Δημοσίευσηαπό Ακρίδης Κατσαριδόπουλος » 17 Ιούλ 2022, 15:41
Το ζήτημα των Τσάμηδων
Την 1η Νοεμβρίου του 2005, ο Κάρολος Παπούλιας, νεοεκλεγείς πρόεδρος της Δημοκρατίας αποφάσισε να πραγματοποιήσει ένα ταξίδι στον αλβανικό νότο και να συναντηθεί στην πόλη των Αγίων Σαράντα με τον ομόλογό του Άλφρεντ Μοϊσίου. Ο Παπούλιας έχαιρε μεγάλης εκτίμησης στην Αλβανία, εξαιτίας κυρίως της κατάργησης του εμπολέμου, που ήταν δική του έμπνευση αλλά και γιατί πίστευε και εργαζόταν μονίμως για την προσέγγιση των δυο χωρών. Ήθελε, λοιπόν, μια από τις πρώτες επισκέψεις του στο εξωτερικό να είναι και αυτή στην Αλβανία, κίνηση η οποία θεωρούσε ότι θα έδινε μια επιπλέον ώθηση στο εν γένει καλό κλίμα.
Φτάνοντας στο Αργυρόκαστρο ο Έλληνας πρόεδρος πληροφορήθηκε ότι στην είσοδο του ξενοδοχείου, όπου επρόκειτο να γίνει η συνάντηση με τον Μοϊσίου, είχαν προγραμματίσει συγκέντρωση οργανώσεις και σωματεία Τσάμηδων. Έκανε μια στάση στο ελληνικό προξενείο απ' όπου διαμήνυσε στον ομόλογό του ότι σε τέτοιες συνθήκες δεν θα μπορούσε να γίνει συνάντηση μεταξύ δύο ηγετών και πως εάν πράγματι η αλβανική πλευρά την επιθυμούσε, θα έπρεπε να απαγορεύσει τις προκλητικές και ανθελληνικές, όπως τις χαρακτήρισε, εκδηλώσεις. Η απάντηση της αλβανικής προεδρίας ήταν πως οι αρχές δεν μπορούσαν να μην επιτρέψουν σε μερίδα πολιτών να ασκήσει το δημοκρατικό της δικαίωμα.
Ο συνήθως ψύχραιμος Κάρολος Παπούλιας έγινε έξαλλος και αφού προέβη σε μια σκληρή δήλωση αποφάσισε να επιστρέψει στην Αθήνα, ακυρώνοντας τη συνάντηση και δεχόμενος την οξύτατη επίθεση μεγάλης μερίδας του αλβανικού τύπου που θεώρησε προσβολή του έθνους την ενέργεια του Έλληνα προέδρου. Το τι μπορούσε να συμβεί εάν υπό αυτές τις συνθήκες πήγαινε στους Αγίους Σαράντα, μπορεί να το επιβεβαιώσει ο πρέσβης της Αλβανίας στην Αθήνα, ο οποίος καθώς επιχειρούσε να προσεγγίσει το ξενοδοχείο με την με διπλωματικές πινακίδες η μαύρη Μερσεντές του δέχθηκε επίθεση με πέτρες, αυγά και νεράντζια από εξαγριωμένους Τσάμηδες που νόμισαν ότι επρόκειτο για το αυτοκίνητο του Έλληνα προέδρου.
Με διαδηλώσεις, όμως, είχαν υποδεχθεί Τσάμηδες τον προηγούμενο χρόνο στα Τίρανα και τον προκάτοχό του, Κωστή Στεφανόπουλο στη συνάντησή του με τον Μοϊσίου. Ο Αλβανός πρόεδρος ήγειρε προς συζήτηση θέμα Τσάμηδων, για να λάβει την απάντηση από τον Στεφανόπουλο ότι εν τοιαύτη περιπτώσει θα συζητηθεί και βορειοηπειρωτικό ζήτημα. Αλλά και η συνάντηση του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη στα Τίρανα στις 13 και 14 Ιανουαρίου του 1991 με τον τότε πρόεδρο Ραμίζ Αλία παραλίγο να τιναχθεί στον αέρα, όταν η αλβανική πλευρά επιχείρησε να βάλει στο τραπέζι της συζήτησης το θέμα των Τσάμηδων. Ο Μητσοτάκης απείλησε να φύγει και να μην ολοκληρωθεί η επίσκεψη, η οποία διασώθηκε την τελευταία στιγμή και δεν εξελίχθηκε σε διπλωματικό επεισόδιο.
Με την πτώση του καθεστώτος Χότζα οι πρώτες αλβανικές κυβερνήσεις ανέσυραν από τη λήθη το θέμα των Τσάμηδων και με κάθε ευκαιρία επιχειρούσαν να το βάλουν στην ατζέντα των ελληνοαλβανικών σχέσεων. Τι ζητούσαν; Την αποζημίωση των Τσάμηδων για τις περιουσίες, που το ελληνικό κράτος δήμευσε αμέσως μετά την εκδίωξη τουs από τη περιοχή της Ηπείρου το 1944, και την επιστροφή στις εστίες τους όσων είχαν επιζήσει καθώs και των απογόνων τους.
Ταυτόχρονα, στην Αυλώνα, στους Αγίους Σαράντα, στο Δέλβινο, στο Φιέρι, στα Τίρανα, όπου είχαν συγκεντρωθεί οι Τσάμηδες, που κατά τους αντικειμενικούς υπολογισμούς πρέπει να αριθμούν γύρω στους 300.000, προχώρησαν στη συγκρότηση σωματείων, οργανώσεων, απέκτησαν δικές του εφημερίδες και επιδόθηκαν σε μέγιστη και συστηματική επιχείρηση προβολής του θέματος. Μάλιστα το 1994, όταν ο Μπερίσα κυριαρχούσε, γράφτηκε και διδασκόταν στο λύκειο εγχειρίδιο με τον τίτλο «Ιστορία του Αλβανικού Λαού», στο οποίο οι μαθητές μάθαιναν ότι η Ελλάδα και η Σερβία επιβουλεύονται μονίμως την Αλβανία και πληροφορούνταν με ανατριχιαστικές λεπτομέρειες ότι οι Ελληνεs σοβινιστές σφάγιασαν του Τσάμηδες. Με την άνοδο τον Φάτος Νάνο στην κυβέρνηση, το βιβλίο αποσύρθηκε, η προπαγάνδα όμως συνεχίστηκε, αν και δεν εixε κυβερνητική ενθάρρυνση.
Διαθέτοντας επιχειρηματίες και παράγοντες με μεγάλη οικονομική επιφάνεια, χρηματοδοτούν ενημερωτικές εκστρατείες στις ΗΠΑ και την Ευρώπη, με αίτημα αιχμής την αναγνώριση «γενοκτονίας των Τσάμηδων», και επιδιώκουν την καταδίκη της Ελλάδας σε διεθνή φόρα. Στο εσωτερικό ασκούν ισχυρή επιρροή στην πολιτική τάξη, τη διανόηση αλλά και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, τα οποία φιλοξενούν σε καθημερινή βάση και σε περίοπτη θέση τις δραστηριότητες τους. Οι πιέσεις και το συστηματικό lobbing στη δημόσια ζωή έχουν αποδώσει, πρωτίστως με το να επιβάλλουν στις κυβερνήσεις να το θέτουν με κάθε ευκαιρία στην ελληνική πλευρά.
Διπλωματικά το «αγκάθι» ξεπεράστηκε(;) με το να συμπεριληφθεί στο Σύμφωνο Φιλίας πού υπογράφτηκε από τον Στεφανόπουλο και τον Μπερίσα το 1996 στα Τίρανα, παράγραφο η οποία λέει ότι τα ιδιοκτησιακά προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι Αλβανοί και οι Έλληνες πολίτεs στην Ελλάδα και την Αλβανία είναι προβλήματα δικαστικού, τεχνικού και νομικού χαρακτήρα και σε αυτή τη βάση πρέπει να επιλυθούν. Στην πολιτική καθημερινότητα, όμως, το θέμα με τους Τσάμηδες εξελίσσεται ραγδαία, με ενδεχόμενο να αποτελέσουν υπολογίσιμη δύναμη η οποία μπορεί σε κρίσιμες περιόδους να επηρεάσει τις εξελίξεις. Η ελληνική πλευρά θεωρεί ανύπαρκτο πολιτικά και διπλωματικά το θέμα, παραπέμποντας για ρύθμιση των όποιων μεμονωμένων διεκδικήσεων στο Σύμφωνο Φιλίας που το κατατάσσει σε νομικά και δικαστικά πλαίσια.
Ανεξαρτήτως της προσέγγισης της Αθήνας, το ζήτημα πρακτικά υφίσταται ως εκκρεμότητα στις ελληνοαλβανικές σχέσεις υποστηρίζουν ότι η επίσημη ανάδειξη του είναι θέμα χρόνου. Θέτουν μάλιστα το ερώτημα τι θα συμβεί εάν με τη χορήγηση της ευρωπαϊκής βίζας υπάρξει μαζική κάθοδος Τσάμηδων στην Ήπειρο, διεκδικώντας την επιστροφή εκτάσεων που θα υποστηρίξουν ότι ανήκαν στους προγόνους τους. Ακόμη και τώρα πάντως το Τσάμικο θεωρείται από ελληνικής πλευράς «ανύπαρκτο», όπως θεωρείτο και το Μακεδονικό μέχρις ότου εκδηλωθεί στις αρχές της δεκαετίας του '90 με το γιουγκοσλαβικής κρίση σε όλη του τη διάσταση και καταστεί εθνική πληγή.
Τι είναι ευρέως γνωστό για τους Τσάμηδες; Λίγα έως ελάχιστα πράγματα. Κυρίως ότι εκδιώχθηκαν από την Ήπειρο με το τέλος του πολέμου ως συνεργάτες των Γερμανών και εγκληματίες πολέμου. Και κάπου εκεί για εμάς κλείνει το θέμα.
Δεν είναι φυσικά τόσο απλά τα πράγματα. Οι Τσάμηδεs ήταν συμπαγείς πληθυσμοί μουσουλμάνων αλβανικής καταγωγής που ζούσαν στην Ήπειρο. Σύμφωνα με τις απογραφές της δεκαετίας του '20, άλλα και του '30, κυμαίνονταν γύρω στους 19.000 και κατοικούσαν κυρίως στην Παραμυθιά, το Μαργαρίτι αλλά και την Πάργα της Θεσπρωτίας, όπου κατείχαν τα πλέον εύφορα εδάφη.
Κατά την ανταλλαγή των πληθυσμών το διάστημα 1925-1926, οι Τσάμηδες, πλην ενός μικρού αριθμού, εξαιρέθηκαν από το μέτρο και παρέμειναν στον τόπο τους, μολονότι μουσουλμάνοι. Η ελληνική πλευρά δεν συνέλαβε το ζήτημα σε όλες του τις διαστάσεις και δεν εκτίμησε ορθά την επιμονή και τις εργώδεις προσπάθειες της αλβανικής προπαγάνδας να μην ανταλλαγούν οι Τσάμηδες. Τα Τίρανα ήθελαν τους Τσάμηδες στην Ήπειρο ως αντίβαρο στην ελληνική μειονότητα της Βορείου Ηπείρου και επ' αυτού είχαν την υποστήριξη της ιταλικής εξωτερικής πολιτικής που ήθελε αποδυναμωμένη την ελληνική παρουσία στην Αλβανία και ενίσχυε με κάθε ευκαιρία το εθνικιστικό αίσθημα στο εσωτερικό της. Έτσι, για κάθε ζήτημα που ανέκυπτε με τους Έλληνες της Βορείου Ηπείρου (σχολεία κ.α) έμπαιναν στη ζυγαριά και οι Τσάμηδες, ενώ στη δεκαετία του '30 η αλβανική προπαγάνδα καλλιέργησε ισχυρό αλυτρωτικό αίσθημα και τότε φτιάχτηκαν οι πρώτες ένοπλες αυτονομιστικές ομάδες.
Με την εισβολή των Ιταλών και των Γερμανών κατακτητών, η ηγεσία των Τσάμηδων τέθηκε στο πλευρό τους, πιστεύονταs ότι η νικηφόρα για τον Άξονα έκβαση τον Β' Παγκόσμιου Πολέμου θα τους απέφερε την απόσχιση και ενσωμάτωση στην Αλβανία. Συγκρότησαν ένοπλα τμήματα, το οποία διαρκούσης της κατοχής προέβησαν σε φρικαλεότητες εις βάρος του ντόπιού χριστιανικού στοιχείου. Αποκορύφωμα του κλίματος τρομοκρατίας υπήρξε η εκτέλεση στις Σεπτεμβρίου 1943 σαράντα εννιά προκρίτων στην Παραμύθια, ενέργεια που πυροδότησε το μίσος στους χριστιανούς.
Το 1944 με την υποχώρηση των Γερμανών και την επέλαση των αντάρτικων δυνάμεων του ΕΔΕΣ, ακολούθησαν απερίγραπτες βιαιοπραγίες και σφαγές αδιακρίτως εις βάρος του τσάμικου πληθυσμού, ο κύριος όγκος του οποίου για να γλιτώσει αναγκάστηκε να καταφύγει στην Αλβανία, ακολουθώντας τα γερμανικά στρατεύματα. Οι οργανώσεις των Τσάμηδων κάνουν λόγο για 25.000 σφαγιασθέντες και λεηλασία των περιουσιών τους.
Με την απελευθέρωση, το 1945, το Ειδικό Δικαστήριο Δοσιλόγων στα Ιωάννινα καταδίκασε για συνεργασία με τους κατακτητές και εγκλήματα πολέμου 1.930 Τσάμηδες, τους περισσότερους μάλιστα με την ποινή του θανάτου. Επρόκειτο για αυθόρμητες πράξεις αντεκδίκησης, απορρέουσες από τα δεινά των ντόπιων Ελλήνων χριστιανών ή οργανωμένη επixείρηση εθνοκάθαρσης, έτσι ώστε να απαλλαγεί η Ελλάδα από ένα αγκάθι το οποίο αισθανόταν στα πλευρά της κάθε φορά που στα διεθνή φόρα διεκδικούσε κάτι για τη δική της μειονότητα στην Αλβανία; Οι δυο πλευρές επιχειρηματολογούν διαμετρικά αντίθετα και ως συνήθως σε αυτές τις περιπτώσεις η αλήθεια βρίσκεται κάπου στη μέση.
Σταύρος Τζίμας, Στον αστερισμό του εθνικισμού: Αλβανία και Ελλάδα στη μετά-Χότζα εποχή, 2011, σ. 236-241
0 .