Δημοσίευσηαπό Ακρίδης Κατσαριδόπουλος » 01 Φεβ 2023, 14:16
Οι Σλάβοι της Μακεδονίας
Τούρκοι, Τσάμηδες, Πομάκοι διακρίνονται, περιχαρακώνονται και τελικά καταμετρούνται χάρη στο μουσουλμανικό τους θρήσκευμα, που λειτούργησε ως το πιο καθοριστικό κριτήριο διαχωρισμού στα Βαλκάνια επί πολλούς αιώνες. Αντίθετα, ο σλαβικός πληθυσμός της Μακεδονίας δεν διαφοροποιείται θρησκευτικά από τους άλλους Ορθόδοξους πληθυσμούς της Νότιας Βαλκανικής. Διακριτικό του γνώρισμα θεωρήθηκε ανέκαθεν η γλώσσα, με αποτέλεσμα ατέρμονες διαμάχες για την ταξινόμησή της (είτε ως βουλγαρικής διαλέκτου, είτε ως αυτοτελούς σλαβικής γλώσσας), καθώς και για τις υποδιαιρέσεις της σε τοπικά ιδιώματα.
Δεν ήταν όμως η γλώσσα η μόνη ιδιαιτερότητα αυτού του πληθυσμού, ούτε η σπουδαιότερη. Διατηρούσε επίσης άλλα στοιχεία σλαβικού πολιτισμού, όπως η διευρυμένη αγροτική οικογένεια (zadruga) ή «πατριά» στην ορολογία του Κ. Δ. Καραβίδα. Δεν επρόκειτο, λοιπόν, απλώς για «Σλαβόφωνους», αλλά και για Σλάβους πολιτισμικά - ανεξάρτητα από καταγωγή ή εθνική συνείδηση. Ο Καραβίδας μάλιστα θεωρούσε την πατριά πολύ πιο αξεπέραστο εμπόδιο από τη γλώσσα για τον εξελληνισμό και την αφομοίωσή τους. Γι' αυτό και πρότεινε μέτρα για την επίσπευση της διάλυσης της πατριάς, που θα επέφερε μοιραία ο καπιταλισμός. Στο μέτρο που επωφελήθηκαν και Σλαβόφωνοι γηγενείς από την αγροτική μεταρρύθμιση του Μεσοπολέμου, η διανομή ατομικών κλήρων σε αρχηγούς πυρηνικών οικογενειών είχε ακριβώς το αποτέλεσμα που επιθυμούσε ο Καραβίδας.
Σλαβόφωνοι, Σλαβομακεδόνες ή Βούλγαροι; Πρόκειται τελικά για τρεις ομόκεντρους κύκλους, δηλαδή για τρία διαφορετικά ανθρώπινα σύνολα. Με μόνο κριτήριο τη χρήση σλαβικού ιδιώματος, οι Σλαβόφωνοι της ελληνικής Μακεδονίας φαίνεται ότι δεν ξεπερνούσαν τις 200.000. Βρίσκονταν όμως συγκεντρωμένοι στη Δυτική Μακεδονία και αποτελούσαν την πλειονότητα του πληθυσμού στον νομό Φλωρίνης. Σύμφωνα με την απογραφή του 1928, ήσαν 38.562 (31%) στον νομό Φλωρίνης και 19.537 (20%) στον νομό Πέλλης. Σύμφωνα όμως με την προσεκτική (και εμπιστευτική) μελέτη του νομάρχη Φλωρίνης Π. Καλλιγά, το 1930 στον νομό του οι Σλαβόφωνοι ήσαν 76.370 (61%), δηλαδή διπλάσιοι.
Από το σύνολο των Σλαβοφώνων, αρκετοί μπορούσαν δικαιολογημένα να θεωρηθούν Σλαβόφωνοι Έλληνες, επειδή είχαν ταυτιστεί με την ελληνική πλευρά ως «Πατριαρχικοί» την περίοδο της βουλγαρικής Εξαρχίας και του Μακεδονικού Αγώνα, κερδίζοντας την ονομασία «Γραικομάνοι» (ή «Γραικομανείς»). Ο Βενιζέλος επέμενε να βαυκαλίζεται το 1930 ότι οι περισσότεροι Σλαβόφωνοι ήσαν «Γραικομανείς». Αλλά στον νομό Φλωρίνης, ο ίδιος νομάρχης (Π. Καλλιγάς) τους υπολόγιζε σε μόλις 14.420 ή 19% του συνόλου.
Οι Σλαβόφωνοι που απέρριπταν την ελληνική ταυτότητα και, ως πρώην «Εξαρχικοί», είχαν απερίφραστα βουλγαρική εθνική συνείδηση υπολογίζονταν σε τουλάχιστον 90.000. Δεν είναι ίσως σύμπτωση ότι οι απογραφές τόσο του 1928 όσο και του 1940 κατέληξαν σε παραπλήσιο αριθμό. Πέρα από τυχόν αυθαίρετες επιλογές των απογραφέων, μπορεί να υποθέσει κανείς ότι και οι ίδιοι οι ενδιαφερόμενοι, αφού δεν αποδέχονταν την ελληνική ταυτότητα, ήσαν πρόθυμοι να δηλώσουν ως μητρική γλώσσα τη «μακεδονοσλαβική».
Ανάμεσα στους Γραικομάνους και τους Βουλγάρους, υπήρχε αναμφίβολα μία τρίτη, ενδιάμεση κατηγορία, χωρίς εμπεδωμένη εθνική ταυτότητα - από τις προσφερόμενες. Σ' αυτήν την ενδιάμεση κατηγορία ταιριάζει περισσότερο η ονομασία Σλαβομακεδόνες. Από εθνοτική ομάδα, είχαν, όπως αποδείχθηκε, τις προϋποθέσεις να εξελιχθούν τελικά σε ιδιαίτερο σλαβικό έθνος (συμπαρασύροντας και πολλούς που είχαν πριν βουλγαρική ταυτότητα). Τέλος, αμελητέος ήταν ο αριθμός των Σλαβοφώνων που ήσαν διατεθειμένοι να δηλώσουν Σέρβοι.
Η Ελλάδα επιχείρησε να απαλλαγεί από τον βουλγαρική της πληθυσμό με τη Σύμβαση εθελοντικής ανταλλαγής που υπέγραψε με την ηττημένη Βουλγαρία στο Νεϊγύ το το 1919, έπειτα από πρωτοβουλία του Βενιζέλου. Συμφωνήθηκε, ακριβέστερα, η αμοιβαία και εθελούσια μετανάστευση τ Ελλήνων υπηκόων βουλγαρικής καταγωγής και των Βουλγάρων υπηκόων ελληνικής καταγωγής. Για υποχρεωτική ανταλλαγή δεν μπορούσε βέβαια να γίνει λόγος, αφού η γλώσσα ασφαλώς δεν προσφερόταν ούτε ως αδιαμφισβήτητο ατομικό γνώρισμα, ούτε ως αμάχητο τεκμήριο εθνικής καταγωγής.
Για την Ελλάδα, αυτή η ανταλλαγή πληθυσμών δεν είχε τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα. Παρά τις πιέσεις που αναμφίβολα ασκήθηκαν, δεν αναχώρησαν τελικά για τη Βουλγαρία όλοι οι Σλαβόφωνοι που ταυτίζονταν μ' αυτήν. Για να μη φύγουν, ασκήθηκαν αντίρροπες και κάποτε δραστικότερες πιέσεις από τη βουλγαρική πλευρά και ιδίως από την Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση (ΕΜΕΟ). Εξάλλου και η άκαιρη υπογραφή του Πρωτοκόλλου Πολίτη-Καλφώφ το 1924 ενθάρρυνε πολλούς Σλαβόφωνους να παραμείνουν στην Ελλάδα, με την προσδοκία ότι θα προστατεύονταν εφεξής ως βουλγαρική μειονότητα. Έτσι, ενώ όσοι μετανάστευσαν στη Βουλγαρία μπορούσαν πλέον να τεκμαίρονται Βούλγαροι, δεν ίσχυε το αντίστροφο για όσους έμειναν.
Σύμφωνα με την τελική έκθεση της αρμόδιας Μικτής Επιτροπής της ΚτΕ, μέχρι το 1932 μετανάστευσαν στη Βουλγαρία συνολικά 66.000 άτομα με βάση τη Σύμβαση του Νεϊγύ. Έλαβαν επίσης αποζημιώσεις άλλα 36.000 άτομα που είχαν καταφύγει στη Βουλγαρία πριν από το 1920 (ιδίως την εποχή του Β' Βαλκανικού Πολέμου). Όπως προκύπτει από τη γεωγραφική κατανομή όσων μετανάστευσαν, το φαινόμενο υπήρξε μαζικότερο στην Ανατολική και στην Κεντρική Μακεδονία, ενώ ελάχιστα άγγιξε τη Δυτική, από όπου έφυγαν λιγότεροι από 6.000.
Η άφιξη και εγκατάσταση Ελλήνων προσφύγων ασφαλώς υπήρξε ο δραστικότερος καταλύτης που ώθησε Σλαβόφωνους γηγενείς να μεταναστεύσουν στη Βουλγαρία. Για όσους έμειναν, η σύγκρουση με τους πρόσφυγες εξελίχθηκε σε αδυσώπητη πάλη για τον έλεγχο όχι μόνο της γης, αλλά και της τοπικής πολιτικής ζωής. Μοιραία, η πάλη απέκτησε όχι απλώς εθνοτικό, αλλά εθνικό χαρακτήρα. Για τους πρόσφυγες, όλοι οι Σλαβόφωνοι χωρίς διάκριση ήσαν συλλήβδην «Βούλγαροι», που δεν είχαν θέση στο ελληνικό κράτος. Για τους ντόπιους, οι πρόσφυγες ήσαν ξένοι εισβολείς και άρπαγες. Η εκδίωξή τους έγινε μόνιμος και διακαής πόθος. Δεν έλειψαν μάλιστα τα αιματηρά επεισόδια σε όλη τη διάρκεια του Μεσοπολέμου, όπως είδαμε.
Στην αντιπαράθεσή τους με τους πρόσφυγες, δηλαδή και με το ελληνικό κράτος, οι Βούλγαροι, οι Σλαβομακεδόνες και γενικότερα οι Σλαβόφωνοι είχαν την αμέριστη συμπαράσταση του Αντιβενιζελισμού, τουλάχιστον μέχρι το 1933. Αυτήν την παράταξη συνέχισαν λοιπόν να υποστηρίζουν (όπως είχαν κάνει το 1915-20), αφού είχε ελπίδες να έρθει στην εξουσία και να ανατρέψει τα τετελεσμένα της προσφυγικής εγκατάστασης, όπως υποσχόταν. Στις εκλογές του 1932 φαίνεται ότι ψήφισαν μαζικά ΛΚ ύστερα από οδηγίες της ΕΜΕΟ και έπειτα από υποσχέσεις των Λαϊκών ότι θα τους παραχωρούσαν μειονοτικά δικαιώματα στην εκπαίδευση και στα εκκλησιαστικά. Στο ΚΚΕ στράφηκε μικρή μόνο μειοψηφία, που όμως αυξήθηκε σημαντικά το 1935-36, χάρη και στην παράλληλη δράση της κομμουνιστικής ΕΜΕΟ (Ενωμένης). Είχαν άλλωστε αρχίσει να διαψεύδονται οι προσδοκίες, μετά την άνοδο του Αντιβενιζελισμού στην εξουσία.
Η πιο βάναυση διάψευση ακολούθησε επί Μεταξά, με πρωτοφανή σε έκταση και αυθαιρεσία αστυνομικά μέτρα για την εξάλειψη της «απαγορευμένης γλώσσας». Δέκα χρόνια νωρίτερα, οι Σλαβόφωνοι είχαν ψηφίσει μαζικά για τον ίδιο τον Μεταξά, ως αρχηγό τότε των Ελευθεροφρόνων. Τους έμεινε όμως πιστός ο Σ. Γκοτζαμάνης, που είχαν ψηφίσει ιδίως το 1935. Σε υπόμνημά του προς τον Μεταξά, στις 20 Ιουλίου 1940, επέμενε ότι δεν ήσαν ξένη μειονότητα και ότι δεν έπρεπε να λαμβάνονται αστυνομικά μέτρα εναντίον τους.
(Πηγή: Γιώργος Μαυρογορδάτος, Μετά το 1922: Η παράταση του διχασμού)
0 .