Ακρίδης Κατσαριδόπουλος έγραψε: Αυλώνα (Balona, αλβ. Vlorë)
Στην περιοχή της Αυλώνας δεν είδε κανέναν ελληνόφωνο ο καραγκιόζης ο Αλεχάντρο ;
Ακρίδης Κατσαριδόπουλος έγραψε: Αυλώνα (Balona, αλβ. Vlorë)
Τλαξκαλτέκος έγραψε:Στην περιοχή της Αυλώνας δεν είδε κανέναν ελληνόφωνο ο καραγκιόζης ο Αλεχάντρο ;
Τλαξκαλτέκος έγραψε:Να εδώ μια εφημερίδα της εποχής του Εμφυλίου ( Ακρόπολις 19/6/1945 , Ε. Θωμόπουλος ) αναφέρει το ελληνόφωνο κάθαρμα Μανόλε Οκονόμε που ενισχύει τον Εμβέρ Χότζα.
Το Βορειοηπειρωτικό ζήτημα
Έληξε μήπως η διαδικασία εθνικής ολοκλήρωσης με την ενσωμάτωση των Δωδεκανήσων στο ελληνικό κράτος το 1947; Όχι, αν θεωρήσουμε τους μάταιους αγώνες για τη Βόρεια Ήπειρο και για την Κύπρο τελευταία και μάλλον τελική φάση της διαδικασίας.
Για την περιοχή που οι Έλληνες ονόμασαν και διεκδίκησαν ως Βόρεια Ήπειρο, δεν προέκυψαν εξαρχής εμφύλιες διαμάχες. Μολονότι είχε καταληφθεί από τον ελληνικό στρατό στον Α' Βαλκανικό Πόλεμο, το ελληνικό κράτος εκβιάστηκε από τις Μεγάλες Δυνάμεις το 1914 να την εκκενώσει και να την αφήσει στο νεοσύστατο αλβανικό, προκειμένου το ίδιο να κρατήσει τα νησιά του Αιγαίου. Οι Έλληνες κάτοικοι ανακήρυξαν τότε την αυτονομία της περιοχής, με προσωρινή κυβέρνηση. Μετά την έκρηξη του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, ο Βενιζέλος συμφώνησε με τη Μ. Βρετανία και την Ιταλία την προσωρινή ανακατάληψη της Β. Ηπείρου από τον ελληνικό στρατό για την προστασία του πληθυσμού. Αρνήθηκε όμως την είσοδο της Ελλάδας στον πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ με μόνο αντάλλαγμα τη Β. Ήπειρο. Τον Αύγουστο του 1915 δήλωνε στην εναρκτήρια συνεδρίαση της νέας Βουλής, που είχε εκλεγεί στις 31 Μαΐου:
«Είμαι ακραδάντως πεπεισμένος, ότι μόνον κολοσσιαία λάθη θα ηδύναντο να μας απομακρύνωσιν από την Β. Ήπειρον, εις την οποίαν δεν μετέβημεν "κουτουρού", κατά την κοινήν έκφρασιν».
Τα λάθη αυτά άρχισαν αμέσως να κάνουν οι αντίπαλοί του όταν έγιναν οριστικά κυβέρνηση, στην κομπλεξική μόνιμη προσπάθειά τους να φανούν πιο ασυμβίβαστοι και πιο αποτελεσματικοί από εκείνον στην πραγματοποίηση εθνικών βλέψεων. Δέχθηκαν βουλευτές της Β. Ηπείρου στην ελληνική Βουλή μετά τις μονόπλευρες εκλογές του Δεκεμβρίου 1915 και προχώρησαν σε δηλώσεις και σε μέτρα «διοικητικής αφομοίωσης» της Β. Ηπείρου, που ισοδυναμούσαν με σιωπηρή μονομερή προσάρτησή της. Ο πρωθυπουργός Στέφανος Σκουλούδης δήλωσε μάλιστα εντελώς απερίσκεπτα στη Βουλή τον Μάρτιο του 1916 ότι
«η Β. Ήπειρος όπως είνε οροθετημένη αποτελεί του λοιπού αναπόσπαστον μέρος του Βασιλείου της Ελλάδος».
Προκάλεσε έτσι οργίλη διακοίνωση της Αντάντ, στην οποία υποχρεώθηκε να δώσει την αξιοθρήνητη απάντηση ότι
«τα ληφθέντα διοικητικά μέτρα ουδεμίαν δύνανται να έχουν επίδρασιν επί της οριστικής τύχης της Β. Ηπείρου»
Δύο μήνες αργότερα, τον Μάιο του 1916, η κυβέρνηση Σκουλούδη παρέδωσε αμαχητί το οχυρό Ρούπελ στους Βουλγάρους και έτσι έδωσε το πρόσχημα στους Ιταλούς να καταλάβουν αυτοί τη Ήπειρο, τάχα για να προλάβουν τους Βουλγάρους και τους Αυστριακούς. Όπως τόνισε ο Βενιζέλος στη Βουλή στις 13 Αυγούστου 1917, η απώλεια της Β. Ηπείρου ήταν άμεση συνέπεια της παράδοσης του Ρούπελ.
Μετά τον πόλεμο, ωστόσο, και στο περιθώριο της Συνδιάσκεψης της Ειρήνης, ο Βενιζέλος επιδίωξε πεισματικά μία συνεννόηση με την Ιταλία, με πρωταρχικό (αλλά όχι μοναδικό) στόχο την απόκτηση της Β. Ηπείρου από την Ελλάδα. Οι προσπάθειές του κατέληξαν σε συμφωνία με τον Ιταλό υπουργό Εξωτερικών (για λίγους μήνες) Tommaso Tittoni τον Ιούλιο του 1919. Αλλά έναν χρόνο αργότερα η συμφωνία αυτή καταγγέλθηκε από την επόμενη ιταλική κυβέρνηση.
Παρά τη ριζική αλλαγή εξωτερικής πολιτικής και την εγκατάλειψη του αλυτρωτισμού που επέβαλε η Μικρασιατική Καταστροφή, το ζήτημα ειδικά της Β. Ηπείρου παρέμενε ανοικτό για την Ελλάδα και στη διάρκεια του Μεσοπολέμου. Μάταια επιχείρησε η Αλβανία να το κλείσει, προτείνοντας το 1923 και ξανά το 1929 ανταλλαγή πληθυσμών, κατά το πρόσφατο ελληνοτουρκικό προηγούμενο. Σύμφωνα με την πρόταση αυτή, οι Έλληνες Βορειοηπειρώτες θα ανταλλάσσονταν με τους Αλβανούς Τσάμηδες της ελληνικής Ηπείρου, που είχαν εξαιρεθεί από την ελληνοτουρκική ανταλλαγή, μολονότι Μουσουλμάνοι, έπειτα από πιέσεις της Αλβανίας και της Ιταλίας.
Προκαλώντας πανελλήνια έκρηξη ενθουσιασμού, ο ελληνικός στρατός κατέλαβε για τρίτη φορά τη Β. Ήπειρο το 1940, στο πλαίσιο της νικηφόρας αντεπίθεσης με την οποία αποκρούστηκε τότε η ιταλική εισβολή. Η τελεσφόρα άμυνα του πατρίου εδάφους εξελίχθηκε έτσι σε θριαμβευτική αλυτρωτική προέλαση. Μολονότι στη συνέχεια η Ελλάδα υπέκυψε στη γερμανική επίθεση, στο τέλος του πολέμου βρέθηκε στο στρατόπεδο των νικητών και προσδοκούσε εύλογα την απόκτηση της περιοχής που είχε καταλάβει το 1940. Ωστόσο, η προσδοκία της διαψεύστηκε για μία ακόμη φορά από την πολιτική των Μεγάλων Δυνάμεων και προπαντός εκείνων από τις οποίες βρέθηκε απόλυτα εξαρτημένη: πρώτα της Μ. Βρετανίας, ύστερα των ΗΠΑ.
Από τις νικήτριες Μεγάλες Δυνάμεις, η Σοβιετική Ένωση είχε πάρει υπό την προστασία της τα νεοσύστατα κομμουνιστικά καθεστώτα των βορείων γειτόνων της Ελλάδας (Αλβανίας, Γιουγκοσλαβίας, Βουλγαρίας). Ούτε οι Βρετανοί ούτε οι Αμερικανοί είχαν τη διάθεση να προκαλέσουν μία ακόμη σύγκρουση με τους Σοβιετικούς για χάρη ελληνικών εδαφικών διεκδικήσεων που δεν έπειθαν τους ίδιους, όπως οι δύο που παρουσιάστηκαν στο Συνδιάσκεψη της Ειρήνης στο Παρίσι το 1946: η προσάρτηση της Β. Ηπείρου και η «διόρθωση» των ελληνοβουλγαρικών
συνόρων.
Η διεκδίκηση εδαφών από την Αλβανία στηριζόταν στη νομική κατασκευή ότι αποτελούσε ηττημένο εχθρικό κράτος, με το οποίο η Ελλάδα εξακολουθούσε να βρίσκεται σε εμπόλεμη κατάσταση από το 1940. Αγνοούσε όμως αυτή η επιχειρηματολογία το δεδομένο ότι η ιταλοκρατούμενη Αλβανία δεν ήταν τότε κυρίαρχο κράτος, ενώ στο μεταξύ είχε απελευθερωθεί και αποκτήσει νέο καθεστώς. Η διεκδίκηση εδαφών από τη Βουλγαρία στηριζόταν αποκλειστικά στη στρατιωτική ανάγκη διαρρύθμισης της ελληνοβουλγαρικής μεθορίου, ώστε να μην είναι πλέον εύκολη μία εισβολή. Αγνοούσε όμως τον πληθυσμό των εδαφών αυτών, που δεν ήταν ελληνικός. Κατά συνέπεια, οι διεκδικήσεις της Ελλάδας δεν έπειθαν ούτε τους φίλους της.
Η ελληνική αντιπροσωπεία υποχρεώθηκε τελικά να αποσύρει το ζήτημα της Β. Ηπείρου από την ημερήσια διάταξη της Συνδιάσκεψης στις 26 Σεπτεμβρίου 1946. Το ζήτημα παραπέμφθηκε στο συμβούλιο των υπουργών Εξωτερικών των τεσσάρων νικητριών Μεγάλων Δυνάμεων (ΗΠΑ, ΕΣΣΔ, Μ. Βρετανίας, Γαλλίας), που δεν το συζήτησε καν τον επόμενο Δεκέμβριο, αλλά το άφησε τυπικά εκκρεμές για ένα απροσδιόριστο μέλλον (ενώ απέρριψε ασυζητητί τη μεταβολή της ελληνοβουλγαρικής μεθορίου).
Πάντως, η οικτρή, οριστική και αμετάκλητη αποτυχία της διεκδίκησης της Β. Ηπείρου δεν εξηγείται μόνο από τη διαμάχη των Μεγάλων Δυνάμεων. Εξηγείται και από την εμφύλια διαμάχη των ελληνικών πολιτικών δυνάμεων. Μετά τα Δεκεμβριανά του 1944, η Συμφωνία της Βάρκιζας δεν έφερε την ειρήνευση και την ομαλότητα που υποσχόταν. Αντίθετα, τον αφοπλισμό του ΕΛΑΣ ακολούθησαν μαζικές δικαστικές διώξεις όσων δεν κάλυπτε η αμνηστία, καθώς και ένα κύμα ανεξέλεγκτης βίας κυρίως από παρακρατικές δεξιές συμμορίες, που ονομάστηκε «λευκή τρομοκρατία».
Στο διάστημα αυτό, οι λεγόμενες εθνικές διεκδικήσεις προσφέρονταν ως προπαγανδιστικό όπλο πληρέστερης απομόνωσης και περιθωριοποίησης του ΚΚΕ και των συμμάχων του. Κατεξοχήν προσφέρονταν οι διεκδικήσεις σε βάρος της Αλβανίας (Β. Ήπειρος) και της Βουλγαρίας (διόρθωση συνόρων), που στρέφονταν εναντίον δύο «αδελφών» κομμουνιστικών κομμάτων (και ήδη καθεστώτων). Όπως ακριβώς επιδιώχθηκε, το ΚΚΕ βρέθηκε σε δύσκολη θέση και σύρθηκε σε αλλεπάλληλες παλινωδίες. Υπήρξε έτσι το 1945 φαινομενική εθνική ομοφωνία για το Βορειοηπειρωτικό, αποδείχθηκε όμως απατηλή και φευγαλέα.
Πριν ακόμη έρθει στην Ελλάδα μετά την απελευθέρωσή του από το γερμανικό στρατόπεδο του Νταχάου, ο Νίκος Ζαχαριάδης έδωσε συνέντευξη στο Παρίσι σε ελληνική εφημερίδα, όπου εμφανιζόταν να υιοθετεί ως εθνικές διεκδικήσεις μόνο τα Δωδεκάνησα και την Κύπρο (και μάλιστα μόνο μετά από επιτόπια δημοψηφίσματα). Αντίθετα, απέκλεισε για χάρη της ειρήνης στα Βαλκάνια τόσο τη Βόρεια Ήπειρο όσο και την «Ανατολική Ρωμυλία» (εννοώντας μάλλον τη «διόρθωση» της ελληνοβουλγαρικής μεθορίου). Για τον αστικό πολιτικό κόσμο επιβεβαίωσε έτσι την πεποίθηση ότι το ΚΚΕ δεν ήταν πατριωτικό κόμμα.
Μόλις όμως βρέθηκε στην Αθήνα, ο Ζαχαριάδης έσπευσε να διορθώσει την εντύπωση που είχε δημιουργηθεί. Υπό την προεδρία του ως «αρχηγού» (sic) του ΚΚΕ, το Πολιτικό Γραφείο διατύπωσε την 1η Ιουνίου 1945 την εξής θέση: «Το ΚΚΕ διακήρυξε πάντα ότι υπάρχει άλυτο το Βορειοηπειρωτικό ζήτημα», αλλά «αποκρούει μια άμεση βίαιη κατάληψη της Βόρειας Ηπείρου απ' τον ελληνικό στρατό». Αν όμως την αποφασίσει «η πλειοψηφία του Δημοκρατικού κόσμου» (δηλαδή του ΕΑΜ) «το ΚΚΕ θα διατυπώσει τις αντιρρήσεις του, μα θα πειθαρχήσει»! Ακολούθησε η πρώτη συνέντευξη τύπου του Ζαχαριάδη μετά την επιστροφή του, με ανάλογο περιεχόμενο. Παρεμβαίνοντας σ' αυτήν, ο Γραμματέας της Κ.Ε. (και προκάτοχός του στην κορυφή του κόμματος) Γιώργης Σιάντος έφτασε στο σημείο να ισχυριστεί, μεταξύ άλλων, ότι οι Αλβανοί σφάζουν όχι μόνο γενικά Έλληνες της Β. Ηπείρου, αλλά ακόμη και «Έλληνες κομμουνιστές βορειοηπειρώτες»!
Τελικά, στις 23 Ιουλίου 1945 η Κ.Ε. του ΕΑΜ. επικεφαλής το ΚΚΕ, αποδεχόταν το σύνολο των «δικαίων διεκδικήσεων της Ελλάδας πάνω στα Δωδεκάνησα, Β. Ήπειρο, Κύπρο, Α. Θράκη», καθώς και την «κατοχύρωση της ασφάλειας των προς Βουλγαρίαν συνόρων» Παρόμοιο ήταν το περιεχόμενο επιστολής που έστειλε μετά από έναν χρόνο το ΕΑΜ στις αντιπροσωπείες των Μεγάλων Δυνάμεων στη Συνδιάσκεψη της Ειρήνης στο Παρίσι.
Ωστόσο, το ΚΚΕ από την πλευρά του αποσιώπησε το Βορειοηπειρωτικό. Τον Οκτώβριο του 1945, το 7ο Συνέδριο επικαλέστηκε αόριστα τα «δίκαια της Ελλάδας», αλλά ανέφερε ονομαστικά μόνο την Κύπρο και τα Δωεκάνησα (όπως ακριβώς είχε κάνει αρχικά ο Ζαχαριάδης). Το ΚΚΕ φαίνεται ότι προτιμούσε να προβάλλει ως εθνικές διεκδικήσεις την Κύπρο και την Ανατολική Θράκη (!), ώστε να προκαλέσει προβλήματα στις σχέσεις της Ελλάδας με τη Μ. Βρετανία, την Τουρκία και κατ' επέκταση τις ΗΠΑ.
Όταν πια αποσύρθηκε άδοξα το Βορειοηπειρωτικό από τη Συνδιάσκεψη της Ειρήνης, ο Ζαχαριάδης είχε την ικανοποίηση να διαπιστώσει ότι τα ελληνικά «εθνικά δίκαια» (σε εισαγωγικά) «χαντακώθηκαν κυριολεκτικά». Αντί για Βόρεια Ήπειρο, έκανε μάλιστα ειρωνικά λόγο για «Νότια Αλβανία, όπως τη λεν οι Άγγλοι». Στο αποτέλεσμα αυτό οδήγησε η εσωτερική και εξωτερική πολιτική
[...] που ακολούθησε απ' το Δεκέμβρη του 1944 και δω η Ελλάδα της αγγλικής κατοχής, του δοσιλογισμού και του μοναρχοφασισμού. Η αποτυχία ήταν αναπότρεπτη γιατί η πολιτική αυτή, αντιεπιστημονική και τυχοδιωκτική στην ουσία της, αγνόησε ολότελα τη μεταπολεμική πραγματικότητα στα Βαλκάνια και τον καινούριο συσχετισμό δυνάμεων στην Ευρώπη γενικά και στη Νοτιοανατολική Ευρώπη μερικότερα.
Σύμφωνα με τον Ζαχαριάδη, μόνο μία οικουμενική κυβέρνηση, με συμμετοχή και του ΕΑΜ, θα μπορούσε «να περισώσει την τελευταία στιγμή κάτι απ' το τραγικό ναυάγιο». Έχοντας αποκαταστήσει τη δημοκρατική τάξη, μια τέτοια κυβέρνηση «θα είχε το κύρος και τη δυνατότητα να μετατρέψει το ρεύμα υπέρ της χώρας μας» στο Παρίσι. Αντίθετα, η κυβέρνηση Τσαλδάρη και γενικά ο «μοναρχοφασισμός» επιδίωξαν ως απόλυτη προτεραιότητα την επιστροφή του Γεωργίου Β', έστω σε βάρος των εθνικών διεκδικήσεων. «Οι προστάτες και σύμμαχοι είπαν: Θέλεις το Γεώργιο; Καλά, μα σου παίρνουμε τις εθνικές διεκδικήσεις και ερχόμαστε πάτσι–πόστα»!
Οικουμενική κυβέρνηση με συμμετοχή του ΕΑΜ ήταν όμως αδιανόητη μετά την άγρια εμφύλια σύγκρουση στα Δεκεμβριανά, για την οποία το ΚΚΕ έφερε την πρωταρχική ευθύνη. Επιπλέον, μεταγενέστερες επιλογές του ΚΚΕ και προσωπικά του Ζαχαριάδη είχαν συμβάλει καθοριστικά στην επιδείνωση της εσωτερικής κατάστασης. Ειδικά η αποχή του ΚΚΕ και των συμμάχων του από τις βουλευτικές εκλογές της 31ης Μαρτίου 1946 είχε χαρίσει την απόλυτη πλειοψηφία στην Ηνωμένη Παράταξη Εθνικοφρόνων (με κορμό το Λαϊκό Κόμμα), ακόμη και με την απλή αναλογική. Αφού δεν χρειάζονταν συμμάχους ούτε συμβιβασμούς, οι νικητές των εκλογών μονοπώλησαν την κυβέρνηση, κλιμάκωσαν τα εκδικητικά μέτρα εναντίον των αριστερών και προχώρησαν αμέσως στην επίσπευση του δημοψηφίσματος για το πολιτειακό, την 1η Σεπτεμβρίου 1946, διασφαλίζοντας με βία και νοθεία μεγάλη διαφορά υπέρ της βασιλείας και της επιστροφής του Γεωργίου Β'.
Ότι αυτή υπήρξε η πρωταρχική επιδίωξη της κυβέρνησης Τσαλδάρη και όχι οι εθνικές διεκδικήσεις, που χρησίμευαν πιο πολύ για εσωτερική κατανάλωση, ήταν φανερό σε όλους, Έλληνες και ξένους – όχι μόνο στον Ζαχαριάδη. Η οικτρή αποτυχία των ελληνικών διεκδικήσεων στη Συνδιάσκεψη της Ειρήνης οφειλόταν και στην ασύλληπτη ανεπάρκεια της πολυπληθούς ελληνικής αντιπροσωπείας, που είχε επικεφαλής τον ίδιο τον πρωθυπουργό (και υπουργό Εξωτερικών) Κωνσταντίνο Τσαλδάρη. Αυτός βρισκόταν στην Αθήνα για να υποδεχθεί τον Γεώργιο Β' όταν αποσύρθηκε το Βορειοηπειρωτικό από τη Συνδιάσκεψη στις 26 Σεπτεμβρίου, χωρίς ο ίδιος να γνωρίζει τι ακριβώς συνέβη! Δύο μέρες αργότερα, έφθανε ο Γεώργιος Β'. Ο θόρυβος των πανηγυρισμών σκέπασε την ανεπανόρθωτη εθνική απώλεια. Στους Βορειοηπειρώτες που διαμαρτυρήθηκαν, δεξιές εφημερίδες είχαν το θράσος να υπόσχονται κραυγαλέα ψέματα:
Ημπορούν οι αδελφοί της Βορείου Ηπείρου [...] να είναι βέβαιοι ότι ο Ελληνικός λαός ευρίσκεται σύσσωμος εις το πλευρόν των και ότι θα διεκδικήση μέχρι τέλους την απελευθέρωσιν της μαρτυρικής και ενδόξου επαρχίας δι' όλων του των δυνάμεων και δεν θα υπογράψει συνθήκην ειρήνης, η οποία δεν θα περιλαμβάνει την ένωσιν της ιεράς γης μέχρι Γενούσου ποταμού με την Ελληνικήν πατρίδα.
Ενώ οι δεξιοί «εθνικόφρονες» είχαν πλέον «χαντακώσει» και θάψει αμετάκλητα το Βορειοηπειρωτικό ζήτημα στο διπλωματικό πεδίο, η προπαγάνδα τους εξακολούθησε και τα επόμενα χρόνια να ανεμίζει το λάβαρο μίας επιθετικής στρατιωτικής ενέργειας, που είχαν υψώσει από το 1945. Ελληνική εισβολή στην Αλβανία συνέχισαν να φοβούνται οι Βρετανοί και οι Αμερικανοί, ιδίως μετά την τελειωτική ήττα του λεγόμενου ΔΣΕ τον Αύγουστο του 1949.
Ελληνική εισβολή φοβόταν από την πλευρά του και το αλβανικό κομμουνιστικό καθεστώς. Αυτός ήταν ασφαλώς ένας λόγος (αν όχι ο κυριότερος) που ο ηγέτης του Εμβέρ Χότζα απέρριψε τα πιεστικά αιτήματα του ΚΚΕ το 1947 και ξανά το 1949 να στρατολογηθούν χιλιάδες Τσάμηδες πρόσφυγες (και μάλιστα υποχρεωτικά) για να ενταχθούν στον λεγόμενο ΔΣΕ. Ο Αλβανός κομμουνιστής ηγέτης δεν ήταν έτοιμος να παραβλέψει, όπως οι Έλληνες σύντροφοι του, ότι οι Τσάμηδες είχαν βρεθεί για μεγάλο διάστημα στην πλευρά της «αντίδρασης», ως δωσίλογοι συνεργάτες πρώτα των Ιταλών και ύστερα των Γερμανών στην κατεχόμενη Ελλάδα.
Στα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου, το Βορειοηπειρωτικό ζήτημα συνέχισε να προσφέρει ένα απαράμιλλο προπαγανδιστικό όπλο στο οπλοστάσιο του αντικομμουνισμού στην Ελλάδα, καθώς ενεργοποιούσε αρχέγονα αλυτρωτικά αντανακλαστικά, κοινά σε όλους (σχεδόν) τους Έλληνες. Το ζήτημα κρατούσαν διαρκώς ζωντανό τα αλλεπάλληλα μέτρα του αλβανικού κομμουνιστικού καθεστώτος σε βάρος των Βορειοηπειρωτών και των μειονοτικών τους δικαιωμάτων. Και στη δική τους περίπτωση, ο ελληνικός εθνικισμός –για μία ακόμη φορά– θεώρησε πρωταρχικό κριτήριο εθνικής ταυτότητας τη θρησκεία και όχι τη γλώσσα. Θεώρησε δηλαδή εξαρχής Έλληνες και «αλύτρωτους αδελφούς» όλους γενικά τους Ορθοδόξους και όχι μόνο τους ελληνόφωνους. Κατά συνέπεια, καταγγέλθηκαν ως «ανθελληνικά» ακόμη και μέτρα που πήρε το καθεστώς στο πλαίσιο της πολιτικής του για το ξερίζωμα όλων γενικά των θρησκειών και την επιβολή του αθεϊσμού, με αποκορύφωμα το 1967.
Παράδοξα, αν κρίνει κανείς από τον ακραίο αντικομμουνισμό της τότε στρατιωτικής δικτατορίας, οι διπλωματικές σχέσεις μεταξύ Ελλάδας και Αλβανίας αποκαταστάθηκαν το 1971. Ακόμη πιο παράδοξα, η δήθεν «εμπόλεμη» κατάσταση διατηρήθηκε τυπικά από την Ελλάδα μέχρι το 1987. Ακολούθησε το 1998 ελληνοαλβανικό σύμφωνο φιλίας που αναγνώριζε ταυτόχρονα τη συμβολή της «ελληνικής μειονότητας στην Αλβανία» και των «Αλβανών εργαζομένων στην Ελλάδα».
Η κατάργηση της «εμπόλεμης» κατάστασης έχει μία ανομολόγητη αλλά βαθύτερη σημασία: ισοδυναμεί με σιωπηρή, αλλά οριστική και αμετάκλητη παραίτηση από τη διεκδίκηση εδαφών. Έτσι, στον πραγματικό κόσμο και όχι στον κόσμο των φαντασιώσεων και των ονείρων, η Βόρεια Ήπειρος έγινε τελειωτικά Νότια Αλβανία και για τους Έλληνες. Εκτός, ίσως, από τους ίδιους τους Βορειοηπειρώτες...
https://books.google.gr/books?id=6PcoEA ... ει&f=false
Τλαξκαλτέκος έγραψε:Υπήρχε Χρήστος Ζάππας , συγγενής* των Ευαγγέλου και Κωνσταντίνου Ζάππα , ο οποίος ήταν αλβανιστής. Έμενε στη Ρουμανία.
Οι ρουμανικές αρχές, προσεγγίζοντας συγγενείς τους, προσπαθούσαν να οικειοποιηθούν τις τεράστιες εκτάσεις τους και τις κληροδοσίες τους στο ελληνικό κράτος. Γι’ αυτό προσέγγισαν τον Απόστολο Ζάππα, υιό του Αθανάσιου και ανεψιό του ευεργέτη και διαχειριστή της περιουσίας Κωνσταντίνου Ζάππα.
Προσφέροντάς του απίστευτα ποσά και τιμές, ζητούσαν να διεκδικήσει τμήμα της περιουσίας και μέσω της αμφισβητήσεως να παρέμβει το ρουμανικό δημόσιο. Εκείνος πήγε στο ρουμανικό δικαστήριο δηλώνοντας: «Η ύπαρξη εμού και της οικογενείας μου, των προγόνων και απογόνων μου, ανήκουν και θα ανήκουν στην πατρίδα μας Ελλάδα»!
Επιστρέφοντας, παρεχώρησε τα δικαιώματά του στην πατρίδα, πρωταγωνίστησε στην δωρεά στους κολλήγους των Ζαππείων της Θεσσαλίας, όπου εξελέγη βουλευτής. Φρόντισε την άψογη λειτουργία του Ζαππείου Παρθεναγωγείου Κωνσταντινουπόλεως και άφησε πίσω του πέντε παιδιά. Εξ αυτύν, ο Αριστοτέλης γέννησε την Σωσσάνα Ζάππα, και εκείνη με τον σύζυγό της, Ρόναλντ Κούμπς, έφεραν στον κόσμο την Μαριλένα, σύζυγο Πάνου Λασκαρίδη.
https://freewill.gr/2015/08/10/μια-υπέροχη-ελληνίδα/
Ακρίδης Κατσαριδόπουλος έγραψε:Τλαξκαλτέκος έγραψε:Υπήρχε Χρήστος Ζάππας , συγγενής* των Ευαγγέλου και Κωνσταντίνου Ζάππα , ο οποίος ήταν αλβανιστής. Έμενε στη Ρουμανία.
Ο αδελφός του δεν φαίνεται να είχε αλβανική συνείδηση πάντως.Οι ρουμανικές αρχές, προσεγγίζοντας συγγενείς τους, προσπαθούσαν να οικειοποιηθούν τις τεράστιες εκτάσεις τους και τις κληροδοσίες τους στο ελληνικό κράτος. Γι’ αυτό προσέγγισαν τον Απόστολο Ζάππα, υιό του Αθανάσιου και ανεψιό του ευεργέτη και διαχειριστή της περιουσίας Κωνσταντίνου Ζάππα.
Προσφέροντάς του απίστευτα ποσά και τιμές, ζητούσαν να διεκδικήσει τμήμα της περιουσίας και μέσω της αμφισβητήσεως να παρέμβει το ρουμανικό δημόσιο. Εκείνος πήγε στο ρουμανικό δικαστήριο δηλώνοντας: «Η ύπαρξη εμού και της οικογενείας μου, των προγόνων και απογόνων μου, ανήκουν και θα ανήκουν στην πατρίδα μας Ελλάδα»!
Επιστρέφοντας, παρεχώρησε τα δικαιώματά του στην πατρίδα, πρωταγωνίστησε στην δωρεά στους κολλήγους των Ζαππείων της Θεσσαλίας, όπου εξελέγη βουλευτής. Φρόντισε την άψογη λειτουργία του Ζαππείου Παρθεναγωγείου Κωνσταντινουπόλεως και άφησε πίσω του πέντε παιδιά. Εξ αυτύν, ο Αριστοτέλης γέννησε την Σωσσάνα Ζάππα, και εκείνη με τον σύζυγό της, Ρόναλντ Κούμπς, έφεραν στον κόσμο την Μαριλένα, σύζυγο Πάνου Λασκαρίδη.
https://freewill.gr/2015/08/10/μια-υπέροχη-ελληνίδα/
Γνωρίζεις κάτι παραπάνω;
Ο Κωνσταντίνος ζητούσε συγκεκριμένα από το Βερολίνο στις 12 Δεκεμβρίου να υποβάλει εμπιστευτικά στις σύμμαχες κυβερνήσεις μια συμβιβαστική πρόταση, με την οποία πρότεινε — εφόσον η παράκτια ζώνη και η Κορυτσά είχαν παραχωρηθεί από την πρεσβευτική Συνδιάσκεψη στην Αλβανία — να δοθεί εντολή στην επιτροπή να καθορίσει τη γραμμή των συνόρων κατά τρόπο που να μην απομακρύνεται πολύ η χάραξη της από την Κορυτσά, ώστε να περιέλθουν στην Ελλάδα τα εδάφη που κατείχε ο ελληνικός στρατός. Εν ανάγκη η ελληνική κυβέρνηση και ο βασιλιάς θα δέχονταν εκτός από την Κορυτσά να πάρει η Αλβανία και το Αργυρόκαστρο, υπό τον όρον να προσαρτηθούν στην Ελλάδα το Δέλβινο και η κοιλάδα του, που περιέκλειε καθαρά ελληνικό πληθυσμό και αποτελούσε πολύ σημαντικό ελληνικό πολιτιστικό κέντρο.
https://thesis.ekt.gr/thesisBookReader/ ... 8/mode/2up
Ακρίδης Κατσαριδόπουλος έγραψε:Ο Κωνσταντίνος ζητούσε συγκεκριμένα από το Βερολίνο στις 12 Δεκεμβρίου να υποβάλει εμπιστευτικά στις σύμμαχες κυβερνήσεις μια συμβιβαστική πρόταση, με την οποία πρότεινε — εφόσον η παράκτια ζώνη και η Κορυτσά είχαν παραχωρηθεί από την πρεσβευτική Συνδιάσκεψη στην Αλβανία — να δοθεί εντολή στην επιτροπή να καθορίσει τη γραμμή των συνόρων κατά τρόπο που να μην απομακρύνεται πολύ η χάραξη της από την Κορυτσά, ώστε να περιέλθουν στην Ελλάδα τα εδάφη που κατείχε ο ελληνικός στρατός. Εν ανάγκη η ελληνική κυβέρνηση και ο βασιλιάς θα δέχονταν εκτός από την Κορυτσά να πάρει η Αλβανία και το Αργυρόκαστρο, υπό τον όρον να προσαρτηθούν στην Ελλάδα το Δέλβινο και η κοιλάδα του, που περιέκλειε καθαρά ελληνικό πληθυσμό και αποτελούσε πολύ σημαντικό ελληνικό πολιτιστικό κέντρο.
https://thesis.ekt.gr/thesisBookReader/ ... 8/mode/2up
Το μπολνταρισμένο ισχύει πραγματικά;
Τη Δευτέρα του Αγίου Πνεύματος σε κοινή μας διάλεξη στο Μεσογειακό Πανεπιστήμιο των Τιράνων ο ιστορικός Λάμπρος Μπαλτσιώτης ξεκίνησε την ομιλία του με την εξής πρόταση: «Για τους Αλβανούς, Αλβανός είναι αυτός που μιλάει αλβανικά, για τους Έλληνες, εν δυνάμει Έλληνας είναι αυτός που είναι ορθόδοξος». Σε αυτή την ιδέα που έχει αναπτύξει στο έργο του ο συνάδελφος συμπυκνώνονται οι αιτίες των «παρεξηγήσεων» και της ιστορικής καχυποψίας μεταξύ των δύο εθνών. Οι ακραίες φωνές του αλβανικού έθνους φαντασιώνονται Αλβανούς όταν ακούνε αρβανίτικα στα Μεσόγεια, ενώ οι αντίστοιχες φωνές στην Ελλάδα φαντασιώνονται Έλληνες σε όλους τους χριστιανούς ορθόδοξους της Νότιας Αλβανίας. Φυσικά και οι δύο αντιλήψεις σφάλλουν σε βαθμό εγκληματικό. Διότι, πολύ απλά, έθνος είναι ό,τι νιώθεις: ούτε η θρησκεία σου ούτε η γλώσσα αυτές καθαυτές.
Αυτό όμως δεν είναι εύκολο να το καταλάβουν τα τυφλωμένα έθνη: ο ελληνικός αλυτρωτισμός στο παρελθόν έβλεπε ως φυσικό χώρο επέκτασης του ελληνικού κράτους τη «Βόρεια Ήπειρο» σε διάφορες γεωγραφικές παραλλαγές ενώ το όνειρο μιας «μεγάλης Αλβανίας» έφτανε ως και την Πρέβεζα, καθώς και εκεί κάποτε μιλιόνταν τα αλβανικά.
Όταν ξεκίνησε ο ελληνικός αγώνας της ανεξαρτησίας, για τους Έλληνες δεν θα μπορούσε να τεθεί θέμα αν οι ορθόδοξοι αλβανόφωνοι ανήκουν ή όχι στην υπό συγκρότηση εθνική κοινότητα. Φυσικά και ήταν Έλληνες, καθώς η γλώσσα τότε δεν είχε σημασία. Ο Παπαρρηγόπουλος μάλιστα έφτασε στο σημείο να κάνει λόγο για «δύο φυλές που κατοικούν στην Ελλάδα που συγκροτούν ένα έθνος».
Όμως, τα πράγματα δεν ήρθαν σύμφωνα με τις βουλές των Ελλήνων καθώς από το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, συγκροτείται η μαγιά του αλβανισμού. Φτιάχνεται δηλαδή έθνος αλβανικό, τόσο εντός όσο και εκτός του εδάφους της σημερινής Αλβανίας. Και, μάλιστα, πρωτοπόροι στη σύστασή του υπήρξαν Αλβανοί χριστιανοί ορθόδοξοι οι οποίοι υπάγονταν στο Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης.
Ο καιρός κύλησε λοιπόν δύσκολα για τις ελληνοαλβανικές σχέσεις στον 20ό αιώνα. Οι Έλληνες δεν μπορούσαν να αποδεχθούν ότι ένα διαφορετικό έθνος συνεπαίρνει τις συνειδήσεις ανθρώπων που ανήκαν στο ελληνορθόδοξο μιλέτ της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Για τον λόγο αυτό η Ελλάδα ευθύς εξαρχής ακολουθεί μια επιθετική πολιτική στα νότια αλβανικά εδάφη διαμορφώνοντας ένα ελληνικό αλυτρωτικό σχέδιο στη Νότια Αλβανία, τη λεγόμενη «Βόρεια Ήπειρο». Αναγκαστικά, υπό την πίεση της Κοινωνίας των Εθνών αναγκάζεται να εγκαταλείψει τα στρατιωτικά σχέδια συμπερίληψης της περιοχής αυτής στα εθνικά εδάφη. Ωστόσο, το αλυτρωτικό όραμα δεν σβήνει εύκολα. Η ελληνόφωνη και αλβανόφωνη ορθόδοξη νότια Αλβανία συνεχίζει να αποτελεί διακαή εδαφικό στόχο των Ελλήνων ακόμη μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο αλλά τελικώς η ζωή δεν τα έφερε σύμφωνα με τις ορέξεις τους.
Ακόμη κι αν αλυτρωτικές φωνές για τη «Βόρεια Ήπειρο» συνεχίζουν να ακούγονται στην Ελλάδα, πλέον είναι περιθωριακές ως και γραφικές. Και εννοείται δεν αφορούν την επίσημη κρατική πολιτική. Το λέω αυτό γνωρίζοντας πως στην Αλβανία τούτο δεν είναι όσο σαφές θα έπρεπε.
Η Αλβανία του Χότζα ακολουθεί μια πολιτική ενσωμάτωσης της ελληνικής μειονότητας, η οποία ωστόσο ναι μεν έχει πρόσβαση στα γλωσσικά της δικαιώματα αλλά μόνο μέσα στις παραδοσιακές της εγκαταστάσεις, τις λεγόμενες «μειονοτικές ζώνες» και μόνο εφόσον δεν αυτοπροσδιορίζεται ως πραγματικά εθνική. Και μάλιστα και αυτές οι ζώνες, είναι κουτσουρεμένες καθώς δεν περιλαμβάνουν την περιπαθή Χειμάρα που μας απασχολεί διαρκώς έναν αιώνα από την Κοινωνία των Εθνών ως σήμερα. Για τη Χειμάρα θυμίζω ότι πριν σχεδόν εκατό χρόνια το Διεθνές Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι «η ύπαρξη μειονοτήτων είναι ζήτημα της ζωής και όχι του νόμου» υπαινισσόμενο ότι ελληνική μειονότητα υπάρχει εκεί, είτε την αναγνωρίζει η Αλβανία είτε όχι. Σήμερα μάλιστα που η Χειμάρα καθίσταται τουριστικό θέρετρο περιωπής, το ζήτημα αποκτά και επιχειρηματικά διάσταση πέρα από ιδεολογική και αυτό το περιπλέκει περισσότερο.
Πάντως, πρακτικές καταρράκωσης του κράτους δικαίου στην Αλβανία, όπως η σύλληψη του υποψηφίου και πλέον δημάρχου Χειμάρας μόνο κακό κάνουν στην υπόθεση. Και σε αυτό έχει προσωπική ευθύνη ο Αλβανός πρωθυπουργός που λίγες ώρες πριν τη σύλληψη Μπελέρη φώναζε τηλεοπτικά μιλώντας σε δεύτερο ενικό ότι «εγώ θα ασχοληθώ με σένα προσωπικά». Μ’αυτά και μ’αυτά, ένας μάλλον αμφιλεγόμενος μειονοτικός παράγοντας ηρωωποιήθηκε και τελικά έγινε δήμαρχος.
Σε κάθε πάντως περίπτωση, η Αλβανία δεν έδιωξε την ελληνική μειονότητα, όπως έκανε η Ελλάδα με την αλβανική μειονότητα της Θεσπρωτίας και αυτό είναι κάτι πολύ σημαντικό ως διαφοροποίηση μεταξύ των δύο κρατών σε σχέση με τις εκατέρωθεν μειονότητές τους. Νομίζω πως αν η Αλβανία είχε ακολουθήσει την πορεία της Ελλάδας μετά το τέλος της δεκαετίας του ’40 μάλλον οι Έλληνες της Αλβανίας θα είχαν παρόμοια τύχη με τους μουσουλμάνους Αλβανούς της Θεσπρωτίας, τους Τσάμηδες.
https://www.news247.gr/sunday-edition/e ... 2.amp.html