Οι σημαντικές μεταβολές στη σύσταση του πληθυσμού στον ελλαδικό χώρο

Θέματα ιστορικού και αρχαιολογικού ενδιαφέροντος.
Άβαταρ μέλους
Τλαξκαλτέκος
Extreme poster
Extreme poster
Δημοσιεύσεις: 3142

Re: Οι σημαντικές μεταβολές στη σύσταση του πληθυσμού στον ελλαδικό χώρο

Δημοσίευσηαπό Τλαξκαλτέκος » 15 Ιαν 2023, 20:12

Ακρίδης Κατσαριδόπουλος έγραψε:
Τλαξκαλτέκος έγραψε:Μιγάς από Αρβανίτες και Βλάχους που μιλάει και αρβανίτικα και βλάχικα.

Έχεις κάποια σχετική πηγή; :sgrat:

Κασομούλης :
Εικόνα
0 .
Τους μεν κενούς ασκούς το πνεύμα διίστησι , τους δε ανοήτους ανθρώπους το οίημα. ( Σωκράτης [ στον Στοβαίο ] )

Άβαταρ μέλους
Ακρίδης Κατσαριδόπουλος
Crazy poster
Crazy poster
Δημοσιεύσεις: 1140

Re: Οι σημαντικές μεταβολές στη σύσταση του πληθυσμού στον ελλαδικό χώρο

Δημοσίευσηαπό Ακρίδης Κατσαριδόπουλος » 15 Ιαν 2023, 20:16

Τλαξκαλτέκος έγραψε:Εικόνα

Δεν φαίνεται
0 .

Άβαταρ μέλους
Τλαξκαλτέκος
Extreme poster
Extreme poster
Δημοσιεύσεις: 3142

Re: Οι σημαντικές μεταβολές στη σύσταση του πληθυσμού στον ελλαδικό χώρο

Δημοσίευσηαπό Τλαξκαλτέκος » 15 Ιαν 2023, 20:25

Ακρίδης Κατσαριδόπουλος έγραψε:
Τλαξκαλτέκος έγραψε:Εικόνα

Δεν φαίνεται η εικόνα

Τώρα ;
Εικόνα
Εικόνα
Εικόνα
0 .
Τους μεν κενούς ασκούς το πνεύμα διίστησι , τους δε ανοήτους ανθρώπους το οίημα. ( Σωκράτης [ στον Στοβαίο ] )

Άβαταρ μέλους
Ακρίδης Κατσαριδόπουλος
Crazy poster
Crazy poster
Δημοσιεύσεις: 1140

Re: Οι σημαντικές μεταβολές στη σύσταση του πληθυσμού στον ελλαδικό χώρο

Δημοσίευσηαπό Ακρίδης Κατσαριδόπουλος » 15 Ιαν 2023, 20:28

Τλαξκαλτέκος έγραψε:Τώρα ;
Εικόνα
Εικόνα
Εικόνα

Οκ. Έχω την εντύπωση ότι και σ’ αυτή την περίπτωση ο όρος έχει γεωγραφική και όχι εθνοτική σημασία. Προφανώς εννοεί ότι γνώριζαν και την αλβανική λόγω γειτνίασης.
0 .

Άβαταρ μέλους
Ακρίδης Κατσαριδόπουλος
Crazy poster
Crazy poster
Δημοσιεύσεις: 1140

Re: Οι σημαντικές μεταβολές στη σύσταση του πληθυσμού στον ελλαδικό χώρο

Δημοσίευσηαπό Ακρίδης Κατσαριδόπουλος » 01 Φεβ 2023, 14:57

Το Πατριαρχείο και η ανταλλαγή πληθυσμών

Διάρρηξη του ορθολογισμού και του ρεαλισμού της υποχρεωτικής ανταλλαγής συνιστούν οι μοιραίες εξαιρέσεις: η παραμονή του Οικουμενικού Πατριαρχείου και των Ελλήνων στην Πόλη (όπως και στην Ίμβρο και Τένεδο), με αντιστάθμισμα την παραμονή των Τούρκων στη Δυτική Θράκη.

Ο Βενιζέλος στη Λωζάνη φάνηκε ανίκανος να κατανοήσει ότι η νικήτρια κεμαλική Τουρκία ήταν ένα νέο εθνικό κράτος σαν το δικό του και όχι πια η Οθωμανική Αυτοκρατορία. Το ίδιο ισχύει και για τον Βρετανό υπουργό Εξωτερικών Λόρδο Κώρζον, κυριότερο σύμμαχο του Βενιζέλου στη Λωζάνη, Αυτή η αδυναμία κατανόησης μοιάζει παράξενη ειδικά στην περίπτωση του Βενιζέλου, ως εθνικιστή πολιτικού. Προτείνοντας το 1919 την εθελοντική ανταλλαγή πληθυσμών με τη Βουλγαρία, ο Βενιζέλος είχε προσδιορίσει απερίφραστα το ζητούμενο, που είναι βέβαια ο ιδανικός στόχος του εθνικισμού γενικά: «η συγκέντρωσις εις τα αυτά εδάφη των ομοφύλων» και «η κατά το δυνατόν υπαγωγή εις έκαστον κράτος αμιγών πληθυσμών ανηκόντων εις την αυτήν εθνικότητα». Ωστόσο, αυτή την ανάγκη ή, πάντως, την επιδίωξη εθνικής ομοιογένειας δεν την αναγνώριζε, όπως φαίνεται, στην περίπτωση της Τουρκίας. Ούτε αναγνώριζε γενικότερα την εύλογη αξίωση του τουρκικού εθνικισμού να απαλλαγεί από πληθυσμούς και θεσμούς που όχι μόνο δεν μπορούσαν να αφομοιωθούν, αλλά και είχαν πρόσφατα αποδειχθεί μη νομιμόφρονες, ακολουθώντας τις επιταγές αντίπαλων εθνικισμών.

Έτσι, Βενιζέλος και Κώρζον έδωσαν μάχη για την παραμονή των Ελλήνων και του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην Κωνσταντινούπολη, χρησιμοποιώντας επιχειρήματα που ταίριαζαν περισσότερο στο οθωμανικό παρελθόν – σαν να μην είχε ξεπεραστεί οριστικά από ένα νέο, ριζικά διαφορετικό εθνικό κράτος, που ήταν επιπλέον και κοσμικό. Ήταν ίσως ακόμη πολύ νωρίς για να θεωρήσουν την επικράτηση του κεμαλισμού δεδομένη και αμετάκλητη. Τους τύφλωνε ίσως και το γεγονός ότι η Κωνσταντινούπολη βρισκόταν ακόμη υπό συμμαχική κατοχή και δεν είχε περάσει στον έλεγχο του νέου αυτού εθνικού κράτους. Αυτό επρόκειτο να συμβεί μόνο μετά την υπογραφή της Συνθήκης Ειρήνης.

Στην πρώτη σχετική συζήτηση, την 1η Δεκεμβρίου 1922 (ν.η.), ο Βενιζέλος επικαλέστηκε την απόλυτη αδυναμία της Ελλάδας να δεχθεί τους Έλληνες της Πόλης επιπλέον του ενός εκατομμυρίου προσφύγων από την υπόλοιπη Τουρκία. Ο Κώρζον, όμως, επικαλέστηκε το μέλλον της Κωνσταντινούπολης, σαν να μην είχε αλλάξει τίποτα. Η παρουσία των Ελλήνων «ήταν ζωτική για την ύπαρξη της Κωνσταντινού πολης ως μεγάλης πόλης εμπορίου και βιομηχανίας». Χωρίς τους Έλληνες, θα κινδύνευε να χάσει «το κύρος, τον πλούτο και το εμπόριό της». Ο Ισμέτ ισχυρίστηκε ότι επρόκειτο μόνο για μικρέμπορους και μπακάληδες που θα ήταν εύκολο να αντικατασταθούν, αλλά τελικά υποχώρησε για «ανθρωπιστικούς λόγους», όπως είπε στις 13 Δεκεμβρίου 1922 (ν.η.), και με «πνεύμα συμφιλίωσης», όπως πρόσθεσε αργότερα, στις 10 Ιανουαρίου 1923 (ν.η.). Εξασφάλισε έτσι, σε αντιστάθμισμα, την εξαίρεση από την υποχρεωτική ανταλλαγή και των μουσουλμάνων της Δυτικής Θράκης, όπως επιδίωκε εξαρχής η Τουρκία.

Από όλα τα ζητήματα της υποχρεωτικής ανταλλαγής εκείνο για το οποίο δόθηκε η μεγαλύτερη μάχη ήταν η πα ραμονή του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην Κωνσταντινούπολη. Σύμφωνα με τον Ιταλό πρόεδρο της αρμόδιας Υποεπιτροπής στη Λωζάνη, όλα τα άλλα ζητήματα ρυθμίστηκαν σε πέντε ή έξη συνεδριάσεις, ενώ το ζήτημα του Πατριαρχείου απαίτησε είκοσι, δηλαδή τετραπλάσιο αριθμό! Λίγο έλειψε, μάλιστα, να προκαλέσει την αποτυχία και διάλυση της Συνδιάσκεψης. Εξοργισμένος από την τουρκική επιμονή, ο Κώριον αναφώνησε κάποια στιγμή «Αυτό δεν μπορεί να συνεχίζεται επ' άπειρον, η Ευρώπη έχει και άλλα πράγματα να ασχοληθεί»!

Η τουρκική πλευρά παρουσιάστηκε αποφασισμένη να εκδιώξει οπωσδήποτε το Πατριαρχείο. Είχε μάλιστα και μία εύλογη πρόταση: τη μετεγκατάστασή του στο Άγιο Όρος. Την αποχώρηση του Πατριαρχείου από την Κωνσταντινούπολη έθεσε τελικά ο Ισμέτ ως όρο για να αποδεχθεί την παραμονή του ελληνικού πληθυσμού της. Στην εθνικιστική και ειδικότερα κοσμική οπτική του νέου τουρκικού καθεστώτος, το Ορθόδοξο Πατριαρχείο δεν μπορούσε να διατηρήσει τα προνόμιά του τη στιγμή που το μουσουλμανικό Χαλιφάτο έχανε τα δικά του. Ωστόσο, αντιφάσκοντας με την προσέγγιση αυτή, ο Ισμέτ διάβασε μία μακροσκελή ιστορική επισκόπηση που αναδείκνυε πόσο ανεκτική είχε υπάρξει ανά τους αιώνες η Οθωμανική θεοκρατία απέναντι στις άλλες θρησκείες, αρχίζοντας από τον Μωάμεθ Β'.

Ο Ισμέτ προφανώς ήθελε να δείξει την παράδοση ανεκτικότητας των Τούρκων ως έθνους. Αλλά αυτή η χρονοβόρα αναδρομή στο οθωμανικό παρελθόν όχι μόνο εξαγρίωσε τον Κώριον, αλλά και του επέτρεψε να μείνει παράλογα προσκολλημένος σε μία αντίληψη απόλυτης ιστορικής συνέχειας. Μιλώντας στις 13 Δεκεμβρίου 1922 (ν.η.) για την τουρκική απαίτηση να φύγει το Πατριαρχείο, παρατήρησε σαρκαστικά: «Έτσι ακολουθεί η σημερινή Τουρκική κυβέρνηση το παράδειγμα του Μωάμεθ Β'». 25 Την επόμενη μέρα, ζήτησε απλώς να διατηρηθούν τα μειονοτικά δικαιώματα ακριβώς όπως αναγνωρίζονταν από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Έφθασε μάλιστα στο σημείο να πει στις 10 Ιανουαρίου 1923 (ν.η.) ότι ο Πατριάρχης «ήταν ανέκαθεν ένας αξιωματούχος της τουρκικής κυβέρνησης, από την οποία και διορίζεται»! Παρόμοια μίλησε και ο Βενιζέλος. Χαρακτήρισε το Πατριαρχείο «τουρκικό και όχι ελληνικό θεσμό», συμπεραίνοντας ότι η Ελλάδα δεν δικαιούται να αποφασίσει το μέλλον του.

Είναι προφανής ο αναχρονιστικός και αντιφατικός χαρακτήρας αυτής της επιχειρηματολογίας. Εξακολουθούσε το 1923 να αποτελεί το Πατριαρχείο «τουρκικό θεσμό» με επικεφαλής «αξιωματούχο της τουρκικής κυβέρνησης», όπως στο οθωμανικό σύστημα; Τότε, όμως, το μέλλον του θα έπρεπε λογικά να αποφασιστεί από μόνη την Τουρκία. Στην ουσία, ο Κώρζον και ο Βενιζέλος εμφανίστηκαν προσκολλημένο στη οθωμανικό παρελθόν, παραγνωρίζοντας τον ριζικά διαφορετικό χαρακτήρα της κεμαλικής Τουρκίας.

Μπροστά στον κίνδυνο να διαλυθεί άπρακτη η Συνδιάσκεψη, την τελευταία στιγμή ο Ισμέτ υποχώρησε και στο ζήτημα του Πατριαρχείου, ως «υπέρτατη απόδειξη των συμφιλιωτικών διαθέσεων της Τουρκίας». Ήταν άραγε ειλικρινής; Γνώριζε μήπως ήδη τότε ότι οι φαινομενικές παραχωρήσεις του σε μεγάλο βαθμό θα ανατρέπονταν και θα ακυρώνονταν στην πράξη;

Παραμένει η απορία για την έλλειψη διορατικότητας εκ μέρους του Βενιζέλου. Μέχρι τα μέσα Δεκεμβρίου, δεν είχε ακόμη αφήσει τον συνηθισμένο του ρεαλισμό. Διατηρούσε λοιπόν αμφιβολίες αν το Οικουμενικό Πατριαρχείο μπορούσε πλέον να λειτουργήσει στην Κωνσταντινούπολη και εξέταζε τη μετεγκατάστασή του στη Θεσσαλονίκη, όπως είχε προτείνει δύο μήνες νωρίτερα ο (Βενιζελικός) Πατριάρχης Μελέτιος. Στους μητροπολίτες Κυζίκου και Νικαίας, που ήσαν κατηγορηματικά αντίθετοι, ο Βενιζέλος απαντούσε:

Δεν είναι ζήτημα ότι ευκταίον θα ήτο από πάσης απόψεως όπως διατηρηθή ο Οικουμενικός θρόνος εν Κωνσταντινουπόλει. Αλλά διερωτώμαι εάν είναι δυνατή η κανονική λειτουργία του Οικουμενικού Πατριαρχείου υπό τας σημερινάς συνθήκας [...] γεννάται τότε το ερώτημα εάν δεν έπρεπε να επωφεληθώμεν της επιμονής της Τουρκίας όπως επιτύχη την απομάκρυνσιν του Οικουμενικού θρόνου, ίνα διά πράξεως διεθνούς επιτύχωμεν την εγκαθίδρυσιν αυτού εις Θεσσαλονίκην και επομένως την διατήρησιν του θεσμού όστις άλλως κινδυνεύει να αποσβεσθή περιοριζόμενος εις μόνην την Κωνσταντινούπολιν.

Τους διαβεβαίωνε, πάντως, ότι:

Εννοείται ότι η Ελληνική αντιπροσωπεία σύμφωνος προς την απόφασιν του Μικτού Συμβουλίου αποκρούει ερρωμένως την επιμονήν της Τουρκίας περί απομακρύνσεως του Οικουμενικού θρόνου.

Τι εμπόδισε τον Βενιζέλο να ακολουθήσει την κατεξοχήν ρεαλιστική ιδέα του ότι παρουσιαζόταν ευκαιρία να μεταφερθεί και να διασωθεί έτσι το Οικουμενικό Πατριαρχείο «διά πράξεως διεθνούς»; Ένας παράγοντας ήταν ασφαλώς η ομόθυμη και απόλυτη απόρριψη της ιδέας από τα δύο συλλογικά όργανα του Πατριαρχείου – Ιερά Σύνοδο και Μικτό Συμβούλιο – καθώς και η εγκατάλειψή της από τον ίδιο τον Μελέτιο.

Υπήρχε ο εύλογος φόβος ότι η Τουρκία θα εκμεταλλευόταν απρόσκοπτα την αποχώρηση του Πατριαρχείου στην ιστορική του έδρα για να εγκαταστήσει ένα δικό της ψευδεπίγραφο πατριαρχείο «Τουρκορθοδόξων». Άλλος παράγοντας ήταν η απόλυτη αντίθεση της ελληνικής κυβέρνησης και της ελληνικής κοινής γνώμης, με τον στρατό «εκτάκτως φανατισμένον εν ζητήματι και καλώς οργανωμένον» και τον λαό αγανακτισμένο «κατά αυθαδών προτάσεων Τούρκων». Η ηττημένη Ελλάδα έμοιαζε μολαταύτα αποφασισμένη να ξαναρχίσει τον πόλεμο, για να μείνει το Πατριαρχείο στην έδρα του.

Ένας τρίτος παράγοντας, ίσως ο καθοριστικότερος, ήταν η διεθνής συμπαράσταση ειδικά στο ζήτημα του Πατριαρχείου. Από όλα τα ζητήματα της υποχρεωτικής ανταλλαγής, ήταν εκείνο για το οποίο η Ελλάδα είχε τη μεγαλύτερη υποστήριξη από όλες σχεδόν τις χριστιανικές χώρες και εκκλησίες, σε μία περιστασιακή αλλά φορτισμένη αναβίωση της αντιπαράθεσης Χριστιανών και Μουσουλμάνων. Γι' αυτό, άλλωστε, το ζήτημα απασχόλησε τόσο πολύ τη Συνδιάσκεψη στη Λωζάνη και λίγο έλειψε να τη διαλύσει. Η διεθνής υποστήριξη δημιούργησε την ψευδαίσθηση ότι το Πατριαρχείο μπορούσε να διασωθεί αλώβητο με μικρές μόνο προσαρμογές, αν η Τουρκία απλώς αποδεχόταν την παραμονή του.

Έτσι ο Βενιζέλος, μολονότι διείδε την ευκαιρία, δεν αξιοποίησε τελικά τη διεθνή υποστήριξη για να δρομολογήσει τη μετεξέλιξη του Οικουμενικού Πατριαρχείου σε κατεύθυνση ανάλογη με εκείνη του Βατικανού. Τη μετεξέλιξη αυτή θα εξασφάλιζε η μετεγκατάσταση του Πατριαρχείου στη Θεσσαλονίκη ή, καλύτερα, στο Άγιο Όρος, που ήδη είχε εμπεδωμένο καθεστώς αυτονομίας. Με τη Συνθήκη της Λωζάνης θα αποκτούσε επιπλέον όλες τις εγγυήσεις μίας «πράξεως διεθνούς», όπως είχε σκεφθεί ο Βενιζέλος. Με ανάλογο τρόπο, άλλωστε, η παπική έδρα επρόκειτο το 1929 να εξασφαλίσει οριστικά την ανεξαρτησία της χάρη σε διμερή μόνο, αλλά πάντως διεθνή συνθήκη με την Ιταλία (τη λεγόμενη Συνθήκη του Λατερανού).

Όσο κι αν φαίνεται απίστευτο, το Οικουμενικό Πατριαρχείο, για το οποίο δόθηκε τέτοια μάχη στη Λωζάνη, ούτε καν αναφέρεται στα τελικά κείμενα. Δεν αναφέρεται ούτε στη Σύμβαση Ανταλλαγής ούτε στη Συνθήκη Ειρήνης, μολονότι η σχετική συζήτηση οπωσδήποτε δικαιολογούσε και απαιτούσε ειδική πρόβλεψη. Αυτό άλλωστε προσδοκούσαν όσοι (ιδίως στο Πατριαρχείο) απέρριπταν την ιδέα της μετεγκατάστασης και είχαν ενθαρρυνθεί από τη διεθνή συμπαράσταση. Έχει κανείς την εντύπωση ότι το ζήτημα είχε απορροφήσει τόσο χρόνο, ένταση και ενέργεια, ώστε θεωρήθηκε αμέσως λήξαν, προς γενική ανακούφιση, μόλις ο Ισμέτ έκανε την προφορική δήλωση ότι η Τουρκία δεν επιμένει. Η Συνδιάσκεψη δεν επανήλθε σ' αυτό, μολονότι χρειάστηκε ακόμη έξι μήνες για να εκπονήσει τη Συνθήκη Ειρήνης, στην οποία ασφαλώς είχε τη θέση του ανάμεσα στα μακροσκελή άρθρα 37-44 για την προστασία των μειονοτήτων της Τουρκίας. Αυτή η ακατανόητη παράλειψη εκ μέρους του Βενιζέλου και των συμμάχων του επρόκειτο να έχει δυσμενέστατες συνέπειες για την επιβίωση του θεσμού.
1 .

Άβαταρ μέλους
Τλαξκαλτέκος
Extreme poster
Extreme poster
Δημοσιεύσεις: 3142

Re: Οι σημαντικές μεταβολές στη σύσταση του πληθυσμού στον ελλαδικό χώρο

Δημοσίευσηαπό Τλαξκαλτέκος » 06 Φεβ 2023, 20:50

Δύο λαοί ακόμη που διατείνονται ιστορική συνέχεια. Ισπανοί και Κούρδοι.

- Το κύριο βιβλίο Ιστορίας του δημοτικού σχολείου , το Yo soy espanol ( Είμαι Ισπανός ) , το οποίο εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1943 , δίδασκε την ισπανική ιστορία ως ενιαία και αδιαίρετη ξεκινώντας από τον Κήπο της Εδέμ και καταλήγοντας στον Generalissimo Φράνκο ! ( Tony Judt, "Η Ευρώπη μετά τον πόλεμο" )

- Επίσης οι Κούρδοι θεωρούν τους εαυτούς τους απογόνους των Μήδων.

Kurdish national anthem: "We are the children of the Medes and Kai Khosrow ( Cyaxares )."
1 .
Τους μεν κενούς ασκούς το πνεύμα διίστησι , τους δε ανοήτους ανθρώπους το οίημα. ( Σωκράτης [ στον Στοβαίο ] )

Άβαταρ μέλους
Adminović
Sloboda Narodu
Sloboda Narodu
Δημοσιεύσεις: 14298
Τοποθεσία: F.R. Liberland

Re: Οι σημαντικές μεταβολές στη σύσταση του πληθυσμού στον ελλαδικό χώρο

Δημοσίευσηαπό Adminović » 06 Φεβ 2023, 21:16

Τλαξκαλτέκος έγραψε:Δύο λαοί ακόμη που διατείνονται ιστορική συνέχεια. Ισπανοί και Κούρδοι.

- Το κύριο βιβλίο Ιστορίας του δημοτικού σχολείου , το Yo soy espanol ( Είμαι Ισπανός ) , το οποίο εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1943 , δίδασκε την ισπανική ιστορία ως ενιαία και αδιαίρετη ξεκινώντας από τον Κήπο της Εδέμ και καταλήγοντας στον Generalissimo Φράνκο ! ( Tony Judt, "Η Ευρώπη μετά τον πόλεμο" )

- Επίσης οι Κούρδοι θεωρούν τους εαυτούς τους απογόνους των Μήδων.

Kurdish national anthem: "We are the children of the Medes and Kai Khosrow ( Cyaxares )."


Ανάλογες σαλάτες με τους ΕΛ είναι κι αυτοί.

Γενικά, ισχύει ο κανόνας ότι όσο πιο ανάμεικτος είναι ένας λαός, τόσο περισσότερο λέει ότι είναι καθαρόαιμος. :D
1 .
Ο ψεκασμός είναι υγεία, είναι πολιτισμός!

Σκοτώνει βακτήρια, ιούς, μύκητες, ζιζάνια, καθώς και πάσης φύσεως παράσιτα
. :yesyes:

Άβαταρ μέλους
Τλαξκαλτέκος
Extreme poster
Extreme poster
Δημοσιεύσεις: 3142

Re: Οι σημαντικές μεταβολές στη σύσταση του πληθυσμού στον ελλαδικό χώρο

Δημοσίευσηαπό Τλαξκαλτέκος » 18 Φεβ 2023, 21:26

Σύμφωνα με τον Παναγιώτη Δούκα ( Η Σπάρτη δια μέσου των αιώνων , 1922 ) οι Παλαιολόγοι εγκατέστησαν Αρβανίτες στην Ανατολική Λακωνία ως αντίβαρο των ανήσυχων Πελοποννησίων αρχόντων :

Νομίζομεν ὅτι ἀσφαλῶς δυνάμεθα νὰ εὕρωμεν τὸν λόγον , δι ̓ ὃν ἡ ἐγκατάστασις τῶν ̓Αλβανῶν ἐγένετο κατὰ τοὺς δήμους Γερονθρῶν καὶ τῆς Ἐπιδαύρου Λιμηρᾶς, εάν αποβλέψωμεν εις τόν σκοπόν δι' ον οι ρηθέντες δεσπόται εισεδέχθησαν τους Αλβανούς.
Ἐν Μονεμβασίᾳ ὑπῆρχον οἱ μεγάλοι οἶκοι τῶν Δαιμονογιάννη , Μαμωνᾶ καὶ Σοφιανοῦ , οἵτινες ἤριζον περὶ πρωτείων πρὸς τοὺς δεσπότας καὶ πλησίον αὐτῶν ἔπρεπε νὰ ἐγκαταστήσωσιν οἱ εἰρημένοι δεσπόται τοὺς ̓Αλβανούς .
1 .
Τους μεν κενούς ασκούς το πνεύμα διίστησι , τους δε ανοήτους ανθρώπους το οίημα. ( Σωκράτης [ στον Στοβαίο ] )

Άβαταρ μέλους
Ακρίδης Κατσαριδόπουλος
Crazy poster
Crazy poster
Δημοσιεύσεις: 1140

Re: Οι σημαντικές μεταβολές στη σύσταση του πληθυσμού στον ελλαδικό χώρο

Δημοσίευσηαπό Ακρίδης Κατσαριδόπουλος » 24 Φεβ 2023, 19:55

Εγκαταστάσεις τουρκικών πληθυσμών στις ελληνικές χώρες πριν και μετά την Άλωση

Οι εποικισμοί, όπως υποστηρίζεται από τους σύγχρονους μελετητές της οθωμανικής ιστορίας, απετέλεσαν σταθερή και συστηματική μέθοδο πραγματώσεως της επεκτατικής πολιτικής του οθωμανικού κράτους από την εποχή της πρώτης ιδρύσεως του. Οι μαζικές μετακινήσεις πληθυσμών ερμηνεύονται συνήθως από την επιθυμία της οθωμανικής ηγεσίας να εξασφαλίσει για τους υπηκόους της εδάφη εύφορα και προσφορότερα για την ανάπτυξή τους, επιτυγχάνοντας συγχρόνως την αύξηση της γεωργικής παραγωγής και έμμεσα, με τη δημιουργία νέων προσοδοφόρων τιμαρίων, του στρατιωτικού δυναμικού της. Σε άλλες περιπτώσεις οι εποικισμοί υπαγορεύονταν από συγκεκριμένες ανάγκες, όπως της ανορθώσεως περιοχών που είχαν ερημωθεί από τις πρόσφατες κατακτητικές επιχειρήσεις η της δημιουργίας κέντρων και σταθμών επισιτισμού κατά μήκος των μεγάλων εμπορικών και στρατιωτικών οδών της αυτοκρατορίας. Εξ άλλου η εγκατάσταση τουρκικών αποικιών ανάμεσα σε αλλόθρησκους και συνήθως εχθρικούς υπόδουλους πληθυσμούς εγγυόταν την αποτελεσματικότερη στρατιωτική και πολιτική εποπτεία των επισφαλέστερων κτήσεων. Παράλληλα όμως με τη συστηματική επιδίωξη των παραπάνω πολιτικών και στρατιωτικών στόχων, η οθωμανική δυναστεία, επιλέγοντας για μετοικεσία ανυπότακτα πολεμικά στοιχεία του τουρκικού πληθυσμού, συγκεκριμένα τα νομαδικά τουρκομανικά φύλα της Μικράς Ασίας, επιτύγχανε τη διάσπαση της ενότητος τους και τα καθιστούσε ακίνδυνα.

Μαζικές εγκαταστάσεις Τούρκων εποίκων σημειώθηκαν ιδίως στις πιο εύφορες βόρειες χώρες του ελλαδικού κορμού, στη Θράκη, στη Μακεδονία και στη Θεσσαλία.

Θράκη: Στη Θράκη ο εποικισμός των Τούρκων είχε αρχίσει αμέσως μετά την απόβασή τους στην Καλλίπολι (1354), με την πρωτοβουλία του Σουλεϊμάν πασά, γιού του Ορχάν (1326-1362). Πρώτη εποικίσθηκε η χερσόνησος της Καλλιπόλεως, που είχε σπουδαία στρατηγική σημασία, ως σύνδεσμος ανάμεσα στη Μικρά Ασία και στην Ευρώπη, και έπρεπε να κρατηθεί με κάθε τρόπο και να εξασφαλισθεί από κάθε κίνδυνο. Γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο μεταφέρθηκαν εκεί νομάδες Άραβες από το Καρασί της Μικράς Ασίας και εγκαταστάθηκαν γύρω από την Καλλίπολη. Ταυτόχρονα για λόγους στρατιωτικής ασφάλειας, αλλά και για την ορθολογιστικότερη εφαρμογή των εποικιστικών στόχων της οθωμανικής πολιτικής, οι οικογένειες των τοπικών χριστιανών προνοιαρίων μετοικίσθηκαν βίαια στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας, με αποτέλεσμα την αισθητή αποδυνάμωση του ελληνικού στοιχείου της περιοχής. Η σύγχρονη τουρκική ιστοριογραφία ανεβάζει σε περισσότερες από 10.000 τον αριθμό των μωαμεθανών εποίκων που μετακινήθηκαν επί Ορχάν από την Μπίγα, το Καρασί και το Αϊδίνι της Μικράς Ασίας, βασίζεται όμως σε ατεκμηρίωτες προφορικές παραδόσεις και φαίνεται οπωσδήποτε υπερβολική.

Ο τουρκικός εποικισμός επεκτάθηκε προς την εύφορη κοιλάδα του μέσου και κάτω ρου του Έβρου, όπου γνωστοί Τούρκοι πολέμαρχοι είχαν ήδη αποκτήσει μεγάλα τιμάρια. Ανάμεσά τους εγκαταστάθηκαν και πλήθος στρατιωτικοί πεζοί (Yaya) και ιππείς (Müsellem), στους οποίους παραχωρήθηκαν μεγάλα αγροκτήματα.

Οι Τούρκοι τιμαριούχοι, για να αξιοποιήσουν τα μεγάλα κτήματα που απέκτησαν, χρειάζονταν πολλά εργατικά χέρια, αλλά οι καταστρεπτικοί πόλεμοι είχαν ερημώσει τον τόπο. Για την αντιμετώπιση λοιπόν των αναγκών αυτών ο Μεχμέτ Β ́, 3-4 χρόνια μετά την Άλωση, μετέφερε και εγκατέστησε σε διάφορα μέρη της Θράκης και έξω ακόμη από την Κωνσταντινούπολη πλήθος Αλβανούς, Σέρβους, Βουλγάρους και Ούγγρους αιχμαλώτους από τις διάφορες εκστρατείες του. Το πρόγραμμα αυτών των εποικισμών συνεχίσθηκε και από τους μετέπειτα σουλτάνους, ιδίως από τον Σελίμ Β ́ (1566-1574). Κατά την περίοδο αυτή μετακινήθηκαν, φαίνεται, προπάντων Αλβανοί από τις περιοχές της Κολωνίας, Μπιθικουκιού κλπ., Βορειοηπειρώτες ή και Δυτικομακεδόνες που ασκούσαν το επάγγελμα του κτίστη, οι οποίοι ήλθαν στα χωριά της Μακράς Γέφυρας, της Κεσσάνης, και από εκεί πήγαν στην Καλλίπολη και Μάδυτο και τελικά στο Τσανάκ-Καλέ. Από το θρακικό έδαφος πολλοί από αυτούς διαπεραιώθηκαν επίσης στα νησιά της Προποντίδος, Μαρμαρά, Αλώνη και Κούταλη.

Στα κτήματα των Τούρκων τιμαριούχων κατέβαιναν εξ άλλου κάθε χρόνο κατά εκατοντάδες και Βούλγαροι ιπποκόμοι, οι λεγόμενοι «βοϊνούκοι», από τους οποίους μεγάλο ποσοστό έμενε οριστικά στα τιμάρια και έτσι γινόταν μόνιμο εποικιστικό στοιχείο.

Μακεδονία: Η σημερινή ελληνική Μακεδονία εποικίσθηκε κατά το β ́ ήμισυ του 14ου αι., δηλαδή επί Μουράτ Α ́ η και επί Βαγιαζίτ Α ́, από Γιουρούκους γεωργούς και ιδίως βοσκούς, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν κυρίως στην περιοχή των Σερρών, της Θεσσαλονίκης και στην κοιλάδα του Αξιού. Ο Γάλλος πρόξενος στη Θεσσαλονίκη Beaujour (τέλη 18ου αι.) αναφέρει ότι οι εγκαταστάσεις των Γιουρούκων σκοπό είχαν «να συγκρατούν τους νικημένους, αλλά όχι υποταγμένους Έλληνες» και προσθέτει ότι «στο παραμικρό άκουσμα ανταρσίας οι Γιουρούκοι οπλίζονται και κατεβαίνουν στα ελληνικά χωριά για να επιβάλουν την τάξη». Οι έποικοι αυτοί απετέλεσαν τη μεγαλύτερη ομάδα Γιουρούκων της Βαλκανικής και μετέφεραν στη βόρεια Ελλάδα τα απλοϊκά και άγρια ήθη και έθιμα των Τουρκομάνων προγόνων τους. Ειδικότερα όσοι από αυτούς εγκαταστάθηκαν βορείως του Λαγκαδά ενοχλούσαν τους παλαιούς κατοίκους, Έλληνες, Βλάχους και Βουλγάρους, οι οποίοι τελικά αναγκάσθηκαν να εγκαταλείψουν τα χωριά τους. Μάταια ένα φιρμάνι της 27ης Δεκεμβρίου 1695 διέταζε να πάψουν οι βιαιοπραγίες «μερικών ληστών Γιουρούκων» οι οποίοι, κατεβαίνοντας στα χριστιανικά χωριά, άρπαζαν γεωργικά προϊόντα, έκλεβαν ζώα και απήγαγαν ακόμη και γυναίκες και παιδιά

Οι Γιουρούκοι της κεντρικής Μακεδονίας αναφέρονται στο βιβλίο της απογραφής των αρχών του 16ου αι. ως «Γιουρούκοι του Εβρενός», γι' αυτό εικάζεται ότι ανήκαν στη φυλή του μεγάλου αυτού Τούρκου πολεμάρχου, ότι προέρχονταν από την περιοχή του Σαρουχάν και είχαν ακολουθήσει τον γαζί Αχμέτ Εβρενός και τους απογόνους του Bürak και Umur στην κατακτητική προέλασή τους στη Θράκη και στη Μακεδονία. Η σύγχρονη τοπική παράδοση κατονομάζει επίσης έξη τουρκικά χωριά, όπου εγκαταστάθηκαν οι άνδρες του Εβρενός: Ασικλάρ, Κισαλάρ, Ασάρμπεη, Νιδίρ, Γιαγιάκιοι και Καράτζα. Κέντρο θρησκευτικό των Γιουρούκων της κεντρικής Μακεδονίας ήταν το Γενιτζέ Βαρδάρ (Γιανιτσά), όπου και ο τάφος του Εβρενός. Πραγματικά, η ιστορία των Εβρενός είναι στενά συνυφασμένη με την ιστορία των Γιουρούκων της κεντρικής Μακεδονίας. Τα κτήματά τους απλώνονταν στα εύφορα πεδινά της μέρη ως τους πρόποδες του ορεινού όγκου του Βερμίου. Αναφέρεται συγκεκριμένα ότι στον γαζί Αχμέτ Εβρενός παραχωρήθηκε το 1426 από τον σουλτάνο όλη η περιοχή της πεδιάδος της Θεσσαλονίκης προς Ν. των Γιανιτσών. Κατά ένα μάλιστα προνόμιο της οικογένειας των Εβρενός, το αξίωμα του υπαλλήλου του εντεταλμένου με την είσπραξη της σουλτανικής δεκάτης (istiraci) έπρεπε να κατέχεται κληρονομικά από έναν απόγονό τους.

Εποικισμός νομάδων Γιουρούκων η Κονιάρων (από το Ικόνιο), όπως ονομάζονται από ορισμένες πηγές, αναφέρεται επίσης και στη νοτιοδυτική Μακεδονία, στα τέλη του 14ου αι., και κυρίως στις περιοχές Κοζάνης, Σαρή Γκιόλ και Καιλαρίων (Πτολεμαίδος). Και εδώ η εγκατάσταση Τούρκων επέφερε αναστάτωση στους γειτονικούς ελληνικούς πληθυσμούς και προκάλεσε τα ίδια φαινόμενα που είδαμε και παραπάνω, τη φυγή η τον εξισλαμισμό των κατοίκων. Πραγματικά πολλοί τότε κάτοικοι της δυτικής Μακεδονίας — εκτός από εκείνους που αργότερα εξισλαμίσθηκαν, τους λεγόμενους Βαλαάδες — αναγκάσθηκαν να εγκαταλείψουν τις προγονικές τους εστίες και να ζητήσουν άσυλο σε ορεινές και δύσβατες θέσεις, στις πλαγιές του Βοίου και των άλλων γύρω βουνών, όπου ίδρυσαν τα χωριά τους.

Θεσσαλία: Την εισβολή των Τούρκων στη Θεσσαλία ακολούθησε επί Βαγιαζήτ Α ́ (1389-1402) η πρώτη εγκατάσταση μωαμεθανών εποίκων στην περιοχή αυτή. Το 1386, αφού κατέλαβαν το Κίτρος και έπειτα το τελευταίο προς Ν. οχυρό της Μακεδονίας, τον Πλαταμώνα, οι άτακτοι γαζήδες ξεχύθηκαν προς τα Τέμπη με οδηγούς τους γνωστούς για τον φανατισμό τους δερβίσηδες. Σημαντικό ρόλο στη συντριβή της ελληνικής άμυνας έπαιξε τότε ο δερβίσης Χασάν Μπαμπάς. Θρησκευτικός και πολεμικός αρχηγός ο ίδιος, ακολουθούμενος από τους γνωστούς για τη μαχητικότητά τους Τουρκομάνους γαζήδες, έσπασε την αμυντική γραμμή του Κάστρου της Ωριάς, πέρασε τα Τέμπη και έσπειρε τον πανικό στους χριστιανικούς πληθυσμούς πληθυσμούς με όπλα το αραβικό του σπαθί και το φοβερό του τοπούζι (ρόπαλο).

Την παράδοση για την τουρκική εισβολή στη Θεσσαλία και τη συντριβή της ελληνικής άμυνας ενισχύουν και οι σωζόμενες παραδόσεις και τα τραγούδια για το Κάστρο της Ωριάς. Πραγματικά, στις παραλλαγές της περιοχής του Ολύμπου, όπως και στις άλλες της Θεσσαλίας, είναι δυνατό να διακρίνουμε και να απομονώσουμε αναμνήσεις από στοιχεία ιστορικά που αναφέρονται στην προέλαση των Τούρκων στη Θεσσαλία. Συγκεκριμένα στις παραλλαγές αυτές ο Τούρκος που εξαπατά την κόρη, την Ωραία που υπεράσπιζε το Κάστρο, μνημονεύεται ως Κόνιαρος, δηλαδή ένας από τους πρώτους Γιουρούκους αποίκους που εισέβαλαν και εγκαταστάθηκαν στην εύφορη πεδιάδα της Θεσσαλίας, η ως «τουρκόπουλον» η «τουρκάκι ρουμιογέννητο», δηλαδή εξισλαμισμένος Έλλην νέος η γενίτσαρος. Σε μια μάλιστα παραλλαγή αναφέρεται ως Τούρκος μεταμφιεσμένος σε μοναχό. Η λεπτομέρεια αυτή πιθανόν να κρύβει απηχήσεις από την κατάληψη του Κάστρου από τον Χασάν Μπαμπά.

Ο Χασάν Μπαμπάς φαίνεται ότι υπήρξε κλασσικός τύπος «πολεμιστού της πίστεως» και μέλος της περίφημης αιρέσεως των φανατικών μπεκτασήδων δερβίσηδων, που τόσο σημαντικό ρόλο έπαιξαν στην εξάπλωση και εμπέδωση της οθωμανικής κυριαρχίας, ιδίως στη Μικρά Ασία. Στην έξοδο της κοιλάδος των Τεμπών, στις ειδυλλιακές όχθες του Πηνειού, στη θέση του βυζαντινού Λυκοστομίου, που είχε σχεδόν ερημωθεί από τους χριστιανούς κατοίκους του μετά τις αλλεπάλληλες εχθρικές εισβολές του 14ου αι. και ανασυνοικισθεί από μωαμεθανούς, ίδρυσε ο Χασάν Μπαμπάς, κατά τα ήθη των δερβίσηδων, τεκέ (μονή), ο οποίος αναδείχθηκε μετά τον θάνατό του σε πολυσύχναστο θρησκευτικό κέντρο των μωαμεθανών της περιοχής. Αξίζει να σημειωθεί εδώ ότι μέσα στον τάφο (türbe) του Χασάν Μπαμπά σώζονται ακόμη και σήμερα ορισμένα τμήματα επιγραφής από κείμενο του 48ου κεφαλαίου του Κορανίου που έχει τον τίτλο «Η νίκη», στο οποίο εκφράζονται πολύ χαρακτηριστικές για τον φανατισμό των μουσουλμάνων ιδέες: πόλεμος κατά των απίστων, θεϊκή ανταμοιβή των πιστών που θα πάρουν μέρος, αλλά και τιμωρία εκείνων που θα απόσχουν. Τις βασικές αυτές έννοιες τις συνόψιζε επιγραμματικά η επιγραφή «θάνατος στους απίστους», σκαλισμένη επάνω στις λόγχες που συγκρατούσαν δύο πράσινες τουρκικές σημαίες. Επί Βαγιαζίτ Α ́ φαίνεται ότι ανασυνοικίσθηκε και η Λάρισα, που θα είχε τότε εγκαταλειφθεί από το μεγαλύτερο μέρος των κατοίκων της. Έτσι εξηγείται η επίσημη τουρκική ονομασία της Γενί Σεχίρ (νέα πόλη).

Εκτός από την πρώτη αυτή εγκατάσταση Τούρκων στη Θεσσαλία φαίνεται ότι ακολούθησε και συμπληρωματικός εποικισμός επί Μουράτ Β ́ (1421-1451), σύμφωνα με τις μεταγενέστερες αλλά αξιόπιστες ειδήσεις του Άγγλου περιηγητή Urquhart, που τις είχε ακούσει το 1830 από τον καιμακάμη του Τυρνάβου. Ο καϊμακάμης, βασιζόμενος σε μια χειρόγραφη αραβική βιογραφία του δοξασμένου προγόνου του Τουραχάν μπέη, η οποία βρισκόταν στη δημόσια βιβλιοθήκη του Τυρνάβου, του είπε ότι ο Μουράτ Β ́ γύρω στα 1423 εγκατέστησε 5.000 - 6.000 «φίλεργους και εμπειροπόλεμους χωρικούς» από το Ικόνιο στις βόρειες επαρχίες της Θεσσαλίας και συγκεκριμένα στα επόμενα 12 χωριά, τα οποία έκτισε για τον σκοπό αυτό: Τατάρ, Καζακλάρ, Τσαίρ, Μισαλάρ, Κουφάλα, Καρατσογλάν, Ντελίρ, Λιγάρα, Ραντγκούν, Καραντεμιλί, Δεριλί, Μπαλαμούτ. Τα χωριά αυτά ήταν στρατιωτικές αποικίες και η αποστολή τους ήταν όχι μόνο να εδραιώσουν την τουρκική κατοχή, αλλά και να αντιτάξουν άμυνα εναντίον των χριστιανών που κατοικούσαν προς Δ. της Πίνδου και στις άλλες οροσειρές που έκλειναν από παντού τη θεσσαλική πεδιάδα. Είναι λοιπόν πιθανόν ότι ο τουρκικός εποικισμός της Θεσσαλίας άρχισε επί Βαγιαζίτ Α ́, αλλά συστηματοποιήθηκε επί Μουράτ Β ́. Πρέπει όμως να σημειωθεί ότι στο τουρκικό βιβλίο απογραφής πληθυσμού του 16ου αι., που αναφέραμε προηγουμένως, οι εγκατεστημένοι στη Θεσσαλία Τούρκοι δεν αναφέρονται ως Κονιάροι, αλλά ως Γιουρούκοι του Γενί Σεχίρ ή Γιουρούκοι Τάταροι, εμπειροπόλεμοι δηλαδή νομαδικοί πληθυσμοί που μόνο με την πάροδο των αιώνων και με την επίδραση των περιοίκων γεωργικών πληθυσμών μεταμορφώθηκαν βαθμιαία σε φίλεργους αγρότες.

Γενικά η εγκατάσταση των Τούρκων στην πεδινή Θεσσαλία, μετά την παραβίαση των Τεμπών, φαίνεται ότι έγινε ειρηνικά, δηλαδή με τη συνθηκολόγηση των τοπικών αρχόντων, πολλοί από τους οποίους ήταν μεγάλοι γαιοκτήμονες. Γι' αυτό εξ άλλου δεν απαντά στους Βυζαντινούς ιστορικούς καμμιά μνεία αντιστάσεως. Άλλωστε, η αναστάτωση που επικρατούσε στις περιοχές εκείνες κατά τον 14ο αι. και οι καταπιέσεις των διαφόρων Ελλήνων, Σέρβων και Αλβανών δυναστών είχαν εξαθλιώσει τους κατοίκους και είχαν προετοιμάσει το έδαφος για την τουρκική κατάκτηση. Οι γαίες των εντοπίων, καθώς και εκείνες του δημοσίου, περιήλθαν μαζί με τους καλλιεργητές στο τουρκικό κράτος ή δόθηκαν ως τιμάρια σε διάφορους σπαχήδες και απετέλεσαν τις βάσεις της δημιουργίας των μετέπειτα μεγάλων τουρκικών «τσιφλικιών» της Θεσσαλίας. Ωστόσο μικρές ιδιοκτησίες Ελεύθερων γεωργών διασώθηκαν σε όλη τη διάρκεια της τουρκοκρατίας στα ορεινά και άγονα μέρη της Θεσσαλίας.

Αλλά και στις άλλες ελληνικές χώρες, στη Στερεά Ελλάδα και στην Πελοπόννησο, προπάντων μάλιστα στα μεγάλα κέντρα, σημειώθηκαν αξιόλογες εγκαταστάσεις Τούρκων εποίκων. Ήδη το 1502-1503 ο Βαγιαζίτ Β ́, θέλοντας να αντιμετωπίσει την εναντίον της οθωμανικής δυναστείας προπαγάνδα των Σιιτών (οπαδών μωαμεθανικής αιρέσεως) ανάμεσα στους Τουρκομάνους της Ανατολής, διέταξε και μεταφέρθηκε ένα μέρος των Τουρκομάνων αιρετικών (Κιζιλμπάσηδων) από τις περιοχές Τεκέ και Χαμίτ στη Μεθώνη και στην Κορώνη. Εξάλλου σημαντικοί και συστηματικοί τουρκικοί εποικισμοί έγιναν και στα νησιά του Αιγαίου, ιδίως τα μεγάλα, όπως π.χ. στην Εύβοια (1470), στη Ρόδο και στην Κω (1522) και στην Κύπρο (1571).
0 .

Άβαταρ μέλους
Τλαξκαλτέκος
Extreme poster
Extreme poster
Δημοσιεύσεις: 3142

Re: Οι σημαντικές μεταβολές στη σύσταση του πληθυσμού στον ελλαδικό χώρο

Δημοσίευσηαπό Τλαξκαλτέκος » 25 Φεβ 2023, 06:25

Ακρίδης Κατσαριδόπουλος έγραψε:Εγκαταστάσεις τουρκικών πληθυσμών στις ελληνικές χώρες πριν και μετά την Άλωση

ΚΡΥΦΟ ΚΕΙΜΕΝΟ: ΕΜΦΑΝΙΣΗ
Οι εποικισμοί, όπως υποστηρίζεται από τους σύγχρονους μελετητές της οθωμανικής ιστορίας, απετέλεσαν σταθερή και συστηματική μέθοδο πραγματώσεως της επεκτατικής πολιτικής του οθωμανικού κράτους από την εποχή της πρώτης ιδρύσεως του. Οι μαζικές μετακινήσεις πληθυσμών ερμηνεύονται συνήθως από την επιθυμία της οθωμανικής ηγεσίας να εξασφαλίσει για τους υπηκόους της εδάφη εύφορα και προσφορότερα για την ανάπτυξή τους, επιτυγχάνοντας συγχρόνως την αύξηση της γεωργικής παραγωγής και έμμεσα, με τη δημιουργία νέων προσοδοφόρων τιμαρίων, του στρατιωτικού δυναμικού της. Σε άλλες περιπτώσεις οι εποικισμοί υπαγορεύονταν από συγκεκριμένες ανάγκες, όπως της ανορθώσεως περιοχών που είχαν ερημωθεί από τις πρόσφατες κατακτητικές επιχειρήσεις η της δημιουργίας κέντρων και σταθμών επισιτισμού κατά μήκος των μεγάλων εμπορικών και στρατιωτικών οδών της αυτοκρατορίας. Εξ άλλου η εγκατάσταση τουρκικών αποικιών ανάμεσα σε αλλόθρησκους και συνήθως εχθρικούς υπόδουλους πληθυσμούς εγγυόταν την αποτελεσματικότερη στρατιωτική και πολιτική εποπτεία των επισφαλέστερων κτήσεων. Παράλληλα όμως με τη συστηματική επιδίωξη των παραπάνω πολιτικών και στρατιωτικών στόχων, η οθωμανική δυναστεία, επιλέγοντας για μετοικεσία ανυπότακτα πολεμικά στοιχεία του τουρκικού πληθυσμού, συγκεκριμένα τα νομαδικά τουρκομανικά φύλα της Μικράς Ασίας, επιτύγχανε τη διάσπαση της ενότητος τους και τα καθιστούσε ακίνδυνα.

Μαζικές εγκαταστάσεις Τούρκων εποίκων σημειώθηκαν ιδίως στις πιο εύφορες βόρειες χώρες του ελλαδικού κορμού, στη Θράκη, στη Μακεδονία και στη Θεσσαλία.

Θράκη: Στη Θράκη ο εποικισμός των Τούρκων είχε αρχίσει αμέσως μετά την απόβασή τους στην Καλλίπολι (1354), με την πρωτοβουλία του Σουλεϊμάν πασά, γιού του Ορχάν (1326-1362). Πρώτη εποικίσθηκε η χερσόνησος της Καλλιπόλεως, που είχε σπουδαία στρατηγική σημασία, ως σύνδεσμος ανάμεσα στη Μικρά Ασία και στην Ευρώπη, και έπρεπε να κρατηθεί με κάθε τρόπο και να εξασφαλισθεί από κάθε κίνδυνο. Γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο μεταφέρθηκαν εκεί νομάδες Άραβες από το Καρασί της Μικράς Ασίας και εγκαταστάθηκαν γύρω από την Καλλίπολη. Ταυτόχρονα για λόγους στρατιωτικής ασφάλειας, αλλά και για την ορθολογιστικότερη εφαρμογή των εποικιστικών στόχων της οθωμανικής πολιτικής, οι οικογένειες των τοπικών χριστιανών προνοιαρίων μετοικίσθηκαν βίαια στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας, με αποτέλεσμα την αισθητή αποδυνάμωση του ελληνικού στοιχείου της περιοχής. Η σύγχρονη τουρκική ιστοριογραφία ανεβάζει σε περισσότερες από 10.000 τον αριθμό των μωαμεθανών εποίκων που μετακινήθηκαν επί Ορχάν από την Μπίγα, το Καρασί και το Αϊδίνι της Μικράς Ασίας, βασίζεται όμως σε ατεκμηρίωτες προφορικές παραδόσεις και φαίνεται οπωσδήποτε υπερβολική.

Ο τουρκικός εποικισμός επεκτάθηκε προς την εύφορη κοιλάδα του μέσου και κάτω ρου του Έβρου, όπου γνωστοί Τούρκοι πολέμαρχοι είχαν ήδη αποκτήσει μεγάλα τιμάρια. Ανάμεσά τους εγκαταστάθηκαν και πλήθος στρατιωτικοί πεζοί (Yaya) και ιππείς (Müsellem), στους οποίους παραχωρήθηκαν μεγάλα αγροκτήματα.

Οι Τούρκοι τιμαριούχοι, για να αξιοποιήσουν τα μεγάλα κτήματα που απέκτησαν, χρειάζονταν πολλά εργατικά χέρια, αλλά οι καταστρεπτικοί πόλεμοι είχαν ερημώσει τον τόπο. Για την αντιμετώπιση λοιπόν των αναγκών αυτών ο Μεχμέτ Β ́, 3-4 χρόνια μετά την Άλωση, μετέφερε και εγκατέστησε σε διάφορα μέρη της Θράκης και έξω ακόμη από την Κωνσταντινούπολη πλήθος Αλβανούς, Σέρβους, Βουλγάρους και Ούγγρους αιχμαλώτους από τις διάφορες εκστρατείες του. Το πρόγραμμα αυτών των εποικισμών συνεχίσθηκε και από τους μετέπειτα σουλτάνους, ιδίως από τον Σελίμ Β ́ (1566-1574). Κατά την περίοδο αυτή μετακινήθηκαν, φαίνεται, προπάντων Αλβανοί από τις περιοχές της Κολωνίας, Μπιθικουκιού κλπ., Βορειοηπειρώτες ή και Δυτικομακεδόνες που ασκούσαν το επάγγελμα του κτίστη, οι οποίοι ήλθαν στα χωριά της Μακράς Γέφυρας, της Κεσσάνης, και από εκεί πήγαν στην Καλλίπολη και Μάδυτο και τελικά στο Τσανάκ-Καλέ. Από το θρακικό έδαφος πολλοί από αυτούς διαπεραιώθηκαν επίσης στα νησιά της Προποντίδος, Μαρμαρά, Αλώνη και Κούταλη.

Στα κτήματα των Τούρκων τιμαριούχων κατέβαιναν εξ άλλου κάθε χρόνο κατά εκατοντάδες και Βούλγαροι ιπποκόμοι, οι λεγόμενοι «βοϊνούκοι», από τους οποίους μεγάλο ποσοστό έμενε οριστικά στα τιμάρια και έτσι γινόταν μόνιμο εποικιστικό στοιχείο.

Μακεδονία: Η σημερινή ελληνική Μακεδονία εποικίσθηκε κατά το β ́ ήμισυ του 14ου αι., δηλαδή επί Μουράτ Α ́ η και επί Βαγιαζίτ Α ́, από Γιουρούκους γεωργούς και ιδίως βοσκούς, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν κυρίως στην περιοχή των Σερρών, της Θεσσαλονίκης και στην κοιλάδα του Αξιού. Ο Γάλλος πρόξενος στη Θεσσαλονίκη Beaujour (τέλη 18ου αι.) αναφέρει ότι οι εγκαταστάσεις των Γιουρούκων σκοπό είχαν «να συγκρατούν τους νικημένους, αλλά όχι υποταγμένους Έλληνες» και προσθέτει ότι «στο παραμικρό άκουσμα ανταρσίας οι Γιουρούκοι οπλίζονται και κατεβαίνουν στα ελληνικά χωριά για να επιβάλουν την τάξη». Οι έποικοι αυτοί απετέλεσαν τη μεγαλύτερη ομάδα Γιουρούκων της Βαλκανικής και μετέφεραν στη βόρεια Ελλάδα τα απλοϊκά και άγρια ήθη και έθιμα των Τουρκομάνων προγόνων τους. Ειδικότερα όσοι από αυτούς εγκαταστάθηκαν βορείως του Λαγκαδά ενοχλούσαν τους παλαιούς κατοίκους, Έλληνες, Βλάχους και Βουλγάρους, οι οποίοι τελικά αναγκάσθηκαν να εγκαταλείψουν τα χωριά τους. Μάταια ένα φιρμάνι της 27ης Δεκεμβρίου 1695 διέταζε να πάψουν οι βιαιοπραγίες «μερικών ληστών Γιουρούκων» οι οποίοι, κατεβαίνοντας στα χριστιανικά χωριά, άρπαζαν γεωργικά προϊόντα, έκλεβαν ζώα και απήγαγαν ακόμη και γυναίκες και παιδιά

Οι Γιουρούκοι της κεντρικής Μακεδονίας αναφέρονται στο βιβλίο της απογραφής των αρχών του 16ου αι. ως «Γιουρούκοι του Εβρενός», γι' αυτό εικάζεται ότι ανήκαν στη φυλή του μεγάλου αυτού Τούρκου πολεμάρχου, ότι προέρχονταν από την περιοχή του Σαρουχάν και είχαν ακολουθήσει τον γαζί Αχμέτ Εβρενός και τους απογόνους του Bürak και Umur στην κατακτητική προέλασή τους στη Θράκη και στη Μακεδονία. Η σύγχρονη τοπική παράδοση κατονομάζει επίσης έξη τουρκικά χωριά, όπου εγκαταστάθηκαν οι άνδρες του Εβρενός: Ασικλάρ, Κισαλάρ, Ασάρμπεη, Νιδίρ, Γιαγιάκιοι και Καράτζα. Κέντρο θρησκευτικό των Γιουρούκων της κεντρικής Μακεδονίας ήταν το Γενιτζέ Βαρδάρ (Γιανιτσά), όπου και ο τάφος του Εβρενός. Πραγματικά, η ιστορία των Εβρενός είναι στενά συνυφασμένη με την ιστορία των Γιουρούκων της κεντρικής Μακεδονίας. Τα κτήματά τους απλώνονταν στα εύφορα πεδινά της μέρη ως τους πρόποδες του ορεινού όγκου του Βερμίου. Αναφέρεται συγκεκριμένα ότι στον γαζί Αχμέτ Εβρενός παραχωρήθηκε το 1426 από τον σουλτάνο όλη η περιοχή της πεδιάδος της Θεσσαλονίκης προς Ν. των Γιανιτσών. Κατά ένα μάλιστα προνόμιο της οικογένειας των Εβρενός, το αξίωμα του υπαλλήλου του εντεταλμένου με την είσπραξη της σουλτανικής δεκάτης (istiraci) έπρεπε να κατέχεται κληρονομικά από έναν απόγονό τους.

Εποικισμός νομάδων Γιουρούκων η Κονιάρων (από το Ικόνιο), όπως ονομάζονται από ορισμένες πηγές, αναφέρεται επίσης και στη νοτιοδυτική Μακεδονία, στα τέλη του 14ου αι., και κυρίως στις περιοχές Κοζάνης, Σαρή Γκιόλ και Καιλαρίων (Πτολεμαίδος). Και εδώ η εγκατάσταση Τούρκων επέφερε αναστάτωση στους γειτονικούς ελληνικούς πληθυσμούς και προκάλεσε τα ίδια φαινόμενα που είδαμε και παραπάνω, τη φυγή η τον εξισλαμισμό των κατοίκων. Πραγματικά πολλοί τότε κάτοικοι της δυτικής Μακεδονίας — εκτός από εκείνους που αργότερα εξισλαμίσθηκαν, τους λεγόμενους Βαλαάδες — αναγκάσθηκαν να εγκαταλείψουν τις προγονικές τους εστίες και να ζητήσουν άσυλο σε ορεινές και δύσβατες θέσεις, στις πλαγιές του Βοίου και των άλλων γύρω βουνών, όπου ίδρυσαν τα χωριά τους.

Θεσσαλία: Την εισβολή των Τούρκων στη Θεσσαλία ακολούθησε επί Βαγιαζήτ Α ́ (1389-1402) η πρώτη εγκατάσταση μωαμεθανών εποίκων στην περιοχή αυτή. Το 1386, αφού κατέλαβαν το Κίτρος και έπειτα το τελευταίο προς Ν. οχυρό της Μακεδονίας, τον Πλαταμώνα, οι άτακτοι γαζήδες ξεχύθηκαν προς τα Τέμπη με οδηγούς τους γνωστούς για τον φανατισμό τους δερβίσηδες. Σημαντικό ρόλο στη συντριβή της ελληνικής άμυνας έπαιξε τότε ο δερβίσης Χασάν Μπαμπάς. Θρησκευτικός και πολεμικός αρχηγός ο ίδιος, ακολουθούμενος από τους γνωστούς για τη μαχητικότητά τους Τουρκομάνους γαζήδες, έσπασε την αμυντική γραμμή του Κάστρου της Ωριάς, πέρασε τα Τέμπη και έσπειρε τον πανικό στους χριστιανικούς πληθυσμούς πληθυσμούς με όπλα το αραβικό του σπαθί και το φοβερό του τοπούζι (ρόπαλο).

Την παράδοση για την τουρκική εισβολή στη Θεσσαλία και τη συντριβή της ελληνικής άμυνας ενισχύουν και οι σωζόμενες παραδόσεις και τα τραγούδια για το Κάστρο της Ωριάς. Πραγματικά, στις παραλλαγές της περιοχής του Ολύμπου, όπως και στις άλλες της Θεσσαλίας, είναι δυνατό να διακρίνουμε και να απομονώσουμε αναμνήσεις από στοιχεία ιστορικά που αναφέρονται στην προέλαση των Τούρκων στη Θεσσαλία. Συγκεκριμένα στις παραλλαγές αυτές ο Τούρκος που εξαπατά την κόρη, την Ωραία που υπεράσπιζε το Κάστρο, μνημονεύεται ως Κόνιαρος, δηλαδή ένας από τους πρώτους Γιουρούκους αποίκους που εισέβαλαν και εγκαταστάθηκαν στην εύφορη πεδιάδα της Θεσσαλίας, η ως «τουρκόπουλον» η «τουρκάκι ρουμιογέννητο», δηλαδή εξισλαμισμένος Έλλην νέος η γενίτσαρος. Σε μια μάλιστα παραλλαγή αναφέρεται ως Τούρκος μεταμφιεσμένος σε μοναχό. Η λεπτομέρεια αυτή πιθανόν να κρύβει απηχήσεις από την κατάληψη του Κάστρου από τον Χασάν Μπαμπά.

Ο Χασάν Μπαμπάς φαίνεται ότι υπήρξε κλασσικός τύπος «πολεμιστού της πίστεως» και μέλος της περίφημης αιρέσεως των φανατικών μπεκτασήδων δερβίσηδων, που τόσο σημαντικό ρόλο έπαιξαν στην εξάπλωση και εμπέδωση της οθωμανικής κυριαρχίας, ιδίως στη Μικρά Ασία. Στην έξοδο της κοιλάδος των Τεμπών, στις ειδυλλιακές όχθες του Πηνειού, στη θέση του βυζαντινού Λυκοστομίου, που είχε σχεδόν ερημωθεί από τους χριστιανούς κατοίκους του μετά τις αλλεπάλληλες εχθρικές εισβολές του 14ου αι. και ανασυνοικισθεί από μωαμεθανούς, ίδρυσε ο Χασάν Μπαμπάς, κατά τα ήθη των δερβίσηδων, τεκέ (μονή), ο οποίος αναδείχθηκε μετά τον θάνατό του σε πολυσύχναστο θρησκευτικό κέντρο των μωαμεθανών της περιοχής. Αξίζει να σημειωθεί εδώ ότι μέσα στον τάφο (türbe) του Χασάν Μπαμπά σώζονται ακόμη και σήμερα ορισμένα τμήματα επιγραφής από κείμενο του 48ου κεφαλαίου του Κορανίου που έχει τον τίτλο «Η νίκη», στο οποίο εκφράζονται πολύ χαρακτηριστικές για τον φανατισμό των μουσουλμάνων ιδέες: πόλεμος κατά των απίστων, θεϊκή ανταμοιβή των πιστών που θα πάρουν μέρος, αλλά και τιμωρία εκείνων που θα απόσχουν. Τις βασικές αυτές έννοιες τις συνόψιζε επιγραμματικά η επιγραφή «θάνατος στους απίστους», σκαλισμένη επάνω στις λόγχες που συγκρατούσαν δύο πράσινες τουρκικές σημαίες. Επί Βαγιαζίτ Α ́ φαίνεται ότι ανασυνοικίσθηκε και η Λάρισα, που θα είχε τότε εγκαταλειφθεί από το μεγαλύτερο μέρος των κατοίκων της. Έτσι εξηγείται η επίσημη τουρκική ονομασία της Γενί Σεχίρ (νέα πόλη).

Εκτός από την πρώτη αυτή εγκατάσταση Τούρκων στη Θεσσαλία φαίνεται ότι ακολούθησε και συμπληρωματικός εποικισμός επί Μουράτ Β ́ (1421-1451), σύμφωνα με τις μεταγενέστερες αλλά αξιόπιστες ειδήσεις του Άγγλου περιηγητή Urquhart, που τις είχε ακούσει το 1830 από τον καιμακάμη του Τυρνάβου. Ο καϊμακάμης, βασιζόμενος σε μια χειρόγραφη αραβική βιογραφία του δοξασμένου προγόνου του Τουραχάν μπέη, η οποία βρισκόταν στη δημόσια βιβλιοθήκη του Τυρνάβου, του είπε ότι ο Μουράτ Β ́ γύρω στα 1423 εγκατέστησε 5.000 - 6.000 «φίλεργους και εμπειροπόλεμους χωρικούς» από το Ικόνιο στις βόρειες επαρχίες της Θεσσαλίας και συγκεκριμένα στα επόμενα 12 χωριά, τα οποία έκτισε για τον σκοπό αυτό: Τατάρ, Καζακλάρ, Τσαίρ, Μισαλάρ, Κουφάλα, Καρατσογλάν, Ντελίρ, Λιγάρα, Ραντγκούν, Καραντεμιλί, Δεριλί, Μπαλαμούτ. Τα χωριά αυτά ήταν στρατιωτικές αποικίες και η αποστολή τους ήταν όχι μόνο να εδραιώσουν την τουρκική κατοχή, αλλά και να αντιτάξουν άμυνα εναντίον των χριστιανών που κατοικούσαν προς Δ. της Πίνδου και στις άλλες οροσειρές που έκλειναν από παντού τη θεσσαλική πεδιάδα. Είναι λοιπόν πιθανόν ότι ο τουρκικός εποικισμός της Θεσσαλίας άρχισε επί Βαγιαζίτ Α ́, αλλά συστηματοποιήθηκε επί Μουράτ Β ́. Πρέπει όμως να σημειωθεί ότι στο τουρκικό βιβλίο απογραφής πληθυσμού του 16ου αι., που αναφέραμε προηγουμένως, οι εγκατεστημένοι στη Θεσσαλία Τούρκοι δεν αναφέρονται ως Κονιάροι, αλλά ως Γιουρούκοι του Γενί Σεχίρ ή Γιουρούκοι Τάταροι, εμπειροπόλεμοι δηλαδή νομαδικοί πληθυσμοί που μόνο με την πάροδο των αιώνων και με την επίδραση των περιοίκων γεωργικών πληθυσμών μεταμορφώθηκαν βαθμιαία σε φίλεργους αγρότες.

Γενικά η εγκατάσταση των Τούρκων στην πεδινή Θεσσαλία, μετά την παραβίαση των Τεμπών, φαίνεται ότι έγινε ειρηνικά, δηλαδή με τη συνθηκολόγηση των τοπικών αρχόντων, πολλοί από τους οποίους ήταν μεγάλοι γαιοκτήμονες. Γι' αυτό εξ άλλου δεν απαντά στους Βυζαντινούς ιστορικούς καμμιά μνεία αντιστάσεως. Άλλωστε, η αναστάτωση που επικρατούσε στις περιοχές εκείνες κατά τον 14ο αι. και οι καταπιέσεις των διαφόρων Ελλήνων, Σέρβων και Αλβανών δυναστών είχαν εξαθλιώσει τους κατοίκους και είχαν προετοιμάσει το έδαφος για την τουρκική κατάκτηση. Οι γαίες των εντοπίων, καθώς και εκείνες του δημοσίου, περιήλθαν μαζί με τους καλλιεργητές στο τουρκικό κράτος ή δόθηκαν ως τιμάρια σε διάφορους σπαχήδες και απετέλεσαν τις βάσεις της δημιουργίας των μετέπειτα μεγάλων τουρκικών «τσιφλικιών» της Θεσσαλίας. Ωστόσο μικρές ιδιοκτησίες Ελεύθερων γεωργών διασώθηκαν σε όλη τη διάρκεια της τουρκοκρατίας στα ορεινά και άγονα μέρη της Θεσσαλίας.

Αλλά και στις άλλες ελληνικές χώρες, στη Στερεά Ελλάδα και στην Πελοπόννησο, προπάντων μάλιστα στα μεγάλα κέντρα, σημειώθηκαν αξιόλογες εγκαταστάσεις Τούρκων εποίκων. Ήδη το 1502-1503 ο Βαγιαζίτ Β ́, θέλοντας να αντιμετωπίσει την εναντίον της οθωμανικής δυναστείας προπαγάνδα των Σιιτών (οπαδών μωαμεθανικής αιρέσεως) ανάμεσα στους Τουρκομάνους της Ανατολής, διέταξε και μεταφέρθηκε ένα μέρος των Τουρκομάνων αιρετικών (Κιζιλμπάσηδων) από τις περιοχές Τεκέ και Χαμίτ στη Μεθώνη και στην Κορώνη. Εξάλλου σημαντικοί και συστηματικοί τουρκικοί εποικισμοί έγιναν και στα νησιά του Αιγαίου, ιδίως τα μεγάλα, όπως π.χ. στην Εύβοια (1470), στη Ρόδο και στην Κω (1522) και στην Κύπρο (1571).

Απόστολος Βακαλόπουλος , Ιστορία του Νέου Ελληνισμού , τόμος 1 :
Screenshot 2023-02-25 062327.png
Δεν έχετε τα απαραίτητα δικαιώματα για να δείτε τα συνημμένα αρχεία σε αυτήν τη δημοσίευση.
1 .
Τους μεν κενούς ασκούς το πνεύμα διίστησι , τους δε ανοήτους ανθρώπους το οίημα. ( Σωκράτης [ στον Στοβαίο ] )


Επιστροφή σε “Ιστορία”