Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Βιβλία λογοτεχνικά, επιστημονικά, φιλοσοφικά κλπ.
Άβαταρ μέλους
Τλαξκαλτέκος
Extreme poster
Extreme poster
Δημοσιεύσεις: 3148

Re: Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Δημοσίευσηαπό Τλαξκαλτέκος » 03 Φεβ 2021, 22:09

Απ' τον Χρήστο Μηλιώνη του Παπαδιαμάντη.

Ἀστείαν ἀληθῶς ἰδέαν συνέλαβε πρωίαν τινὰ Κυριακῆς ὁ Τοῦρκος κατὴς ἐν Ἄρτῃ, ὅστις ἀφοῦ ἠθῴωσε πανδήμως καὶ σκανδαλωδῶς δύο ὁμοεθνεῖς του, ἀπαγαγόντας ἄκουσαν Ἑλληνίδα κόρην ἐκ τῶν παρακειμένων χωρίων, ἀπῆλθεν ὡς καλὸς μουσουλμάνος νὰ πάρῃ ἀμπτέστι , πρὸς ἁγνισμὸν καὶ ἀπολύμανσιν.

Ὁ ἄξιος Τοῦρκος δικαστής, πρὸς ταῖς ἄλλαις ἀρεταῖς ὑφ᾽ ὧν ἐκοσμεῖτο, ἦτο δεξιώτατος εἰς τὸ ν᾽ ἀνακαλύπτῃ, πρὸς πρόχειρον δικαιολογίαν τῶν ἀποφάσεών του, πάμπολλα ἐδάφια τοῦ ἱεροῦ νόμου ἀγνοούμενα συνήθως ὑπὸ τῶν ἀμαθεστέρων συναδέλφων του, καὶ δεινὸς εἰς τὸ νὰ ἐκτείνῃ καὶ νὰ συστέλλῃ ἑκάστοτε, ὡς ἔμπειρος σκυτοτόμος, τὸ γράμμα καὶ τὸ πνεῦμα τῶν ἱερῶν ρητῶν. Ἠδύνατο, ἐν ἐλλείψει ἄλλου προτύπου, νὰ χρησιμεύσῃ ὡς ὑπογραμμὸς τῶν νομολόγων καὶ τῶν δικορράφων παντὸς χρόνου καὶ τόπου. Εἶναι ἀληθὲς ὅτι, ὡς εἶχον τότε τὰ πράγματα, τὸ ζήτημα ἦτο πολὺ ἁπλούστερον, ἢ ὅσον σήμερον δύναται νὰ εἶναι, διότι ὁ αὐτὸς ἦτο συνήγορος ἅμα καὶ διαιτητής.

Κατὰ τὴν περίστασιν ἐκείνην, τὸ ἐδάφιον τῆς ἱερᾶς βίβλου, ὅπερ ἀνεκάλυψεν ἡ εὔκολος ὀξυδέρκεια τοῦ δικαστοῦ τούτου, εἶχεν ὡς ἑξῆς, κατὰ τὴν ἀκριβῆ ἐκ τοῦ ἀραβικοῦ μετάφρασιν: Αἶνος τῷ Θεῷ. Ἐὰν νέα γυνὴ ἄπιστος ἀλλάξῃ κύριον, καὶ ἀπὸ τῶν χειρῶν ἀπίστου μεταβῇ εἰς ἀληθῆ πιστόν, ὁ δεύτερος κύριος εἶναι ἐνδικώτερος. (Ὅρα Κοράνιον, ἐν κεφαλαίῳ ἡ Κάμηλος ἐπιγραφομένῳ.)

Τὸ ἐδάφιον δὲν ἦτο σαφές, οὐδ᾽ ἐφηρμόζετο ἀβιάστως εἰς τὴν προκειμένην περίπτωσιν. Ἀλλ᾽ ὁ ἄξιος λειτουργὸς τῆς Θέμιδος δὲν ἐδυσκολεύθη νὰ εὕρῃ καὶ ἄλλο, καὶ νὰ τὸ συγκολλήσῃ μὲ τὸ πρῶτον οὕτως, ὥστε νὰ πείθῃ πάντα ἀληθῆ μουσουλμάνον περὶ τοῦ ἀσφαλοῦς τῆς κρίσεως: Ἐὰν ἀληθὴς πιστὸς ἔχῃ δούλην ἄπιστον, καὶ δὲν τὴν ἔπεισε νὰ ἐπιστρέψῃ εἰς τὴν ἀληθῆ πίστιν, δὲν δύναται νὰ τὴν μεταπωλήσῃ εἰς ἄπιστον, ἀλλ᾽ εἰς πιστόν. (Ὅρα κεφ. ἡ Βοῦς ἱεροῦ νόμου.)

Σημειωτέον ὅτι ἀμφότερα τὰ ἀποσπάσματα ταῦτα, καὶ τὰ κεφάλαια εἰς ἃ ἀνήκουσι, δὲν εἶναι ἐκ τῶν γνησιωτέρων. Οἱ σοφοὶ σχολιασταὶ τοῦ Κορανίου οὐδέποτε συνεφώνησαν περὶ τοῦ ἀριθμοῦ τῶν κεφαλαίων οὐδὲ περὶ τῆς γνησιότητος τοῦ περιεχομένου. Ἀλλ᾽ ὁμολογητέον ὅτι οὐδεὶς λειτουργὸς τῆς δικαιοσύνης ὀφείλει νὰ ἑρμηνεύῃ ἄλλως τὰ κείμενα τῶν νόμων ἢ ὅπως προχείρως ἀντιλαμβάνεται τὴν ἔννοιαν αὐτῶν, καὶ τὸ δικαστήριον τῆς Ἄρτης δὲν ἦτο βεβαίως ἀκαδημία νομοδιδασκάλων.

Ἀλλ᾽ ὅμως παρὰ τὴν τόσην ἐμπειρίαν καὶ εὐθυκρισίαν του, ὁ εἰρημένος Τοῦρκος δικαστὴς ἔκαμνε τὸν λογαριασμὸν ἄνευ τοῦ ξενοδόχου. Ἡ ἁρπαγεῖσα Ἑλληνὶς κόρη ἦτο ἀναδεκτὴ τοῦ Χρήστου Μηλιόνη, τοῦ περιβοήτου τῆς Ἀκαρνανίας ἀρματολοῦ, ὅστις ἀτυχῶς ἦτο ἀμαθὴς καὶ δὲν ἤξευρε νὰ ἑρμηνεύῃ τὰ ρητὰ τοῦ Κορανίου. Δὲν ἐνόει δὲ καὶ ὡς ἀστεῖον τὸ πρᾶγμα, ὅπως ἡμεῖς τὸ περιεγράψαμεν ἐν ἀρχῇ, διότι φύσει δὲν ἠγάπα ν᾽ ἀστεΐζηται.

(...)

Ἀρχομένου τοῦ μηνὸς Ἀπριλίου, πρωίαν τινὰ καθ᾽ ἣν ὁ οὐρανὸς ἦτο συνεσκοτασμένος ὑπὸ νεφῶν, εἰς τὰ πρόθυρα αὐτοῦ ἐκείνου τοῦ τζαμίου, ἐξ οὗ ὁ Μηλιόνης εἶχεν ἀπαγάγει τὸν μακαρίτην κατὴν τῆς Ἄρτης, ἀνεγνώσθη εἰς ἐπήκοον τῶν ἀγάδων τὸ σουλτανικὸν φιρμάνιον, δι᾽ οὗ ὁ Χρῆστος Μηλιόνης, τέως ἀνεγνωρισμένος ἀρματολὸς τῆς Ἀκαρνανίας, καθῃρεῖτο ἀπὸ τοῦ ἀξιώματος τούτου, καὶ ἐκηρύττετο ἔκπτωτος τῆς σουλτανικῆς εὐνοίας, ἀποστάτης καὶ κλέφτης, ὡς ἔνοχος ἐσχάτης προδοσίας. Προσεκαλεῖτο δὲ πᾶς πιστὸς μουσουλμάνος, ὅπως συλλάβῃ καὶ παραδώσῃ εἰς τὰς ἀρχὰς τὸν κλέφτην τοῦτον, ὡς ἐπικίνδυνον εἰς τὴν ἀσφάλειαν τῶν πιστῶν ὑπηκόων τοῦ Σουλτάνου.

Ἀξία σημειώσεως εἶναι ἡ ἑπομένη παράγραφος τοῦ συνοδεύοντος τὸ σουλτανικὸν φιρμάνιον φετφᾶ τοῦ Σεῒχ-Ἰσλάμη, δι᾽ ἧς ἐχαρακτηρίζετο προσηκόντως ἡ θρησκευτικὴ ἄποψις τοῦ ζητήματος. (Παραθέτομεν τὸ κείμενον κατὰ τὴν τότε ἐπίσημον μετάφρασιν·) «Μὲ τὸ νὰ ἐπάτησεν ὁ Χρῆστος Μηλιόνης τὸ τζαμὶ τοῦ Ταχήρ, τόπον ἱερὸν καὶ ἀπάτητον εἰς τοὺς ἀπίστους, καὶ νὰ ἐξήγειρε τὰ τζίνια ὁποὺ ἐκοιμῶντο ὑποκάτω εἰς τὰς πλάκας, ἕτοιμα διὰ ν᾽ ἁρπάσουν τὰς ψυχὰς τῶν πιστῶν, ὅσοι ἤθελον ἀποθάνει εἰς τὴν ἀληθῆ θρησκείαν, διὰ νὰ τὰς φέρουν εἰς τὸ Τζεννὲμ ὅπου μόνοι οἱ ἀληθεῖς πιστοὶ πηγαίνουν…» Διὰ τοὺς λόγους τούτους, πρὸς ἐξιλέωσιν τῶν εἰρημένων τζινίων ἢ πνευμάτων, κατεδικάζετο ὁ Χρῆστος Μηλιόνης καὶ οἱ ὀπαδοὶ αὐτοῦ νὰ σφαγῶσι τόσοι τὸν ἀριθμόν, ὅσα ἦσαν τὰ παροργισθέντα τζίνια. Ἐπειδὴ δὲ ὁ ἀριθμὸς τούτων δὲν ἐμνημονεύετο ρητῶς ἐν τῷ ἐπισήμῳ κειμένῳ, εἵπετο ὅτι ἀφήνοντο ἐλεύθεροι οἱ μουσουλμάνοι νὰ ὑπολογίσωσι τὸν ἀριθμὸν κατ᾽ ἀρέσκειαν.

Ἡ ἀνάγνωσις τῶν δύο τούτων ἱερῶν ἐγγράφων προυξένησε τόσον εὐσεβῆ ἐρεθισμόν, ὥστε οἱ καλοὶ ἀγάδες ἦσαν πλήρεις ἀνυπομονησίας πότε νὰ ἐκστρατεύσωσιν. Ἐξ αὐτῆς τῆς Ἄρτης καὶ τῶν πέριξ χωρίων προσῆλθον ἐθελονταὶ περὶ τοὺς ἑκατόν, διότι ὁ κύριος στρατὸς συνέκειτο ἐξ ὀλιγαρίθμων Ἀλβανῶν. Τὴν ἑσπέραν τῆς αὐτῆς ἡμέρας οἱ ἀγάδες ἀπεχαιρέτιζον τοὺς γονεῖς, τὰς γυναῖκας καὶ τὰς ἀδελφάς των, καὶ τὴν ἐπιοῦσαν εἶχεν ἀποφασισθῆ νὰ ἐκκινήσωσιν οἱ ἐθελονταὶ ἐξ Ἄρτης.

(...)

Ὁ Χρῆστος Μηλιόνης ἐξέφερε φοβερὰν κραυγὴν μανίας καὶ ἀγανακτήσεως.

―Ὁ Θεὸς κ᾽ ἡ γῆ δὲν τὸ βαστᾷ, ἀνέκραξεν· ἐμένα, ἐμένα τὸν ἀδελφοποιτό σου;…

Ὁ Τοῦρκος ἔμεινεν ἄφωνος, καὶ δὲν ἤξευρε πῶς νὰ δικαιολογηθῇ.

Ὁ Χρῆστος δὲν κατεδέχθη νὰ τὸν ἐπιπλήξῃ περισσότερον, ἀλλὰ τῷ εἶπεν:

―Ἐμπρός, τὰ ντουφέκια.

―  Εἶμαι ἕτοιμος, ἀπήντησεν ὁ ἄλλος.

Ἦτο ὁ Τοῦρκος Σουλεϊμάνης, ὃν εἴχομεν λάβει ἀφορμὴν νὰ ἐπαινέσωμεν εἰς τὰς σελίδας τῆς διηγήσεως ταύτης. Ἀλλὰ τὰ ὅρια τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς κακίας εἶναι τοσοῦτον δυσδιάκριτα ἐν τῇ ἀνθρωπίνῃ φύσει, ὥστε οἱ νεώτεροι ἐκ τῶν φιλοσοφούντων εἶχον δίκαιον ν᾽ ἀνακηρύξωσιν ὡς ὅλως ἀνωφελῆ καὶ αὐτὴν τὴν ψυχολογίαν κατόπιν τῆς μεταφυσικῆς. Ὁ Σουλεϊμάνης ἦτο ἀπὸ παλαιοῦ χρόνου πιστὸς φίλος τοῦ Χρήστου Μηλιόνη. Ἠδύνατο οὗτος νὰ τῷ ἐμπιστευθῇ τὰ πάντα καὶ αὐτὴν τὴν τιμήν του, τόσην ἐμπιστοσύνην εἶχεν εἰς τὸν Τοῦρκον ἐκεῖνον. Ὁ Χρῆστος εἶχε πείσει ἀγράμματόν τινα ἱερέα νὰ τοὺς περάσῃ διὰ τῆς ἁγίας ζώνης, ἤτοι ν᾽ ἀναγνώσῃ ἐπ᾽ αὐτῶν τὰς εὐχὰς τῆς ἀδελφοποιΐας. Ἔλεγόν τινες ὅτι ὁ ἀγαθὸς ἱερεὺς ποτὲ δὲν ἠδύνατο νὰ πεισθῇ ἂν δὲν τὸν ἠπείλει ὁ Χρῆστος Μηλιόνης. Εἶναι ἀληθὲς ὅτι τοιοῦτον παράδειγμα ἀδελφοποιΐας μετ᾽ ἀλλοθρήσκου ἦτο ἀνήκουστον ἴσως εἰς τὰ χρονικά. Ξενίαι καὶ φιλίας δεσμοὶ ἦσαν συχνότατοι μεταξὺ Ἑλλήνων καὶ Τουρκαλβανῶν. Ἀλλ᾽ ἡ μετ᾽ αὐτῶν ἀδελφοποιΐα ἐνομίζετο ἀνόσιον. Οἱ δογματικοὶ τῆς ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας * ἀπεκήρυττον καὶ κατεδίκαζον τὸ ἔθιμον τοῦτο καθόλου, καὶ μεταξὺ χριστιανῶν. Ἡ θέσις, ἔλεγον εὐστόχως οἱ οὕτω συλλογιζόμενοι, ἡ θέσις μιμεῖται τὴν φύσιν. Ἡ δὲ φύσις δὲν παράγει ἀδελφούς, ἀλλ᾽ υἱούς. Οἱ γονεῖς σας δύνανται νὰ σᾶς προσποιήσωσιν ἀδελφοὺς διὰ γεννήσεως ἢ δι᾽ υἱοθεσίας. Σεῖς αὐτοὶ ὅμως ἀδελφοὺς δὲν δύνασθε νὰ πλάσητε.

Ἐν τούτοις ὁ Χρῆστος Μηλιόνης δὲν εἶχε λάβει ἀφορμὴν νὰ μεταμεληθῇ διὰ τὴν μετὰ τοῦ Σουλεϊμάνη ἀδελφοποιΐαν. Ὁ Τοῦρκος οὗτος ἦτο πιστὸς καὶ ἔνθερμος φίλος. Ἀλλὰ φεῦ! Δὲν ἦτο καὶ χρημάτων κρείττων, ὡς ἀπεδείχθη ὕστερον.

(...)



------------------------------------------------------
* Δημήτρης Τσιάμαλος, Κοινωνική και επαναστατική συνείδηση των ενόπλων της Ρούμελης στην επανάσταση του 1821, Διδακτορική Διατριβή, Αθήνα 2007 :

Η τελετή της αδελφοποιίας με την παρουσία ιερωμένου απαγορεύτηκε από την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος, ως εκκλησιαστικό παράπτωμα, με τρεις αποφάσεις κατά τον 19ο αι. (1859, 1862, 1863) και απαγορεύθηκε στους ιερείς να παρίστανται σε τελετές αδελφοποιίας με απειλή τιμωρίας. Την ίδια εποχή το Ελληνικό κράτος ποινικοποιεί το θεσμό της αδελφοποιίας με το αιτιολογικό ότι οι τέτοιου είδους δεσμοί μεταξύ στρατιωτών και ληστών καθιστούν αδύνατη την καταδίωξη της ληστείας.
1 .
Τους μεν κενούς ασκούς το πνεύμα διίστησι , τους δε ανοήτους ανθρώπους το οίημα. ( Σωκράτης [ στον Στοβαίο ] )

Άβαταρ μέλους
ΚΛΙΝΟΣΟΦΙΣΤΗΣ
Basic poster
Basic poster
Δημοσιεύσεις: 921
Τοποθεσία: Ἀθήνα

Re: Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Δημοσίευσηαπό ΚΛΙΝΟΣΟΦΙΣΤΗΣ » 27 Μαρ 2021, 16:43

Μονοτονοσμένα κείμενα τοῦ Παπαδιαμάντη
δὲν θέλω οὔτε νὰ ξέρω
πὼς μπορεῖ νὰ ὑπάρχουν.
0 .
https://www........../images/smilie ... klinoi.gif
* Ἠθοποιοί εἴμαστε, ὅ,τι πιό ἀέρινο, φίλε!

Άβαταρ μέλους
Τλαξκαλτέκος
Extreme poster
Extreme poster
Δημοσιεύσεις: 3148

Re: Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Δημοσίευσηαπό Τλαξκαλτέκος » 06 Απρ 2021, 20:15

Ο πατριάρχης Γεώργιος Γεννάδιος Σχολάριος ( 1398/1400/1405 - 1472 ) είχε έρθει σε οξύτατη αντιπαράθεση με τον - κατά μια άποψη - δάσκαλό του Γεώργιο Πλήθωνα Γεμιστό ( 1360 - 1452 ). Ο Γεννάδιος ήταν οπαδός του Αριστοτέλη. Ο Πλήθων οπαδός του Πλάτωνα. Ο Γεννάδιος δεν δίστασε συμβολικά να παραδώσει δημόσια στην πυρά μετά την Άλωση το σύγγραμα του Πλήθωνος Νόμων συγγραφή ή Περί Νόμων , ζητώντας παράλληλα απ' τον καθένα να βοηθήσει στην καταστροφή οποιουδήποτε αντιγράφου. Ο Γεννάδιος δεν βρήκε να συμφωνεί σε τίποτα με το έργο αυτό του Πλήθωνος είτε κοινωνικά , είτε πολιτικά , είτε ιδεολογικά, είτε θρησκευτικά : Εβουλόμεθα μέν ούν ευθύς ένια του βιβλίου μέρη φυλάξαι , όσα φυσική τε καί λογική και ταις τοιαύταις ύλαις ανήκει , αλλά καί δεύτερον τούτου χάριν επιδραμόντες , ουδεμία των υποθέσεων εύρομεν απηλλαγμένην κακού. Ού μόνον τω πάντα πρός την πολυθεϊαν εξεπίτηδες αναφέρειν , αλλ' ότι καί ψεύδος τι τοις περί πάντων λόγοις εγκατεμέμικτο. Περί ψυχής γάρ λέγων αθανασίας , τάς εις τό σώμα καί τόν βίον επανόδους αυ των ψυχών εν χρόνων τακταίς περιόδοις, ως δύναται , κρατύνειν πειράται, άς οι πολλοί μετεμψυχώσεις φασί. Και εις τόν ουράνιον τόπον ουδέποτε ταύτας ανάγεσθαι αξιοί, καί χείρω άλλα προστίθησιν. Οικονομίας δε πέρι πραγματευόμενος , ενί ανδρί πλείους γυναίκας αξιοί συνάπτεσθαι τε καί συνοικείν. Εξάλλου το έργο αυτό είχε πολλά που και τότε ακόμη θα θεωρούνταν ακραία : πολυγαμία για τους άνδρες , κάψιμο ομοφυλοφίλων και κτηνοβατών , κάψιμο του ζώου που χρησιμοποιήθηκε σε κτηνοβασία κ.α.
Αποσπάσματα του έργου του Πλήθωνος διέσωσε ο λόγιος Δημήτριος Ράλλης ( 15ος αι. ).

Αλλά ας δούμε πως περιγράφει ο Παπαδιαμάντης τον Πλήθωνα και τον ουνίτη Βησσαρίωνα στην Γυφτοπούλα :



Ὁ Γεώργιος Γεμιστὸς ἦτο ὁ ὀψιγενὴς Ἕλλην πλατωνικὸς τοῦ ΙΕ´ αἰῶνος, ὁ ὀνειροπολήσας νὰ ἀρχίσῃ ἐκ νέου κατὰ τὸν χρόνον ἐκεῖνον τὸ ἔργον τοῦ Ἰουλιανοῦ, ὁ μετὰ τὸν Παραβάτην δεύτερος Παραβάτης. Ὁ Γεώργιος Γεμιστὸς ἦτο ἀνὴρ σοφώτατος καὶ πολυμαθέστατος. Ἦτο τόσον ἀνώτερος τοῦ χρόνου καθ᾽ 〈ὃν〉 ἔζη, ὅσον ἡ ἀρχαία ἐποχὴ ἦτο ἀνωτέρα τῆς τότε ἀθλίας ἐποχῆς, καὶ ὅσον ἡ ἀθλία ἐκείνη ἐποχὴ ἦτο οὐχ ἧττον ἀνωτέρα τῆς σήμερον ἀπροσδιορίστου ἐποχῆς.

Ἀλλὰ παρὰ πᾶσαν τὴν σοφίαν καὶ πολυμάθειαν αὐτοῦ ὁ Γεώργιος Γεμιστὸς ἥμαρτε, καὶ ἥμαρτε λίαν ἀδικαιολογήτως. Διότι ἐφαντάσθη ὅτι ἦτο δυνατὸν νὰ ἐπανορθώσῃ θεσμοὺς καὶ ἤθη ταφέντα ἐσαεὶ καὶ κείμενα ὑπὸ τὴν σεσωρευμένην σκωρίαν τοῦ χρόνου.

Ὁ Γεώργιος Γεμιστὸς ἐπεθύμει οὐδὲν ἦττον ἢ νὰ ἐπανιδρύσῃ εἰς τὴν Ἑλλάδα τὴν ἀρχαίαν θρησκείαν, τὴν λατρείαν τοῦ Διός, τῆς Ἥρας, τῆς Ἀθηνᾶς, τῆς Ἀφροδίτης καὶ τῶν ἄλλων τῆς ἀρχαιότητος θεῶν. Καὶ ὅμως ἦτο εὐφυής, καὶ ἠδύνατο νὰ προΐδῃ ὅτι ἡ θρησκεία τοῦ Χριστοῦ δὲν ἠδύνατο νὰ ἀντικαταστῇ δι᾽ ἄλλης θρησκείας, πλὴν τῆς ἐλλείψεως πάσης θρησκείας, ὅπως καὶ συνέβη ἐπὶ τῶν ἡμερῶν ἡμῶν.

Ἀλλ᾽ ὅπως ἐγκαταλίπωμεν ταχέως τὰ ὀλισθήματα ταῦτα τῆς γραφίδος, ἅτινα ἡμεῖς πρῶτοι ἀποκηρύττομεν, ἀνάγκη νὰ περιορισθῶμεν εἰς ὅσα ἔχουσι στενὴν σχέσιν πρὸς τὴν ἡμετέραν ἱστορίαν, καὶ καταλείπομεν εἰς τὴν ἱστορικὴν κριτικήν, εἰς ἣν οὐδεμίαν ἔχομεν ἐμπιστοσύνην :laugh1: , πᾶσαν ἐκτίμησιν τῶν γεγονότων. Τὸ καθ᾽ ἡμᾶς, θ᾽ ἀρκεσθῶμεν εἰς τὴν περιγραφὴν τῶν προσώπων καὶ τῶν πραγμάτων, ὅπερ εἶναι στενῶς καὶ ἀκριβῶς τὸ ἡμέτερον ἔργον.

Ὁ Γεώργιος Γεμιστὸς ἢ Πλήθων κατῴκει ἐν τῷ Πληθωνείῳ ἄντρῳ, ὅπερ εἶχε φροντίσει νὰ παρασκευάσῃ εὐαρμόστως πρὸς τὰς ἀρχαίας ἑλληνικὰς παραδόσεις. Εἴδωλα καὶ ξόανα θεῶν, τὰ μόνα ἅτινα εἶχον διασωθῆ ἐκ τῆς φανατικῆς μανίας τῶν μοναχῶν, σύμβολα καὶ ἐμβλήματα ἀρχαῖα, βωμοί, θυμέλαι, θύρσοι, γλαῦκες, οὐδὲν ἐκ τῶν κλασσικῶν ἐμβλημάτων ἔλειπεν ἐκ τοῦ ἄντρου τοῦ Πλήθωνος. Ὁσάκις ἀπεσύρετο οὗτος εἰς τὸ ἄντρον, ἐπεθύμει νὰ ἔχῃ πάσας ταύτας τὰς μυστικὰς ψυχαγωγίας, αἵτινες ἔτερπον τὸ πνεῦμα αὐτοῦ. Τὸ λοιπὸν τοῦ χρόνου διῆγε περιπλανώμενος ἀνὰ τὴν Ἀνατολήν, ὅπου εἶχεν ὀπαδοὺς καὶ θαυμαστὰς ἱκανούς, διότι οἱ λόγιοι τοῦ καιροῦ ἐκείνου ἠλαύνοντο ὑπὸ παραδόξου ὀργασμοῦ, καὶ ἢ ἐγίνοντο ὀπαδοὶ τῶν δοξασιῶν τοῦ Πλήθωνος, ἢ ἐνεκολποῦντο τὰ δόγματα τῆς Ρώμης. Ὀφείλομεν ὅμως, πρὸς ἀποφυγὴν μείζονος ἀπαισιοδοξίας, ν᾽ ἀναγνωρίσωμεν ὅτι, μόνον μετὰ τὴν ἅλωσιν τῆς βασιλευούσης, ἔπεσον οἱ πλεῖστοι τῶν λογίων τὸ ἔσχατον τοῦτο οἰκτρὸν πτῶμα. Πρότερον εἶχον ἀντίσχει οἱ πλεῖστοι κατὰ τοῦ πειρασμοῦ. Καὶ ὅμως πόσα ἐλεεινὰ πτώματα!

Παράδοξος βεβαίως καὶ ἀλλόκοτος ἡ ἐποχὴ ἐκείνη, καθ᾽ ἣν ὅπως διατηρήσῃ τις τὴν ἐλευθερίαν τοῦ νὰ φαντάζηται καὶ ν᾽ ἀναμιμνήσκηται, ἢ νὰ συρράπτῃ ἕωλα πολλάκις καὶ σχολαστικὰ ἐξαγόμενα ἐπιπόνων ἐρευνῶν, ὤφειλε πρῶτον νὰ ὑποδουλώσῃ ἐσαεὶ τὴν δύναμιν τοῦ νὰ σκέπτηται καὶ νὰ φρονῇ. Καὶ ὅμως πλεῖστοι ἠρκέσθησαν εἰς τὸν πενιχρὸν ἐκεῖνον διανοητικὸν βίον. Ἀλλ᾽ οὐχ οὕτως καὶ ὁ Γεώργιος Γεμιστός.

Οὗτος εἶχε λίαν παράβολον πνεῦμα καὶ ἠγωνίζετο καθ᾽ ἅπαντα τὸν βίον αὐτοῦ νὰ ἐξέλθῃ ἐκ τῆς στενῆς σφαίρας ἐν ᾗ ἔζη. Πρὸς τοῦτο δ᾽ ἐφεῦρεν ἀλλόκοτα ψυχαγωγήματα, οἷα οὐδ᾽ ἠδύνατό τις νὰ φαντασθῇ κατ᾽ ἐκεῖνον τὸν χρόνον.

Ἓν τῶν ψυχαγωγημάτων τούτων συνίστατο εἰς τὰ μυστήρια, ἃ ἐτέλει ἐν τῷ ἄντρῳ κατὰ καιροὺς ὁ Πλήθων. Τὰ μυστήρια ταῦτα ἦσαν κατὰ μίμησιν τῶν ἀρχαίων μυστηρίων, ἦσαν ἀλλόκοτοι τελεταὶ αἵτινες εὐλόγως ἐνεποίουν κακὴν ἐντύπωσιν εἰς τοὺς χωρικοὺς τῶν περιχώρων. Καὶ δὲν ἦσαν μὲν πολλοὶ θεαταὶ τῶν τελετῶν τούτων, ἀλλ᾽ ἡ φήμη αὐτῶν παρεῖχεν ἀπαισιωτέραν φήμην, καὶ καθίστα αὐτὰ φοβερώτερα ἢ ὅσον πράγματι ἦσαν. Δικαίως ἄρα ὁ Γεώργιος Γεμιστὸς ἐφημίζετο ὡς μάγος εἰς τὰ περίχωρα. Καὶ ὅμως ὁ ἀνὴρ οὗτος εἶχεν εὐεργετήσει ὅλην τὴν Πελοπόννησον. Τοὺς ὑπ᾽ αὐτοῦ συνταχθέντας νόμους πάντες οἱ νεώτεροι ἱστορικοὶ εὐδοκοῦσι νὰ μνημονεύωσιν ὡς ὠφελίμους καὶ χρηστούς. Εἶχεν εὐεργετήσει τὸν λαὸν τῆς Πελοποννήσου, καὶ ὅμως εἶχε κακὴν φήμην. Ἂς φαντασθῆ τις πόσον χείρονα φήμην θὰ εἶχεν ἂν εἶχε πράξει κακόν, ἢ ἂν οὐδενὸς ὠφελήματος εἶχε γίνει αἴτιος εἰς τοὺς συμπολίτας του.

Ὁ Γεώργιος Γεμιστός, πρὸς τοῖς ἄλλοις αὐτοῦ ἐλαττώμασι, εἶχε καὶ ἓν ἐλάττωμα ἄγνωστον καὶ ἀνήκουστον κατ᾽ ἐκεῖνον τὸν χρόνον. Ἦτο εἷς ἐκ τῶν ὀλιγίστων, οἵτινες εἶχον συνείδησιν τοῦ ἐθνισμοῦ, καὶ ἡ καρδία του ἐφλέγετο ὑπὸ φιλοπατρίας. Εἶχεν ἀναμειχθῆ εἰς τὰ πολιτικὰ τῆς ἐποχῆς, καὶ συνεβούλευσεν ἑκάστοτε τὰ βέλτιστα εἰς τοὺς ἐν τῇ ἀρχῇ. Ἦτο δὲ καὶ ὁ μόνος ὅστις κατώρθωσε νὰ μαντεύσῃ ποῦ ἔκειτο ἡ σωτηρία. Πάντες οἱ σύγχρονοι αὐτοῦ ἦσαν ὑπὲρ τῶν ἄκρων. Οἱ μὲν ἤθελον τὴν ἐσχάτην κατὰ τῆς Ρώμης ἀντίστασιν καὶ τὴν ἀπεγνωσμένην ὑποδούλωσιν εἰς τοὺς Ἀγαρηνούς. Οἱ δὲ ἐπεθύμουν τὴν οἰκονομικὴν ἀναγνώρισιν τοῦ πρωτείου τοῦ Πάπα, τὴν διὰ προχείρων φαρμάκων θεραπείαν τῆς μονομανίας ταύτης ἥτις ἔβοσκε τοὺς δυτικούς, καὶ συνάμα τὸν μυκτηρισμὸν αὐτῆς, ἐλπίζοντες πρόσκαιρον σωτηρίαν διὰ τοῦ μέσου τούτου. Ἀλλ᾽ ὁ Πλήθων, νέος ἔτι, πολλὰ ἔτη πρὸ τῆς ἁλώσεως, εἶχεν ὑποβάλει εἰς τὸν βασιλέα τέλειον σύστημα πολιτικῆς καὶ στρατιωτικῆς ἀνοργανώσεως, ὅπερ ἂν ἐλαμβάνετο ὑπ᾽ ὄψει, καὶ ἂν ἦτο δυνατὸν νὰ ἐκτελεσθῇ, ἤθελε προλάβει, ἴσως, τὴν πεπρωμένην καταστροφὴν ἥτις ἔμελλε νὰ ἐπέλθῃ, λήγοντος τοῦ Μαΐου τοῦ ἔτους Ὴαυνγ´.

Εἷς τῶν μαθητῶν τοῦ Πλήθωνος καὶ ὀπαδῶν τῶν δογμάτων αὐτοῦ ἦτο καὶ ὁ καρδινάλιος Βησσαρίων. Ὁ εὐφυέστατος οὗτος καὶ πολυγραφώτατος τῆς ἐποχῆς ἐκείνης συγγραφεὺς δὲν ἠδυνήθη ν᾽ ἀντιστῇ εἰς τὸν πειρασμόν, ὅτε συνέβη ἡ ἐν Φλωρεντίᾳ σύνοδος τοῦ ἔτους Ὴαυμγ´. Τετρακόσιοι καὶ πλέον ἀνατολικοὶ ἐπίσκοποι εἶχον μεταβῆ εἰς τὴν σύνοδον ταύτην καὶ μετ᾽ αὐτῶν ὁ Βησσαρίων. Οἱ ἀγαθοὶ οὗτοι ἄνθρωποι, μετὰ τοῦ βασιλέως Ἰωάννου τοῦ Παλαιολόγου, ἐνόμισαν καλόν, πρὸς ἀποφυγὴν μακρῶν δογματικῶν συζητήσεων, ὑφ᾽ ὧν ἀντήχουν τὰ ὄρη καὶ τὰ πελάγη ἐπὶ ἕνδεκα αἰῶνας, ἐνόμισαν, λέγω, καλὸν νὰ ὑπογράψωσιν ἀσυζητητὶ τὸν τόμον ἐκεῖνον, δι᾽ οὗ οἱ ἐπίσκοποι τῆς Ἀνατολῆς ἀνεγνώριζον τὸ πρωτεῖον τοῦ Πάπα, ὅπερ ἐδόθη παρὰ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ εἰς τὸν Πέτρον, καὶ μετέβαινε πάντως καὶ εἰς τοὺς διαδόχους αὐτοῦ. Κατὰ τὴν παράδοσιν, εἷς μόνος ἐπίσκοπος ἀντέστη καὶ ἠρνήθη διαρρήδην νὰ ὑπογράψῃ, ὁ Ἐφέσου Μᾶρκος, ὁ ἐπικαλούμενος Εὐγενικός. Ὁ διδάσκαλος Ἀθανάσιος ὁ Πάριος, ἐκκλησιαστικὸς συγγραφεὺς ἀκμάσας ἐν ἀρχῇ τῆς ἐνεστώσης ἑκατονταετηρίδος, λέγει περὶ τοῦ Μάρκου τούτου τοῦ Εὐγενικοῦ ὅτι εἶναι οὐχὶ μόνον ἴσος πρὸς τοὺς Βασιλείους καὶ Χρυσοστόμους, ἀλλὰ πολλῷ ἀνώτερος αὐτῶν.

Διότι ἐκεῖνοι μὲν ἐν μέσῳ πολλῶν ὁμοφρόνων ἐκήρυττον τὰ ὀρθόδοξα δόγματα. Οὗτος δὲ μόνος πρὸς πολλοὺς ἠδυνήθη ν᾽ ἀντιστῇ εἰς τὰς ὑπερφιάλους ἀξιώσεις τῆς παποσύνης, ἐγκαταλειφθεὶς δέ, κατὰ τὸν ψαλμῳδόν, παρὰ γονέων καὶ ἀδελφῶν, δὲν ἀπέβαλε τὸ θάρρος, ἀλλὰ κατέρριψε τὴν «δυτικὴν ὀφρὺν» κατὰ τὸν πολὺν Φώτιον. Ὅσοι ἐπιθυμοῦσι πλείονας πληροφορίας περὶ τούτου παραπέμπονται εἰς τὸ σύγγραμμα τοῦ εἰρημένου Ἀθανασίου τοῦ Παρίου τὸ ἐπιγραφόμενον «Ὁ Ἀντίπαπας».

Τινὲς δὲ τῶν ζωγράφων τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας ἐφιλοτιμήθησαν νὰ ζωγραφήσωσι τὸν Μᾶρκον τὸν Εὐγενικὸν καθήμενον ἐπὶ τοῦ ἀρχιερατικοῦ θρόνου, βαστάζοντα τὸ ἱερὸν εὐαγγέλιον καὶ τὴν ποιμαντικὴν ράβδον, καὶ παρὰ τοὺς πόδας αὐτοῦ κείμενον τὸν Πάπαν Νικόλαον, οὗ ἡ τιάρα πεπτωκυῖα ἀπὸ τῆς κεφαλῆς κυλινδεῖται ὑπὸ τοὺς πόδας τοῦ Μάρκου. Ὁ αὐτὸς Πάπας κατὰ τὸν εἰρημένον Ἀθανάσιον τὸν Πάριον, ἐκ συγγραφέων τῆς ΙΕ´ ἑκατονταετηρίδος ἐρανιζόμενον τὰς πληροφορίας αὐτοῦ, ὅτε εἶδε τὴν ὑποταγὴν μὲν τῶν λοιπῶν ἐπισκόπων, ἀλλὰ τὴν ἄκραν καὶ ἰσχυρογνώμονα ἀντίστασιν τοῦ Ἐφέσου Μάρκου, ἠναγκάσθη νὰ εἴπῃ· «Νίχιλ φέτσιμους». Οὐδὲν ἐποιήσαμεν. Ὡς φαίνεται, ἐπεθύμει ὁ Πάπας ἵνα πάντες ἀνεξαιρέτως οἱ ἐπίσκοποι ὑπογράψωσι τὴν παραδοχὴν τῶν δογμάτων τῆς Ρώμης, καὶ μηδεὶς μείνῃ ἀμφίβολος.

Δύσκολον τῷ ὄντι ζήτημα προτείνεται εἰς τὴν προσοχὴν τοῦ μελετητοῦ τῆς ἱστορίας. Καὶ ἂν ὑπῆρχον ἐν τῇ συνόδῳ ἐκείνῃ δευτερεύοντά τινα καὶ τριτεύοντα πρόσωπα φρονοῦντα τὰ αὐτὰ πρὸς τὸν μητροπολίτην τῆς Ἐφέσου, οἷος ὁ μετέπειτα πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Γεώργιος ὁ Σχολάριος καὶ ἄλλοι, πάλιν τὸ ζήτημα μένει ἀκέραιον. Οἱ ἐπίσκοποι τῆς Ἀνατολῆς ὑπέγραψαν σύμπαντες τὸν ὅρον τῆς παπικῆς συνόδου. Ἀλλ᾽ ἀντιπροσώπευον οἱ ἄνδρες ἐκεῖνοι τὰς θρησκευτικὰς δοξασίας τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ, ἢ ὄχι; Ἐὰν ναί, διατί ὁ λαὸς ὁ ἑλληνικὸς δὲν ἀπεδέχθη τὰ ὑπ᾽ αὐτῶν ἐψηφισμένα; Ἐὰν ὄχι, τί παθόντες ὑπέγραψαν δόγματα, ἃ δὲν εἶχον ἐντολὴν νὰ παραδεχθῶσιν; Ἀλλ᾽ ἴσως ἔπραξαν τοῦτο οἰκονομικῶς, ὅπως ἀναπαύσωσι τὸ θηρίον, καὶ αὕτη εἶναι ἡ πιθανωτέρα λύσις, ἣν δύναταί τις νὰ εὕρῃ ἀναγινώσκων τὰ χρονικὰ τῆς ἐποχῆς ἐκείνης καὶ διαπορῶν. Διότι εἶναι γεγονὸς πασιφανέστατον, ὅτι ὁ ἑλληνικὸς λαὸς καὶ μετὰ τὴν ὑπογραφὴν τοῦ ἀστόργου καὶ παρανόμου ἐκείνου ὅρου ἔμεινεν εἴπερ ποτὲ ὀρθόδοξος.

Εἷς τῶν ὑπογραψάντων τὸν ὅρον ἦτο καὶ ὁ Βησσαρίων. Ὁ ἄνθρωπος οὗτος ἔκρινεν, ὡς φαίνεται, ἐντιμότερον δι᾽ ἑαυτὸν νὰ εἶναι μᾶλλον καρδινάλιος τῆς Ρώμης ἢ μητροπολίτης τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας. Ὅθεν μετὰ τὴν ὑπογραφὴν τοῦ τόμου τῆς ἑνώσεως ἔμεινεν ἐν Ρώμῃ καὶ δὲν ἐπανῆλθεν εἰς τὴν Ἀνατολήν. Καὶ ὅμως εἶχεν ἄδικον. Ἠδύνατο νὰ ἐπανέλθῃ ὡς ἐπανῆλθον οἱ ἄλλοι ἐπίσκοποι, καὶ ἡ ὑπογραφὴ αὐτοῦ νὰ λογισθῇ ἄκυρος παρὰ τῷ ἑλληνικῷ λαῷ, ἂν ἐπανήρχετο, οἵα ἐλογίσθη καὶ μὴ ἐπανελθόντος αὐτοῦ καὶ τῶν ἄλλων τῶν ἐπανελθόντων.

Παιδαριώδους βεβαίως πανουργίας τέχνασμα πρέπει νὰ ἦτο τὸ πραξικόπημα τοῦτο, ἂν ἦτο ὄντως τέχνασμα. Οἱ ἀνατολικοί, ἐν τῇ ἀφελεῖ αὐτῶν πονηρίᾳ, τί ἐνόμιζον ἆρα, ὅτι ἠδύναντο νὰ πείσωσι τοὺς δυτικοὺς περὶ τῆς εἰλικρινείας των; Ἀλλ᾽ οἱ ἐν Ρώμῃ ἦσαν ἀείποτε πονηρότεροι τῶν ἐν Κωνσταντινουπόλει, καὶ δὲν ἐπείθοντο οὐδὲ διὰ τῶν ψηλαφητῶν τεκμηρίων. Οἱ ἐν Ρώμῃ ἦσαν δυσπιστότεροι καὶ τοῦ Θωμᾶ αὐτοῦ, καὶ δὲν ἐπίστευον οὐδὲ τὰ ἀναμφηρίστως ἀποδεδειγμένα.

Μάρτυς τούτου αὐτὸς ὁ καρδινάλιος Βησσαρίων, ὅστις ἐπὶ ἥμισυν αἰῶνα ἠγωνίζετο ματαίως νὰ ἐμπνεύσῃ ἐμπιστοσύνην εἰς τοὺς συναδέλφους αὐτοῦ. Τοῦτο ἀποδεικνύει ὅτι πρέπει νὰ μένῃ τις ἐν τῇ τάξει ἐν ᾗ εὑρέθη ἀπ᾽ ἀρχῆς, ὅσον ταπεινὴ καὶ πενιχρὰ καὶ ἂν φαίνεται αὕτη, αἱρετωτέρα δὲ εἶναι ἀείποτε ἡ ἔντιμος εὐτέλεια τῆς ἀδόξου καὶ κομώσης πολυτελείας καὶ τρυφῆς.

Οὐδὲν πλεονέκτημα δύναται νὰ ἰσοφαρίσῃ ποτὲ τὸ αἶσχος τοῦ αὐτομόλου καὶ τοῦ δραπέτου. Ἡ φιλοπατρία τοῦ καρδιναλίου Βησσαρίωνος καὶ οἱ συνεχεῖς αὐτοῦ καὶ καρτερικοὶ ἀγῶνες, οὓς ἠγωνίσθη ὅπως πείσῃ τοὺς ἐν τῇ Ἑσπερίᾳ νὰ ἔλθωσιν ἐπίκουροι ἡμῶν κατὰ τὸν βαθὺν ἐκεῖνον καὶ σκοτεινὸν μεσαίωνα, ἡ παιδεία καὶ ἡ πολυμάθεια αὐτοῦ, ἡ ἐγκράτεια καὶ σωφροσύνη τοῦ βίου, τὸ μακρὸν μαρτύριον ὅπερ ὑφίστατο ἔξωθεν μὲν ἐκ τῆς δυσπιστίας καὶ ψυχρότητος τῶν περὶ αὐτόν, ἔσωθεν δὲ ἐκ τῶν ἐλέγχων τῆς ἰδίας αὑτοῦ συνειδήσεως, οὐδὲν δύναται νὰ ἐκπλύνῃ τὸ ἄγος τοῦ ἐξωμότου. Τὸ μόνον ὅπερ ἠδύνατο ἐν μέρει ν᾽ ἀναπαύῃ τὴν κεκμηκυῖαν ταύτην συνείδησιν ἦτο ἡ ἐνδόμυχος αὐτοῦ πεποίθησις, ἢ μᾶλλον ἡ ἔνδεια πάσης πεποιθήσεως χριστιανικῆς. Ὁ καρδινάλιος Βησσαρίων, ἱεράρχης δύο χριστιανικῶν ἐκκλησιῶν ἐξ ὑπαμοιβῆς, οὐδεμίαν εἶχεν εἰς τὸν χριστιανισμὸν πίστιν. Τοῦτο ἐμφαίνεται ἔκ τινων ἀποσπασμάτων ἐπιστολῶν αὐτοῦ πρὸς τὸν φιλόσοφον Πλήθωνα, οὗ ἦτο μαθητὴς καὶ ὀπαδός.

Ἐν τούτοις ὁ Πλήθων τοὐλάχιστον καθ᾽ ἕν τι ἀλλὰ σπουδαῖον ἐπλεονέκτει τοῦ Βησσαρίωνος. Δὲν ὑπηρέτει τὴν ἐκκλησίαν ἣν ἐπολέμει, οὐδὲ μεθίστατο ἀπὸ ἐκκλησίας εἰς ἐκκλησίαν εἰς μηδετέραν τούτων ἀνήκων. Ἦτο ἐλεύθερος, καὶ οὐδεμία ὑλικὴ ὑποχρέωσις συνέδεεν αὐτὸν πρὸς τὸ πνευματικὸν καθεστώς.

1 .
Τους μεν κενούς ασκούς το πνεύμα διίστησι , τους δε ανοήτους ανθρώπους το οίημα. ( Σωκράτης [ στον Στοβαίο ] )


Επιστροφή σε “Βιβλία”