Δημοσίευσηαπό Ακρίδης Κατσαριδόπουλος » 23 Μάιος 2023, 23:20
Η τουρκική γλώσσα στην Ελλάδα
Η τουρκική γλώσσα χρησιμοποιείται μητρική από τους τουρκόφωνους της Θράκης που συναποτελούν, σήμερα, μαζί με τους Πομάκους και τους Αθιγγάνους, τη μουσουλμανική μειονότητα της Ελλάδας. Οι τουρκόφωνοι αποτελούν τον κορμό της μουσουλμανικής μειονότητας της Ελλάδας, καταλαμβάνοντας το ήμισυ σχεδόν του συνόλου του πληθυσμού (60.000 περίπου άτομα) με μεγαλύτερη πυκνότητα στο νομό Ροδόπης. Είναι εγκατεστημένοι στις πεδινές περιοχές των νομών Ξάνθης και Ροδόπης καθώς και τα μεγάλα αστικά κέντρα αυτών, Ξάνθη και Κομοτηνή. Στην ύπαιθρο χώρα της περιοχής εντοπίζουμε τόσο ομοιογενή τουρκόφωνα χωριά όσο και μικτά, αποτελούμενα από μουσουλμανικούς και χριστιανικούς πληθυσμούς. Η πλειονότητα των τουρκόφωνων ασχολείται με τη γεωργία, οι υπόλοιποι ασχολούνται με τη βιοτεχνία και το εμπόριο, όσοι δε έχουν προχωρήσει σε τριτοβάθμιες σπουδές, μία μικρή αλλά ισχυρή μειοψηφία, απασχολούνται στον τριτογενή τομέα ως δάσκαλοι/καθηγητές στην πρωτοβάθμια/δευτεροβάθμια εκπαίδευση ή στον ιδιωτικό τομέα ως γιατροί, δικηγόροι, πολιτικοί μηχανικοί κ.ά. Επίσης, ικανός αριθμός έχει μεταναστεύσει στην Τουρκία (κυρίως στην Κωνσταντινούπολη), τα μεγάλα αστικά κέντρα της Νοτίου Ελλάδας (κυρίως στην Αθήνα) και στην πρώην Δυτική Γερμανία, μαζί με ελληνόφωνους και πομακόφωνους συμπολίτες τους.
Η τουρκόφωνη ομάδα βρίσκεται σε πλεονεκτική θέση σε σύγκριση με τις υπόλοιπες δίγλωσσες ομάδες αφ' ενός διότι η μητρική της γλώσσα είναι η μόνη μεταξύ των μειονοτικών γλωσσών η οποία διδάσκεται σε ειδικά δίγλωσσα σχολεία και αφ' ετέρου διότι συνιστά ποικιλία της τουρκικής, της επίσημης και εθνικής γλώσσας της χώρας η οποία συνυπέγραψε με την Ελλάδα για την προστασία των δικαιωμάτων της θρησκευτικής μειονότητας στην οποία ανήκει η εν λόγω γλωσσική ομάδα. Η τουρκική της περιοχής συνιστά διαλεκτικό συνεχές με την τουρκική της Τουρκίας, χαρακτηρίζεται από κάποιους αρχαϊσμούς στο λεξιλόγιο και κάποιες ιδιαιτερότητες στην κλίση του ρήματος κυρίως, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι παρεμποδίζεται η αλληλοκατανόηση τουρκόφωνων Ελλάδας και Τουρκίας, και, τέλος, διακρίνεται από το πλήθος των ελληνικών δανείων, αναφερομένων όχι μόνο στο διοικητικό σημασιολογικό πεδίο (adja, danio, panepistimjo κ.ά.), αλλά και στο καθημερινής ζωής λεξιλόγιο (pirun, porta κ.ά). Η στάνταρ τουρκική της Τουρκίας, βάσει νεοτέρων διμερών συμφωνιών Ελλάδας- Τουρκίας (1951, 1968), διδάσκεται από κοινού με την ελληνική στα μειονοτικά σχολεία της Θράκης. Προς εξυπηρέτηση των εκπαιδευτικών αναγκών της μουσουλμανικής μειονότητας λειτουργούν στη Θράκη 300 δημοτικά σχολεία περίπου, δύο γυμνάσια-λύκεια και δύο ιεροσπουδαστήρια, εν συνόλω 10.000 περίπου μαθητές. Η μειονοτική εκπαίδευση που εφαρμόζεται στη Θράκη ανήκει στα προοδευτικής και «δυνατής» μορφής δίγλωσσα εκπαιδευτικά μοντέλα, τα θετικά της δε αποτελέσματα είναι εμφανή στους τουρκόφωνους μαθητές. Πρόκειται για αμφίδρομο γλωσσικό πρόγραμμα στο πλαίσιο του οποίου οι δύο γλώσσες, τουρκική και ελληνική, όχι μόνο διδάσκονται ως γλωσσικά μαθήματα, αλλά χρησιμοποιούνται και για τη διδασκαλία θεωρητικών και θετικών επιστημών. Μικρός αριθμός τουρκόφωνων (και πομακόφωνων) παιδιών φοιτά σε ελληνόφωνα μη μειονοτικά σχολεία, πράγμα που, όμως, προκαλεί τη δυσαρέσκεια της μειονότητας ως συνόλου. Λόγω των γλωσσικών δυσκολιών στην ελληνική, ένας αριθμός τουρκόφωνων μαθητών συνεχίζει τριτοβάθμιες σπουδές στην Τουρκία, αν και μέχρι πρότινος φοιτούσαν και σε ελληνικά πανεπιστήμια. Η ελληνική πολιτεία, αναγνωρίζοντας τα ιδιαίτερα γλωσσικά προβλήματα που συναντούν οι μαθητές οι προερχόμενοι από τη μουσουλμανική μειονότητα, θέσπισε ειδικό ποσοστό επί του αριθμού των εισακτέων στα ανώτερα και ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα για το εκπαιδευτικό έτος 1995 και εξής.
Όσον αφορά την επαφή τους με την ελληνική, τα μέλη της τουρκόφωνης ομάδας διακρίνονται σε μονόγλωσσους τουρκόφωνους και σε δίγλωσσους. Η διάκριση αυτή εξαρτάται άμεσα από το μορφωτικό επίπεδο του καθενός. Η ελληνική είναι η γλώσσα του σχολείου, της διοίκησης, των εμπορικών συναλλαγών, των μέσων μαζικής ενημέρωσης, αν και έχουν τη δυνατότητα να παρακολουθούν και τουρκόφωνα ΜΜΕ, η γλώσσα της κοινωνικής ένταξης και της επαγγελματικής και πνευματικής ανέλιξης. Κατά κανόνα, η τουρκική χρησιμοποιείται για την «ενδοεπικοινωνία» της μειονότητας, είτε οι ομιλητές είναι μονόγλωσσοι είτε είναι δίγλωσσοι. Σύμφωνα με τις άμεσες παρατηρήσεις μας, οι παράγοντες που καθορίζουν τη χρήση της ελληνικής ή της τουρκικής είναι κατά πρώτο λόγο οι παράγοντες «ηλικία» και «ενδο/εξωοικογενειακό» περιβάλλον, κατά δεύτερο λόγο οι παράγοντες «φύλο» και «τόπος διαμονής» και κατά τρίτο λόγο ο παράγοντας «κοινωνικό καθεστώς». Αυτοί που εναλλάσσουν κώδικες ευχερώς, τουρκική προς ελληνική και αντιστρόφως, είναι κατ' αρχήν ομιλητές ηλικίας 20-50 ετών, ευρισκόμενοι σε εξωοικογενειακό περιβάλλον, μάλλον άντρες παρά γυναίκες, διαμένοντες σε αστικό περιβάλλον (στην Κομοτηνή) και ανωτέρου κοινωνικού καθεστώτος (συνάρτηση του μορφωτικού επιπέδου και της επαγγελματικής δραστηριότητας). Ο λοιπός πληθυσμός προτιμά να χρησιμοποιεί την τουρκική.
Σε γενικές γραμμές, στους κόλπους της μειονότητας οι δύο γλώσσες απολαμβάνουν ισοδύναμης αλλά τελείως διαφοροποιημένης αντιμετωπίσεως. Τα τουρκικά προορίζονται για να καλύπτουν τις ανάγκες της οικογενειακής ζωής, της πολιτιστικής παιδείας (κουλτούρας) ή της θρησκείας και γενικότερα τις ενδομειονοτικές επικοινωνιακές ανάγκες. Επίσης, παρατηρείται μια ουδέτερη στάση, ούτε αρνητική ούτε θετική, έναντι της ελληνικής, και αυτό στην πλειονότητα των μελών της μειονότητας: για εκείνους, η χρήση της τουρκικής μεταξύ τους είναι κάτι το φυσικό, το «αναπόφευκτο» η καλή δε γνώση της ελληνικής αποτελεί πλεονέκτημα, χρήσιμο βέβαια, όχι όμως απολύτως απαραίτητο για την εξασφάλιση των βιοτικών αναγκών επικοινωνίας του μεγαλύτερου μέρους της μειονότητας. Από την άλλη πλευρά, στην ελληνική γλώσσα προσδίδεται κοινωνιοπολιτισμικό και οικονομικό κύρος, χωρίς, όμως, αυτό να καταλήγει στην υποτίμηση της μητρικής γλώσσας. Η τουρκική, συνδεδεμένη με την εθνοτική καταγωγή της τουρκόφωνης μειονότητας, ενισχύει τη θέση της από το γεγονός ότι γι' αυτήν εκπροσωπεί τη γλώσσα μιας θρησκείας, του Ισλάμ. Το Ισλάμ πάλι, από την πλευρά του, επιτείνει τον επιφυλακτικό και καχύποπτο χαρακτήρα του πληθυσμού αυτού απέναντι σ' έναν άλλο διαφορετικής γλώσσας, διαφορετικής θρησκείας και διαφορετικών ηθών και εθίμων. Εκτός αυτών, το γεγονός ότι οι τουρκόφωνοι δεν είναι τελείως αποκομμένοι από τη χώρα στην οποία η τουρκική επέχει θέση επίσημης γλώσσας, την Τουρκία, ισχυροποιεί το καθεστώς της τουρκικής και λειτουργεί υπέρ της διατήρησής της ως πρώτης γλώσσας της δεδομένης γλωσσικής ομάδας. Ενόσω η τουρκική παραμένει συνδεδεμένη με την οικογενειακή ζωή και τη θρησκεία της γλωσσικής αυτής ομάδας και ενόσω συνεχίζει να της υπενθυμίζει την εθνοτική της καταγωγή, θα συνεχίσει να υφίσταται και η δίγλωσση κατάσταση, χωρίς να υπάρχουν πιθανότητες να υπερισχύσει η μία ή η άλλη γλώσσα (με αποτέλεσμα την εξάλειψη της διγλωσσίας).
Οι πολιτικές αλλαγές που σημειώθηκαν την τελευταία δεκαετία στα Βαλκάνια δεν άφησαν ανεπηρέαστη τη γλωσσική συμπεριφορά των τουρκόφωνων καθώς και την εν γένει συμπεριφορά του συνόλου της μουσουλμανικής μειονότητας της Ελλάδας. Η πτώση της Σοβιετικής Ένωσης έδωσε την ευκαιρία στην τουρκική πολιτική να επεκτείνει την πολιτική του προσεταιρισμού στις απανταχού βαλκανικές μουσουλμανικές ομάδες διακηρύσσοντας, παράλληλα, τον «τουρκισμό» αυτών. Η πολιτική πολιτιστικού επηρεασμού που ασκεί λαμβάνει διάφορες μορφές με απώτερο στόχο την καθιέρωση της τουρκικής ως lingua franca μεταξύ των μουσουλμάνων των Βαλκανίων και ακολούθως το χαρακτηρισμό τους ως «τουρκικής εθνοτικής ή εθνικής συνείδησης» αγνοώντας ίσως ότι σε μια γλώσσα μπορεί μεν να αποδοθεί εθνική ιδιότητα, αυτή όμως η αποδιδόμενη ιδιότητα ούτε επαρκεί για να παράγει από μόνη της εθνική συνείδηση αλλά ούτε και μπορεί να θεωρηθεί αναμφισβήτητο εθνικό χαρακτηριστικό
Λαμβανομένου υπόψη του ότι η κοινωνιογλωσσική ισορροπία μιας μειονότητας είναι πολύ ευαίσθητη σε πολιτικής φύσεως κραδασμούς που εμμέσως ή αμέσως σχετίζονται με αυτήν και του ότι σημαντικές πολιτικές και κοινωνικές αλλαγές έλαβαν χώρα στην ευρύτερη περιφέρεια της ελληνικής τουρκόφωνης ομάδας, θεωρούμε ότι αναμφιβόλως επηρεάστηκε η γενικότερη συμπεριφορά των τουρκόφωνων της Θράκης από τις πρόσφατες πολιτικές εξελίξεις στα Βαλκάνια. Είναι φυσικό δε η γλωσσική τους συμπεριφορά να χαρακτηρίζεται πλέον από την ενίσχυση της ήδη θετικής στάσης απέναντι στη μητρική τους γλώσσα, πράγμα που πιθανόν να οδηγήσει στην ελάττωση του ρυθμού της εξάπλωσης της διγλωσσίας η οποία αναφέρθηκε ανωτέρω, χωρίς αυτό να σημαίνει επουδενί την εγκατάλειψη της ελληνικής γλώσσας υπέρ μιας μονόγλωσσης τουρκόφωνης κατάστασης. Δεδομένου αφ' ενός μεν ότι η όποια αρνητική στάση απέναντι στην ελληνική θα σημάνει και τον αποκλεισμό από την οικονομική, κοινωνική και πνευματική ζωή στην Ελλάδα, αφ' ετέρου δε ότι η νέα γενιά των τουρκόφωνων δεν φαίνεται διατεθειμένη να ζήσει στο περιθώριο, συνάγουμε πως τα νεαρά μέλη της τουρκόφωνης ομάδας θα εξακολουθήσουν να μαθαίνουν και να χρησιμοποιούν την ελληνική ως δεύτερη γλώσσα, μεταβιβάζοντας τη θετική τους στάση απέναντί της και στις επερχόμενες γενεές.
Η τουρκική συνιστά την ισχυρότερη μειονοτική γλώσσα στην Ελλάδα, η δε τουρκόφωνη ομάδα είναι η μόνη η οποία θα μπορούσε αυτοδικαίως να θεωρηθεί «γλωσσική μειονότητα», εφόσον πληροί τις αναγκαίες προϋποθέσεις. Η τουρκική, ως κατ' εξοχήν γλώσσα απόκλισης (Abstand), όχι μόνο για την Ελλάδα αλλά και για ολόκληρη την Ευρώπη, μη ανήκουσα στην ινδοευρωπαϊκή οικογένεια γλωσσών, βρίσκεται σε πλεονεκτική θέση έναντι των υπόλοιπων μειονοτικών γλωσσών: η λειτουργική της αυτάρκεια και γλωσσική της ανεξαρτησία είναι γεγονός αναντίρρητο. Επίσης, ως θέσει μειονοτική γλώσσα και ως χαρακτηριζόμενη από γεωγραφικό συνεχές δεδομένου ότι η εν λόγω τουρκόφωνη ομάδα, χωρίς να εφάπτεται, βρίσκεται κοντά στα ελληνοτουρκικά σύνορα ομιλητών, ισχυροποιεί τη θέση της στη συνείδηση των της, των οποίων το σημείο αναφοράς βρίσκεται στη στάνταρ τουρκική, την επίσημη γλώσσα της γείτονος χώρας. Η νομική υπόσταση της τουρκόφωνης ομάδας και τα εκπαιδευτικά της δικαιώματα προστατεύονται από διεθνείς συνθήκες, η δε διδασκαλία της μητρικής της γλώσσας από διμερείς συμφωνίες. είναι σαφές ότι διεθνώς ελάχιστες γλωσσικές μειονότητες βιώνουν μια τέτοια ζηλευτή κοινωνιογλωσσική κατάσταση (παρά τα όσα παράπονα διατυπώνονται κατά καιρούς από ορισμένα μέλη της τουρκόφωνης ομάδας). Η τουρκόφωνη ομάδα χαρακτηριζόμενη από ιδιαίτερα εθνοτικά χαρακτηριστικά –διαφορετική θρησκεία, γλώσσα, ήθη, έθιμα και τρόπο ζωής– έχει, επίσης, κατά καιρούς εκφράσει διαφορετική συλλογική συνείδηση, εκδηλούμενη με την ίδρυση σωματείων και συλλόγων καθώς και τη δημιουργία πολιτικού κόμματος με σκοπό την προώθηση κοινών αιτημάτων και διεκδικήσεων. Οι υποκινούμενες αυτές εκδηλώσεις οι σύμφωνες με τις αρχές της τουρκικής μειονοτικής πολιτικής, με στόχο τόσο την τουρκόφωνη, την πομακόφωνη και τη ρομανόφωνη ομάδα όσο και τις εν γένει βαλκανικές μουσουλμανικές μειονότητες, ισχυροποιούν τη διαφορετική εθνοτική συνείδηση των τουρκόφωνων και καθιστούν την εν λόγω ομάδα «γλωσσική μειονότητα».
Όλα τα ανωτέρω στοιχεία συνηγορούν υπέρ του χαρακτηρισμού της τουρκικής ως μειονοτικής γλώσσας με υψηλή βιωσιμότητα, δηλαδή γλώσσας με πολλές πιθανότητες διατήρησης της έντονης και σε πλήρη λειτουργική ισοτιμία με την ελληνική χρήσης της. Όσο η γλώσσα και τα εκπαιδευτικά δικαιώματα των τουρκόφωνων προστατεύονται όχι μόνον από διεθνείς ή διμερείς συνθήκες αλλά και από το ίδιο το ελληνικό Σύνταγμα (βλ. νεότερες διατάξεις της ελληνικής νομοθεσίας σχετικές με τη μειονοτική εκπαίδευση) και όσο εξακολουθεί η ομάδα να μεταβιβάζει τη μητρική της γλώσσα στις νεότερες γενιές, τόσο η απρόσκοπτη χρήση της θα συνεχίζεται και συνακολούθως θα διατηρείται και η κοινωνικής υφής διγλωσσία της γλωσσικής αυτής ομάδας σε όλες τις εκφάνσεις της καθημερινής ζωής.
0 .