Δημοσίευσηαπό Ακρίδης Κατσαριδόπουλος » 24 Φεβ 2023, 19:55
Εγκαταστάσεις τουρκικών πληθυσμών στις ελληνικές χώρες πριν και μετά την Άλωση
Οι εποικισμοί, όπως υποστηρίζεται από τους σύγχρονους μελετητές της οθωμανικής ιστορίας, απετέλεσαν σταθερή και συστηματική μέθοδο πραγματώσεως της επεκτατικής πολιτικής του οθωμανικού κράτους από την εποχή της πρώτης ιδρύσεως του. Οι μαζικές μετακινήσεις πληθυσμών ερμηνεύονται συνήθως από την επιθυμία της οθωμανικής ηγεσίας να εξασφαλίσει για τους υπηκόους της εδάφη εύφορα και προσφορότερα για την ανάπτυξή τους, επιτυγχάνοντας συγχρόνως την αύξηση της γεωργικής παραγωγής και έμμεσα, με τη δημιουργία νέων προσοδοφόρων τιμαρίων, του στρατιωτικού δυναμικού της. Σε άλλες περιπτώσεις οι εποικισμοί υπαγορεύονταν από συγκεκριμένες ανάγκες, όπως της ανορθώσεως περιοχών που είχαν ερημωθεί από τις πρόσφατες κατακτητικές επιχειρήσεις η της δημιουργίας κέντρων και σταθμών επισιτισμού κατά μήκος των μεγάλων εμπορικών και στρατιωτικών οδών της αυτοκρατορίας. Εξ άλλου η εγκατάσταση τουρκικών αποικιών ανάμεσα σε αλλόθρησκους και συνήθως εχθρικούς υπόδουλους πληθυσμούς εγγυόταν την αποτελεσματικότερη στρατιωτική και πολιτική εποπτεία των επισφαλέστερων κτήσεων. Παράλληλα όμως με τη συστηματική επιδίωξη των παραπάνω πολιτικών και στρατιωτικών στόχων, η οθωμανική δυναστεία, επιλέγοντας για μετοικεσία ανυπότακτα πολεμικά στοιχεία του τουρκικού πληθυσμού, συγκεκριμένα τα νομαδικά τουρκομανικά φύλα της Μικράς Ασίας, επιτύγχανε τη διάσπαση της ενότητος τους και τα καθιστούσε ακίνδυνα.
Μαζικές εγκαταστάσεις Τούρκων εποίκων σημειώθηκαν ιδίως στις πιο εύφορες βόρειες χώρες του ελλαδικού κορμού, στη Θράκη, στη Μακεδονία και στη Θεσσαλία.
Θράκη: Στη Θράκη ο εποικισμός των Τούρκων είχε αρχίσει αμέσως μετά την απόβασή τους στην Καλλίπολι (1354), με την πρωτοβουλία του Σουλεϊμάν πασά, γιού του Ορχάν (1326-1362). Πρώτη εποικίσθηκε η χερσόνησος της Καλλιπόλεως, που είχε σπουδαία στρατηγική σημασία, ως σύνδεσμος ανάμεσα στη Μικρά Ασία και στην Ευρώπη, και έπρεπε να κρατηθεί με κάθε τρόπο και να εξασφαλισθεί από κάθε κίνδυνο. Γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο μεταφέρθηκαν εκεί νομάδες Άραβες από το Καρασί της Μικράς Ασίας και εγκαταστάθηκαν γύρω από την Καλλίπολη. Ταυτόχρονα για λόγους στρατιωτικής ασφάλειας, αλλά και για την ορθολογιστικότερη εφαρμογή των εποικιστικών στόχων της οθωμανικής πολιτικής, οι οικογένειες των τοπικών χριστιανών προνοιαρίων μετοικίσθηκαν βίαια στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας, με αποτέλεσμα την αισθητή αποδυνάμωση του ελληνικού στοιχείου της περιοχής. Η σύγχρονη τουρκική ιστοριογραφία ανεβάζει σε περισσότερες από 10.000 τον αριθμό των μωαμεθανών εποίκων που μετακινήθηκαν επί Ορχάν από την Μπίγα, το Καρασί και το Αϊδίνι της Μικράς Ασίας, βασίζεται όμως σε ατεκμηρίωτες προφορικές παραδόσεις και φαίνεται οπωσδήποτε υπερβολική.
Ο τουρκικός εποικισμός επεκτάθηκε προς την εύφορη κοιλάδα του μέσου και κάτω ρου του Έβρου, όπου γνωστοί Τούρκοι πολέμαρχοι είχαν ήδη αποκτήσει μεγάλα τιμάρια. Ανάμεσά τους εγκαταστάθηκαν και πλήθος στρατιωτικοί πεζοί (Yaya) και ιππείς (Müsellem), στους οποίους παραχωρήθηκαν μεγάλα αγροκτήματα.
Οι Τούρκοι τιμαριούχοι, για να αξιοποιήσουν τα μεγάλα κτήματα που απέκτησαν, χρειάζονταν πολλά εργατικά χέρια, αλλά οι καταστρεπτικοί πόλεμοι είχαν ερημώσει τον τόπο. Για την αντιμετώπιση λοιπόν των αναγκών αυτών ο Μεχμέτ Β ́, 3-4 χρόνια μετά την Άλωση, μετέφερε και εγκατέστησε σε διάφορα μέρη της Θράκης και έξω ακόμη από την Κωνσταντινούπολη πλήθος Αλβανούς, Σέρβους, Βουλγάρους και Ούγγρους αιχμαλώτους από τις διάφορες εκστρατείες του. Το πρόγραμμα αυτών των εποικισμών συνεχίσθηκε και από τους μετέπειτα σουλτάνους, ιδίως από τον Σελίμ Β ́ (1566-1574). Κατά την περίοδο αυτή μετακινήθηκαν, φαίνεται, προπάντων Αλβανοί από τις περιοχές της Κολωνίας, Μπιθικουκιού κλπ., Βορειοηπειρώτες ή και Δυτικομακεδόνες που ασκούσαν το επάγγελμα του κτίστη, οι οποίοι ήλθαν στα χωριά της Μακράς Γέφυρας, της Κεσσάνης, και από εκεί πήγαν στην Καλλίπολη και Μάδυτο και τελικά στο Τσανάκ-Καλέ. Από το θρακικό έδαφος πολλοί από αυτούς διαπεραιώθηκαν επίσης στα νησιά της Προποντίδος, Μαρμαρά, Αλώνη και Κούταλη.
Στα κτήματα των Τούρκων τιμαριούχων κατέβαιναν εξ άλλου κάθε χρόνο κατά εκατοντάδες και Βούλγαροι ιπποκόμοι, οι λεγόμενοι «βοϊνούκοι», από τους οποίους μεγάλο ποσοστό έμενε οριστικά στα τιμάρια και έτσι γινόταν μόνιμο εποικιστικό στοιχείο.
Μακεδονία: Η σημερινή ελληνική Μακεδονία εποικίσθηκε κατά το β ́ ήμισυ του 14ου αι., δηλαδή επί Μουράτ Α ́ η και επί Βαγιαζίτ Α ́, από Γιουρούκους γεωργούς και ιδίως βοσκούς, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν κυρίως στην περιοχή των Σερρών, της Θεσσαλονίκης και στην κοιλάδα του Αξιού. Ο Γάλλος πρόξενος στη Θεσσαλονίκη Beaujour (τέλη 18ου αι.) αναφέρει ότι οι εγκαταστάσεις των Γιουρούκων σκοπό είχαν «να συγκρατούν τους νικημένους, αλλά όχι υποταγμένους Έλληνες» και προσθέτει ότι «στο παραμικρό άκουσμα ανταρσίας οι Γιουρούκοι οπλίζονται και κατεβαίνουν στα ελληνικά χωριά για να επιβάλουν την τάξη». Οι έποικοι αυτοί απετέλεσαν τη μεγαλύτερη ομάδα Γιουρούκων της Βαλκανικής και μετέφεραν στη βόρεια Ελλάδα τα απλοϊκά και άγρια ήθη και έθιμα των Τουρκομάνων προγόνων τους. Ειδικότερα όσοι από αυτούς εγκαταστάθηκαν βορείως του Λαγκαδά ενοχλούσαν τους παλαιούς κατοίκους, Έλληνες, Βλάχους και Βουλγάρους, οι οποίοι τελικά αναγκάσθηκαν να εγκαταλείψουν τα χωριά τους. Μάταια ένα φιρμάνι της 27ης Δεκεμβρίου 1695 διέταζε να πάψουν οι βιαιοπραγίες «μερικών ληστών Γιουρούκων» οι οποίοι, κατεβαίνοντας στα χριστιανικά χωριά, άρπαζαν γεωργικά προϊόντα, έκλεβαν ζώα και απήγαγαν ακόμη και γυναίκες και παιδιά
Οι Γιουρούκοι της κεντρικής Μακεδονίας αναφέρονται στο βιβλίο της απογραφής των αρχών του 16ου αι. ως «Γιουρούκοι του Εβρενός», γι' αυτό εικάζεται ότι ανήκαν στη φυλή του μεγάλου αυτού Τούρκου πολεμάρχου, ότι προέρχονταν από την περιοχή του Σαρουχάν και είχαν ακολουθήσει τον γαζί Αχμέτ Εβρενός και τους απογόνους του Bürak και Umur στην κατακτητική προέλασή τους στη Θράκη και στη Μακεδονία. Η σύγχρονη τοπική παράδοση κατονομάζει επίσης έξη τουρκικά χωριά, όπου εγκαταστάθηκαν οι άνδρες του Εβρενός: Ασικλάρ, Κισαλάρ, Ασάρμπεη, Νιδίρ, Γιαγιάκιοι και Καράτζα. Κέντρο θρησκευτικό των Γιουρούκων της κεντρικής Μακεδονίας ήταν το Γενιτζέ Βαρδάρ (Γιανιτσά), όπου και ο τάφος του Εβρενός. Πραγματικά, η ιστορία των Εβρενός είναι στενά συνυφασμένη με την ιστορία των Γιουρούκων της κεντρικής Μακεδονίας. Τα κτήματά τους απλώνονταν στα εύφορα πεδινά της μέρη ως τους πρόποδες του ορεινού όγκου του Βερμίου. Αναφέρεται συγκεκριμένα ότι στον γαζί Αχμέτ Εβρενός παραχωρήθηκε το 1426 από τον σουλτάνο όλη η περιοχή της πεδιάδος της Θεσσαλονίκης προς Ν. των Γιανιτσών. Κατά ένα μάλιστα προνόμιο της οικογένειας των Εβρενός, το αξίωμα του υπαλλήλου του εντεταλμένου με την είσπραξη της σουλτανικής δεκάτης (istiraci) έπρεπε να κατέχεται κληρονομικά από έναν απόγονό τους.
Εποικισμός νομάδων Γιουρούκων η Κονιάρων (από το Ικόνιο), όπως ονομάζονται από ορισμένες πηγές, αναφέρεται επίσης και στη νοτιοδυτική Μακεδονία, στα τέλη του 14ου αι., και κυρίως στις περιοχές Κοζάνης, Σαρή Γκιόλ και Καιλαρίων (Πτολεμαίδος). Και εδώ η εγκατάσταση Τούρκων επέφερε αναστάτωση στους γειτονικούς ελληνικούς πληθυσμούς και προκάλεσε τα ίδια φαινόμενα που είδαμε και παραπάνω, τη φυγή η τον εξισλαμισμό των κατοίκων. Πραγματικά πολλοί τότε κάτοικοι της δυτικής Μακεδονίας — εκτός από εκείνους που αργότερα εξισλαμίσθηκαν, τους λεγόμενους Βαλαάδες — αναγκάσθηκαν να εγκαταλείψουν τις προγονικές τους εστίες και να ζητήσουν άσυλο σε ορεινές και δύσβατες θέσεις, στις πλαγιές του Βοίου και των άλλων γύρω βουνών, όπου ίδρυσαν τα χωριά τους.
Θεσσαλία: Την εισβολή των Τούρκων στη Θεσσαλία ακολούθησε επί Βαγιαζήτ Α ́ (1389-1402) η πρώτη εγκατάσταση μωαμεθανών εποίκων στην περιοχή αυτή. Το 1386, αφού κατέλαβαν το Κίτρος και έπειτα το τελευταίο προς Ν. οχυρό της Μακεδονίας, τον Πλαταμώνα, οι άτακτοι γαζήδες ξεχύθηκαν προς τα Τέμπη με οδηγούς τους γνωστούς για τον φανατισμό τους δερβίσηδες. Σημαντικό ρόλο στη συντριβή της ελληνικής άμυνας έπαιξε τότε ο δερβίσης Χασάν Μπαμπάς. Θρησκευτικός και πολεμικός αρχηγός ο ίδιος, ακολουθούμενος από τους γνωστούς για τη μαχητικότητά τους Τουρκομάνους γαζήδες, έσπασε την αμυντική γραμμή του Κάστρου της Ωριάς, πέρασε τα Τέμπη και έσπειρε τον πανικό στους χριστιανικούς πληθυσμούς πληθυσμούς με όπλα το αραβικό του σπαθί και το φοβερό του τοπούζι (ρόπαλο).
Την παράδοση για την τουρκική εισβολή στη Θεσσαλία και τη συντριβή της ελληνικής άμυνας ενισχύουν και οι σωζόμενες παραδόσεις και τα τραγούδια για το Κάστρο της Ωριάς. Πραγματικά, στις παραλλαγές της περιοχής του Ολύμπου, όπως και στις άλλες της Θεσσαλίας, είναι δυνατό να διακρίνουμε και να απομονώσουμε αναμνήσεις από στοιχεία ιστορικά που αναφέρονται στην προέλαση των Τούρκων στη Θεσσαλία. Συγκεκριμένα στις παραλλαγές αυτές ο Τούρκος που εξαπατά την κόρη, την Ωραία που υπεράσπιζε το Κάστρο, μνημονεύεται ως Κόνιαρος, δηλαδή ένας από τους πρώτους Γιουρούκους αποίκους που εισέβαλαν και εγκαταστάθηκαν στην εύφορη πεδιάδα της Θεσσαλίας, η ως «τουρκόπουλον» η «τουρκάκι ρουμιογέννητο», δηλαδή εξισλαμισμένος Έλλην νέος η γενίτσαρος. Σε μια μάλιστα παραλλαγή αναφέρεται ως Τούρκος μεταμφιεσμένος σε μοναχό. Η λεπτομέρεια αυτή πιθανόν να κρύβει απηχήσεις από την κατάληψη του Κάστρου από τον Χασάν Μπαμπά.
Ο Χασάν Μπαμπάς φαίνεται ότι υπήρξε κλασσικός τύπος «πολεμιστού της πίστεως» και μέλος της περίφημης αιρέσεως των φανατικών μπεκτασήδων δερβίσηδων, που τόσο σημαντικό ρόλο έπαιξαν στην εξάπλωση και εμπέδωση της οθωμανικής κυριαρχίας, ιδίως στη Μικρά Ασία. Στην έξοδο της κοιλάδος των Τεμπών, στις ειδυλλιακές όχθες του Πηνειού, στη θέση του βυζαντινού Λυκοστομίου, που είχε σχεδόν ερημωθεί από τους χριστιανούς κατοίκους του μετά τις αλλεπάλληλες εχθρικές εισβολές του 14ου αι. και ανασυνοικισθεί από μωαμεθανούς, ίδρυσε ο Χασάν Μπαμπάς, κατά τα ήθη των δερβίσηδων, τεκέ (μονή), ο οποίος αναδείχθηκε μετά τον θάνατό του σε πολυσύχναστο θρησκευτικό κέντρο των μωαμεθανών της περιοχής. Αξίζει να σημειωθεί εδώ ότι μέσα στον τάφο (türbe) του Χασάν Μπαμπά σώζονται ακόμη και σήμερα ορισμένα τμήματα επιγραφής από κείμενο του 48ου κεφαλαίου του Κορανίου που έχει τον τίτλο «Η νίκη», στο οποίο εκφράζονται πολύ χαρακτηριστικές για τον φανατισμό των μουσουλμάνων ιδέες: πόλεμος κατά των απίστων, θεϊκή ανταμοιβή των πιστών που θα πάρουν μέρος, αλλά και τιμωρία εκείνων που θα απόσχουν. Τις βασικές αυτές έννοιες τις συνόψιζε επιγραμματικά η επιγραφή «θάνατος στους απίστους», σκαλισμένη επάνω στις λόγχες που συγκρατούσαν δύο πράσινες τουρκικές σημαίες. Επί Βαγιαζίτ Α ́ φαίνεται ότι ανασυνοικίσθηκε και η Λάρισα, που θα είχε τότε εγκαταλειφθεί από το μεγαλύτερο μέρος των κατοίκων της. Έτσι εξηγείται η επίσημη τουρκική ονομασία της Γενί Σεχίρ (νέα πόλη).
Εκτός από την πρώτη αυτή εγκατάσταση Τούρκων στη Θεσσαλία φαίνεται ότι ακολούθησε και συμπληρωματικός εποικισμός επί Μουράτ Β ́ (1421-1451), σύμφωνα με τις μεταγενέστερες αλλά αξιόπιστες ειδήσεις του Άγγλου περιηγητή Urquhart, που τις είχε ακούσει το 1830 από τον καιμακάμη του Τυρνάβου. Ο καϊμακάμης, βασιζόμενος σε μια χειρόγραφη αραβική βιογραφία του δοξασμένου προγόνου του Τουραχάν μπέη, η οποία βρισκόταν στη δημόσια βιβλιοθήκη του Τυρνάβου, του είπε ότι ο Μουράτ Β ́ γύρω στα 1423 εγκατέστησε 5.000 - 6.000 «φίλεργους και εμπειροπόλεμους χωρικούς» από το Ικόνιο στις βόρειες επαρχίες της Θεσσαλίας και συγκεκριμένα στα επόμενα 12 χωριά, τα οποία έκτισε για τον σκοπό αυτό: Τατάρ, Καζακλάρ, Τσαίρ, Μισαλάρ, Κουφάλα, Καρατσογλάν, Ντελίρ, Λιγάρα, Ραντγκούν, Καραντεμιλί, Δεριλί, Μπαλαμούτ. Τα χωριά αυτά ήταν στρατιωτικές αποικίες και η αποστολή τους ήταν όχι μόνο να εδραιώσουν την τουρκική κατοχή, αλλά και να αντιτάξουν άμυνα εναντίον των χριστιανών που κατοικούσαν προς Δ. της Πίνδου και στις άλλες οροσειρές που έκλειναν από παντού τη θεσσαλική πεδιάδα. Είναι λοιπόν πιθανόν ότι ο τουρκικός εποικισμός της Θεσσαλίας άρχισε επί Βαγιαζίτ Α ́, αλλά συστηματοποιήθηκε επί Μουράτ Β ́. Πρέπει όμως να σημειωθεί ότι στο τουρκικό βιβλίο απογραφής πληθυσμού του 16ου αι., που αναφέραμε προηγουμένως, οι εγκατεστημένοι στη Θεσσαλία Τούρκοι δεν αναφέρονται ως Κονιάροι, αλλά ως Γιουρούκοι του Γενί Σεχίρ ή Γιουρούκοι Τάταροι, εμπειροπόλεμοι δηλαδή νομαδικοί πληθυσμοί που μόνο με την πάροδο των αιώνων και με την επίδραση των περιοίκων γεωργικών πληθυσμών μεταμορφώθηκαν βαθμιαία σε φίλεργους αγρότες.
Γενικά η εγκατάσταση των Τούρκων στην πεδινή Θεσσαλία, μετά την παραβίαση των Τεμπών, φαίνεται ότι έγινε ειρηνικά, δηλαδή με τη συνθηκολόγηση των τοπικών αρχόντων, πολλοί από τους οποίους ήταν μεγάλοι γαιοκτήμονες. Γι' αυτό εξ άλλου δεν απαντά στους Βυζαντινούς ιστορικούς καμμιά μνεία αντιστάσεως. Άλλωστε, η αναστάτωση που επικρατούσε στις περιοχές εκείνες κατά τον 14ο αι. και οι καταπιέσεις των διαφόρων Ελλήνων, Σέρβων και Αλβανών δυναστών είχαν εξαθλιώσει τους κατοίκους και είχαν προετοιμάσει το έδαφος για την τουρκική κατάκτηση. Οι γαίες των εντοπίων, καθώς και εκείνες του δημοσίου, περιήλθαν μαζί με τους καλλιεργητές στο τουρκικό κράτος ή δόθηκαν ως τιμάρια σε διάφορους σπαχήδες και απετέλεσαν τις βάσεις της δημιουργίας των μετέπειτα μεγάλων τουρκικών «τσιφλικιών» της Θεσσαλίας. Ωστόσο μικρές ιδιοκτησίες Ελεύθερων γεωργών διασώθηκαν σε όλη τη διάρκεια της τουρκοκρατίας στα ορεινά και άγονα μέρη της Θεσσαλίας.
Αλλά και στις άλλες ελληνικές χώρες, στη Στερεά Ελλάδα και στην Πελοπόννησο, προπάντων μάλιστα στα μεγάλα κέντρα, σημειώθηκαν αξιόλογες εγκαταστάσεις Τούρκων εποίκων. Ήδη το 1502-1503 ο Βαγιαζίτ Β ́, θέλοντας να αντιμετωπίσει την εναντίον της οθωμανικής δυναστείας προπαγάνδα των Σιιτών (οπαδών μωαμεθανικής αιρέσεως) ανάμεσα στους Τουρκομάνους της Ανατολής, διέταξε και μεταφέρθηκε ένα μέρος των Τουρκομάνων αιρετικών (Κιζιλμπάσηδων) από τις περιοχές Τεκέ και Χαμίτ στη Μεθώνη και στην Κορώνη. Εξάλλου σημαντικοί και συστηματικοί τουρκικοί εποικισμοί έγιναν και στα νησιά του Αιγαίου, ιδίως τα μεγάλα, όπως π.χ. στην Εύβοια (1470), στη Ρόδο και στην Κω (1522) και στην Κύπρο (1571).
0 .