Μερικά εθνολογικά απ' το
ΕΛΕΩΝΟΡΑ ΚΟΥΝΤΟΥΡΑ-ΓΑΛΑΚΗ - ΝΙΚΗ ΚΟΥΤΡΑΚΟΥ , Η πρόσληψη του δυτικοελλαδικού χώρου στους λόγιους συγγραφείς της Παλαιολόγειας περιόδου με έμφαση στα υστεροβυζαντινά αγιολογικά κείμενα,
ΠΡΕΒΕΖΑ Β ' , Πρακτικά του Δεύτερου Διεθνούς Συμποσίου για την Ιστορία και τον Πολιτισμό της Πρέβεζας (16 - 20 Σεπτεμβρίου 2009 ), Τόμος I, σελ. 45 - 67.
Μνείες «οικογενειακών» ονομάτων προέλευσης και καταγωγής αρχίζουν να εμφανίζονται στις πηγές ήδη από τη Μέση Βυζαντινή περίοδο, όπως Δανιήλ Σινωπίτης ( Νικηφόρος :
Δανιήλ τον πατρίκιον ... εκ της Σινωπιτών ορμώμενον πόλεως , Θεοφάνης :
Δανιήλ τον Σινωπίτην ) Θεόδωρος Καμουλιανός από τα Καμουλιανά της Μικράς Ασίας, Κωνσταντίνος Ρόδιος ( Παλατινή Ανθολογία :
Κωνσταντίνου του Ροδίου ... όν Λίνδος μεγάλαυχος ήνεγκε ) , για να αναφέρουμε μερικά γνωστά ονόματα. Συχνά ο προσδιορισμός προέλευσης συσχετίζεται με κρίσεις που παραπέμπουν στην όποια τοπική καταγωγή. Ο Νικήτας Μάγιστρος τον 10° αιώνα για παράδειγμα επεσήμανε τη λακωνική του καταγωγή σε συνάρτηση με τη λακωνικότητα της γραφής του: επεί και Λάκων ο γεγραφώς , γράφει σε επιστολή του. Μολονότι η πληροφόρηση για τον τόπο καταγωγής θεωρείται από τους ίδιους τους Βυζαντινούς απαραίτητη για τους ήρωές τους και τους ίδιους τους συγγραφείς των γραπτών κειμένων( π.χ. ο πατριάρχης Φώτιος προσάπτει στην κρίση του για τον ιστορικό Κεφαλίωνα ότι αποσιωπούσε αυτό που ήταν
«άναγκαΐον είπεΐν», δηλαδή την πατρίδα και την καταγωγή του ), οι σχετικές ωστόσο με την πρόσληψη των περιοχών του δυτικού ελλαδικού χώρου - κυρίως Αιτωλοακαρνανία και Ήπειρος- μαρτυρίες στις πηγές της Μεσοβυζαντινής περιόδου είναι σποραδικές.
(...)
Ειδικά δε για το Δυρράχιο
την ποτέ καλουμένην Έπίδαμνον ο Πορφυρογέννητος κάνει λόγο για τον ομώνυμο ήρωα, γιο του Ποσειδώνα, που δίνει το όνομά του στον τόπο. Εκφράζοντας από την άλλη πλευρά την ιδεολογική πρόσληψη του δυτικού χώρου με βάση τη δική του πολιτική ιδεολογία και υπηρετώντας τις επιδιώξεις του κειμένου του (Για τη βυζαντινή πολιτική σχετικά με τη Δύση που εκφράζει ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος, βλ. Koder 2005, 34-38. Για το σχετικό πολιτικό πρόγραμμα της Μακεδονικής Δυναστείας περί
«περιορισμένης οικουμενικότητας» , βλ. Λουγγης 1981, 61-63. ,
λέει ότι το Δυρράχιον αποτελεί το σύνορο της ρωμαϊκής επικράτειας της Κωνσταντινούπολης και ότι, σύμφωνα με την παράδοση, τα αντίπερα ανήκουν στον βασιλεύοντα της Ρώμης ( Περί Θεμάτων, 94: '
Έως ώδε (Δυρράχιον) ό μερισμός τής βασιλείας έγένετο τοϋ κρατοΰντος βασιλέως τό Βυζάντιον, τα δε άντίπερα, άπερ Ίώνιος κόλπος, τω βασιλενοντι τής ‘Ρώμης ύπήκοα, ... τω δέ Κωνσταντίω τα από τοϋ Δυρραχίου κα'ι αύτό τό 'Ιλλυρικόν την Ελλάδα τε καί τάς έπέκεινα νήσους τάς τε Κυκλάδας και τάς καλουμένας Σποράδας ... Τα ίδια λέει και στο άλλο του έργο του Προς τόν ίδιον υιόν 'Ρωμανόν, κεφ. 30.. )
Την κατά ανάλογο τρόπο ιδεολογική πρόσληψη του χώρου θα τη συναντήσουμε στη συνέχεια και στους συγγραφείς που περιέγραψαν τη διαμάχη Νίκαιας και Ηπείρου τον 13° αιώνα, αλλά και στον ακόμα μεταγενέστερο αυτοκράτορα-συγγραφέα Ιωάννη Στ' Καντακουζηνό (1341-1354), ο οποίος έχοντας επίγνωση της βυζαντινής παράδοσης, θεωρεί την Επίδαμνο και τη Δαλματία ως τα προς δυσμάς άκρα της
Ρωμαίων ηγεμονίας. ( Καντακουζηνός:
... και έσπερίων επαρχιών άχρις ’Επιδάμνου και Δαλματίας, των άκρων όρων τής Ρωμαίων ηγεμονίας )
(...)
Ο Νικήτας Χωνιάτης [ φιλικά προσκείμενος στην αυτοκρατορία της Νίκαιας ] διατυπώνει αρνητική γνώμη του για τις δυτικές επαρχίες του Βυζαντίου. Όπως για παράδειγμα στο Λόγο αρ. 13, όπου λέει ότι το Βυζάντιο θα είχε χαθεί μετά την άλωση του 1204 και οι ανατολικές επαρχίες θα είχαν γνωρίσει μεγαλύτερες καταστροφές από ό,τι οι δυτικές, αν δεν υπήρχε ο Θεόδωρος Λάσκαρης. Ο Χωνιάτης κάτω από τη συγκεκριμένη οπτική γωνία θεωρεί τη Νίκαια ως «σκεύος εκλογής» και προσεγγίζει το χώρο με μια «νικαιϊκή αντίληψη», κάνοντας αναγωγή στην μη νομιμοποιητική βάση της εξουσίας, εξ ου και ο όρος
«τυραννίδες» για τις διάφορες τοπικές εξουσίες του δυτικού χώρου. Αναφέρεται στους «τυράννους» Λέοντα Σγουρό και τον Λέοντα Χαμάρετο (
τύραννος ην των Λακώνων ) και προχωρά σε αντίστοιχη μνεία για τον Μιχαήλ Α' Δούκα (1205-1215) στην Αιτωλία και Ήπειρο:
Αιτωλίαν δέ καιι τα τή Νικοπόλει προσοριζόμενα και δσα πρόεισιν εις Έπίδαμνον ό Μιχαήλ ίδιώσατο... Και συνεχίζει διερωτώμενος ο συγγραφέας :
τοσαυτας δε τυρρανίδας διαιρεθείσης τής εσπέρας τί μεν των καλών ούκ άπην ...; τονίζοντας έτσι μια καταρχήν θεσμική συνολική θεώρηση του
δυτικοελλαδικού χώρου, ο οποίος έχει υποστεί κατακερματισμό.Ο γεωγραφικός προσδιορισμός του δυτικοελλαδικού χώρου, τον οποίο ο μη νόμιμος άρα «τύραννος» Μιχαήλ Α ' Δούκας
ιδιώσατο, γίνεται αρχικά με βάση μια ευρύτερη περιοχή, την Αιτωλία, και κατόπιν με βάση τα πιο γνωστά από την αρχαιότητα τοπωνύμια πόλεων εκτός της Αιτωλίας, τη Νικόπολη δυτικά (
τα τή Νικοπόλει προσοριζόμενα) και την Επίδαμνο βόρεια (
δσα πρόεισιν εις Έπίδαμνον), πιθανώς διότι στην περιοχή της Αιτωλίας δεν υπήρχε κάποιο αρκετά γνωστό από την αρχαιότητα τοπωνύμιο για να το αναφέρει ο συγγραφέας.
Η πρόσληψη του χώρου αυτού στο Χωνιάτη προσδιορίζεται όχι τόσο με σύγχρονα κρατικά μορφώματα, έστω και αν τα γνωρίζει ο συγγραφέας, αλλά κυρίως με βάση αρχαιογνωστικά μοτίβα, όπως τα γνωστά τοπωνύμια από την αρχαιότητα· σημειώνεται άλλωστε η χρήση της αρχαιότερης ονομασίας
Έπίδαμνος έναντι της νεότερης
Δυρράχιον. Η αναγωγή στην αρχαιότητα γίνεται ιδιαίτερα φανερή στην αναφορά του στη λεία των Σταυροφόρων από την Κωνσταντινούπολη. Στο σημείο αυτό ο Χωνιάτης περιγράφοντας
τον όνον και τον τούτου έφεπόμενον οδηγόν, το αρχαίο άγαλμα του Νίκωνος, θα αναφερθεί στο Άκτιο με την επεξήγηση
ό έστιν ή καθ ’ Ελλάδα Νικόπολις κάνοντας και πάλι αναφορά στο πιο γνωστό από την αρχαιότητα τοπωνύμιο. Στη συνέχεια θα δανειστεί από τον Σουετώνιο την ανεκδοτολογικού τύπου αναφορά στην ιστορία διοσημείας του Οκταβιανού Αυγούστου ο οποίος, συναντήθηκε λίγο πριν από τη μάχη του Ακτίου με κάποιο Νίκωνα, οδηγό του όνου Νίκανδρου που, όπως του
είπε,
άφικνοϋμαι δέ προς την τού Καίσαρος στρατιάν και θεωρήθηκε σημάδι της νίκης του Ακτίου το 31 π.Χ. (και της ίδρυσης της Νικόπολης).
Ο Γεώργιος Ακροπολίτης, γράφοντας ανοικτά και χωρίς περιστροφές από την πλευρά της αυτοκρατορίας της Νίκαιας, βλέπει τις αναφορές στο δυτικό ελλαδικό χώρο ως ένα είδος παρέκβασης. Δηλώνει έτσι ότι ο λόγος του θα κάνει μια ανάπαυλα για να ιστορήσει όσα είχαν γίνει στη Δύση.
Άλλ’ ένταϋθά μοι ό λόγος άναμεινάτω, ιστορήσω γάρ βούλεται τά τω βασιλεϊ Άλεξίω συμβάντα, ήδη δέ και τάλλα τα. έπϊ τή έσπέρα γενέσθαι. Να, πώς παρουσιάζονται
τά έπϊ τή έσπέρα του Ακροπολίτη με αναφορά στον Μιχαήλ Α' της Ηπείρου: ήν γαρ οντος τω τότε
μέρους τινός τής παλαιός Ηπείρου κρατήσας και πολλά τοις πρός τά έκεϊσε μέρη άφιγμένοις ΊταλοΙς παρέχων πράγματα, και ήν ούτος δυναστεϋων τής τοιαυτης χώρας· Ίωαννίνων γάρ ήρχε καϊ Άρτης και μέχρι Ναυπάκτου. ( Οι όροι Παλαιά και Νέα Ήπειρος απηχούν τη διοικητική διαίρεση
των πρώτων βυζαντινών χρόνων ).
Το απόσπασμα είναι γνωστό αφού περιγράφει τα αρχικά όρια του λεγομένου Δεσποτάτου της Ηπείρου. Με μια διάθεση ίσως υποτίμησης της έκτασης του κράτους της Ηπείρου από την πλευρά του Ακροπολίτη αναφέρεται ότι ο ηγεμόνας της δεν εξούσιαζε παρά ένα μέρος της Παλαιάς Ηπείρου - και είναι ενδιαφέρον να σημειώσουμε εδώ τη διοικητική αναφορά στην παλαιά Ήπειρο ως ανήκουσα στα
έπϊ τή έσπέρα. Η δικαιοδοσία του Μιχαήλ Α' Δούκα προσδιορίζεται μέσω κυρίως τοπωνυμίων που αποτελούσαν τυπικά μεσαιωνικά πόλεις-κάστρα, όπως τα ονομάζει άλλωστε ο ίδιος (τό κάστρον τά Σέρβια και συν αύτω και τό Δυρράχιον) σε επίκαιρα σημεία, τα οποία στη συνέχεια λειτουργούν ως αστικά κέντρα (Ιωάννινα, Άρτα, Ναύπακτος). Για το ίδιο θέμα ο μεταγενέστερος Θεόδωρος Σκουταριώτης, μολονότι
επαναλαμβάνει τον Ακροπολίτη, προσδιορίζει την επικράτεια του Μιχαήλ Α' Δούκα χρησιμοποιώντας διαφορετικούς και πιο διευρυμένους γεωγραφικούς όρους από το πρότυπό του:
Ηπείρου κρατήσας, Άχαΐας τε και Άκαρνάνων έξουσιάζων καϊ τής Ναυπάκτου αυτής.Ο Ακροπολίτης στη συνέχεια, αφηγούμενος την επέκταση του κράτους από τον αδελφό του Μιχαήλ Α', Θεόδωρο Α' Δούκα (1215-1230), επισημαίνει ότι αυτός είχε στην κυριαρχία του την περιοχή της Θεσσαλίας και ορισμένα κάστρα στα βόρεια:
τήν τε γάρ Θεσσαλίαν υφ ’ έαυτόν έποιήσατο, Αχρίδα τε και Πρίλαπον, Αλβανόν (σημ. Ελμπασάν) τε και αυτά το Δυρράχιον, επισημαίνοντας τη σπουδαιότητα του τελευταίου ως πύλη των στρατευμάτων από και προς τη Δύση. Ενώ αργότερα με τον ίδιο τρόπο οριοθετεί την εκ νέου, μετά τη μάχη της Κλοκοτινίτσης (1230), διευρυμένη επικράτεια του «δεσπότη» Μιχαήλ Β ' Δούκα (1230-1267/1268),
τον οποίο σταθερά συγκαταλέγει ανάμεσα στους εχθρούς της Νίκαιας (Ρωμαίων) :
τοις δυτικοις ... μέρεσι τοις εκείσε ούσι των Ρωμαίων υπεναντίοις . Πρόκειται και πάλι για μια θεσμική συνολική θεώρηση, η οποία ανάγεται μεν στο παρελθόν εμπεριέχει ωστόσο και σύγχρονα στοιχεία. Γιατί
η θεώρηση του Ακροπολίτη για τον δυτικοελλαδικό χώρο τόσο ως κάτι το «άλλο» σε ό,τι αφορά τη ματιά της κεντρικής-νικαιϊκής εξουσίας είναι εμφανής, όσο και ο διαχωρισμός της περιοχής σε «δική τους» και «δική μας», όπου τα Πυρρηναία όρη αποτελούν όριο ανάμεσα στην Παλαιά και Νέα Ήπειρο. Ειδικά για τον Ακροπολίτη τα αρχαιοπρεπή Πυρρηναία αποδίδουν τον ορεινό όγκο της Πιερίας και της Πίνδου:
συνεστάλησαν oυv μέχρι τών οικείων όρων, είτουν τών Πυρρηναίων όρων, α δη διορίζει τήν παλαιόν τε και τήν νέαν Ήπειρον τής Έλληνίδος και ήμετέρας γής. Ο ιστορικός, αφού κάνει γνωστές τις αρνητικές απόψεις του για τη Δυτική Ελλάδα, αφηγούμενος τα γεγονότα του 1259, θα διατυπώσει μια γενικότερη κρίση για τους κατοίκους των δυτικών μερών και για την ευελιξία που επεδείκνυαν σε μια ταραγμένη εποχή: τοιουτοι γάρ είσιν οι των δυτικών οΐκήτορες, ραδίως πάσι τοϊς δυναστευούσιν ύποπίπτοντες- εντεύθεν τους ολέθρους άποφυγγάνουσι και τα πλειω τών σφετέρων περιουσιών διασώζουσι. Παρόμοια άποψη επαναλαμβάνει ο Γεώργιος Παχυμέρης, που μιλά για το
και άλλως τών δυτικών εϋρίπιστον, καθώς και ο μεταγενέστερος Νικηφόρος Γρηγοράς που καυτηριάζει τη συμπεριφορά τους λέγοντας
τής πονηράς εκείνης ρίζης πάλιν ύπεφύοντο πονηρά και άκανθώδη βλαστήματα. Μολονότι ο Ακροπολίτης θα κατηγορήσει τους κατοίκους της Δυτικής Ελλάδος ότι προσαρμόζονται στους εκάστοτε κατακτητές, εν τούτοις θα αποτυπώσει μια διαφορετική εικόνα για τους ίδιους, όταν τους περιγράφει πιστούς στην εξουσία του Δουκών της Ηπείρου. Αφού απαριθμήσει τις περιοχές που πέρασαν, μετά τη μάχη της Πελαγονίας (1259), στη δικαιοδοσία της Νίκαιας (
καί πάσα δε ή πέριξ τών τοιουτων άστεων χώρα, εΐτουν Πρέσπα Πελαγονία Σωσκδς Μολυσκός, υπό την επικράτειαν τών 'Ρωμαϊκών δυνάμεων έγεγόνεισαν καί ύπετάττοντο τούτοις ) , στις οποίες περιλαμβάνονταν η Άρτα και τα Ιωάννινα (
... τα Πυρρηναία υπερβάντες ορη περί την Άρταν έχώρουν, καταλιπόντες εν τοις Ίωαννίνοις στράτευμα μερικόν εις πολιορκίαν τού άστεος. κατέλαβον ουν ούτοι την Άρταν, ... ) και αφού αναφέρει ότι η εξουσία του Μιχαήλ Β ' Δούκα περιορίστηκε στο άστυ
τής Βουδίτζης (σημ. Βόνιτσα), στη συνέχεια αναφέρει πώς
έχασαν και πάλι αυτά τα εδάφη οι «Ρωμαίοι», δηλαδή οι Νικαιώτες, με την καταλυτική υποστήριξη, των πιστών στους Δούκες, (
τους πάντας οίκήτορας προσκειμένους εύρεν αύτω )
κατοίκων των δύο βασικών κέντρων εξουσίας των Δουκών της Ηπείρου, Άρτας και Ιωαννίνων. Στο σημείο αυτό ο συγγραφέας παρουσιάζει τους κατοίκους της Ηπείρου όχι ως καιροσκόπους, όπως τους είχε κατηγορήσει πιο πάνω, αλλά ως συνειδητούς «πατριώτες» που τάχθηκαν στο πλευρό του αρχηγού τους Μιχαήλ Β' Δούκα για την ανεξαρτησία τους. Ο Ακροπολίτης στη συνέχεια με θλίψη του αποδίδει την απώλεια των εδαφών της Ηπείρου από την πλευρά της Νίκαιας στην κακή συμπεριφορά του στρατού της Ανατολής απηχώντας την εχθρότητα των αυτοχθόνων Ηπειρωτών προς τους Νικαιώτες και θεωρεί την εξέλιξη αυτή ως «αρχήν κακών» για την επιρροή της Νίκαιας στα «δυτικά μέρη» (
ούτω μεν oυv αρχήν κακών τα τών "Ρωμαίων εΐληφε πράγματα, καί τά καλώς ταϊς βασιλικαϊς συμβουλίαις γεγενημένα ταΐς τών στρατηγούντων άνηκοϊαις καί άταξίαις είς τό μηδέν σχεδόν ή καί πάνυ μικρόν κατηντηκασιν. )
Αποκλειστικά με τον προσδιορισμό «δυτικά» ή «δυσικά μέρη» αποκαλεί την περιοχή του δυτικοελλαδικού χώρου ο Γεώργιος Παχυμέρης και τους κατοίκους της «δυτικούς», ίσως όχι μόνο λόγω γεωγραφικής θέσης, εφόσον κείται
έπι τής δυσεως έναντι της βυζαντινής πρωτεύουσας, αλλά και λόγω των ευκαιριακών συμμαχιών τους με τους Λατίνους. Όπως ο Ακροπολίτης, έτσι και ο Παχυμέρης χαρακτηρίζει τους Ηπειρώτες άστατους και τους θεωρεί ως εχθρούς του βυζαντινού αυτοκράτορα, ενώ επίσης
τους καταλογίζει σοβαρές ευθύνες για την παρακμή της αυτοκρατορίας. Αν και ο Παχυμέρης «συμπιέζει», όπως και ο μεταγενέστερος Νικηφόρος Γρήγορός, τοπογραφικά και χρονικά την επικράτεια του κρατιδίου της Ηπείρου, ωστόσο αναφέρεται στην απροκάλυπτη επεκτατική δράση του «δυσικού δεσπότου» Μιχαήλ Β' Δούκα (
... και τα Πηνειού πέραν , την ιδίως Ελλάδα λεγομένην , κατατρέχειν, τω δεσπότη Μιχαήλ πολεμούντα , ουδέν γάρ ήν αυτώ προφασίζεσθαι ότι , έξω που της πατρίδος όντος του βασιλέως , δικαοίτ' αν κακείνος τα μέρη κατέχειν ).
(...)
Αν για τον Παχυμέρη η περιοχή του δυτικοελλαδικού χώρου οροθετείται ως τα «δυτικά/δυσικά μέρη», για τον λίγο μεταγενέστερο Νικηφόρο Γρήγορά θεωρείται ως
άπωκισμένη από την Βασιλεύουσα. Ο ιστορικός υπογραμμίζει ειδικά την
έννοια της απόστασης, αλλά και την ύπαρξη οχυρών στον συγκεκριμένο χώρο, στοιχεία που διευκόλυναν την ανάδειξη τοπικών εξουσιών (
ούτοι γαρ όσον πλείστον ην της βασιλευούσης απωκισμένοι , και αυτά γε , ως ειπείν , της Ρωμαϊκής ηγεμονίας τα πέρατα λαχόντες εκ διαμέτρου , και άμα τοις των τόπων οχυρώμασι σφόδρα τεθαρρηκότες , τυραννικώτερον επεπήδησαν τη αρχή ... ) , δεδομένου μάλιστα ότι εκείνη τη στιγμή η Κωνσταντινούπολη ήταν υπό λατινική εξουσία. Ο Νικηφόρος Γρηγοράς κάνει σαφή την αρχαιογνωστική πρόσληψη του δυτικοελλαδικού χώρου, καθώς αφηγείται τη διανομή των εδαφών του Μιχαήλ Β' Δούκα στους δύο γιους του, Ιωάννη το Νόθο και Νικηφόρο- προσδιορίζει γεωγραφικά την επικράτεια (Παλαιό Ήπειρο) του Νικηφόρου Δούκα (1267-1296) με βάση τα φυσικά όρια και τα ηπειρωτικά φύλα που κατά την αρχαιότητα κατοικούσαν εκεί (
... παλαιά ονομάζεται Ήπειρος ... περιέχει δέ αύτη Θεσπρωτούς και Ακαρνάνας και Δόλοπας , και προς τούτοις Κερκυραίους και Κεφαλλήνας και Ιθακησίους , ορίζεται δε προς μεν δύσεως Αδριατικώ τε και Ιονίω πελάγει , προς δ' άρκτων όρεσιν υψηλοίς τω τε Πύδνω και τοις Ακροκεραυνίοις ονομαζομένοις , εκ δ' ανατολών Αχελώο τω ποταμώ , εκ δε μεσημβρίας τη Κερκυραίων νήσω και τη Κεφαλληνία ) . Με τον ίδιο προσδιορισμό, μέσω των αρχαίων ηπειρωτικών φύλων, ο συγγραφέας ορίζει συνήθως την επικράτεια του κράτους της Ηπείρου ( σπανιότερα χρησιμοποιεί τον προσδιορισμό παλαιά Ήπειρος, όταν για παράδειγμα προσδιορίζει ην επικράτεια της ηπειρωτικής δυναστείας των Αγγέλων και πάλι σε σχέση με τη βυζαντινή διοίκηση ) και τους εκάστοτε αρχηγούς του, προσδιορίζοντάς τους είτε απλά ως Αιτωλούς, είτε ως άρχοντες των Αιτωλών και των Ακαρνάνων. Ωστόσο, ο Γρηγοράς με τον όρο κυρίως Αιτωλία -και λιγότερο με τους όρους
Ακαρνανία και την ταυτόχρονη αναφορά των δύο όρων
Αιτωλία και
Ακαρνανία πέραν της αρχαιομάθειάς του υποδηλώνει το ανεξάρτητο κράτος της Ηπείρου. Γιατί, όταν περιγράφει την κατάληψη και στη συνέχεια την οριστική κατάλυσή του (1338-1340) από τον βυζαντινό αυτοκράτορα Ανδρόνικο Γ' Παλαιολόγο χρησιμοποιεί τον καθιερωμένο στη βυζαντινή ιεραρχία όρο «επαρχία Παλαιάς Ηπείρου». (
Τούτων δ ’ ούτως έχόντων άπογνόντες προς τό τής πολιορκίας έκτεταμένον ένέδοσαν και οι Άκαρνάνες- καϊ ούτως ύποχείριος έγεγόνει τή τών "Ρωμαίων ηγεμονία πάσα ή τής παλαιάς ονομαζόμενης Ηπείρου έπαρχία, και ούδεν ήν έτι το άντιπράττον έκεϊθεν. Μετά την υποταγή της Ηπείρου διορίστηκε εκπρόσωπος της βυζαντινής εξουσίας εκεί και έτσι ο Γρηγοράς γράφει:
επίτροπός γε μην τής Ηπείρου έγκαταλέλειπται προς τοΰ βασιλέως ό πρωτοστράτωρ Θεόδωρος ό Συναδηνός. )
Μπορούμε να πούμε, λοιπόν, ότι οι όροι Αιτωλία και Ακαρνανία χρησιμοποιούνται από τον Γρήγορά, αλλά και τον Καντακουζηνό, όπως θα δούμε στη συνέχεια, για να αποδώσουν τοπικό χαρακτήρα στις τοπωνυμίες Αιτωλία και Ακαρνανία και να δηλώσουν τις αυτόνομες περιοχές της Ηπείρου, σε αντιδιαστολή με τον ευρύτερο όρο (παλαιά) Ήπειρος που παραπέμπει στη βυζαντινή διοικητική παράδοση.Ο λόγιος Ιωάννης Καντακουζηνός, που γνώριζε τη διήγηση του παλιού φίλου και αργότερα ιδεολογικού του αντιπάλου Γρηγορά, για να προσδιορίσει το κράτος της Ηπείρου δεν χρησιμοποιεί στην
Ιστορία του ποτέ τον όρο
Αιτωλία που προτιμά ο Γρηγοράς, αλλά
θεωρεί τον όρο Ακαρνανία ως συνώνυμο του κράτους της Ηπείρου,
και κατ’ αντιστοιχία αποκαλεί τους εκάστοτε ηγεμόνες της Ηπείρου ως «άρχοντες της Ακαρνανίας». Όπως φαίνεται,
για τον Καντακουζηνό η Ήπειρος είναι μία ευρύτερη περιοχή, διαφορετική από την Ακαρνανία. ( Όπως φαίνεται από το απόσπασμα αναφορικά με τούς αρχικούς συμμάχους του Καντακουζηνού κατά τον δεύτερο εμφύλιο:
’Ακαρνανία και τό άλλο ηπειρωτικόν, πάλαι την έμήν άφιξιν προσδεχόμενον ... ει δέοι Ακαρνανίαν και Ήπειρον περιιέναι. Βλ. τη διόρθωση της ΚΑΤΣΑΡΟΠΟΥΛΟΥ 1989, 33 ότι η λέξη ηπειρωτικόν θα πρέπει να γραφτεί με κεφαλαίο Η στην παραπάνω περίπτωση αλλά και στο άλλο σχετικό απόσπασμα (II, 370):
Ακαρνανία ράστα προσχωρήσει καί ή άλλη ήπειρος, πάλαι γαp προσδέχονται αύτοΰ τήν άφιξιν, καί πολλήν αί περί αύτόν ένδείκνυνται την εύνοιαν, 'ώσπερ οΐδα σαφώς αυτός πολϋν παρ ’ έκείνοις διατρίψας χρόνον. ) Από την άλλη ο αυτοκράτορας συγγραφέας, ως γνώστης του δυτικοελλαδικού χώρου, αφού είχε λάβει μέρος σε εκστρατείες εκεί, απαριθμεί πληθώρα φρουρίων που έπαιξαν σημαντικό ρόλο στις πολεμικές δραστηριότητες της εποχής του, ενίοτε προσφέροντας τοπογραφικές τους λεπτομέρειες, ενώ απεικονίζει επίσης γλαφυρά τα
δυσπρόσοδα δρη της Ηπείρου και τις δυσκολίες της εκεί εκστρατείας λόγω της μορφολογίας του εδάφους.
Παρά το ότι οι Βυζαντινοί είχαν επίγνωση ότι η Ήπειρος βρισκόταν γεωγραφικά στο δυτικότερο άκρο του Βυζαντίου πιο κοντά στην Ιταλία παρά στην Κωνσταντινούπολη, όπως είδαμε στη χαρακτηριστική φράση «απωκισμένη» του Γρήγορά, σε ιδεολογικό επίπεδο λανθάνει η ιδέα ότι
ο συγκεκριμένος χώρος θα έπρεπε ex officio να ανήκει στην επικράτειά τους: και πάσαν χώραν καί έαυτην καί παίδα ώς αρχαία ελλείμματα Ρωμαϊδος έγχειρίζειν λέει ο Παχυμέρης, σαν να επικροτεί την ιδεολογική πρόσληψη του χώρου από την κωνσταντινουπολίτικης προέλευσης και ιδεολογίας βασίλισσα της Ηπείρου Άννα Καντακουζηνή. Τη συγκεκριμένη άποψη εξέφρασε για τον σχεδιαζόμενο, αλλά ατελέσφορο τελικά, γάμο του μεγαλύτερου γιου του Ανδρονίκου Β', Μιχαήλ Θ' με την κόρη της, την όμορφη πριγκίπισσα της Ηπείρου Θαμάρ.
Αν για τον καθαρά
«νικαιοκεντρικό» ιστορικό Ακροπολίτη και τους λιγότερο μεροληπτικούς Νικήτα Χωνιάτη, Παχυμέρη και Γρηγορά ο δυτικοελλαδικός χώρος αποτιμάται συχνά αρνητικά, για τον γνωστό μητροπολίτη Ναυπάκτου Ιωάννη Απόκαυκο (1155;-1233) που ήταν υποστηρικτής των Δουκών η πρόσληψη της ίδιας περιοχής τόσο σε ιδεολογικό, όσο και σε γεωγραφικό επίπεδο είναι εκ διαμέτρου αντίθετη. Το ίδιο μπορούμε να πούμε ότι ισχύει και για τον Γεώργιο Βαρδάνη (+ περ. 1240), μητροπολίτη Κερκύρας, ο οποίος ωστόσο δεν μας άφησε τόσο ευρύ έργο, όσο ο φίλος του μητροπολίτης Ναυπάκτου, και μόνο σποραδικά μαθαίνουμε τις απόψεις του για το χώρο που έδρασε.
Κατά τον Ιωάννη Απόκαυκο η εξουσία των Δουκών της Ηπείρου παρελήφθη εκ θεού για τη διακυβέρνηση όχι μόνο πάντων τών δυτικών μερών αλλά και όλης τής γης. Ωστόσο ο διαχωρισμός Δύσης και Ανατολής παρουσιάζεται και εδώ, αλλά με μια ειρωνική διάθεση για την ανωτερότητα των Ανατολικών:
ύψηλότερα γάρ τά έώα τών δυτικών έπι τους ταπεινούς ημάς ιδείν διά γραφών ούκ ήξίωσας, ή ώς ράκος άποκαθήμενον ημάς λογισαμένος ή ώς άχρηστον σκεϋος, έν γωνία ταύτη παρεριμμένους τή δυτική.(...)
[ Ιωάννης Απόκαυκος , Γεώργιος Βαρδάνης και Δημήτριος Χωματιανός ( Χωματηνός ) ήταν υποστηρικτές των Δουκών της Ηπείρου . ]
[ O
Bίος Κλήμεντος Αχρίδος , τον οποίο ίσως έγραψε ο Δημήτριος Χωματηνός , λέει πως οι Βούλγαροι έλεγαν την Κεφαλλονιά Γλαβινίτζα .
Περί την Λυχνιδόν Ιλλυριών πόλιν, των πέριξ πόλεων ούσαν μητρόπολιν, η νυν Αχρίς κατά την Μυσών ονομάζεται γλώσσαν, και την Κεφαλήνίαν μετονομασθείσαν τή Βουλγάρων φωνή Γλαβινίτζαν ... Εκτός κι αν δεν είναι το γνωστό νησί
]
(...)
Ο Βίος Ιωάννου Ελεήμονος που από τη σκοπιά της Νίκαιας καλύπτει την αντιπαλότητά της με το λεγόμενο Δεσποτάτο της Ηπείρου υπογραμμίζει τον κατακερματισμό της περιοχής. Επισημαίνει, λοιπόν, τους αγώνες του αυτοκράτορα Ιωάννη Βατάτζη προς πληθώρα αντιπάλων σε Ανατολή και Δύση με αρχαιοπρεπή ονόματα (εξαιρούνται οι Ιταλοί, ίσως ως οι κατεξοχήν σύγχρονοι αντίπαλοι) και μιλάει για τα έθνη που κατοικούσαν εκεί, χρησιμοποιώντας αρχαίες ονομασίες για διάφορες φυλές και λαούς, όπως κάνουν άλλωστε και ορισμένοι ιστορικοί της εποχής:
... ού πρός ένα ή δύο ή και μικρώ πλείους άγωνιζόμενος, άλλα, σχεδόν προς έθνη πάντα τά την Ασίαν οικούντα, ήδη δέ και τής Ευρώπης τά πλείστα, έπικειμένων μεν Σκυθών, έπικειμένων δ ’ Αράβων, πολεμούντων δέ Ιταλών, Θετταλών ’Ιλλυριών Άκαρνάνων έναντία όπλα συν τοις Μακεδόσιν αιρόντων, Μυσών Παιάνων Μολοσσών όρεϊγόνων [ σύμφωνα με τον εκδότη του Βίου , Heisenberg , εδώ οι Μολοσσοί ορεϊγονες είναι οι Αλβανοί ] άντικαθισταμένων. Ειδικά για τους Ακαρνάνες, φαίνεται πως εννοούνται οι κάτοικοι του κράτους της Ηπείρου. Σε ορισμένες περιπτώσεις με τη γενική ονομασία «Ιλλυριός» στα αγιολογικά κείμενα εννοούνται συλλήβδην οι κάτοικοι του δυτικοελλαδικού χώρου, χωρίς να διευκρινίζεται σε ποια εθνότητα ανήκαν, όπως χρησιμοποιείται από τον Φιλόθεο Κόκκινο στον Βίο αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης Γρηγορίου Παλαμά (1294;-1356).
Πάντως στη συγκεκριμένη περίπτωση ο συγγραφέας εννοεί τους Σέρβους. Στον ίδιο Βίο ο Φιλόθεος Κόκκινος, μιλώντας για την μεγάλη απήχηση της προσωπικότητας του Γρηγορίου Παλαμά, λέει πως ο τελευταίος ήταν ιδιαίτερα διάσημος και επικαλείται ως μάρτυρες
άψευδεΐς τοϋ λόγου Θεττολοϊ και Ίλλυριοϊ και οι έκεϊθεν τα τοϋ μεγάλου θαυμαστώς διάκομίζοντέστε και διηγούμενοι θαύματα. Οι από εκεί,
οι έκεϊθεν που αναφέρονται μαζί με τους Ιλλυριούς και τους Θετταλούς θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως οι κάτοικοι του δυτικοελλαδικού χώρου, σε συνάρτηση με τις απόψεις των «από εκεί» του Ακροπολίτη και των «δυσικών» του Παχυμέρη, που είδαμε πιο πάνω.
Σε αγιολογικά κείμενα που ασχολούνται με παλαιότερους αγίους οι όροι Ιλλυρικόν και Ιλλυριός χρησιμοποιούνται με την πρωτοβυζαντινή σημασία τους και έτσι οι δημιουργοί τους αναπαράγουν ιστορικά στοιχεία προγενέστερης εποχής, όπως συμβαίνει στα Θαύματα του αγίου Δημητρίου, έργο του Ιωάννη Σταυρακίου, ενός λογίου ο οποίος έζησε στη Θεσσαλονίκη περί τα τέλη του 13ου - αρχές 14ου αι.
(...)
Ένα ακόμα αγιολογικό κείμενο, ο
Βίος και Πολιτεία τοϋ όσιου κα'ι Θεοφόρου πατρός ημών Νίφωνος τοϋ έν τώ Άθω δρει άσκησαντος μαρτυρεί ειδικότερα την πρόσληψη του δυτικού ελλαδικού χώρου από ένα συγγραφέα της εποχής και
απεικονίζει πόσο έχει περάσει στη συνείδηση των συγχρόνων η ορολογία «Δεσποτάτον της Ηπείρου». Ο όσιος Νίφων, μοναχός στο Άγιον Όρος, γεννήθηκε περίπου το 1315 και πέθανε περί το 1411 και είναι γνωστός ως ο συγγραφέας ενός από τους δύο Βίους του Μάξιμου Καυσοκαλυβίτη. Ο Βίος του γράφτηκε κατά το διάστημα της πολύχρονης ζωής του από ένα ανώνυμο μαθητή του στο Άγιον Όρος. Ο ανώνυμος συγγραφέας αναφέρεται, όπως συνηθίζεται και σε άλλα συναφή κείμενα, στην προέλευση του αγίου λέγοντας τα ακόλουθα:
Οντος ό όσιος πατήρ ημών υπηρχεν άπό το δεσποτάτον το διακείμενον μέσον Άχαΐας και Ίλλυρικοϋ. Ο ανώνυμος συγγραφέας του έργου, είτε είχε ακούσει από τον όσιο την κατατοπιστική αυτή περιγραφή, είτε γνώριζε ο ίδιος το χώρο, δίνει με σχετική ακρίβεια και σαφή διοικητική ονομασία τη γεωγραφική έκταση του κράτους της Ηπείρου. Προσδιορίζει καθαρά τα όρια του Δεσποτάτου της Ηπείρου βόρεια και νότια χρησιμοποιώντας, ωστόσο, διοικητικές ονομασίες της πρωτοβυζαντινής περιόδου,
προφανώς γνωστές από τη βυζαντινή εκκλησιαστική διοίκηση, ονομασίες που διατηρήθηκαν στη διάρκεια της χιλιόχρονης ζωής του Βυζαντίου.
(...)
Δίνει επίσης και ορισμένες πληροφορίες περί της εθνοτικής καταγωγής μοναχού που συνδέθηκε στενά με τον Νίφωνα, όταν αυτός μετακόμισε στο Άγιο Όρος, ο οποίος δεν αποκλείεται να ήταν πατριώτης του, καθώς χαρακτηρίζεται ως
έξ ’Ιλλυριών και αλλού
εις Ίλλυρίους, υπονοώντας ότι προέρχεται από το δυτικοελλαδικό χώρο. Αυτός ο μοναχός, ο λεγόμενος Μάρκος, ήταν μάλλον κτίστης, αφού έκτισε για τον άγιο
κελλίον εύρυχωρότερον, απεικονίζοντας την παράδοση που πιθανώς είχαν από τότε οι κτίστες στην Ήπειρο.
Στα τέλη του 13ου αι. ο Ιώβ Ιασίτης ( ή Ιώβ Μέλης ή Μελίας ή Μηλίας Ιασίτης ) έγραψε τον Βίο της Αγίας Θεοδώρας της Ηπείρου. Πρόκειται για ένα κείμενο γραμμένο από την πλευρά των Ηπειρωτών προκειμένου να νομιμοποιήσει την κεντρική εξουσία της Ηπείρου και να τονίσει την εξ αίματος συγγενική σύνδεσή της με τη βυζαντινή αυτοκρατορική, έστω και έκπτωτη, αρχή του Αλεξίου Γ' Αγγέλου. Αφηγούμενος, λοιπόν, πώς περιήλθαν τα εδάφη της Ηπείρου στην κυριαρχία του Μιχαήλ Α', αρχικά χρησιμοποιεί περισσότερο τοπωνύμια ευρύτερων περιοχών και λιγότερο πόλεων. Εδώ, λοιπόν, μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι στο πλαίσιο του δυτικοελλαδικού χώρου, η πρόσληψη του ηπειρωτικού έχει έντονο ιδεολογικό προσανατολισμό. Έτσι, αναφέρεται η Νικόπολη ως περιοχή, κατ’ αντιστοιχία με την Αιτωλία, κάτι που αποτελεί ίσως ανάμνηση του παλαιού θέματος Νικοπόλεως:
Σεναχερείμ δέ, προς Αιτωλίαν και Νικόπολιν άποστέλλεται. Αφού έχει τοποθετήσει γεωγραφικά τα όρια της επικράτειας του Μιχαήλ, προβαίνει στην αφήγηση της προοδευτικής αύξησης των εδαφών του. Αφηγείται με ποιο τρόπο η Άρτα περιήλθε στη δικαιοδοσία του Μιχαήλ Α ' Δούκα, ύστερα από πρόσκληση του διοικητή της Άρτας, αφήνοντας να υπονοηθεί ότι η περιοχή της Άρτας αποτελούσε αναπόσπαστο κομμάτι της περιοχής Νικοπόλεως:
Σεναχηρείμ ουν κα'ι αύτους επιβουλευθείς παρά των Νικοπολιτών, τον Κομνηνόν Μιχαήλ εις βοήθειαν προσεκαλέσατο· μήπω δ ’ έκείνου φθάσαντος δολοφονείται Σεναχηρείμ. Κατόπιν αναφέρεται στις κτήσεις με συγκεκριμένες πόλεις, η προσάρτηση των οποίων οφείλεται στην επιδεξιότητα του Μιχαήλ Α ' Δούκα τον οποίο, ως ιδρυτή του κράτους της Ηπείρου, χαρακτηρίζει με τα ακόλουθα:
άνήρ δραστήριος, και οξύς νοήσαι, και πραγμάτων έμπειρότατος οικονόμος" ος δη Βελλάγραδά τε και Ιωάννινα και την Βόνδιτζαν έκτησε, τήν νήσον τε Κορυφώ και Δυρράχιον και Αχρίδα, και πάσαν τήν Βλαχίαν και τήν Ελλάδα περιεποιήσατο, και εις πολύ πλάτος έπέτεινε τήν αρχήν. Η εντύπωση που προκαλεί ο Βίος, που
γράφτηκε αρκετά μεταγενέστερα από την ηρωίδα του, Θεοδώρα αγία της Άρτας, στο συγκεκριμένο απόσπασμα είναι ότι οι εν λόγω τοπωνυμίες οριοθετούν περισσότερο την περιοχή υπό την εξουσία του Μιχαήλ Α' και αυτό άσχετα με το κάτω από ποιες συνθήκες και πότε οι περιοχές αυτές περνούν στην εξουσία του λεγομένου Δεσποτάτου της Ηπείρου. ( Για παράδειγμα, ο Μιχαήλ κατέλαβε την Κέρκυρα από τους πρώην συμμάχους του Ενετούς το 1212-1214, ενώ το Δυρράχιο, το οποίο ο ίδιος αποσπά από τους Ενετούς την ίδια εποχή θα ανακαταληφθεί από τον Λατίνο αυτοκράτορα Πιερ ντε Κουρτεναί το 1217, κατά την πορεία του από τη Ρώμη, όπου εστέφθη, προς την Κωνσταντινούπολη, για να περάσει λίγο αργότερα, μετά την ήττα του από τον Θεόδωρο Δούκα και πάλι στο κράτος της Ηπείρου το 1218" Ο Θεόδωρος Δούκας κυρίευσε την Αχρίδα το 1216. ) Σε κάθε περίπτωση αναφέρονται ως χαρακτηριστικά τοπικά σημεία για τον χώρο που εξούσιαζε. Η ένταξή τους στον δυτικοελλαδικό χώρο γίνεται και expressis verbis λίγο παρακάτω, όταν ο Βίος, αναφορικά με τις κατακτήσεις του Θεοδώρου Δούκα (1215-1230) θα επισημάνει ότι
και πάντων τών δυτικών έως αύτής έκράτησε τής Χριστουπόλεως (Καβάλα).
Ο ίδιος Βίος περιγράφοντας το γάμο του Μιχαήλ Β' Δούκα με την μετέπειτα αγία Θεοδώρα λέει ότι έλαβε χώρα στην Ακαρνανία και
ταύτην νομίμω γάμω λαβών, εις Άχαρνανίαν άτείχιστον τότε οϋσαν. Λαμβάνοντας υπόψιν ότι μιλάει για τείχη, σαφώς δεν εννοεί την περιοχή της Ακαρνανίας, όπως είχε ονομαστεί από την αρχαιότητα, ούτε όπως την εννοούσε ο Καντακουζηνός, αλλά υποδηλώνει ένα μεσαιωνικό κάστρο της εποχής που τότε ήταν ακόμα ατείχιστο. Θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι ως Ακαρνανία στο συγκεκριμένο απόσπασμα θα μπορούσε να εννοείται η Άρτα, δεδομένου ότι η αγία Θεοδώρα είναι συνδεδεμένη με τη συγκεκριμένη πόλη και αφετέρου τον 14° αιώνα ο Ιωάννης Καντακουζηνός τη θεωρεί δεσπόζουσα πόλη της Ακαρνανίας (
Άρτα μέν , η της Ακαρνανίας ως παρά κεφάλαιον των πόλεων εστι ). Επιπλέον γνωρίζουμε ότι η ανοικοδόμηση των τειχών της πρωτεύουσας του κράτους της Ηπείρου έλαβε χώρα μετά το 1227, την εποχή που η πόλη αποκτά βασιλική όψη, με τείχη και παλάτια, από τα χρόνια του Θεοδώρου Δούκα και ιδιαίτερα στα χρόνια του μεγαλεπήβολου Μιχαήλ Β '. Εκτός τούτων, ανοικοδομούνται οι μονές της Παντάνασσας και της Παναγίας από την Θεοδώρα και τον Μιχαήλ Β' Δούκα, μια δραστηριότητα της οποίας γίνεται μνεία στο συγκεκριμένο κείμενο, ως επιστέγασμα της ιδεολογικής προπαγάνδας που είναι διάχυτη σε όλη την αφήγηση. Ο ίδιος Βίος ωστόσο περιέχει και μια άλλη αναφορά για το χώρο, απεικονίζοντας τον αγροτικό-οικονομικό ιστό της περιοχής, όταν αναφέρει στο χωρίο Πρενίστη έναν ιερέα, ο οποίος συμπαραστάθηκε στη διωχθείσα σύζυγο του Μιχαήλ Β' Δούκα, την αγία Θεοδώρα, την οποία και συνάντησε
λαχανευομένην έν άγρώ. Έτσι,
σε αντιδιαστολή προς τα ιστορικά, τα περισσότερα αγιολογικά κείμενα αντιλαμβάνονται τις πόλεις του δυτικοελλαδικού χώρου με τη μορφή ευρύτερης περιοχής, όπως η Ακαρνανία που αναφέραμε, αποτυπώνοντας ένα χαλαρό αστικό ιστό.
Αντίστοιχη χρήση χαρακτηριστικών τοπικών σημείων γίνεται και στον Βίο Αθανασίου Μετεωρίτη, όπου
τα Μετέωρα σηματοδοτούν το σύνορο μεταξύ Ηπείρου και Θεσσαλίας. Έστι τι, ... πολιχνών έν μεθορίω κείμενον Ίωαννίνων και Βλαχίας· ταύτης έχόμενα ΐστανται λίθοι υψίκομοι και ευμεγέθεις άπό κτίσεως κόσμου, ούτω παρά του δημιουργού ίδρυθέντες. Συνεχίζοντας την ανάγνωση των αγιολογικών κειμένων για την πρόσληψη του χώρου είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες οι απόψεις που καταγράφει ο Κωνσταντίνος Ακροπολίτης στον Λόγο του για τον Άγιο Βάρβαρο. Το έργο, γραμμένο πιθανότατα περί τα κρισιμότατα έσχατα του 13ου αι., όπως λέει ο Ζακυθηνός, αναφέρεται σε τοπωνύμια του δυτικοελλαδικού χώρου, όπου εντοπίζεται η δράση του αγίου. Ο λόγιος συγγραφέας χρησιμοποιεί τις επιδρομές των Αράβων στις αρχές του ένατου αιώνα, την ίδια περίπου εποχή με τη στάση του Θωμά του Σλάβου -περί το 822- επί Μιχαήλ Β' Τραυλού ως ιστορικό πλαίσιο για την αφήγησή του:
Ό μικρού δήτα και άπέβηκεν έκ μεν γάρ τού ευθέος λαμβάνονται Νικοπόλεως, ήτις έγχωρίως Μάζα κατωνομάζετο, έκ δέ τής τών Ελλήνων καταπλοίας και Ναύπακτος ήκουσεν είτα κατ' Άμβρακίας όρμήσαντες.Όπως λέει ο ίδιος ο συγγραφέας δεν είχε μεταβεί στην περιοχή δράσης του οσίου, αλλά παρέλαβε το υλικό του από παλαιότερα γραπτά κείμενα, επομένως συνάγεται ότι τα τοπωνύμια που αναφέρει προέρχονται από προγενέστερή του πηγή. Αφού κατέλαβαν, λέει ο Ακροπολίτης, οι Άραβες τη Νικόπολη τον 9° αιώνα, μια πόλη που ονομαζόταν από τους ντόπιους Μάζα, σύμφωνα με την Tabula Imperii Byzantini πρόκειται για το Μάζωμα, 6 χλμ. βόρεια της Πρέβεζας, κατόπιν στρέφονται στην Αμβρακία. Μια παραλλαγή του Βίου Βαρβάρου προσδιορίζει την επιδρομή πειρατών στην πόλη της Αμβρακίας ( Αμπρακίαν ) τοπωνύμιο το οποίο ο Λαμψίδης πιθανολογεί ότι βρισκόταν κοντά στη σημερινή Αμφιλοχία και σε κάθε περίπτωση εντός του δυτικοελλαδικού χώρου. Οι Αμβρακιώτες, κατά τη διήγηση του Ακροπολίτη, ζήτησαν τη συνδρομή των αστυγειτόνων τους και απέκρουσαν τους επιδρομείς στη Δραγαμεστό (τον αρχαίο Αστακό).
Εκείνο που έχει αξία να σημειώσουμε είναι ότι ο λόγιος συγγραφέας, μιλώντας για την Αμβρακία,
προβαίνει με φανερή γλωσσική ευαισθησία σε ένα γενικότερο σχόλιο για τα τοπωνύμια της περιοχής· επιδεικνύοντας κατά κάποιο τρόπο την αρχαιομάθειά του, επισημαίνει έτσι ότι:
ης πέρι λόγος ούτοι τοις παλαιοτέροις βραχύς - πόλις γαρ αύτη τής Αιτωλίας περίφημος, πλείστα προς συγγραφήν τοίς τα αρχαιότερα ίστορήσασιν, προσθέτοντας ωστόσο
με κάποια υποφώσκουσα πικρία κάτι βασικό για την πρόσληψη του χώρου:
Δραγαρεστός ή πόλις ώνόμαστο , τα δε των πόλεων τα δέ τών χωρών, ώς ίσμεν ονόματα πλειστάκις τω χρόνω διαφόροις ταΐς αίτίαις μεταπεποίηται καί βραχέα πάνυ τήν άρχαιοτέραν κλήσιν παρακατέχουσιν. Όπως τοίνυν ή πόλις έκαλείτο το πρότερον, ούκ έγνωμεν εις ακρίβειαν Δραγαμεστόν δ' έγχωρίως καλείσθαι μανθάνομεν. Σχόλιο που δεν κάνει αντίστοιχα ο μητροπολίτης Ναυπάκτου Απόκαυκος, που και εκείνος αναφέρει το τοπωνύμιο, αλλά χωρίς, όμως, να το σχολιάζει γλωσσικά. Σε κάθε περίπτωση, το παραπάνω απόσπασμα περιέχει μια σαφή δήλωση του Ακροπολίτη και νομίζουμε ότι ισχύει ως ένα βαθμό και για λόγιους συγγραφείς ιδιαίτερα των αγιολογικών κειμένων, που προσεγγίζουν ευκολότερα τον αναγνώστη/ακροατή σχετικά με τη σημασία των τοπωνυμίων της εποχής του αλλά και προηγουμένων, για την πρόσληψη του χώρου και τη συνέχειά του στην πάροδο των χρόνων.
Σημαίνει επίσης ότι ο λόγιος συγγραφέας θεωρούσε την αρχαιογνωστική αναφορά, δηλαδή την ταύτιση της Δραγαμεστού με ένα προηγούμενο τοπωνύμιο, ως κάτι το βασικό για την πρόσληψη του χώρου και την κατανόησή του από τους αναγνώστες/ακροατές του, αλλά και από τον ίδιο. Μάλιστα κάνει αναφορά στους αρχαίους μύθους της περιοχής αναφερόμενος μεταφορικά στη Χίμαιρα. Ο Ακροπολίτης θα συνεχίσει τις αναφορές σε τοποθεσίες της περιοχής, αναφερόμενος στις περιπλανήσεις του Βάρβαρου:
Πλείστα δ ’ ουν όρη διαμείψας Αίτωλικά άνά τό Νύσαν [ ίσως πρόκειται για το όρος Πυργαντή κοντά στη Βόνιτσα ] ούτω καλούμενον γίγνεται. Έν τωδε και ναός τώ μεγαλομάρτυρι ίδρυτο Γεωργίω, έν ω έτιμάτο μεν ό λαμπρός αγωνιστής, ου και επώνυμος ό σηκός, όπου Τών τις ... Νικοπολιτών, την άξίαν πρεσβύτερος. θα συντελέσει στο να μεταστραφεί ο Βάρβαρος, για τον οποίο γράφτηκε ο Λόγος, στον χριστιανισμό.
Πέρα, όμως, από τις τοπικές λεπτομέρειες και την ομολογία του Ακροπολίτη ότι έχει μεταγενέστερη ίσως και εγχώρια πηγή πληροφοριών (
έγχωρίως καλεϊσθαι μανθάνομεν) υπάρχει και η αναφορά ότι όλα αυτά γίνονται επειδή υπήρχαν προβλήματα στα «εσπέρια» μέρη, λόγω
της εικονομαχίας του όγδοου αιώνα:
Όποιον τω τότε τό προς εσπέραν έπεπόνθει τής ήμετέρας άρχής, μάλλον δ ’ ή πάσα συνεπεπόνθει άρχή·, και όλα τα παραπάνω θα είναι μετέωρα αν δεν τοποθετηθούν στα «δυτικά/δυσικά» αυτά μέρη του Παχυμέρη, ή στα «ξένα» του Ακροπολίτη.
Στις 26 Σεπτεμβρίου 1371 έγινε η φοβερή μάχη του Έβρου (Μαρίτζα), μια μάχη ορόσημο για τη βαλκανική ιστορία, αφού άνοιξε από τότε ο δρόμος στους Οθωμανούς για την προοδευτική ανεμπόδιστη προέλασή τους στη Βαλκανική και έτσι οι οθωμανικές επιθέσεις έγιναν μαζικές, από ξηράς και θαλάσσης. Το κλίμα αβεβαιότητας και ανασφάλειας που επικρατούσε τότε στους κατοίκους των περιοχών αποτυπώνεται καλύτερα από κάθε άλλη πηγή στον Βίο του οσίου Ρωμύλου που γράφεται από κάποιο Γρηγόριο μοναχό περί τα τέλη του 14ου αιώνα.
Ο όσιος Ρωμύλος ήταν γεννημένος από πατέρα Βυζαντινό και μητέρα Βουλγάρα ό μεν πατήρ Ρωμαίος ην τό γένος, έκ δε τών Βουλγάρων ή μήτηρ. Όπως πολλοί μοναχοί έτσι και ο άγιος εγκατέλειψε λόγω των επιδρομών το Αγιο Όρος και έφτασε στην Αυλώνα:
καταλιμπάνει τό άγιον όρος και πρός έτερον τόπον άπέρχεται άγνώριστον τάχα και αδοξον, ώς ήγάπα και ήθελεν ό φιλέρημος, Αυλώνα τον τόπον έγχωρίως καλούμενον. Ο ίδιος Βίος θα συνεχίσει την αναφορά στην περιοχή αυτή χαρακτηρίζοντας με τα πλέον αρνητικά σχόλια τους κατοίκους της περιοχής ως «ωμούς, απαίδευτους, εντελώς θηριώδεις, ληστές, φονιάδες» και άλλα παρόμοια, θυμίζοντάς μας τα όσα έγραφαν οι ιστορικοί για την ίδια περιοχή, ενώ και για τους τοπικούς άρχοντες δεν φείδεται παρόμοιων χαρακτηρισμών.160 Πέρα από τις προθέσεις του κειμένου να τονίσει την προσφορά του οσίου προς τους κατοίκους της περιοχής με το να τους ενσταλλάξει τη χριστιανική αγάπη, παράλληλα δίνει με τον καλύτερο τρόπο το στίγμα ενός κατακερματισμένου δυτικοελλαδικού χώρου με τις αναπόφευκτες κοινωνικές συνέπειες. Απεικονίζει έτσι, όπως και τα λοιπά αγιολογικά κείμενα της εποχής ένα χώρο, στον οποίο ήδη ενισχύονται τα τοπικά χαρακτηριστικά και ο οποίος παρά τις καταβολές του και την ενιαία ιδεολογική θεώρηση, έχει απομακρυνθεί οριστικά από την επιρροή του παλαιού βυζαντινού κέντρου.