
Crazy poster
Δημοσιεύσεις: 1144

Re: Η καταγωγή των σύγχρονων Βαλκανικών λαών

Δημοσίευσηαπό Ακρίδης Κατσαριδόπουλος » 20 Οκτ 2023, 15:03

Η απεικόνιση των βαλκανικών λαών στη δημοτική παράδοση

Η απουσία αρνητικών αναφορών για τους Βουλγάρους, σε συλλογικό τουλάχιστον επίπεδο, είναι εμφανής στα δημοτικά τραγούδια, όπου εμφανίζονται ως κομπάρσοι. Άλλοτε στήνουν παγανιά στους Λαζαίους, μαζί με τους Κονιάρους, φοβούμενοι ότι οι Τούρκοι θα κάψουν τα χωριά τους, αν δεν συμμορφωθούν· άλλοτε στρατολογούνται από τον καπετάνιο Νάνο για κλέφτικες επιχειρήσεις κι άλλοτε από τον Νικοτσάρα, για να πολεμήσουν τους Τούρκους. Το πιο χαρακτηριστικό δημοτικό είναι αυτό της βουλγάρας χήρας, που εμφανίζεται με διάφορες παραλλαγές, αλλά διατηρεί ως βασικό σημείο αναφοράς τα ελευθέρια ήθη και τα κάλλη της, που μάγευαν τους περαστικούς. Σ’ ένα άλλο δημοτικό, ένας πασάς που αρμένιζε στην τρικυμισμένη θάλασσα έκανε τάμα στον «άι-Δημήτρη Βούλγαρη από τη Σαλονίκι» να βαπτισθεί Χριστιανός μαζί με τα παιδιά του, αν γλιτώσει.

Αντίθετα, οι Αρβανίτες, οι Λιάπηδες και οι Γκέκηδες αποτελούν, στο σύνολο των κλέφτικων δημοτικών τραγουδιών, το αντίπαλο και αντάξιο δέος όλων των επωνύμων κλεφτών αλλά και των Σουλιωτών. Είναι όλοι τους Μουσουλμάνοι και, ως ομόθρησκοι, πλήρως ταυτισμένοι με τους Τούρκους, εκτός από τους «τρακόσους Αρβανίτες/θαυμαστούς Μακεδονίτες» που, κατά τη ριμάδα, είχε μαζί του ο Λάμπρος Κατσώνης.

Αόριστες στη δημοτική ποίηση είναι οι βουκολικές αναφορές στους Βλάχους, τα βλαχόπουλα και τις βλαχοπούλες, που μάλλον φαίνεται να ταυτίζονται με το ποιμενικό στοιχείο της Νότιας Ελλάδας παρά με το βλαχόφωνο της Βόρειας Πίνδου και σε καμιά περίπτωση με τη «Βλαχιά» και τη «Βλαχομπογδανιά».
1 .

Άβαταρ μέλους
Adminović
Sloboda Narodu
Sloboda Narodu
Δημοσιεύσεις: 14326
Τοποθεσία: F.R. Liberland
Επικοινωνία:

Re: Η καταγωγή των σύγχρονων Βαλκανικών λαών

Δημοσίευσηαπό Adminović » 20 Οκτ 2023, 15:37

Ακρίδης Κατσαριδόπουλος έγραψε:
Αντίθετα, οι Αρβανίτες, οι Λιάπηδες και οι Γκέκηδες αποτελούν, στο σύνολο των κλέφτικων δημοτικών τραγουδιών, το αντίπαλο και αντάξιο δέος όλων των επωνύμων κλεφτών αλλά και των Σουλιωτών. Είναι όλοι τους Μουσουλμάνοι και, ως ομόθρησκοι, πλήρως ταυτισμένοι με τους Τούρκους, εκτός από τους «τρακόσους Αρβανίτες/θαυμαστούς Μακεδονίτες» που, κατά τη ριμάδα, είχε μαζί του ο Λάμπρος Κατσώνης.


Και οι Σουλιώτες αρχικά το ίδιο με τους λοιπούς Αλβανίτες θεωρούνταν για τους οπλαρχηγούς της Θεσσαλίας (είχαν γίνει και κάμποσες μάχες μεταξύ τους). Κυρίως όταν τα τσούγκρισαν με τον Αλή Πασά αρχίζουν να τους βλέπουν ως κάτι διαφορετικό.
1 .
Ο ψεκασμός είναι υγεία, είναι πολιτισμός!

Σκοτώνει βακτήρια, ιούς, μύκητες, ζιζάνια, καθώς και πάσης φύσεως παράσιτα
. :yesyes:

Άβαταρ μέλους
Ακρίδης Κατσαριδόπουλος
Crazy poster
Crazy poster
Δημοσιεύσεις: 1144

Re: Η καταγωγή των σύγχρονων Βαλκανικών λαών

Δημοσίευσηαπό Ακρίδης Κατσαριδόπουλος » 27 Μαρ 2024, 15:30

Τλαξκαλτέκος έγραψε:

Αυτός ηταν ελληνόφωνος, σλαβόφωνος ή βλαχοφωνος; :hmhmhm:

https://el.m.wikipedia.org/wiki/Αντώνιος_Ζώης
0 .

Άβαταρ μέλους
Τλαξκαλτέκος
Extreme poster
Extreme poster
Δημοσιεύσεις: 3145

Re: Η καταγωγή των σύγχρονων Βαλκανικών λαών

Δημοσίευσηαπό Τλαξκαλτέκος » 28 Μαρ 2024, 11:13

Ακρίδης Κατσαριδόπουλος έγραψε:
Τλαξκαλτέκος έγραψε:

Αυτός ηταν ελληνόφωνος, σλαβόφωνος ή βλαχοφωνος; :hmhmhm:

https://el.m.wikipedia.org/wiki/Αντώνιος_Ζώης

Δεν κατάφερα να βρω κάτι. :frustrato:
0 .
Τους μεν κενούς ασκούς το πνεύμα διίστησι , τους δε ανοήτους ανθρώπους το οίημα. ( Σωκράτης [ στον Στοβαίο ] )


Επιστροφή σε “Ιστορία”