Νεολογισμοί για λέξεις που δεν υπάρχουν στα ελληνικά

Η μελέτη των γλωσσών του κόσμου.
Άβαταρ μέλους
Νηματολάγνος
Rookie poster
Rookie poster
Δημοσιεύσεις: 168

Re: Νεολογισμοί για λέξεις που δεν υπάρχουν στα ελληνικά

Δημοσίευσηαπό Νηματολάγνος » 09 Απρ 2018, 09:56

Ζενίθεδρε, πώς πάει το λεξικό; Το προχωράς;
0 .
30 Αυγούστου 1949 - ΔΕΝ ΞΕΧΝΩ!

Άβαταρ μέλους
Αρχειδήμων
Rookie poster
Rookie poster
Δημοσιεύσεις: 91
Τοποθεσία: Βασίλειο των Τόνγκα

Re: Νεολογισμοί για λέξεις που δεν υπάρχουν στα ελληνικά

Δημοσίευσηαπό Αρχειδήμων » 09 Απρ 2018, 10:09

Στις 400 λέξεις είμαι. 30% περίπου.
0 .

Άβαταρ μέλους
Νηματολάγνος
Rookie poster
Rookie poster
Δημοσιεύσεις: 168

Re: Νεολογισμοί για λέξεις που δεν υπάρχουν στα ελληνικά

Δημοσίευσηαπό Νηματολάγνος » 12 Απρ 2018, 09:56

Chat = ιστομυθία < ιστός (<ιστοσελίδα) + μύθος (=ομιλία, διάλογος).
0 .
30 Αυγούστου 1949 - ΔΕΝ ΞΕΧΝΩ!

Άβαταρ μέλους
Νηματολάγνος
Rookie poster
Rookie poster
Δημοσιεύσεις: 168

Re: Νεολογισμοί για λέξεις που δεν υπάρχουν στα ελληνικά

Δημοσίευσηαπό Νηματολάγνος » 14 Απρ 2018, 21:15

Αρχειδήμων έγραψε:Στις 400 λέξεις είμαι. 30% περίπου.


Μέχρις στιγμής πόσες σελίδες έχεις γράψει;
0 .
30 Αυγούστου 1949 - ΔΕΝ ΞΕΧΝΩ!

Άβαταρ μέλους
Αρχειδήμων
Rookie poster
Rookie poster
Δημοσιεύσεις: 91
Τοποθεσία: Βασίλειο των Τόνγκα

Re: Νεολογισμοί για λέξεις που δεν υπάρχουν στα ελληνικά

Δημοσίευσηαπό Αρχειδήμων » 15 Απρ 2018, 12:04

Οι σελίδες εξαρτώνται απο το μέγεθος των γραμμάτων. Τώρα έχω περίπου 620 λέξεις που βγήκαν απο καμιά 400 ξένες. Απομένουν άλλες 700.
0 .

Άβαταρ μέλους
Αρχειδήμων
Rookie poster
Rookie poster
Δημοσιεύσεις: 91
Τοποθεσία: Βασίλειο των Τόνγκα

Re: Νεολογισμοί για λέξεις που δεν υπάρχουν στα ελληνικά

Δημοσίευσηαπό Αρχειδήμων » 22 Απρ 2018, 02:28

1. αβγολαδάρτυμα: είδος παχύρρευστης σάλτσας που παρασκευάζεται με λάδι, αβγό και λεμόνι (μτφ. δ. απο τη γαλλική mayonnaise = μαγιονέζα)
2. αγγειοπιεσίνη: πρωτεΐνη που διεγείρει το φλοιό των επινεφριδίων για να εκκρίνουν στη συνέχεια αλδοστερόνη η οποία με τη σειρά της προκαλεί τη σύσπαση των λείων μυών (μτφ. δ. απο την λατινική angiotensin = αγγειοτενσίνη) (© Νηματολάγνος)
3. αγκιστροΰφαντο: το χριτς χρατς δυο επιφάνειες η μια με μικροσκοπικές θηλιές η άλλη με μικροσκοπικά γαντζάκια που όταν εφάπτονται με ελαφρή πίεση σταθεροποιούνται για να κλείσουν παπούτσια, ρούχα, τσάντες, θήκες κ.α. (μτφ. δ. απο την αγγλική εμπορική ονομασία velcro) (© κάποιος_Νίκος)
4. αγκυρουλκώ: στρέφω βαρούλκο, για να σηκώσω άγκυρα ή βάρκα (μτφ. δ. απο την ιταλική virare = βιράρω)
5. αγόραγχος: φοβος, ταραχή που δοκιμάζει κανείς, όταν εμφανίζεται σε πολύ κόσμο (μτφ. δ. απο τη γαλλική trac = τρακ)
6. αγοράδεστρο: είδος προκαταβολής που δίνεται για αγορά, ώστε ο πωλητής να μην πουλήσει το αντικείμενο της συναλλαγής σε άλλον μέχρι να γίνει η οριστική πώληση (μτφ. δ. απο την ιταλική caparra = καπάρο)
7. αγοράμαξο: αυτοκίνητο εφοδιασμένο με ταξίμετρο που μεταφέρει επιβάτες (συνήθως μέσα στην πόλη) έναντι κομίστρου (μτφ. δ. απο τη γαλλική taxi[mètre] = ταξί) (© Νηματολάγνος)
8. αγχιθέσιο: μεγάλο κάθισμα που συνήθως διαθέτει πλάτη, στο οποίο μπορούν να καθίσουν περισσότερα του ενός άτομα (μτφ. δ. απο τη γαλλική canapé = καναπές)
9. αγχιληψία: κοντινό πλάνο κινηματογραφικής λήψης (μτφ. δ. απο τη γαλλική gros plan = γκρο πλαν)
10. αγωνιωδία: δραματικό λογοτεχνικό ή κινηματογραφικό έργο με έντονο το στοιχείο της αγωνίας (μτφ. δ. απο την αγγλική thriller = θρίλερ)
11. αδαμαντάορας: (ε.φ.) σπαθί του οποίου η κόψη είναι ένα μονολιθικό διαμάντι (μτφ. δ. απο την αγγλική crystal sword)
12. αδηούχος: (ε.φ.) κάτοικος του πλανήτη Άδη (μτφ. δ. απο την αγγλική plutonian)
13. αδραναπορροφητής: διαστημοπλοϊκός μηχανισμός εξουδετέρωσης μεγάλων επιταχύνσεων (μτφ. δ. απο την αγγλική inertia damper) (© clot)
14. αδρανοεκμηδενιστής: διαστημοπλοϊκός μηχανισμός εξουδετέρωσης μεγάλων επιταχύνσεων (μτφ. δ. απο την αγγλική inertia damper) (© clot)
15. αεριθύνωπο: μη επανδρωμένο ιπτάμενο όχημα (μτφ. δ. απο την αγγλική drone)
16. αεροκιβωτός: εναέριο μεταφορικό μέσο με θαλαμίσκους που μετακινούνται αναρτημένοι σε πολύ ισχυρά καλώδια μεταφέροντας επιβάτες ή εμπορεύματα σε ορεινές δυσπρόσιτες περιοχές ή χιονοδρομικά κέντρα (μτφ. δ. απο τη γαλλική télépherique = τελεφερίκ) (© Νηματολάγνος)
17. αερολισθηρίδα: εφαρμοστό ένδυμα ιδιαιτέρας ανθεκτικότητας (μτφ. δ. απο την αγγλική skinsuit)
18. αερομβώτιο: μη επανδρωμένο ιπτάμενο όχημα (μτφ. δ. απο την αγγλική drone)
19. αερομπότ: (αερο[ρο]μποτ) μη επανδρωμένο ιπτάμενο όχημα (μτφ. δ. απο την αγγλική drone) (© Hellegennes)
20. αερομποτάνκ: μη επανδρωμένο ερπυστριοφόρο όχημα το οποίο μπορεί και να ίπταται (μτφ. δ. απο την αγγλική tank copter drone) (© Hellegennes)
21. αζωαύτεργο: (α-[στερητικό] + ζωή + αυτό + έργο) αυτόματη συσκευή που λειτουργεί με αυτοματισμό ή τηλεχειρισμό και υποκαθιστά τον άνθρωπο σε διάφορες εργασίες (βιομηχανικές, επιστημονικές, κοπιαστικές, επικίνδυνες κ.λπ.). Συνήθως, έχει τη μορφή ανθρώπου, ζώου ή ανθρωποειδούς, σχήμα βραχίονα ή μηχανικής συσκευής (μτφ. δ. απο την τσέχικη robot = ρομπότ)(© stavmanr)
22. αζωτόκλινο: (ε.φ.) διαστημόπλοιο στο οποίο το πλήρωμα βρίσκεται σε τεχνητή χειμερία νάρκη για να επιζήσει μακρόχρονα ταξίδια στο διάστημα (μτφ. δ. απο την αγγλική sleeper ship)
23. αθλοχορεύτρια: χορεύτρια ομάδας που παρουσιάζει ένα μίγμα χορού και γυμναστικών επιδείξεων στα ημίχρονα διαλείμματα των αθλητικών αγώνων προς διασκέδαση των θεατών (μτφ. δ. απο τη γαλλική majorette = μαζορέτα)
24. αιγλαμπτήρας: (αίγλη + λαμπτήρας) γυάλινος σωλήνας ο οποίος περιέχει δύο ηλεκτρόδια και είναι γεμάτος από το χημικό στοιχείο Νέον υπό ελαττωμένη πίεση και καθίσταται φωτεινός με την εφαρμογή ορισμένης τάσης στα ηλεκτρόδιά του (μτφ. δ. απο τη γαλλική néon = νέον)
25. αιθερογραφία: αναγραφή διαφημιστικών μηνυμάτων στον ουρανό μέσω ιχνών συμπύκνωσης που εκκρίνονται απο αεροσκάφη (μτφ. δ. απο την αγγλική skywritting)
26. αϊκόλογο: (ἀϊκή [απότομη κίνηση] + λόγος) έκφραση και συχνά λογοπαίγνιο που χρησιμοποιείται, για να περιγράψει ή να υπενθυμίσει κάτι (μτφ. δ. απο την ιταλική attacca = ατάκα)
27. αιμοπιτυλωδία: είδος ταινιών τρόμου, όπου κυριαρχεί το συνεχές πλατσούρισμα των σκηνικών και της κάμερας από λουτρά αίματος (μτφ. δ. απο την αγγλική splatter = σπλατεριά)
28. αισθησιοποιός: κάθε ηθοποιός που παίρνει μέρος σε πορνό (μτφ. δ. απο την αγγλική pornstar = πορνοστάρ)
29. αιωρόδιφρος: (ε.φ.) ανοικτό όχημα που αιωρείται (μτφ. δ. απο την αγγλική skimmer)
30. αιωροπλωρίζω: για ταχύπλοο σκάφος που κινείται με υψωμένη την πλώρη (μτφ. δ. απο την αγγλική planer = πλανάρω)
31. αιωρόσυρμος: εναέριο μεταφορικό μέσο με θαλαμίσκους που μετακινούνται αναρτημένοι σε πολύ ισχυρά καλώδια μεταφέροντας επιβάτες ή εμπορεύματα σε ορεινές δυσπρόσιτες περιοχές ή χιονοδρομικά κέντρα (μτφ. δ. απο τη γαλλική télépherique = τελεφερίκ)
32. ακραιομορία: μικρή ομάδα ακραίας, άκαμπτης ιδεολογίας (μτφ. δ. απο τη γαλλική groupuscule = γκρουπούσκουλο)
33. ακτινορρίπτης: (ε.φ.) ακτινοβόλο όπλο (μτφ. δ. απο την αγγλική ray gun)
34. ακτινορρίπτω: πυροβολώ με ακτινοβόλο (μτφ. δ. απο την αγγλική ray)
35. ακτινουλκώ: (ε.φ.) ρυμουλκώ σκάφος ή αντικείμενο εξ αποστάσεως μέσω ακτινοβολίας (μτφ. δ. απο την αγγλική tractor beam pulling)
36. αλαβοκύλικας: α- (στερητικό) + λαβή + κύλικας, ημισφαιρικό κεραμικό, πορσελάνινο ή γυάλινο αγγείο, σχετικά μικρό, για το σερβίρισμα π.χ. του παγωτού (μτφ. δ. απο την αγγλική bol = μπολ)
37. αλατόβακτρο: αλμυρό ραβδοειδές μπισκότο (μτφ. δ. απο τη γαλλική bâton salé = μπατόν σαλέ)
38. αλειφόζη: (1) λιπώδης ιστός (2) σπάνιος δισακχαρίτης (μτφ. δ. απο την λατινική adipose = αδιπόζη) (© Νηματολάγνος)
39. αλειφοσυνδετίνη: ορμόνη που εμπλέκεται στη ρύθμιση των επιπέδων της γλυκόζης, όπως επίσης και στον καταβολισμό των λιπαρών οξέων (μτφ. δ. απο την αγγλική adiponectin = αδιπονεκτίνη) (© Νηματολάγνος)
40. αλεξέλξιο: (ε.φ.) διαστημοπλοϊκός μηχανισμός εξουδετέρωσης μεγάλων επιταχύνσεων (μτφ. δ. απο την αγγλική inertia damper)
41. αλευροξάλμη: ειδική σάλτσα (από ξίδι, σκόρδο, ντομάτα, αλεύρι κτλ.) για τη διατήρηση ψαριών ή κρέατος (μτφ. δ. απο την ιταλική marinata = μαρινάτα)
42. αληπάθεια: (ἄλη [περιπλάνηση] + πάθος) επιδεικτικά απαθής και αδιάφορος (μτφ. δ. απο τη γαλλική blasé = μπλαζέ)
43. αλλελλογολογία: (ε.φ.) επιστήμη η οποία ασχολείται με τη μελέτη της εξωγήινης νοημοσύνης (μτφ. δ. απο την αγγλική xenology)
44. αλλοδημεγκριτήριο: άδεια εισόδου σε μια χώρα που εκδίδεται από τις αρχές της χώρας αυτής και δίνεται σε ξένους πολίτες με την θεώρηση και την επικύρωση διαβατηρίων ή άλλων εγγράφων τους (μτφ. δ. απο την ιταλική visa = βίζα)
45. αλλονάγνωση: (ε.φ.) τηλεπαθητική ικανότητα ανάγνωσης σκέψεων (μτφ. δ. απο την αγγλική esp)
46. αλλοναγνώστης: (ε.φ.) άτομο με τηλεπαθητικές ικανότητες που μπορεί να διαβάζει τις σκέψεις των άλλων (μτφ. δ. απο την αγγλική esper)
47. αλλοχθονογενές: (ε.φ.) επιθ. για κάτι που κατάγεται εκτός γης (μτφ. δ. απο την αγγλική off-earth adj)
48. αλλοχθονοπτέρυγας: εξωγήινο ιπτάμενο ον (μτφ. δ. απο την αγγλική avian)
49. αλμώρυα: (άλμη + ὀρύα [λουκάνικο]) αλλαντικό που παρασκευάζεται με ψιλοκομμένο χοιρινό ή (και) μοσχαρίσιο κρέας, καπνιστό ή βραστό, λίπος και διάφορα μπαχαρικά (μτφ. δ. απο την ιταλική salame = σαλάμι)
50. αλυχνόχθονας: πλανήτης περιφερόμενος στο σύμπαν, μη ευρισκόμενος σε τροχιά γύρω απο άστρο (μτφ. δ. απο την αγγλική rogue planet)
51. αμανδρόπεδο: α + μάνδρα + πεδίο, υπαίθρια έκταση σε κατοικημένη περιοχή, ή κοντά σε αυτή, που δεν έχει διαμορφωθεί (μτφ. δ. απο την τουρκική alan = αλάνα) (© Νηματολάγνος)
52. αμαξατραπία: αγώνας δρόμου αυτοκινήτων επι ανωμάλου εδάφους (μτφ. δ. απο την αγγλική autocross = οτοκρός) (© Νηματολάγνος)
53. αμφελικοσανίδα: τροχοσανίδα με δύο άξονες περιστροφής κατα το μήκος της και δύο τροχούς, μέσα στον άξονα περιστροφής των οποίων βρίσκονται τα υποπόδια στηριζόμενα με κυλισιοτριβείς (μτφ. δ. απο την αγγλική skatecycle)
54. αμφίαρτο: γενική ονομασία για κάθε είδους πρόχειρο φαγητό που είναι φτιαγμένο είτε από δύο φέτες ψωμιού είτε από ένα ένα κομμάτι από ψωμί ή ολόκληρο ψωμάκι ανοιγμένο στη μέση και περιέχει διάφορα συστατικά όπως αλλαντικά, κρέατα, λαχανικά κλπ ,το αμφίψωμο (μτφ. δ. απο την αγγλική sandwich = σάντουιτς) (© stavmanr)
55. αμφιδιαμορφωτής: ηλεκτρονική συσκευή που επιτρέπει την επικοινωνία ηλεκτρονικών υπολογιστών μέσω τηλεφωνικών γραμμών, μετατρέποντας το ψηφιακό σήμα του υπολογιστή σε αναλογικό τηλεφωνικό σήμα και αντίστροφα (μτφ. δ. απο την αγγλική modem = μόντεμ)
56. αμφιδωτής: αμφι + βιδωτής, εργαλείο για βίδωμα ή ξεβίδωμα· η μία άκρη του προσαρμόζεται στην εγκοπή της κεφαλής της βίδας και ο χειριστής περιστρέφει τη λαβή του, ώστε να τοποθετήσει, συσφίγξει ή χαλαρώσει τη βίδα, το κοχλιοστροφείο (μτφ. δ. απο την ιταλική caccia-vite = κατσαβίδι)
57. αμφιλαροτραγικός: ηθοποιός που μπορεί να παίζει κωμικούς αλλα και τραγικούς ρόλους (μτφ. δ. απο την ιταλική caratterista = καρατερίστας)
58. αμφιμήραπτο: κάλυμμα για τα πόδια, όπως οι κάλτσες, αλλά μονοκόμματο και από λεπτότερο ύφασμα, και που φτάνει έως τη μέση· φοριέται κυρίως από γυναίκες (μτφ. δ. απο τη γαλλική caleçon = καλτσόν)
59. αμφίμοχλος: παιδικό παιχνίδι· αποτελείται από ένα οριζόντιο ξύλινο ή μεταλλικό στέλεχος που εκτελεί κυκλική κίνηση στο κατακόρυφο επίπεδο γύρω από το μέσον του, ενώ οι δύο παίκτες κάθονται στα άκρα του· όταν ο ένας ανεβαίνει τότε ο άλλος κατεβαίνει και αντιστρόφως (μτφ. δ. απο την ιταλική traballare [ταλαντεύομαι] = τραμπάλα)
60. αμφιραγορρίπτης: ηλεκτρομαγνητικός εκτοξευτής βλημάτων (μτφ. δ. απο την αγγλική railgun)
61. αμφίσφυρα: είδος βλήματος το οποίο χρησιμοποιούνταν παλαιότερα και το οποίο αποτελούνταν από δύο σφαίρες συνδεδεμένες μεταξύ τους με σύρμα (μτφ. δ. απο τη γαλλική balle ramée = μπαλαρμάς)
62. αμφιτέμαχο: ένδυμα αποτελούμενο απο δύο κομμάτια (μτφ. δ. απο τη γαλλική deux‐pièces = ντε-πιές)
63. αμφίτροχο: ηλεκτροκινούμενη τροχοσανίδα δύο παραλλήλως περιστρεφομένων τροχών (μτφ. δ. απο την αγγλική e-Board)
64. αμφίψωλο: ερωτική στάση κατα την οποία μια γυναίκα συνουσιάζεται ταυτόχρονα με δύο άντρες, όπου ο ένας διεισδύει στο αιδοίο και ο έτερος στον πρωκτό της (μτφ. δ. απο την αγγλική [sex] sandwich)
65. αμφόρεμα: γυναικείο ένδυμα, αποτελούμενο από σακάκι και φούστα (ή παντελόνι) του ίδιου στιλ (μτφ. δ. απο τη γαλλική tailleur = ταγέρ)
66. αμφορίδιο: γυάλινη μικρή φιάλη, που περιέχει (αποστειρωμένο) φάρμακο κατάλληλο για ενέσιμη χορήγηση (μτφ. δ. απο τη γαλλική ampoule = αμπούλα)
67. αναδειξιοθήρας: πρόσωπο χωρίς ηθικούς ενδοιασμούς, που θέλει να ανέλθει επαγγελματικά και κοινωνικά χρησιμοποιώντας οποιοδήποτε μέσο (μτφ. δ. απο τη γαλλική arriviste = αριβίστας)
68. αναδειξιοθηρία: τάση για γρήγορη ανάδειξη με τη χρησιμοποίηση οποιουδήποτε μέσου (μτφ. δ. απο τη γαλλική arrivisme: αριβισμός)
69. ανακοινωσελίδα: διαφημιστικό φυλλάδιο (μτφ. δ. απο τη γαλλική feuille volante = φεϊγβολάν)
70. ανάκομβος: τρόπος δεσίματος γραβάτας, κορδέλας, κορδονιού κτλ. σε σχήμα πεταλούδας (μτφ. δ. απο την ιταλική fiocco [= νιφάδα] = φιόγκος)
71. αναρρόφουσκα: ελαστικός αναρροφητήρας (μτφ. δ. απο τη γαλλική poire [αχλάδι] = πουάρ)
72. ανατυποσότητα: ο αριθμός αντιτύπων στα οποία εκδίδεται ένα έντυπο (μτφ. δ. απο τη γαλλική tirage = τιράζ)
73. ανεφελόχθονας: (ε.φ.) πλανήτης ο οποίος βρίσκεται εκτός γαλαξία (μτφ. δ. απο την αγγλική outplanet)
74. ανθικρίωμα: μεταλλική ή ξύλινη κατασκευή που χρησιμεύει ως στήριγμα αναρριχητικών φυτών και δημιουργεί σκιερό υπόστεγο (μτφ. δ. απο την ιταλική pergola = πέργκολα)
75. ανθραχύαλος: (άνθρακας + ὕαλος) ελαφρύ και διάφανο πλαστικό υλικό που μοιάζει με γυαλί που έχει μεγάλη αντοχή στις καιρικές μεταβολές και τις πιέσεις (μτφ. δ. απο τη γερμανική plexiglas = πλεξιγκλάς)
76. ανθυλεκρηγνυτήρας: (ε.φ.) βόμβα με εκρηκτική ύλη αντιϋλης (μτφ. δ. απο την αγγλική nova bomb)
77. ανθυλόκτιστο: (ε.φ.) επίθ. για κάτι που αποτελείται απο αντιύλη (μτφ. δ. απο την αγγλική contraterrene)
78. ανορόφιο: ανοιχτό, χωρίς οροφή ή με πτυσσόμενη οροφή αυτοκίνητο (μτφ. δ. απο τη γαλλική cabriolet = καμπριολέ)
79. ανταμοθετώ: το να κανονίζω τόπο και χρόνο συνάντησης (μτφ. δ. απο τη γερμανική verabreden)
80. αντιδόριο: (ε.φ.) εφαρμοστή στολή απο συνθετικό υλικό με ανθεκτικότητα σε αντίξοες συνθήκες (μτφ. δ. απο την αγγλική plastiskin)
81. αντιδρωθητήρας: μηχανισμός ώθησης διαστημοπλοίου μέσω εκφενδονισμού ύλης προς κατεύθυνση αντίθετη της κίνησης (μτφ. δ. απο την αγγλική reaction drive)
82. αντιπλάνηση: σκόπιμη προκλητική ή / και παράνομη ενέργεια, που αποσκοπεί στο να παρασύρει τα μέλη μιας ομάδας σε υπερβολικές ή παράνομες αντιδράσεις ή να τα εκθέσει (μτφ. δ. απο τη λατινική provocatio = προβοκάτσια)
83. αντιποινοδικία: η αίσθηση της υποχρέωσης (αν)εκδίκησης που διακατέχει κάποιον, εξαιτίας κάποιας αδικίας που έγινε στον ίδιο ή την οικογένεια του, καθώς και οι ενέργειες (π.χ. φόνοι) που γίνονται στα πλαίσια αυτά (μτφ. δ. απο την ιταλική vendetta = βεντέτα)
84. αντιποινοφαντία: σκόπιμη προκλητική ή / και παράνομη ενέργεια, που αποσκοπεί στο να παρασύρει τα μέλη μιας ομάδας σε υπερβολικές ή παράνομες αντιδράσεις ή να τα εκθέσει (μτφ. δ. απο τη λατινική provocatio = προβοκάτσια)
85. αντιστροφοχλοβάτεμα: σεξουαλική πράξη όπου συμμετέχουν πολλές γυναίκες και ένας άνδρας (μτφ. δ. απο την αγγλική reverse gangbang)
86. αντλιοσάλπιγγα: χάλκινο πνευστό όργανο (μτφ. δ. απο την ιταλική trombone = τρομπόνι)
87. αξιοσύλλεκτο: (ε.φ.) επετειακό τεύχος περιοδικού (μτφ. δ. απο την αγγλική annish)
88. αοίδεσμα: (αοιδός + έδεσμα) είδος κρυσταλλικής σκουρόχρωμης ζάχαρης (μτφ. δ. απο την ιταλική candi = κάντιο)
89. αορίσκος: αιχμηρό εγχειρίδιο, μικρό μαχαίρι πολύ κοφτερό (μτφ. δ. απο την ιταλική stiletto = στιλέτο)
90. απαφετήριος: (ε.φ.) επιθ. (απο + αφετηρία) για κάτι που βρίσκεται εκτός πλανήτη αναφοράς (μτφ. δ. απο την αγγλική off-planet adj)
91. απεικονόσταση: φροντισμένη στάση που παίρνει κανείς προκειμένου να φωτογραφηθεί ή να χρησιμέψει ως μοντέλο ζωγράφου ή γλύπτη (μτφ. δ. απο την ιταλική posa = πόζα)
92. απεικονοστέκομαι: παίρνω ορισμένη στάση προκειμένου να φωτογραφηθώ ή να χρησιμέψω ως μοντέλο καλλιτέχνη (μτφ. δ. απο την ιταλική posare = ποζάρω)
93. απερανθάλτης: απέραντο + ἅλμα (ε.φ.) μηχανισμός ακαριαίας (ταχύτερης του φωτός) τηλεπικοινωνίας (μτφ. δ. απο την αγγλική ansible)
94. αποδειπνοφοβία: φόβος ή ταραχή που δοκιμάζει κανείς όταν διαπιστώνει πως έχει περάσει ο χρόνος που μπορεί να πραγματοποιήσει κάποια του επιθυμία (μτφ. δ. απο τη γερμανική torschlusspanik)
95. αποθάλαμος: απομονωμένος χώρος σε κέντρο διασκέδασης για πελάτες που χρειάζονται να μείνουν μόνοι μεταξύ τους (μτφ. δ. απο τη γαλλική séparé = σεπαρέ)
96. αποκαταστατισμός: χριστιανική κίνηση που υποστηρίζει ότι η Αγία Γραφή δεν διδάσκει την αιώνια οδύνη στην κόλαση. Ακολουθώντας τον Ωριγένη, τον Αλεξανδρινό λόγιο και θεολόγο του 3ου αιώνα, βεβαιώνει την καθολική αποκατάσταση των πάντων ενώπιον του Θεού, τη σωτηρία της ψυχής όλων των ανθρώπων (μτφ. δ. απο τη γαλλική universalisme = ουνιβερσαλισμός)
97. αποκομμάζωμα: καλλιτεχνική σύνθεση με τη συγκόλληση χρωματιστών ή ζωγραφισμένων επιφανειών ή εικόνων, η χαρτεπικόλληση (μτφ. δ. απο τη γαλλική collage = κολάζ)
98. αποκρουσοβούτι: (ποδόσφ.) εκτίναξη και πτώση στο έδαφος του τερματοφύλακα για να αποκρούσει την μπάλα (μτφ. δ. απο τη γαλλική plongeon = πλονζόν)
99. αποκρύφογκο: (ε.φ.) ογκώδες μυστηριώδες αντικείμενο (μτφ. δ. απο την αγγλική big dumb object)
100. απομελανίνωση: η διαδικασία και το αποτέλεσμα του μερικού ή ολικού αποχρωματισμού των μαλλιών (μτφ. δ. απο τη γαλλική décapage = ντεκαπάζ)
101. αποπύρηνος: (ε.φ.) αυτό που βρίσκεται εκτός πλανήτη αναφοράς (μτφ. δ. απο την αγγλική off-planet n)
102. αποτοπισμός: συναίσθημα αποπροσανατολισμού κάποιου ευρισκομένου σε άγνωστο μέρος (μτφ. δ. απο τη γαλλική depaysement)
103. αργόρρυθμα: (μουσική) η ένδειξη ότι ένα μουσικό κομμάτι παίζεται αργά (μτφ. δ. απο την ιταλική adago = αντάτζιο)
104. αρρεναμφιππασία: σεξουαλική πράξη όπου επι ανάσκελα ξαπλωμένου ανδρός η μία συνουσιάζεται ιππαστί και η ετέρα αιδοιολειχείται απο τον ίδιο (μτφ. δ. απο την αγγλική double cowgirl)
105. αρτορράβδος: λευκό σταρένιο ψωμί ραβδοειδούς σχήματος (μτφ. δ. απο τη γαλλική baguette = μπαγκέτα) (© κάποιος_Νίκος)
106. αρχαιαλφές: παλαιό αντικείμενο, ενδεχομένως μεγάλης υλικής ή άλλης αξίας και φτιαγμένο με τέχνη (μτφ. δ. απο την ιταλική antica = αντίκα)
107. αρχειοδέκτης: χαρτοφύλακας από χαρτόνι, μέσα στον οποίον ταξινομούνται και φυλάσσονται έγγραφα (μτφ. δ. απο τη γαλλική classeur = κλασέρ)
108. άσκαλμο: μακρόστενη ελαφριά, αμφίπλωρη βάρκα στην οποία τα κουπιά δεν τοποθετούνται σε σκαλμούς (μτφ. δ. απο τη γαλλική canot = κανό)
109. ασπίδαυρο: (ε.φ.) αμυντικό πεδίο διαστημοπλοίου (μτφ. δ. απο την αγγλική deflector)
110. αστεροειδαπός: (ε.φ.) κάτοικος της ζώνης των αστεροειδών, που εργάζεται πάνω στην εξόρυξη των μεταλλευμάτων τους (μτφ, δ. απο την αγγλική belter)
111. αστρειδύλλιο: (ε.φ.) ειδύλλιο με στοιχεία επιστημονικής φαντασίας (μτφ. δ. απο την αγγλική planetary romance)
112. αστροκαπνισμένος: (ε.φ.) επίθ. για κάποιον που έχει μεγάλη εμπειρία διαστρικών ταξιδιών (μτφ. δ. απο την αγγλική space-burned)
113. ασυναπτόφθογγα: μουσικός όρος που υποδεικνύει την εκτέλεση των νοτών σε συντομότερο χρόνο απ’ ό,τι αναγράφεται στο πεντάγραμμο και με παύσεις ανάμεσά τους (μτφ. δ. απο την ιταλική staccato = στακάτο)
114. αυθάλτης: ρομπότ με ένα πόδι το οποίο κινείται αλλόμενο επ' αυτού (μτφ. δ. απο την αγγλική one-legged robot)
115. αυθοδήγητο: όχημα που διαθέτει μηχανισμό αυτόνομης οδήγησης (μτφ. δ. απο την αγγλική self-driving car)
116. αυταπεικονηρίδα: (αυταπεικονίζω + έρεισμα) ράβδος στήριξης φωτογραφικής μηχανής ή κινητού για αυτοαπεικόνιση (μτφ. δ. απο την αγγλική selfie stick)
117. αυτειδωλαβή: (αυτό + είδωλο + λαβή) ράβδος στήριξης φωτογραφικής μηχανής ή κινητού για αυτοαπεικόνιση (μτφ. δ. απο την αγγλική selfie stick)
118. αυτικόφωνο: (ε.φ.) μηχανισμός ακαριαίας (ταχύτερης του φωτός) τηλεπικοινωνίας (μτφ. δ. απο την αγγλική ansible) (© Νηματολάγνος)
119. αυτοκράχτης: αυτός που επιζητεί να είναι διαρκώς στο επίκεντρο της προσοχής με κάθε τίμημα, λόγω υπέρμετρου ναρκισσισμού (μτφ. δ. απο την αγγλική attention whore)
120. αυτοπλάνο: μη επανδρωμένο ιπτάμενο όχημα (μτφ. δ. απο την αγγλική drone) (© TheoPhrm)
121. αφηλιοσφαίριος: (ε.φ.) αυτό που βρίσκεται εκτός των ορίων του ηλιακού συστήματος (μτφ. δ. απο την αγγλική offworlder)
122. αφροδιτάποικος: (ε.φ.) κάτοικος του πλανήτη Αφροδίτη (μτφ. δ. απο την αγγλική venerian)
123. αφρολεύκωμα: ασπράδια αυγών χτυπημένα δυνατά (μτφ. δ. απο την ιταλική meringue = μαρέγκα) (© Νηματολάγνος)
124. αφυποβαθρίζω: (φωτογρ. τυπογρ.) διαχωρίζω μια εικόνα ή τμήμα της από το φόντο της (μτφ. δ. απο τη γαλλική découper= ντεκουπάρω)
125. αχανάντην: (ε.φ.) (αχανές + ἄντην) επιρρ. για κάτι που βρίσκεται απο την μεριά του διαστήματος (μτφ. δ. απο την αγγλική spaceward)
126. αχανέμπειρος: (ε.φ.) το εμπειρότερο μέλος πληρώματος ενός διαστημοπλοίου (μτφ. δ. απο την αγγλική spacehand)
127. αχανοπλεούμενο: (ε.φ.) πολεμικό διαστημόπλοιο (μτφ. δ. απο την αγγλική spaceship)
128. αχθόβαθρο: ξύλινη βάση για μεταφορές εμπορευμάτων (μτφ. δ. απο την ιταλική paletta = παλέτα)
129. αχνόχροο: μαλακό κραγιόν από κιμωλία, χρώμα και νερό που χρησιμοποιείται στη ζωγραφική και παράγει απαλά χρώματα (μτφ. δ. απο τη γαλλική pastel = παστέλ)
130. αχνόψιο: λεπτό διάφανο δικτυωτό κάλυμμα του καπέλου ή/και του προσώπου μιας γυναίκας (μτφ. δ. απο την ιταλική velo = βέλο)
131. άχνυφο: διάφανο ύφασμα μπουμπουνιέρας που το δένουμε σαν ασκό και μέσα του βάζουμε κουφέτα (μτφ. δ. απο τη γαλλική tulle = τούλι)
132. βακτροσφαίριση: παιχνίδι κατά το οποίο ο κάθε παίκτης προσπαθεί, με ένα ειδικό μπαστούνι, να βάλει ένα μπαλάκι σε μια σειρά από τρύπες κάνοντας όσο το δυνατό λιγότερα χτυπήματα (μτφ. δ. απο την αγγλική golf) (© Alchemist)
133. βαμβακόστιλπνο: βαμβακερό ύφασμα ή νήμα που υποβλήθηκε σε κατεργασία μερσερισμού (μτφ. δ. απο τη γαλλική mercerisé = μερσεριζέ)
134. βαραθροσχοινισμός: άλμα από μια ψηλή κατασκευή με τον αθλητή δεμένο με ελαστικό σκοινί (μτφ. δ. απο την αγγλική bungee jumping = μπάντζι τζάμπινγκ)
135. βαρυτάρσιο: (ε.φ.) μηχανισμός εξουδετέρωσης της βαρύτητας (μτφ. δ. απο την αγγλική antigrav)
136. βαρυτοκύλικας: τρισδιάστατη απεικόνιση της κύρτωσης του χωροχρόνου υπο την επήρεια μιάς μεγάλης μάζας (μτφ. δ. απο την αγγλική gravity well)
137. βαρυτοστίκτης: λέιζερ βαρυτονίων (μτφ. δ. απο την αγγλική graviton laser)
138. βδαλλέβης: (βδάλλω [ρουφώ] + λέβης [δοχείο]) μικρό γυάλινο δοχείο με πλατύ στόμιο, που χρησιμοποιείται για θεραπευτικούς σκοπούς (μτφ. δ. απο την ιταλική ventosa = βεντούζα)
139. βελτιστάθροιση: οι καλύτεροι, οι εκλεκτότεροι ενός συνόλου (μτφ. δ. απο τη γαλλική élite = ελίτ)
140. βελτισταθροιτισμός: η άποψη ότι η κοινωνία (ή μια ομάδα) θα πρέπει να κυριαρχείται από τις ελίτ (μτφ. δ. απο τη γαλλική élitisme = ελιτισμός)
141. βλεφαριδοψιμύθιο: καλλυντικό για τη βαφή των βλεφαρίδων (μτφ. δ. απο την ιταλική mascara = μάσκαρα)
142. βλημάνθυλο: (βλήμα + αντί + ὕλη) (ε.φ.) βόμβα με εκρηκτική ύλη αντιϋλης (μτφ. δ. απο την αγγλική nova bomb)
143. βληματοκοπώ: εκτοξεύω βόμβες από αεροπλάνο ή ρίχνω οβίδες με πυροβόλο (μτφ. δ. απο την ιταλική bombardare = βομβαρδίζω)
144. βομβίσκος: μη επανδρωμένο ιπτάμενο όχημα (σημ. δ. απο την αγγλική drone) (© Sophistes)
145. βουφορβωδία: κινηματογραφικό έργο με καουμπόιδες (μτφ. δ. απο την αγγλική western = γουέστερν)
146. βραχιονοπλία: (ε.φ.) εξάρτημα τμηματικού εξωσκελετού που μπορεί και να φορειέται ακόμη και σαν γάντι (μτφ. δ. απο την αγγλική body-waldo)
147. βρεφοτήρηση: συναίσθημα αποπροσανατολισμού κάποιου ευρισκομένου σε άγνωστο μέρος (μτφ. δ. απο τη γαλλική depaysement) (© Νηματολάγνος)
148. βρύχαυλος: υποβρύχιο βλήμα που εκτοξεύεται από υποβρύχια ή πλοία επιφανείας με σκοπό την ανατίναξη εχθρικών πλοίων (μτφ. δ. απο τη γαλλική torpille = τορπίλη) (© Doc McCoy)
149. βρυχιοεκρηγνυτήρας: υποβρύχιο βλήμα που εκτοξεύεται από υποβρύχια ή πλοία επιφανείας με σκοπό την ανατίναξη εχθρικών πλοίων (μτφ. δ. απο τη γαλλική torpille = τορπίλη) (© Νηματολάγνος)
150. βυζοβέμβικας: ελικοειδής επίπεδη σβούρα με στηριζόμενο σε κυλισιοτριβέα περιστρεφόμενο άξονα, ο οποίος επικολλάται στη ρώγα του στήθους (μτφ. δ. απο την αγγλική fidgetiddies)
151. γαλαξιογραφία: (ε.φ.) η χαρτογράφηση του γαλαξία που εστιάζεται στην πλοϊμότητα των διαστρικών του χώρων και στην κατοικησιμότητα των πλανητών του (αντιδ. απο την αγγλική galactography)
152. γαμψοΰφαντο: το χριτς χρατς δυο επιφάνειες η μια με μικροσκοπικές θηλιές η άλλη με μικροσκοπικά γαντζάκια που όταν εφάπτονται με ελαφρή πίεση σταθεροποιούνται για να κλείσουν παπούτσια, ρούχα, τσάντες, θήκες κ.α. (μτφ. δ. απο την αγγλική εμπορική ονομασία velcro) (© κάποιος_Νίκος)
153. γεισόπιλος: είδος καπέλου με γείσο (μτφ. δ. απο την ιταλική caschetto = κασκέτο)
154. γελοιωδεστατογράφημα: γελοιογραφική υπερβολή, για να τονιστεί το κακό και το άσχημο (μτφ. δ. απο την ιταλική grottesca = γκροτέσκο)
155. γεώλαος: (ε.φ.) οι κάτοικοι της Γης, οι γήινοι (μτφ. δ. απο την αγγλική earthfolk)
156. γεωμηλόπολτος: πολτός που παρασκευάζεται από λιωμένες βραστές πατάτες, βούτυρο και γάλα (μτφ. δ. απο τη γαλλική purée = πουρές)
157. γηγνητικός: (ε.φ.) επίθ. για κάποιον που έχει γεννηθεί στη Γη (μτφ. δ. απο την αγγλική earthborn adj)
158. γήγνητος (ε.φ.) αυτός που έχει γεννηθεί στη Γη (μτφ. δ. απο την αγγλική earthborn)
159. γηϊνοειδές: (ε.φ.) επίθ. για κάτι που μοιάζει με το αντίστοιχο του στη Γη (μτφ. δ. απο την αγγλική earthlike)
160. γηπεδοχορεύτρια: χορεύτρια ομάδας που παρουσιάζει ένα μίγμα χορού και γυμναστικών επιδείξεων στα ημίχρονα διαλείμματα των αθλητικών αγώνων προς διασκέδαση των θεατών (© Νηματολάγνος)
161. γιγαδυφιόγραμμα: μονάδα μέτρησης ποσότητας πληροφορίας στα υπολογιστικά συστήματα, που αντιστοιχεί σε 10 εις την 9η byte (μτφ. δ. απο την αγγλική Gigabyte) (© Spiros252)
162. γιγαντογδήκιστο: μονάδα μέτρησης ποσότητας πληροφορίας στα υπολογιστικά συστήματα, που αντιστοιχεί σε 10 εις την 9η byte (μτφ. δ. απο την αγγλική Gigabyte)
163. γλάγαρτος: (γλάγος [γάλα] + άρτος) είδος γλυκίσματος που περιέχει αλεύρι, αβγό και ζάχαρη και αποτελούσε πολυτέλεια (μτφ. δ. απο τη γαλλική pain d’ Espagne = παντεσπάνι)
164. γλαχόη: (γλάγος [γάλα] + χόη) είδος μπουκαλιού στο οποίο τοποθετείται τεχνητή θηλή και χρησιμοποιείται κυρίως για παροχή τροφής σε μικρά ανθρώπων ή άλλων θηλαστικών (μτφ. δ. απο τη γαλλική biberon = μπιμπερό)
165. γλουτηρίδα: ελαφρύ και πρόχειρο γυναικείο ρούχο από απαλό ύφασμα (μτφ. δ. απο τη γαλλική négligé = νεγκλιζέ)
166. γλυχύαλος: (γλυκός + ὓαλος) γυαλιστερή και λεία επικάλυψη ορισμένων γλυκισμάτων, που γίνεται κυρίως με ζάχαρη και ασπράδι αβγού (μτφ. δ. απο την ιταλική glassare = γλάσο)
167. δακτυλέλικας: ελικοειδής επίπεδη σβούρα με στηριζόμενο σε κυλισιοτριβέα περιστρεφόμενο άξονα (μτφ. δ. απο την αγγλική fidget spinner)
168. δακτυλοβέμβικας: ελικοειδής επίπεδη σβούρα με στηριζόμενο σε κυλισιοτριβέα περιστρεφόμενο άξονα (μτφ. δ. απο την αγγλική fidget spinner)
169. δακτυλορόδανο: ελικοειδής επίπεδη σβούρα με στηριζόμενο σε κυλισιοτριβέα περιστρεφόμενο άξονα (μτφ. δ. απο την αγγλική fidget spinner)
170. δακτυλόσβιγα: ελικοειδής επίπεδη σβούρα με στηριζόμενο σε κυλισιοτριβέα περιστρεφόμενο άξονα (μτφ. δ. απο την αγγλική fidget spinner)
171. δακτυλοστρόφιγγας: ελικοειδής επίπεδη σβούρα με στηριζόμενο σε κυλισιοτριβέα περιστρεφόμενο άξονα (μτφ. δ. απο την αγγλική fidget spinner)
172. δασηρεμία: συναίσθημα μοναχικής γαλήνης μέσα στο δάσος (μτφ. δ. απο τη γερμανική waldeinsamkeit) (© Νηματολάγνος)
173. δασοκατάνυξη: συναίσθημα μοναχικής γαλήνης μέσα στο δάσος (μτφ. δ. απο τη γερμανική waldeinsamkeit)
174. δεδομένεση: (πληροφορική) μεταφερόμενη κάρτα μνήμης χωρίς μηχανικά μέρη για την αποθήκευση υπολογιστικών πληροφοριών (μτφ. δ. απο την αγγλική stick = στικ)
175. δεκακισογδήκιστο: μονάδα μέτρησης ποσότητας πληροφορίας στα υπολογιστικά συστήματα, που αντιστοιχεί σε 10 εις την 48η byte
176. δευτεροποιός: βοηθητικός ηθοποιός, που λέει ελάχιστα ή καθόλου λόγια (μτφ. δ. απο την ιταλική comparsa = κομπάρσος) (© Νηματολάγνος)
177. δημοφιλοπώλιο: τεχνική κερδοφόρας εμπορευματοποίησης της δημοφιλίας προσώπου ή αντικειμένου (μτφ. δ. απο την αγγλική brand merchandising)
178. διαγαλαξίτης: (ε.φ.) πλανήτης ο οποίος βρίσκεται εκτός γαλαξία (μτφ. δ. απο την αγγλική outplanet)
179. διαδικτυοπλήτης: στρατιώτης του τάγματος των κυβερνομαχητών, στρατιωτικός εξειδικευμένος στην πληγή του λογισμικού των εγκαταστάσεων του αντιπάλου (μτφ. δ. απο την αγγλική cyber warrior)
180. διακενίτες: ξύλινες οριζόντιες σανίδες στο παντζούρι που είναι έτσι τοποθετημένες, ώστε να μπαίνει το φως και ο αέρας (μτφ. δ. απο τη γαλλική grille = γρίλια)
181. διακενιτόπτυχο: (διακενίτης [γρίλια] + πτυχή) μπαλκονόπορτας ή παραθύρου, παραπέτασμα σε παράθυρο ή πόρτα (μτφ. δ. απο την ιταλική stora = στορι)
182. διακοσμάρτημα: εξάρτημα ενδυμασίας ή αυτοκινήτου που έχει περισσότερο διακοσμητικό παρά πρακτικό σκοπό (μτφ. δ. απο τη γαλλική accessoire = αξεσουάρ)
183. διακοσμοβελονιά: (μτφ. δ. απο τη γαλλική feston = φεστόνι)
184. διακριτήκιστο: κβαντικό μπιτ (μτφ. δ. απο την αγγλική qubit = κιούμπιτ)
185. διακριτόνιο: ελάχιστη διάκριτη ποσότητα ακτινοβολούμενης ενέργειας από τα άτομα ενός υλικού (μτφ. δ. απο τη λατινική quantum = κβάντο)
186. διακριτονολογία: θεωρία της μαθηματικής φυσικής που αναπτύχθηκε από την κβαντική θεωρία του Πλανκ και εξετάζει τη μηχανική των συστημάτων σωματίων σε ατομικό και υποατομικό επίπεδο, με τη βοήθεια μεγεθών που μπορούν να μετρηθούν (μτφ. δ. απο την αγγλική quantum mechanics = κβαντομηχανική)
187. διακριτόφθογγα: μουσ. όρος που δηλώνει ότι κατά την εκτέλεση μιας μουσικής σύνθεσης πρέπει να διακρίνονται οι μουσικοί φθόγγοι (μτφ. δ. απο την ιταλική spiccato = σπικάτο)
188. διαλιμενίζω: πλέω απο λιμάνι σε λιμάνι (μτφ. δ. απο την ιταλική traversare = τραβερσάρω)
189. διαλιμενισμός: πλεύση απο λιμάνι σε λιμάνι (μτφ. δ. απο την ιταλική traversata = τραβερσάδα)
190. διαλογαφαιρώ: ξεδιαλέγω και κρατώ μόνο τα ωφέλιμα (μτφ. δ. απο την ιταλική scartare = σκαρτάρω:)
191. διάμουσο: δραματικό μουσικό ή κινηματογραφικό ιντερμέδιο (μτφ. δ. απο την ιταλική interludio = ιντερλούδιο):
192. διανδρόργιο: ομαδικός έρωτας δύο ανδρών και μίας γυναίκας (μτφ. δ. απο το αγγλικό ακρωνύμιο ffm) (© Νηματολάγνος)
193. διανοκρατία: θρησκευτική και φιλοσοφική θεωρία που εμφανίστηκε την εποχή του Ευρωπαϊκού διαφωτισμού. Σύμφωνα με αυτή ο θεός, αν και δημιουργός του κόσμου δεν ρυθμίζει την τύχη του και δεν παρεμβαίνει στην πορεία των ανθρώπινων πραγμάτων (μτφ. δ. απο τη γαλλική deism = ντεϊσμός) (© Νηματολάγνος)
194. διαρρηκτώρυξη: μέθοδος διάρρηξης κατά την οποία οι κλέφτες μπαίνουν πρώτα σε παρακείμενο χώρο, ανοίγουν μια τρύπα στη μεσοτοιχία και από εκεί μπαίνουν στο χώρο που αποτελεί το στόχο τους (μτφ. δ. απο τη γαλλική rififi = ριφιφί)
195. διασημαπόμακρη: διάσημη τραγουδίστρια ή ηθοποιός (μτφ. δ. απο την ιταλική diva = ντίβα)
196. διαστημάσθενο: (ε.φ.) επίθ. για κάτι που κουβαλάει μια αρρώστεια του διαστήματος (μτφ. δ. απο την αγγλική space-sick)
197. διαστηματίας: (ε.φ.) άτομο που ζει στο διάστημα (μτφ. δ. απο την αγγλική spaceman)
198. διαστημαχητής: (ε.φ.) στρατιώτης πολεμικού πεζοναυτικού του διαστήματος (μτφ. δ. απο την αγγλική space marine)
199. διαστημελόδραμα: (ε.φ.) είδος λογοτεχνίας, η διαστημική όπερα (μτφ. δ. απο την αγγλική space operatic)
200. διαστημεύσιμος: (ε.φ.) επίθ. για κάποιον που είναι ικανός ή κατάλληλος για διαστρικά ταξίδια (μτφ. δ. απο την αγγλική space-borne)
201. διαστημευσιμότητα: (ε.φ.) ικανότητα ή καταλληλότητα για διαστημικά ταξίδια (μτφ. δ. απο την αγγλική spaceworthy)
202. διαστημογδύομαι: (ε.φ.) το να βγάζω την διαστημική στολή ευρισκόμενος στο διάστημα (μτφ. δ. απο την αγγλική unsuit)
203. διαστημόγδυτος: (ε.φ.) επίθ. για κάποιον που βρίσκεται στο διάστημα χωρίς κατάλληλη στολή (μτφ. δ. απο την αγγλική unsuited)
204. διαστημονομία: (ε.φ.) αστυνομία του διαστήματος (μτφ. δ. απο την αγγλική space patrol)
205. διαστήμωθεν (ε.φ.) επιρρ. για κάτι που βρίσκεται απο την μεριά του διαστήματος (μτφ. δ. απο την αγγλική spaceward)
206. διαστροδοί: (ε.φ) οδοί που χρησιμοποιούνται στα διαστρικά ταξίδια (μτφ. δ. απο την αγγλική spaceways)
207. διγυνόργια: ταυτόχρονη ερωτική συνεύρεση δύο γυναικών με έναν άνδρα (μτφ. δ. απο το αγγλικό ακρωνύμιο ffm) (© Νηματολάγνος)
208. διδοριαλεδρότρηση: ερωτική πράξη ταινιών πορνό κατα την οποία δύο άνδρες διεισδύουν ταυτοχρόνως στο αιδοίο και ένας τρίτος στον πρωκτό μιάς γυναίκας (μτφ. δ. απο την αγγλική double vaginal + anal penetration)
209. διεγχρωμικός: άτομο που αυτοπροσδιορίζεται ως ανήκον σε διαφορετική φυλή (λευκή, μαύρη, κίτρινη) από την βιολογική του (μτφ. δ. απο την αγγλική transracial)
210. διεκφοβισμός: επαναλαμβανόμενες επιθετικές, βίαιες ή εκφοβιστικές πράξεις και συμπεριφορές ενός ατόμου ή συνόλου ατόμων προς κάποιο πρόσωπο που (ενδεχομένως) για κάποιο λόγο ξεχωρίζει ή διαφέρει από τον θύτη ή τους θύτες (μτφ. δ. απο την αγγλική bullying = μπούλινγκ) (© fagano)
211. διενεργισμός: πολιτική αντίληψη και πρακτική που δίνει μεγάλη έμφαση σε μαζικές ατομικές δραστηριότητες, όπως οι διαδηλώσεις, οι υπογραφές αιτήσεων, οι καταλήψεις κλπ., για την επίτευξη ενός στόχου (μτφ. δ. απο τη γαλλική activisme = ακτιβισμός) (© Νηματολάγνος)
212. διενεργιστής: ο ενεργός πολίτης που δραστηριοποιείται για τα πολιτικά, πολιτιστικά ή οικονομικά ζητήματα που προβληματίζουν μια κοινωνία (μτφ. δ. απο την γαλλική activiste = ακτιβιστής) (© Νηματολάγνος)
213. διευθυνσιολόγος: συσκευή που συνδέεται σε ηλεκτρονικό υπολογιστή και διευκολύνει την επιλογή και την πλοήγηση επί της οθόνης, το ποντίκι (μτφ. δ. απο την αγγλική mouse) (© Ανδριανός)
214. δικτυοκόπημα: το να χρησιμοποιεί κάποιος πονηρά προκλητικές, σκόπιμα ανόητες ή επιτηδευμένα εκτός θέματος θέσεις και απόψεις σε μία διαδικτυακή συζήτηση με πρόθεση να προκαλέσει και να ερεθίσει άλλους συμμετέχοντες ή να επιφέρει διαταραχή σε μια διαδικτυακή συζήτηση για οποιοδήποτε θέμα και να πετύχει μια αλυσίδα αντιδράσεων από άλλους χρήστες (μτφ. δ. απο την αγγλική trolling = τρολάρισμα)
215. δικτυοκόπος: αυτός που τρολάρει (μτφ. δ. απο την αγγλική troll = τρολ)
216. δικτυότρηση: το να αποκτώ πρόσβαση και να εισβάλλω σε υπολογιστικά συστήματα αναδεικνύοντας έτσι τα κενά των λογισμικών (μτφ. δ. απο την αγγλική hacking)
217. δικτυοτρήτης: κάποιος που αποκτά πρόσβαση και εισβάλλει σε υπολογιστικά συστήματα αναδεικνύοντας έτσι τα κενά των λογισμικών (μτφ. δ. απο την αγγλική hacker = χάκερ)
218. δικυσθοιφία: ταυτόχρονη ερωτική συνεύρεση δύο γυναικών με έναν άνδρα (μτφ. δ. απο το αγγλικό ακρωνύμιο ffm)
219. δινωθητήρας: κινητήρας διαστημοπλοίου ο οποίος λειτουργεί δημιουργώντας χωροχρονικές δίνες (μτφ. δ. απο την αγγλική warp drive)
220. δινωθούμαι: το να μετακινούμαι χρησιμοποιώντας δινωθητήρα (μτφ. δ. απο την αγγλική warp)
221. διπάθυλο: (δύο + πάτος + ὕλη) μεγάλο δοχείο σε σχήμα κυλίνδρου, κανονικού ή με κυρτά τοιχώματα, για την αποθήκευση κυρίως υγρών (μτφ. δ. απο την ιταλική barile = βαρέλι)
222. διπλεδροκυσθότρηση: ερωτική πράξη ταινιών πορνό κατα την οποία δύο άντρες διεισδύουν ταυτόχρονα στον πρωκτό μιάς γυναίκας και ένας στο αιδοίο (μτφ. δ. απο την αγγλική double anal + vaginal penetration)
223. διπλοεγχύτρωση: ζεστό νερό σε δοχείο μέσα στο οποίο τοποθετείται άλλο δοχείο για θέρμανση τού περιεχομένου του (μτφ. δ. απο τη γαλλική bain‐marie = μπεν μαρί)
224. διπλοκαλύω: (δίπλοκο + κάλως [ναυτ. σχοινί] + λύω) χαλαρώνω το σχοινί (γαρλίνο = δίπλοκο ναυτικό σχοινί) ή την αλυσίδα, στο άκρο τών οποίων είναι δεμένη άγκυρα, λέμβος κ.ά., αφήνω την αλυσίδα τής άγκυρας να γλιστρήσει στη θάλασσα (μτφ. δ. απο την ιταλική calumare = καλουμάρω)
225. διπλοκατοπτρισμός: είδος αντικατοπτρισμού, που εμφανίζεται συχνά στον πορθμό της Μεσσήνης, κατά τον οποίο επιμηκύνονται τα αντικείμενα που βρίσκονται στην απέναντι ακτή (μτφ. δ. απο την ιταλική fata morgana = φάτα μοργκάνα)
226. δισκουμένη (του Alderson): δίσκος + οικουμένη (ε.φ.) υποθετική κατοικούμενη μεγακατασκευή δισκοειδούς σχήματος που καταλαμβάνει όλο το επίπεδο ενός ηλιακού συστήματος (μτφ. δ. απο την αγγλική Alderson disk)
227. δισογδήκιστο: (οκτω + οκτώ + ἣκιστο: Bit): μονάδα μέτρησης ποσότητας πληροφορίας στα υπολογιστικά συστήματα, που αντιστοιχεί σε 10 εις την 24η byte (μτφ. δ. απο την αγγλική Yottabyte)
228. διυφηλίοδος: (ε.φ.) διώρυγα του χωροχρονικού συνεχούς η οποία συνδέει δύο κατοικημένους κόσμους (μτφ. δ. απο την αγγλική space lane ή/και spaceline)
229. διωκτικοπλάνηση: τηλεφωνική φάρσα όπου οι διωκτικές αρχές στέλνονται στο σπίτι κάποιου δήθεν ευρισκομένου σε κίνδυνο επωνύμου προσώπου (μτφ. δ. απο την αγγλική swatting)
230. δορυφορηματίας: (δορυφόρημα = βοηθητικοί ηθοποιοί) βοηθητικός ηθοποιός, που λέει ελάχιστα ή καθόλου λόγια (μτφ. δ. απο την ιταλική comparsa = κομπάρσος)
231. δουλοειδές: αυτόματη συσκευή που λειτουργεί με αυτοματισμό ή τηλεχειρισμό και υποκαθιστά τον άνθρωπο σε διάφορες εργασίες (βιομηχανικές, επιστημονικές, κοπιαστικές, επικίνδυνες κ.λπ.). Συνήθως, έχει τη μορφή ανθρώπου, ζώου ή ανθρωποειδούς, σχήμα βραχίονα ή μηχανικής συσκευής (μτφ. δ. απο την τσέχικη robot = ρομπότ) (© κάποιος_Νίκος)
232. δοχειοπλωτήρας: ειδική κατασκευή που διακόπτει την παροχή και ροή νερού σε καζανάκι, ντεπόζιτο ή δεξαμενή, προκειμένου να μην έχουμε υπερχείλιση (μτφ. δ. απο τη γαλλική flotteur = φλοτέρ)
233. δοχυαλιστής: (δοκός + ὑαλιστής) ηλεκτρική μηχανή με την οποία γίνεται το γυάλισμα τού παρκέτου (μτφ. δ. απο τη γαλλική parqueteuse = παρκετέζα)
234. δυστατικό: ξαφνικό και δυσάρεστο περιστατικό (μτφ. δ. απο την ιταλική caso = κάζο)
235. δυσφημαποκλεισμός: (οικονομία) οικονομικός αποκλεισμός ενός ατόμου, μιας εταιρείας ή μιας χώρας ως μορφή διαμαρτυρίας, αποδοκιμασίας κι εναντίωσης στη συμπεριφορά ή τις θέσεις τους (κατ’ επέκταση) άρνηση συμμετοχής σε μία διαδικασία, προκειμένου να ματαιωθεί ή να ασκηθεί πίεση (μτφ. δ. απο τη γαλλική boycottage = μποϊκοτάζ)
236. δυφιάλυσος: δυφίο (δυαδικό ψηφίο) + άλυσος (bitcoin) αλυσίδα των επιβεβαιωμένων ομάδων συναλλαγών που ξεκινά από την πρώτη, έως την πιο πρόσφατη έγκυρη ομάδα (μτφ. δ. απο την αγγλική block chain) (© Spiros252)
237. δυφιόγραμμα: μονάδα μέτρησης ποσότητας πληροφορίας στα υπολογιστικά συστήματα, που ισοδυναμεί με 8 bit (μτφ. δ. απο την αγγλική byte = μπάιτ) (© Spiros252)
238. δυφιόλεξη: μονάδα μέτρησης ποσότητας πληροφορίας στα υπολογιστικά συστήματα, που ισοδυναμεί με 8 bit (μτφ. δ. απο την αγγλική byte = μπάιτ) (© Spiros252)
239. δωματιοκόμος: πρόσωπο που φροντίζει για την ευταξία και την τακτοποίηση των χώρων σε ένα ξενοδοχείο, ένα σπίτι κ.α. (μτφ. δ. απο την βενετική camariere = καμαριέρης)
240. εγγραφοθήκη: μεγάλος σκληρός φάκελος που χρησιμεύει για την ταξινόμηση και φύλαξη εγγράφων (μτφ. δ. απο τη γαλλική dossier = ντοσιέ)
241. έγκαπνο: καπνός τυλιγμένος με χαρτί σε μορφή λεπτού κυλίνδρου (μτφ. δ. απο την ιταλική cigarro = τσιγάρο)
242. εγχαρακτική: μέθοδος χαρακτικής πάνω σε ένα σκληρό υλικό ή το έργο τέχνης που παράγεται από την ομώνυμη μέθοδο (μτφ δ. απο τη γαλλική gravure = γκραβούρα)
243. εγχούφτιο: μικρό πυροβόλο όπλο που κρατιέται με το ένα χέρι (μτφ. δ. απο την ιταλική pistola = πιστόλι)
244. εγχρώμυλο: (έγχρωμο + ύλη) έπιπλο με ανάγλυφα έγχρωμα σχέδια (μτφ. δ. απο τη γαλλική marqueterie = μαρκετερί)
245. εδράλυσος: ηλεκτροκίνητος εναέριος αναβατήρας με ατομικά καθίσματα για τη μεταφορά σε βουνοκορφή (μτφ. δ. απο τη γαλλική télésiège = τελεσιέζ)
246. ειδοκτονία: (ε.φ.) η συστηματική, σκόπιμη και μαζική εξόντωση και αφανισμός ενός ολόκληρου νοήμονος είδους (μτφ. δ. απο την αγγλική xenocide)
247. ειδυλλιωδία: πολυφωνικό συνήθως τραγούδι, με ερωτικό θέμα, που τραγουδιέται με συνοδεία κιθάρας τις νυχτερινές ώρες στους δρόμους (μτφ. δ. απο την ιταλική cantata = καντάδα)
248. ειδωλόμοχλος: ράβδος στήριξης φωτογραφικής μηχανής ή κινητού για αυτοαπεικόνιση (μτφ. δ. απο την αγγλική (selfie stick)
249. εικονηχοληπτήριο: χώρος με κατάλληλη διαρρύθμιση, διαμόρφωση και εξοπλισμό, όπου γίνεται κινηματογράφηση, φωτογράφηση ή ηχογράφηση (μτφ. δ. απο την αγγλική studio = στούντιο)
250. εικονοδεσία: η τέχνη της επιλογής και σύνδεσης των εικόνων και των πλάνων και η διαδικασία αυτή, στο στάδιο της επεξεργασίας της ταινίας (μτφ. δ. απο τη γαλλική montage = μοντάζ)
251. εικονοδέτης: καλλιτέχνης που ασχολείται με το μοντάζ (μτφ. δ. απο τη γαλλική monteur = μοντέρ)
252. εικονοσύνδεση: η τέχνη της επιλογής και σύνδεσης των εικόνων και των πλάνων και η διαδικασία αυτή, στ
0 .

Άβαταρ μέλους
Αρχειδήμων
Rookie poster
Rookie poster
Δημοσιεύσεις: 91
Τοποθεσία: Βασίλειο των Τόνγκα

Re: Νεολογισμοί για λέξεις που δεν υπάρχουν στα ελληνικά

Δημοσίευσηαπό Αρχειδήμων » 22 Απρ 2018, 02:29

301. επισύγκρουση: η σύγκρουση πολλών οχημάτων με το ένα να προσκρούει πάνω στο άλλο (μτφ. δ. απο την ιταλική carambola = καραμπόλα) (© stavmanr)
302. επιτροχιοβόλο: ηλεκτρομαγνητικός εκτοξευτής βλημάτων (μτφ. δ. απο την αγγλική railgun) (© Spiros252)
303. επιτυρισμένο: φαγητό μαγειρεμένο με επικάλυψη από τριμμένο τυρί και κύβους ψωμιού ή/και από βούτυρο (μτφ. δ. απο τη γαλλική au gratin = ογκρατέν)
304. εποχίσκη: μικρή χρονική περίοδος κατά την οποία συμβαίνει κάτι (μτφ. δ. απο τη γαλλική saison = σεζόν)
305. επτακισογδήκιστο: μονάδα μέτρησης ποσότητας πληροφορίας στα υπολογιστικά συστήματα, που αντιστοιχεί σε 10 εις την 39η byte
306. επτογδήκιστο: μονάδα μέτρησης ποσότητας πληροφορίας στα υπολογιστικά συστήματα, που αντιστοιχεί σε 10 εις την 21η byte (μτφ. δ. απο την αγγλική Zettabyte)
307. εργασιαμοιβή: τρόπος ανάθεσης υπεργολαβίας, όπου ο υπεργολάβος πληρώνεται μόνο για την εργασία, ενώ τα υλικά παραγγέλνονται και πληρώνονται απευθείας από τον εργοδότη (μτφ. δ. απο την ιταλική fattura = φατούρα)
308. εργατοειδές: αυτόματη συσκευή που λειτουργεί με αυτοματισμό ή τηλεχειρισμό και υποκαθιστά τον άνθρωπο σε διάφορες εργασίες (βιομηχανικές, επιστημονικές, κοπιαστικές, επικίνδυνες κ.λπ.). Συνήθως, έχει τη μορφή ανθρώπου, ζώου ή ανθρωποειδούς, σχήμα βραχίονα ή μηχανικής συσκευής (μτφ. δ. απο την τσέχικη robot = ρομπότ) (© Εσχατόγερος)
309. ερπαεριθύνωπο: μη επανδρωμένο ερπυστριοφόρο όχημα το οποίο μπορεί και να ίπταται (μτφ. δ. απο την αγγλική tank copter drone)
310. ερπιθύνωπο: μη επανδρωμένο ερπυστριοφόρο όχημα (μτφ. δ. απο την αγγλική unmanned ground vehicle)
311. εσθιοκομιστής: υπάλληλος εστιατορίου, καφενείου, ζαχαροπλαστείου (μτφ. δ. απο την ιταλική servitore = σερβιτόρα/ισσα/ος) (© killerbee)
312. εσχάρυφο: είδος ανθεκτικού υφάσματος, η επιφάνεια τού οποίου σχηματίζει ανάγλυφες ραβδώσεις, μικρού ή μεγαλύτερου πλάτους, που διαμορφώνονται με κούρεμα τού πέλους (μτφ. δ. απο τη γαλλική côtelé = κοτλέ)
313. ετερηλιακό: (ε.φ.) κάτι που ανήκει σε διαφορετικό ηλιακό σύστημα (μτφ. δ. απο την αγγλική outsystem)
314. ευδιαγωγή: εγχειρίδιο σύμφωνα με το οποίο ο αναγνώστης μαθαίνει να εφαρμόζει στο σύνολο της ζωής του, κανόνες καλής συμπεριφοράς (μτφ. δ. απο τη γαλλική savoir vivre = σαβουάρ βιβρ) (© Νηματολάγνος)
315. ευδριμύς: αυτός που έχει ευχάριστα δριμεία γεύση (μτφ. δ. απο την ιταλική piccante = πικάντικος)
316. ευηνεμώνας: ανοιχτό, χωρίς οροφή ή με πτυσσόμενη οροφή αυτοκίνητο (μτφ. δ. απο τη γαλλική cabriolet = καμπριολέ)
317. ευθυμοδόλωμα: ενέργεια με σκοπό την παραπλάνηση των άλλων για πλάκα ή για άλλους λόγους, η παραπλάνηση για τη γελοιοποίηση κάποιου, το κάπως χοντρό αστείο που έχει συνέπειες ή αναστατώνει (μτφ. δ. απο την ιταλική farsa = φάρσα)
318. ευστρόφωνο: έξυπνο κινητό τηλέφωνο (μτφ. δ. απο την αγγλική smartphone = σμαρτφόουν)
319. ευτοπίοπτρο: (ευ + τόπος + ὁρῶ) γυαλιά εικονικής πραγματικότητας (μτφ. δ. απο τις αγγλικές Oculus Rift & HoloLens)
320. ευτόπτρα: (ευ + τόπος + ὁρῶ) γυαλιά εικονικής πραγματικότητας (μτφ. δ. απο τις αγγλικές Oculus Rift & HoloLens)
321. ευφθογγισμός: τρόπος ομαλής και ευδιάκριτης μεταβάσεως από φθόγγο σε φθόγγο στη μουσική (μτφ. δ. απο την ιταλική portamento = πορταμέντο)
322. εφιέρμαιος: (ε.φ.) κάτοικος του πλανήτη Ερμή (μτφ. δ. απο την αγγλική mercurian)
323. ζαβολιαρέλικας: ελικοειδής επίπεδη σβούρα με στηριζόμενο σε κυλισιοτριβέα περιστρεφόμενο άξονα (μτφ. δ. απο την αγγλική fidget spinner)
324. ζαβολιαροβέμβικας: ελικοειδής επίπεδη σβούρα με στηριζόμενο σε κυλισιοτριβέα περιστρεφόμενο άξονα (μτφ. δ. απο την αγγλική fidget spinner)
325. ζαβολιαρόδανο: ελικοειδής επίπεδη σβούρα με στηριζόμενο σε κυλισιοτριβέα περιστρεφόμενο άξονα (μτφ. δ. απο την αγγλική fidget spinner)
326. ζαβολιαρόσβιγα: ελικοειδής επίπεδη σβούρα με στηριζόμενο σε κυλισιοτριβέα περιστρεφόμενο άξονα (μτφ. δ. απο την αγγλική fidget spinner)
327. ζαβολιαρόσβουρα: ελικοειδής επίπεδη σβούρα με στηριζόμενο σε κυλισιοτριβέα περιστρεφόμενο άξονα (μτφ. δ. απο την αγγλική fidget spinner)
328. ζαβολιαροστρόφιγγας: ελικοειδής επίπεδη σβούρα με στηριζόμενο σε κυλισιοτριβέα περιστρεφόμενο άξονα (μτφ. δ. απο την αγγλική fidget spinner)
329. ζίγγος: μη επανδρωμένο ιπτάμενο όχημα (σημ. δ. απο την αγγλική drone) (© Sophistes)
330. ζωμόδειπνο: μεταμεσονύκτιο δείπνο στο οποίο σερβίρονται κρύα φαγητά (μτφ. δ. απο τη γαλλική souper = σουπέ)
331. ζωμοκύλικας: πιατέλα για το σερβίρισμα της σούπας (μτφ. δ. απο την ιταλική zuppiera = σουπιέρα)
332. ηδύθρυπτο: τραγανό γλύκισμα με αλεύρι, αβγά και ζάχαρη, κομμένο σε κομματάκια και καλοψημένο σε φούρνο (μτφ. δ. απο την ιταλική biscotto = μπισκότο)
333. ηλεκτροσανίδα: ηλεκτροκινούμενη τροχοσανίδα δύο παραλλήλως περιστρεφομένων τροχών (μτφ. δ. απο την αγγλική e-Board)
334. ηλιοσφαιραπός: (ε.φ.) κάτοικος του ηλιακού συστήματος της Γης (μτφ. δ. απο την αγγλική solarian)
335. ηχελάττωση: προοδευτική μείωση της έντασης του ήχου σε μουσική σύνθεση (μτφ. δ. απο την ιταλική decrescendo = ντεκρεσέντο)
336. ηχομιξία: η τεχνική εργασία της μείξης διαφορετικών ηχητικών (ή και οπτικών) εγγραφών κατά τρόπο ώστε να προκύψει ένα ενιαίο σύνολο (μτφ. δ. απο τη γαλλική mixage = μιξάζ) (© Νηματολάγνος)
337. θαλαμεριστής: συρόμενη ή αναδιπλούμενη κατασκευή ή κουρτίνα, η οποία κλείνοντας απομονώνει έναν χώρο, πχ σε δοκιμαστήρια καταστημάτων ρούχων, εκλογικά τμήματα κλπ. (μτφ. δ. απο τη γαλλική paravent = παραβάν)
338. θαμπολύχνιο: απλή κατασκευή από αδιαφανές γυαλί, πορσελάνη, πλαστικό, μέταλλο, χαρτί ή άλλο υλικό, που προσαρμόζεται σε φορητή συνήθως επιτραπέζια λάμπα, ώστε να συγκεντρώνει το φως σε μια κατεύθυνση, συνήθως προς τα κάτω (μτφ. δ. απο τη γαλλική abat‐jour = αμπαζούρ)
339. θεαθέλκτης: (θεατής + ἓλκτης) αυτό που προσελκύει την προσοχή των θεατών ή επισκεπτών (μτφ. δ. απο τη γαλλική attraction = ατραξιόν)
340. θεατροσυρροή: συρροή κόσμου σε θέατρο, συναυλία κτλ. (μτφ. δ. απο την ιταλική piena = πιένα)
341. θεματοδιοχλεύς: αυτός που τρολάρει (μτφ. δ. απο την αγγλική troll = τρολ) (© stavmanr)
342. θεματοδιόχληση: το να χρησιμοποιεί κάποιος πονηρά προκλητικές, σκόπιμα ανόητες ή επιτηδευμένα εκτός θέματος θέσεις και απόψεις σε μία διαδικτυακή συζήτηση με πρόθεση να προκαλέσει και να ερεθίσει άλλους συμμετέχοντες ή να επιφέρει διαταραχή σε μια διαδικτυακή συζήτηση για οποιοδήποτε θέμα και να πετύχει μια αλυσίδα αντιδράσεων από άλλους χρήστες (μτφ. δ. απο την αγγλική trolling = τρολάρισμα) (© stavmanr)
343. θερμαγχονισμός: διαδικασία κατα την οποία ο επεξεργαστής ενός υπολογιστή αρχίζει αυτόματα να μειώνει τη συχνότητά του, προκειμένου να προστατευθεί από την υπερθέρμανση (μτφ. δ. απο την αγγλική thermal throttling)
344. θερμαυτορρύθμιση: διαδικασία κατα την οποία ο επεξεργαστής ενός υπολογιστή αρχίζει αυτόματα να μειώνει τη συχνότητά του, προκειμένου να προστατευθεί από την υπερθέρμανση (μτφ. δ. απο την αγγλική thermal throttling) (© Spiros252)
345. θερμαυτοταλάντωση: διαδικασία κατα την οποία ο επεξεργαστής ενός υπολογιστή αρχίζει αυτόματα να μειώνει τη συχνότητά του, προκειμένου να προστατευθεί από την υπερθέρμανση (μτφ. δ. απο την αγγλική thermal throttling) (© Spiros252)
346. θερμαυτοχρονισμός: διαδικασία κατα την οποία ο επεξεργαστής ενός υπολογιστή αρχίζει αυτόματα να μειώνει τη συχνότητά του, προκειμένου να προστατευθεί από την υπερθέρμανση (μτφ. δ. απο την αγγλική thermal throttling) (© Spiros252)
347. θροΐσκος: μη επανδρωμένο ιπτάμενο όχημα (σημ. δ. απο την αγγλική drone) (© Sophistes)
348. θρόμβοδος: ακινητοποίηση αυτοκινήτων λόγω κυκλοφοριακής συμφόρησης (μτφ. δ. απο τη γαλλική embouteillage = μποτιλιάρισμα)
349. θρον: μη επανδρωμένο ιπτάμενο όχημα (μτφ. δ. απο την αγγλική drone) (© Spiros252)
350. θωρακοπτυχή: το μπροστινό τμήμα του γιακά ενός σακακιού, παλτού, πουκαμίσου, φορέματος, το οποίο αναδιπλώνεται πάνω στο θώρακα (μτφ. δ. απο την ιταλική petto = πέτο)
351. ιαματοδισκίο: φαρμακευτικό δισκίο (μτφ. δ. απο την ιταλική pastiglia = παστίλια)
352. ιαματονανίδες: μικροσκοπικά ρομπότ που χρησιμοποιούνται για θεραπευτικούς σκοπούς (μτφ. δ. απο την αγγλική medical nanites)
353. ιδεόταση: μέλη ενός κόμματος που συγκροτούν δική τους, χωριστή ομάδα, με γραμμή διάφορη ή και αντίθετη προς τη γραμμή που ακολουθεί η οργάνωσή τους ή, γενικότερα, η ηγεσία τού κόμματος (μτφ. δ. απο τη γαλλική faction = φράξια)
354. ιδιαλσολασιλαρότητα: (ιδίος + άλσος + ελαύνω + ιλαρότητα) συναίσθημα μοναχικής γαλήνης μέσα στο δάσος (μτφ. δ. απο τη γερμανική waldeinsamkeit)
355. ιδιαναζήτηση: διαδικτυακή αναζήτηση κάποιου με λέξη κλειδί το ίδιο του το όνομα (μτφ. δ. απο την αγγλική egoscan)
356. ιδιεκτελεστής: μουσικός που εκτελεί μουσικό κομμάτι μόνος του (μτφ. δ. απο την ιταλική solista = σολίστ[ας])
357. ιδιοθερμοχρονισμός: διαδικασία κατα την οποία ο επεξεργαστής ενός υπολογιστή αρχίζει αυτόματα να μειώνει τη συχνότητά του, προκειμένου να προστατευθεί από την υπερθέρμανση (μτφ. δ. απο την αγγλική thermal throttling) (© Spiros252)
358. ιδωρροή: δημιούργημα κινούμενων εικόνων με ήχο, βιντεοσκοπημένο σε μαγνητική ή ψηφιακή ταινία ή άλλο μέσο (μτφ. δ. απο την αγγλική video = βίντεο)
359. ιδωρροολήπτης: συσκευή λήψης και εγγραφής κινούμενων εικόνων (μτφ. δ. απο την ιταλική camera = κάμερα)
360. ιθύνωπο: (ιθύνον + ὤψ): αυτόματη συσκευή που λειτουργεί με αυτοματισμό ή τηλεχειρισμό και υποκαθιστά τον άνθρωπο σε διάφορες εργασίες (βιομηχανικές, επιστημονικές, κοπιαστικές, επικίνδυνες κ.λπ.). Συνήθως, έχει τη μορφή ανθρώπου, ζώου ή ανθρωποειδούς, σχήμα βραχίονα ή μηχανικής συσκευής (μτφ. δ. απο την τσέχικη robot = ρομπότ)
361. ικρίσκος: έπιπλο με οριζόντια ή και μερικά κάθετα χωρίσματα για τοποθέτηση διαφόρων αντικειμένων, που χρησιμοποιείται μερικές φορές και ως βιβλιοθήκη (μτφ. δ. απο τη γαλλική étagère = εταζέρα)
362. ιλαρειδύλλιο: ρομαντική κωμωδία (μτφ. δ. απο την αγγλική romantic comedy)
363. ιματιορθώνω: διορθώνω με κλωστή τριμμένα ρούχα, μαντάρω (μτφ. δ. απο την ιταλική carico = καρικώνω)
364. ινιδιοποιός: (ε.φ.) μηχανή η οποία μπορεί να κατασκευάσει οποιοδήποτε υλικό (μτφ. δ. απο την αγγλική Santa Claus machine)
365. ιπτάμαξο: ιπτάμενο αυτοκίνητο (μτφ. δ. απο την αγγλική aerocar) (© Νηματολάγνος)
366. ισαλόζωνη: η ζώνη της ισάλου των πλοίων που χρωματίζεται συνηθέστερα κόκκινη, μπλε, άσπρη ή μαύρη (μτφ. δ. απο την ιταλική fascia = φάσια)
367. ιστόκωνος: κωνικό δίχτυ αλιευτικό που σέρνεται από βάρκα (μτφ. δ. απο την ιταλική tratta = τράτα)
368. ιστοτανυστής: σκοινί που τεντώνει τα πανιά του πλοίου (μτφ. δ. απο την ιταλική scotta = σκότα)
369. ιστωλετήρας: αυτός που παραβιάζει κακοβούλως την ακεραιότητα συστήματος υπολογιστών και καταστρέφει σημαντικά δεδομένα (μτφ. δ. απο την αγγλική cracker = κράκερ)
370. ιστωλλύω: παραβιάζω κακοβούλως την ακεραιότητα συστήματος υπολογιστών και καταστρέφω σημαντικά δεδομένα (μτφ. δ. απο την αγγλική cracking)
371. ιστώρυξη: το να αποκτώ πρόσβαση και να εισβάλλω σε υπολογιστικά συστήματα αναδεικνύοντας έτσι τα κενά των λογισμικών (μτφ. δ. απο την αγγλική hacking)
372. ιστωρύχος: κάποιος που αποκτά πρόσβαση και εισβάλλει σε υπολογιστικά συστήματα αναδεικνύοντας έτσι τα κενά των λογισμικών (μτφ. δ. απο την αγγλική hacker = χάκερ)
373. ιχνόσφαιρα: συσκευή που συνδέεται σε ηλεκτρονικό υπολογιστή και διευκολύνει την επιλογή και την πλοήγηση επί της οθόνης, το ποντίκι (μτφ. δ. απο την αγγλική mouse) (© Nostalgia)
374. ιχνωθονηγός: συσκευή που συνδέεται σε ηλεκτρονικό υπολογιστή και διευκολύνει την επιλογή και την πλοήγηση επί της οθόνης, το ποντίκι (μτφ. δ. απο την αγγλική mouse)
375. καλικαντζάρισμα: το να χρησιμοποιεί κάποιος πονηρά προκλητικές, σκόπιμα ανόητες ή επιτηδευμένα εκτός θέματος θέσεις και απόψεις σε μία διαδικτυακή συζήτηση με πρόθεση να προκαλέσει και να ερεθίσει άλλους συμμετέχοντες ή να επιφέρει διαταραχή σε μια διαδικτυακή συζήτηση για οποιοδήποτε θέμα και να πετύχει μια αλυσίδα αντιδράσεων από άλλους χρήστες (μτφ. δ. απο την αγγλική trolling = τρολάρισμα) (© Τζακ Πάλανς)
376. καλικαντζαριστής: αυτός που τρολάρει (μτφ. δ. απο την αγγλική troll = τρολ) (© Τζακ Πάλανς)
377. καλλιεύσωμη: πληθωρική γυναίκα (μτφ. δ. απο την ιταλική tartana = νταρντάνα)
378. καλλιτεχνοπανήγυρις: σειρά από καλλιτεχνικές εκδηλώσεις πανηγυρικού ή ενίοτε διαγωνιστικού χαρακτήρα που οργανώνονται κάθε χρόνο στους ίδιους χώρους και κατά το ίδιο χρονικό διάστημα (μτφ. δ. απο τη γαλλική festival = φεστιβάλ)
379. καλλωμοίωμα: οτιδήποτε χρησιμοποιείται ως δείγμα για να δημιουργηθεί κάτι καινούργιο (μτφ. δ. απο την ιταλική modello = μοντέλο)
380. καλύφθυλα: καλύπτω + ὓλη (ξύλο) σανίδες ξύλου ή πλαστικού που χρησιμοποιούνται για επένδυση τοίχου ή οροφής (μτφ. δ. απο τη γαλλική raboté, μτχ. του ρ. raboter [= πλανίζω] = ραμποτέ)
381. καλωδιόμιτος: καλώδιο μεγάλου μήκους που χρησιμεύει για τη σύνδεση κινητών ηλεκτρικών μηχανών και συσκευών με την ηλεκτρική πηγή (μτφ. δ. απο τη γαλλική baladeuse = μπαλαντέζα)
382. καρφιτσοδέτης: είδος καρφίτσας ασφαλείας (μτφ. δ. απο την ιταλική paramano = παραμάνα)
383. καρφιτσωτής: μικρό καρφί με πλατύ κεφάλι που χρησιμοποιείται για να καρφιτσωθούν ανακοινώσεις, σημειώσεις, φωτογραφίες κλπ. σε πίνακα (μτφ. δ. απο τη γαλλική punaise = πινέζα)
384. κασιγνηταδελφοικία: (κασίγνητος [ομοπάτριος] + αδελφός + οίκος) οικογένεια της οποίας τα παιδιά μπορεί να προέρχονται και απο πρώην συντρόφους (μτφ. δ. απο την αγγλική patchwork family)
385. καταδεικτήρας: συσκευή που συνδέεται σε ηλεκτρονικό υπολογιστή και διευκολύνει την επιλογή και την πλοήγηση επί της οθόνης, το ποντίκι (μτφ. δ. απο την αγγλική mouse) (© Ανδριανός)
386. καταπυγμίζω: βάζω την πυγμή στη σωματική οπή κάποιου (μτφ. δ. απο την αγγλική fisting)
387. καταπυγμισμός: ερωτική πρακτική κατα την οποία η γροθιά διεισδύει εντός του πρωκτού ή του αιδοίου [κατα το καταδακτυλισμός = βάζω δάκτυλο] (μτφ. δ. απο την αγγλική fisting)
388. κατόπτρωθεν: από μπροστά, η μπροστινή όψη του προσώπου (μτφ. δ. απο τη γαλική en face = ανφάς)
389. καυσόπλινθος: πλίνθος που δημιουργείται κατά τη διάρκεια του διαχείρισης λεπτομερών υλικών καυσίμων (μτφ. δ. απο τη γαλλική briquette = μπρικέτα)
390. κένθυφο: ύφασμα περίτεχνα κεντημ΄ςενο με βαμβακερή κλωστή (μτφ. δ. απο τη γαλλική broderie = μπροντερί)
391. κενοφάντης: κάποιος που αποκτά πρόσβαση και εισβάλλει σε υπολογιστικά συστήματα αναδεικνύοντας έτσι τα κενά των λογισμικών (μτφ. δ. απο την αγγλική hacker = χάκερ)
392. κενοφαντία: το να αποκτώ πρόσβαση και να εισβάλλω σε υπολογιστικά συστήματα αναδεικνύοντας έτσι τα κενά των λογισμικών (μτφ. δ. απο την αγγλική hacking)
393. κερδοκατακράτημα: (σε τυχερά παιχνίδια) ποσοστό που καταβάλλει αυτός που κερδίζει στη λέσχη (μτφ. δ. απο τη γαλλική cagnotte = γκανιότα)
394. κερκιδίσκη: μακρύ ξύλινο ή μεταλλικό κάθισμα σε δημόσιους χώρους (μτφ. δ. απο την ιταλική banco = πάγκος)
395. κερματοκύλινδρος: στήλη από μεταλλικά κέρματα περιτυλιγμένα σε χαρτί (μτφ. δ. απο την ιταλική scaramuccia = σκαρμούτσο)
396. κηφηνόπλανο: μη επανδρωμένο ιπτάμενο όχημα (μτφ. δ. απο την αγγλική drone) (© κάποιος_Νίκος)
397. κηφηνόπτερο: μη επανδρωμένο ιπτάμενο όχημα (μτφ. δ. απο την αγγλική drone) (© κάποιος_Νίκος)
398. κιβώθυλο: (κιβώτιο + ὕλη) κιβώτιο, συνήθως ξύλινο και επίμηκες, στο οποίο φυλάγονται διάφορα πράγματα (μτφ. δ. απο την ιταλική cassela = κασέλα)
399. κινδυνοσωσίας: ακροβάτης που αντικαθιστά (ντουμπλάρει) έναν ηθοποιό σε επικίνδυνες σκηνές μιας ταινίας (μτφ. δ. απο τη γαλλική cascadeur = κασκαντέρ)
400. κινηματοσύνδεση: η τέχνη της επιλογής και σύνδεσης των εικόνων και των πλάνων και η διαδικασία αυτή, στο στάδιο της επεξεργασίας της ταινίας (μτφ. δ. απο τη γαλλική montage = μοντάζ) (© Νηματολάγνος)
401. κλαγγητήρας: ηχητικό όργανο το οποίο υπάρχει στ' αυτοκίνητα και ο οδηγός του το χρησιμοποιεί για να προειδοποιεί τους οδηγούς των άλλων αυτοκινήτων (μτφ. δ. απο την ιταλική corna = κόρνα)
402. κλαγγητηρίζω: χρησιμοποιώ την κόρνα του αυτοκινήτου (μτφ. δ. απο την ιταλική cornare = κορνάρω)
403. κλειθροδοκός: επιμηκές κυλινδρικό αντικείμενο που ασφαλίζει εισόδους π.χ. χώρων σταύθμεσης ή σιδηροδρομικών διαβάσεων (μτφ. δ. απο την ιταλική barra = μπάρα)
404. κλειθροκυτίο: κινητή κλειδαριά (μτφ. δ. απο την ιταλική lucchetto = λουκέτο)
405. κλεψυδρωτής: πλατύς ελαστικός ζωστήρας που περιβάλλει στενά τη μέση, την κοιλιά ή και μέρος τού θώρακα και φοριέται για λόγους κομψότητας ή υγείας (μτφ. δ. απο τη γαλλική corset = κορσές)
406. κλινοθάλαμος: μικρό δωμάτιο με κρεβάτια σε πλοίο (μτφ. δ. απο την ιταλική cabina = καμπίνα)
407. κοινολογίσιμο: κάτι το οποίο γίνεται δημοφιλές μέσω διαδικτυακής διαμοίρασης (μτφ. δ. απο την αγγλική viral = βάιραλ) (© Νηματολάγνος)
408. κοινοτυπολογία: μια βεβαίωση, κατάφαση, μια ταυτολογία ή βλακώδη σκέψη με την οποία εκφράζεται κάτι προφανές, μια κοινοτοπία, που όμως συνήθως εντυπωσιάζει και χωρίς απαραίτητα να την καταλαβαίνει κάποιος (μτφ. δ. απο τη γαλλική lapalissade = λαπαλισμός κύρ. όν. La Palice, ήρωας ενός τραγουδιού του οποίου οι στίχοι ήταν γεμάτοι με αφελείς κοινοτοπίες· π.χ. ένα τέταρτο πριν πεθάνει, ήταν ακόμη στη ζωή)
409. κομετώπη: κόμη + μέτωπο > κομομετώπη, κοντό ή μακρύ τσουλούφι μαλλιών, τούφα, που πέφτει στο μέτωπο (μτφ. δ. απο την ιταλική frangia = φράντζα)
410. κομηνεμιστής: ηλεκτρική μικροσυσκευή για το στέγνωμα τών μαλλιών (μτφ. δ. απο τη γαλλική séchoir = σεσουάρ)
411. κορυνοκέλευθος: άθλημα στο οποίο οι παίκτες προσπαθούν να κερδίσουν πόντους ρίχνοντας μια μπάλα μπόουλινγκ σε μία επίπεδη επιφάνεια, προκειμένου να ρίξουν κάτω αντικείμενα που ονομάζονται κορίνες (μτφ. δ. απο την αγγλική bowling = μπόουλινγκ)
412. κορυνορρηξία: άθλημα στο οποίο οι παίκτες προσπαθούν να κερδίσουν πόντους ρίχνοντας μια μπάλα μπόουλινγκ σε μία επίπεδη επιφάνεια, προκειμένου να ρίξουν κάτω αντικείμενα που ονομάζονται κορίνες (μτφ. δ. απο την αγγλική bowling = μπόουλινγκ) (© Νηματολάγνος)
413. κορυνοσφαίριση: άθλημα στο οποίο οι παίκτες προσπαθούν να κερδίσουν πόντους ρίχνοντας μια μπάλα μπόουλινγκ σε μία επίπεδη επιφάνεια, προκειμένου να ρίξουν κάτω αντικείμενα που ονομάζονται κορίνες (μτφ. δ. απο την αγγλική bowling = μπόουλινγκ) (© Νηματολάγνος)
414. κορφενάκη: (κορφή [κεφαλής] + φενάκη [περούκα] > κορφοφενάκη) περούκα που καλύπτει την φαλάκρα (μτφ. δ. απο τη γαλλική toupet = τουπέ)
415. κοσμοδρομώ: (ε.φ.) το να μετακινούμαι στο διάστημα (μτφ. δ. απο την αγγλική space)
416. κοσμοθαλαμηγός: (ε.φ.) πολυτελές διαστημόπλοιο (μτφ. δ. απο την αγγλική space yacht)
417. κοσμόλεμβος: διασωστική λέμβος διαστημοπλοίου (μτφ. δ. απο την αγγλική escape pod)
418. κοσμοναυπηγείο: (ε.φ.) ναυπηγείο διαστημοπλοίων (μτφ. δ. απο την αγγλική spaceyard)
419. κουκκιδώδες: διακοσμητικό σχέδιο με βούλες υφασμάτων ή επιφανειών (μτφ. δ. απο τη γαλλική pois [αρακάς] = πουά)
420. κραδασμειωτής: κραδασμός + μειωτής (μηχανολογία) εξάρτημα μηχανοκίνητων οχημάτων χάρη στο οποίο αποσβένονται οι ταλαντώσεις των ελατηρίων και ελαττώνονται οι κραδασμοί, εξασφαλίζοντας έτσι τη σταθερότητα του οχήματος (μτφ. δ. απο τη γαλλική amortisseur = αμορτισέρ)
421. κραιφνάλλομαι: (κραιπνός [σβέλτος] + ἅλλομαι): επιταχύνω τρέχοντας στη μέγιστη δυνατή ταχύτητα (μτφ. δ. απο την αγγλική sprint = σπριντάρω)
422. κραίφναλμα: (κραιπνός [σβέλτος] + ἅλμα) επιτάχυνση στη μέγιστη δυνατή ταχύτητα τρεξίματος (μτφ. δ. απο την αγγλική sprint = σπριντάρισμα)
423. κρεατεράνισμα: φαγητό από πολλών ειδών κρέας (μτφ. δ. απο τη γαλλική pot‐pourri = ποτ πουρί)
424. κρικοδετήρας: κάθε ξύλινος ή μεταλλικός δακτύλιος που χρησιμεύει για στήριξη ή συγκράτηση, συνήθως βαρελιών (μτφ. δ. απο την ιταλική cerchio = τσέρκι)
425. κριτοφοβία: φοβος, ταραχή που δοκιμάζει κανείς, όταν πρόκειται να κριθεί (μτφ. δ. απο τη γαλλική trac = τρακ)
426. κρονονάστης: (ε.φ.) κάτοικος του πλανήτη Κρόνου (μτφ. δ. απο την αγγλική saturnian)
427. κροταβόστρυχος: κρόταφος + βόστρυχος > κροταφοβόστρυχος, κοντό ή μακρύ τσουλούφι μαλλιών, τούφα, που πέφτει στο μέτωπο (μτφ. δ. απο την ιταλική frangia = φράντζα)
428. κρυπτοπινάκιο: (bitcoin) αλυσίδα των επιβεβαιωμένων ομάδων συναλλαγών που ξεκινά από την πρώτη, έως την πιο πρόσφατη έγκυρη ομάδα (μτφ. δ. απο την αγγλική block chain) (© Spiros252)
429. κρυφθάλυσος: κρυπτός + ἅλυσος (bitcoin) αλυσίδα των επιβεβαιωμένων ομάδων συναλλαγών που ξεκινά από την πρώτη, έως την πιο πρόσφατη έγκυρη ομάδα (μτφ. δ. απο την αγγλική block chain) (© Spiros252)
430. κρωβυλωτής: μικρό αντικείμενο (ραβδάκι, τσιμπιδάκι, ρολό, κ.α.) που χρησιμοποιείται στην κόμμωση για να τυλίγουν κάθε τούφα μαλλιών κατά τη διάρκεια του στεγνώματος (μτφ. δ. απο τη γαλλική bigoudi = μπικουτί)
431. κτηνορθώνω: με κατάλληλη άσκηση δαμάζω ζώο και το κάνω ικανό για ορισμένα γυμνάσματα, εκγυμνάζω (μτφ. δ. απο τη γαλλική dresser = ντρεσάρω)
432. κύκλαρτος: ψωμί σε σχήμα κυκλικό (μτφ. δ. απο την ιταλική caravella = καρβέλι)
433. κυκλοφοριεμφραγή: το μποτιλιάρισμα- φάντασμα που δημιουργείται όχι λόγω ελάττωσης των λωρίδων κυκλοφορίας αλλά λόγω αναμεταδιδόμενης ελάττωσης της ταχύτητας των οχημάτων (μτφ. δ. απο την αγγλική jamiton) (© stavmanr)
434. κυλινδρέλιχτο: (κύλινδρος + ελίσσω) μια επίπεδη επιφάνεια (π.χ. ένα κομμάτι χαρτί) τυλιγμένο έτσι ώστε να πάρει κυλινδρικό σχήμα (μτφ. δ. απο τη γαλλική rouleau = ρολό)
435. κωπόπτυο: το πλατύ τμήμα του κουπιού (μτφ. δ. απο την ιταλική pala = πάλα)
436. λαβόπτρα: ματογυάλια με χειρολαβή, που, παλαιότερα, χρησιμοποιούσαν ιδίως οι κυρίες τού καλού κόσμου (μτφ. δ. απο τη γαλλική face‐à‐main = φασαμέν)
437. λαγηνοπλήθοντα: φαγητό από ζυμαρικά γεμισμένα με κρέας και καρυκεύματα (μτφ. δ. απο την ιταλική ravioli = ραβιόλια)
438. λαγυνίδα: γυναικείο φόρεμα που φαρδαίνει απο τη μέση και κάτω (μτφ. δ. απο τη γαλλική évasé = εβαζέ)
439. λαδολέβητας: ειδικό ηλεκτρικό μαγειρικό σκεύος όπου τηγανίζονται τρόφιμα εμβαπτιζόμενα σε καυτό λάδι (μτφ. δ. απο τη γαλλική friteuse = φριτέζα)
440. λαθροπρομήθεια: παράνομη προμήθεια που δίνεται σε κάποιον που μεσολάβησε σε μια εμπορική συμφωνία (μτφ. δ. απο τη γαλλική mise = μίζα)
441. λαχνέδρανο: τυχερό επιτραπέζιο παιχνίδι των καζίνο (μτφ. δ. απο τη γαλλική roulette = ρουλέτα)
442. λαχνεδράνοικος: μεγάλος και, συνήθως, πολυτελής χώρος όπου διατίθενται νόμιμα τυχερά παιχνίδια, όπως ζάρια, ρουλέτα, χαρτιά κ.λπ. (μτφ. δ. απο την ιταλική casino = καζίνο)
443. λειχάλυσος: (λείχω + άλυσος) σεξουαλική πράξη πολλών ατόμων όπου έκαστος συμμετέχων κάνει στοματικό έρωτα σε έναν άλλον, σχηματίζοντες έτσι μια κλειστή αλυσίδα (μτφ. δ. απο την αγγλική sex-daisy chain)
444. λεξανωκύκλωση: επαναχρησιμοποίηση απαρχαιωμένων λέξεων για νεοεμφανισθείσες έννοιες ή εξαρτήματα, ο σημασιολογικός δανεισμός
445. λεξαποσκευή: σύνθετη λέξη η οποία προέρχεται απο συνένωση των πρώτων συλλαβών του πρώτου και των τελευταίων συλλαβών του δευτέρου συνθετικού της (μτφ. δ. απο την αγγλική portmanteau word)
446. λεξονεκρανάσταση: επαναχρησιμοποίηση απαρχαιωμένων λέξεων για νεοεμφανισθείσες έννοιες ή εξαρτήματα, ο σημασιολογικός δανεισμός (© Alchemist)
447. λευκοχρυσοειδές: που έχει το χρώμα του λευκόχρυσου, της πλατίνας - λαμπρό ξανθό προς ασημί (μτφ. δ. απο τη γαλλική platiné = πλατινέ)
448. λευκοχτύπι: ασπράδια αυγών χτυπημένα δυνατά (μτφ. δ. απο την ιταλική meringue = μαρέγκα)
449. ληπτογράφος: μικρή διάταξη αποτελούμενη από μια ξύλινη πλακέτα με κινητό βραχίονα, η οποία χρησιμοποιείται κατά το γύρισμα κινηματογραφικών ταινιών (μτφ. δ. απο τη γαλλική claquette = κλακέτα)
450. ληπτοθάλαμος: ο χώρος που διεξάγεται το γύρισμα, το στούντιο κινηματογράφησης (μτφ. δ. απο τη γαλλική plateau = πλατό)
451. λιπαντοδόριο: λιπαντικό τών δερμάτων το οποίο παρεμποδίζει την αποξήρανσή τους (μτφ. δ. απο τη γαλλική dégras = δεγράς)
452. λουτριδητήριο: μικρό δωμάτιο σε παραλία, όπου οι λουόμενοι μπορούν να αλλάξουν ρούχα (μτφ. δ. απο την ιταλική cabina = καμπίνα)
453. λυχυαλόσφαιρα: σφαιρικό, γυάλινο περίβλημα λαμπτήρα (μτφ, δ. απο την ιταλική globo = γλόμπος)
454. μαγνητοβαλλίστρα: ηλεκτρομαγνητικός εκτοξευτής βλημάτων (μτφ. δ. απο την αγγλική railgun)
455. μαγνητοβόλο: ηλεκτρομαγνητικός εκτοξευτής βλημάτων (μτφ. δ. απο την αγγλική railgun) (© Spiros252)
456. μαγνητοπυροβόλο: ηλεκτρομαγνητικός εκτοξευτής βλημάτων (μτφ. δ. απο την αγγλική railgun) (© killerbee)
457. μαγνητορόδανο: θήκη με μαγνητοταινία για εγγραφή ήχων ή τηλεοπτικών εικόνων (μτφ. δ. απο την ιταλική cassetta = κασέτα)
458. μαγόφακος: γυαλιά εικονικής πραγματικότητας (μτφ. δ. απο τις αγγλικές Oculus Rift & HoloLens) (© LOUROS)
459. μασθέλικας: (μαστός + ἕλικας) ελικοειδής επίπεδη σβούρα με στηριζόμενο σε κυλισιοτριβέα περιστρεφόμενο άξονα, ο οποίος επικολλάται στη ρώγα του στήθους (μτφ. δ. απο την αγγλική fidgetiddies)
460. μαστακόδειλος: μάσταξ (σαγόνι) + δρίλος (ερπετολογία) τετράποδο ερπετό, συγγενές με τους κροκόδειλους, με μεγάλη ουρά και μακρύ ρύγχος (μτφ. δ. απο την ισπανική el lagarto (μεγάλη σαύρα) > alligator = αλιγάτορας) (© Νηματολάγνος)
461. μαστοφαλλία: ερωτική πράξη κατα την οποία το πέος τρίβεται ανάμεσα απο τους μαστούς (μτφ. δ. απο την αγγλική titjob) (© Νηματολάγνος)
462. ματοκλαδείκτης: καλλυντικό για τη βαφή των βλεφαρίδων (μτφ. δ. απο την ιταλική mascara = μάσκαρα)
463. μεγαδυφιόγραμμα: μονάδα μέτρησης ποσότητας πληροφορίας στα υπολογιστικά συστήματα, που αντιστοιχεί σε 10 εις την 6η byte (μτφ. δ. απο την αγγλική Megabyte) (© Spiros252)
464. μεγαλογδήκιστο: μονάδα μέτρησης ποσότητας πληροφορίας στα υπολογιστικά συστήματα, που αντιστοιχεί σε 10 εις την 6η byte (μτφ. δ. απο την αγγλική Megabyte)
465. μεγανθρακίονας: (μέγας + άνθραξ + κίων) πολύ υψηλός ουρανοξύστης κατασκευασμένος απο ανθρακονήματα (μτφ. δ. απο την αγγλική carbon nanotube skyscraper)
466. μεγισθόριο: ανώτατο όριο, μάξιμουμ, που δεν μπορεί να ξεπεράσει κανείς (μτφ. δ. απο τη γαλλική plafond = πλαφόν)
467. μεθαδρότητα: (μετά + ἁδρότητα) ασθένεια εικονικής πραγματικότητας (μτφ. δ. απο την αγγλική virtual reality sickness)
468. μεθελκυστήρας: ασανσέρ το οποίο μετακινείται οριζόντια (μτφ. δ. απο την αγγλική slideway)
469. μελοδραμωδία: μουσική σύνθεση, συνήθως για μία φωνή (σόλο) και ορχήστρα, που συναντάται κυρίως σε οπερετικά έργα (μτφ. δ. απο την ιταλική aria = άρια)
470. μεταδοχεύω: μεταγγίζω κρασί ή λάδι από ένα δοχείο σε άλλο (μτφ. δ. απο την ιταλική travasare = τραβατζάρω)
471. μεταθρίχιο: οινοπνευματώδες αρωματικό υγρό που επαλείφεται στο δέρμα μετά το ξύρισμα(μτφ. δ. απο την αγγλική after shave = άφτερ-σείβ)
472. μεταλλύελος: (ε.φ.) ανθεκτικό διάφανο υλικό με ανθεκτικότητα μετάλλου (μτφ. δ. απο την αγγλική glassite)
473. μεταλουτρίδα: πρόχειρο γυναικείο μακρύ ρούχο που κουμπώνει μπροστά (μτφ. δ. απο την ιταλική roba = ρόμπα)
474. μετάξυρο: οινοπνευματώδες αρωματικό υγρό που επαλείφεται στο δέρμα μετά το ξύρισμα (μτφ. δ. απο την αγγλική after shave = άφτερ-σείβ) (© LOUROS)
475. μέτεργο: (μετά + έργο) αυτόματη συσκευή που λειτουργεί με αυτοματισμό ή τηλεχειρισμό και υποκαθιστά τον άνθρωπο σε διάφορες εργασίες (βιομηχανικές, επιστημονικές, κοπιαστικές, επικίνδυνες κ.λπ.). Συνήθως, έχει τη μορφή ανθρώπου, ζώου ή ανθρωποειδούς, σχήμα βραχίονα ή μηχανικής συσκευής (μτφ. δ. απο την τσέχικη robot = ρομπότ)
476. μετευστάθιο: υποθετικό χημικό στοιχείο με ατομικό αριθμό 126, το οποίο έχει μια σχετικά τεράστια περίοδο ημιζωής (μτφ. δ. απο τη λατινική Unbihexium = Ουνμπιέξιο)
477. μετεωρύχος: (ε.φ.) κάτοικος της ζώνης των αστεροειδών, που εργάζεται πάνω στην εξόρυξη των μεταλλευμάτων τους (μτφ, δ. απο την αγγλική belter)
478. μετριόρρυθμα: (μουσική) όχι πολύ γρήγορα, ούτε πολύ αργά, μέτρια, ανάμεσα στο αντάτζιο και το αλέγκρο (μτφ. δ. απο την ιταλική andante = αντάντε)
479. μηκισθήλια: (ε.φ.) επιρρ. (μήκιστον + ἥλιος) κάτι που συμβαίνει πολύ μακριά απο το ηλιακό σύστημα της γής (μτφ. δ. απο την αγγλική off-earth adv)
480. μηλαυράρτυμα: (μήλον + αύρον [χρυσό] + άρτυμα) έτοιμη σάλτσα από ντομάτα, ζάχαρη και ξίδι (μτφ. δ. απο την αγγλική ketchup = κέτσαπ)
481. μήλαυρο: (μήλο + αύρον [χρυσός]) η τομάτα (μτφ. δ. απο την αζτεκική tomatl)
482. μηληθόκλειθρο: (μη + λήθη + κλείθρο) (πληροφορική) μεταφερόμενη κάρτα μνήμης χωρίς μηχανικά μέρη για την αποθήκευση υπολογιστικών πληροφοριών (μτφ. δ. απο την αγγλική stick = στικ)
483. μηχανεκκινητής: μηχανισμός αυτοκινήτου που θέτει τον κινητήρα σε λειτουργία (μτφ. δ. απο τη γαλλική mise = μίζα)
484. μηχανολίσθηρο: λίπος για τη λίπανση των μηχανών (μτφ. δ. απο την ιταλική grasso = γράσο)
485. μηχανοχλός: (μηχανο[μο]χλός) ο μοχλός τού κιβωτίου ταχυτήτων τού αυτοκινήτου (μτφ. δ. απο τη γαλλική levier = λεβιές)
486. μηχανωροφή: το κάλυμμα τού κινητήρα αυτοκινήτου (μτφ. δ. απο τη γαλλική capot = καπό)
487. μικρομοίωμα: προσχέδιο οικοδομήματος, μηχανήματος ή έργου τέχνης σε μικρογραφία (μτφ. δ. απο την ιταλική macchietta = μακέτα)
488. μικροψηφιοφυλάκιο: (πληροφορική) μεταφερόμενη κάρτα μνήμης χωρίς μηχανικά μέρη για την αποθήκευση υπολογιστικών πληροφοριών (μτφ. δ. απο την αγγλική stick = στικ) (© stavmanr)
489. μισθεπιβράβευμα: έκτακτη επιπρόσθετη αμοιβή (μτφ. δ. απο τη γαλλική prime = πριμ)
490. μνήμαυλος: (πληροφορική) μεταφερόμενη κάρτα μνήμης χωρίς μηχανικά μέρη για την αποθήκευση υπολογιστικών πληροφοριών (μτφ. δ. απο την αγγλική stick = στικ) (© Spiros252)
491. μνημοθηκάκι: (πληροφορική) μεταφερόμενη κάρτα μνήμης χωρίς μηχανικά μέρη για την αποθήκευση υπολογιστικών πληροφοριών (μτφ. δ. απο την αγγλική stick = στικ)
492. μνημολμίσκος: (πληροφορική) μεταφερόμενη κάρτα μνήμης χωρίς μηχανικά μέρη για την αποθήκευση υπολογιστικών πληροφοριών (μτφ. δ. απο την αγγλική stick = στικ)
493. μνημολπή: (πληροφορική) μεταφερόμενη κάρτα μνήμης χωρίς μηχανικά μέρη για την αποθήκευση υπολογιστικών πληροφοριών (μτφ. δ. απο την αγγλική stick = στικ)
494. μνηστηροστάσιο: φιλική σχέση δύο ατόμων, όπου ο μεν επιθυμεί να μετατραπεί σε ερωτική ο δε όχι (μτφ. δ. απο την αγγλική friendzone)
495. μολυβαλάντιο: (μολύβι + βαλάντιο) μικρή θήκη στην οποία τοποθετούνται σχολικά γραφικά είδη (μτφ. δ. απο την ιταλική cassettina = κασετίνα)
496. μοναχοδρυμεντρέχεια: συναίσθημα μοναχικής γαλήνης μέσα στο δάσος (μτφ. δ. απο τη γερμανική waldeinsamkeit)
497. μονοποδόστροφο: χορευτική κίνηση κατά την οποία ο χορευτής στηρίζεται στο ένα πόδι και εκτελεί μιαν πλήρη, επιτόπου περιστροφή (μτφ. δ. απο τη γαλλική pirouette = πιρουέτα)
498. μονοστρόφυλλο: (μονοστρο[φό]φυλλο) περιστρεφόμενος μηχανισμός από μέταλλο ο οποίος τοποθετείται στην είσοδο δημοσίων χώρων κι επιτρέπει να εισέρχεται σε αυτόν ένα άτομο κάθε φορά (μτφ. δ. απο τη γαλλική tourniquet = τουρνικέ)
499. μουσεπίταξη: ένδειξη που καθιστά υποχρεωτική την εκτέλεση συνοδευτικών μερών μιας σύνθεσης, που αλλιώς θα ήταν προαιρετική (μτφ. δ. απο την ιταλική obbligato = ομπλιγκάτο)
500. μουσεπίτευγμα: μεγάλη μουσική επιτυχία (μτφ. δ. απο τη γαλλική succès = σουξέ)
501. μουσομορφόκλασμα: είδος πολυφωνικής μουσικής συνθέσεως κατά την οποία οι διάφορες φωνές ή όργανα επαναλαμβάνουν και αντιφωνούν με παραλλαγές την αρχική μελωδία (μτφ. δ. απο την ιταλική fuga = φούγκα)
502. μυστακεύωδο: αρωματική αλοιφή για το μουστάκι (μτφ. δ. απο την ιταλική manteca = μαντέκα)
503. μυστήρας: συσκευή που συνδέεται σε ηλεκτρονικό υπολογιστή και διευκολύνει την επιλογή και την πλοήγηση επί της οθόνης, το ποντίκι (μτφ. δ. απο την αγγλική mouse) (© Σπύρος1)
504. ναυλήπηνη: (ναύλο + ἀπήνη[άμαξα]) αυτοκίνητο εφοδιασμένο με ταξίμετρο που μεταφέρει επιβάτες (συνήθως μέσα στην πόλη) έναντι κομίστρου (μτφ. δ. απο τη γαλλική taxi[mètre] = ταξί)(μτφ. δ. απο τη γαλλική taxi = ταξί)
505. ναυληπήνοχος: οδηγός ταξί (μτφ. δ. απο τη γαλλική taxi [chauffeur de] = ταξιτζής)
506. ναυλώχημα: (ναύλο + όχημα) αυτοκίνητο εφοδιασμένο με ταξίμετρο που μεταφέρει επιβάτες (συνήθως μέσα στην πόλη) έναντι κομίστρου (μτφ. δ. απο τη γαλλική taxi[mètre] = ταξί)
507. ναυλωχηματίας: οδηγός ταξί (μτφ. δ. απο τη γαλλική taxi [chauffeur de] = ταξιτζής)
508. ναυσοβέω: ναυς + σοβέω (διώχνω): απομακρύνω πλεούμενο από αγκυροβόλιο (μτφ. δ. απο την ιταλική a varare = αβαράρω)
509. νεαρογράφημα: πεζό αφηγηματικό λογοτεχνικό έργο με έκταση μεγαλύτερη από το διήγημα και μικρότερη από το μυθιστόρημα (μτφ. δ. απο την ιταλική novella = νουβέλα)
510. νεολαμφοδεύω: (ε.φ.) το να πορεύεται ένα άστρο στο να εκραγεί ως νεολαμπές (μτφ. δ. απο την αγγλική go nova)
511. νευρέλικας: ελικοειδής επίπεδη σβούρα με στηριζόμενο σε κυλισιοτριβέα περιστρεφόμενο άξονα (μτφ. δ. απο την αγγλική fidget spinner)
512. νευροβέμβικας: ελικοειδής επίπεδη σβούρα με στηριζόμενο σε κυλισιοτριβέα περιστρεφόμενο άξονα (μτφ. δ. απο την αγγλική fidget spinner)
513. νευρόδανο: ελικοειδής επίπεδη σβούρα με στηριζόμενο σε κυλισιοτριβέα περιστρεφόμενο άξονα (μτφ. δ. απο την αγγλική fidget spinner)
514. νευρόσβιγα: ελικοειδής επίπεδη σβούρα με στηριζόμενο σε κυλισιοτριβέα περιστρεφόμενο άξονα (μτφ. δ. απο την αγγλική fidget spinner)
515. νευρόσβουρα: ελικοειδής επίπεδη σβούρα με στηριζόμενο σε κυλισιοτριβέα περιστρεφόμενο άξονα (μτφ. δ. απο την αγγλική fidget spinner)
516. νευροστρόφιγγας: ελικοειδής επίπεδη σβούρα με στηριζόμενο σε κυλισιοτριβέα περιστρεφόμενο άξονα (μτφ. δ. απο την αγγλική fidget spinner)
517. νηματομπαίχτης: αυτός που τρολάρει (μτφ. δ. απο την αγγλική troll = τρολ)
518. νικημέρθιππος: (νίκη + ιμερτός + ἵππος) άλογο που θεωρείται φαβορί για μια κούρσα στις ιπποδρομίες (μτφ. δ. απο τη γαλλική gagnant = γκανιάν)
519. νικημερτός: (νίκη + ιμερτός) όποιο πρόσωπο,ζώο ή ομάδα συγκεντρώνει τις περισσότερες πιθανότητες να επικρατήσει σε κάποιο αγώνισμα, αντιπαράθεση, διαγωνισμό (μτφ. δ. απο τη γαλλική favori = φαβορί)
520. νουπέλτη: (ε.φ.) ασπίδα που προστατεύει απο το να διαβαστεί ή να ποδηγετηθεί η σκέψη (μτ. δ. απο την αγγλική mind shield)
521. νυχαρπάζω: πιάνω με τα νύχια, αρπάζω βίαια (μτφ. δ. απο την ιταλική grappare = γραπώνω)
522. νυχέλικας: ελικοειδής επίπεδη σβούρα με στηριζόμενο σε κυλισιοτριβέα περιστρεφόμενο άξονα (μτφ. δ. απο την αγγλική fidget spinner)
523. νυχοβέμβικας: ελικοειδής επίπεδη σβούρα με στηριζόμενο σε κυλισιοτριβέα περιστρεφόμενο άξονα (μτφ. δ. απο την αγγλική fidget spinner)
524. νυχόσβιγα: ελικοειδής επίπεδη σβούρα με στηριζόμενο σε κυλισιοτριβέα περιστρεφόμενο άξονα (μτφ. δ. απο την αγγλική fidget spinner)
525. νυχόσβουρα: ελικοειδής επίπεδη σβούρα με στηριζόμενο σε κυλισιοτριβέα περιστρεφόμενο άξονα (μτφ. δ. απο την αγγλική fidget spinner)
526. νυχοστρόφιγγας: ελικοειδής επίπεδη σβούρα με στηριζόμενο σε κυλισιοτριβέα περιστρεφόμενο άξονα (μτφ. δ. απο την αγγλική fidget spinner)
527. ξεβαμμάκομα: η διαδικασία και το αποτέλεσμα του μερικού ή ολικού αποχρωματισμού των μαλλιών (μτφ. δ. απο τη γαλλική décapage = ντεκαπάζ) (© Νηματολάγνος)
528. ξεναλγία: η λαχτάρα για ταξίδια σε ξένα μέρη (μτφ. δ. απο τη γερμανική fernweh) (© Sophistes)
529. ξενοϋποδεκτήριο: υπηρεσία, αίθουσα ή γραφείο υποδοχής κοινού ή πελατών (μτφ. δ. απο τη γαλλική réception = ρεσεψιόν)
530. ξενοϋποδέκτης: υπάλληλος που υποδέχεται τους πελάτες στην ρεσεψιόν (μτφ. δ. απο τη γαλλική réceptionniste = ρεσεψιονίστ)
531. ξυδάρτυμα: ξινή σάλτσα ως καρύκευμα ψαριών (μτφ. δ. απο την ιταλική savore = σαβόρε)
532. ογδήκιστο: οκτώ + ἥκιστο, μονάδα μέτρησης ποσότητας πληροφορίας στα υπολογιστικά συστήματα, που ισοδυναμεί με 8 bit (μτφ. δ. απο την αγγλική byte = μπάιτ)
533. οδοθρόμβωση: ακινητοποίηση αυτοκινήτων λόγω κυκλοφοριακής συμφόρησης (μτφ. δ. απο τη γαλλική embouteillage = μποτιλιάρισμα) (© κάποιος_Νίκος)
534. οδορροπηξία: το μποτιλιάρισμα- φάντασμα που δημιουργείται όχι λόγω ελάττωσης των λωρίδων κυκλοφορίας αλλά λόγω αναμεταδιδόμενης ελάττωσης της ταχύτητας των οχημάτων (μτφ. δ. απο την αγγλική jamiton)
535. οδυσσεϊσμός: η λαχτάρα για ταξίδια σε ξένα μέρη (μτφ. δ. απο τη γερμανική fernweh) (© fagano)
536. οδωστισμός: το μποτιλιάρισμα- φάντασμα που δημιουργείται όχι λόγω ελάττωσης των λωρίδων κυκλοφορίας αλλά λόγω αναμεταδιδόμενης ελάττωσης της ταχύτητας των οχημάτων (μτφ. δ. απο την αγγλική jamiton)
537. οκταδυφίο: μονάδα μέτρησης ποσότητας πληροφορίας στα υπολογιστικά συστήματα, που ισοδυναμεί με 8 bit (μτφ. δ. απο την αγγλική byte = μπάιτ) (© Spiros252)
538. οκτακισογδήκιστο: μονάδα μέτρησης ποσότητας πληροφορίας στα υπολογιστικά συστήματα, που αντιστοιχεί σε 10 εις την 42η byte
539. οκτωδία: μουσική σύνθεση για οχτώ όργανα ή φωνές (μτφ. δ. απο την ιταλική ottetto = οκτέτο)
540. ολεσίαστρο: (ε.φ.) όπλο ικανό να καταστρέψει ένα ολόκληρο άστρο (μτφ. δ. απο την αγγλική star destroyer)
541. ολεσίκοσμος: (ε.φ.) όπλο ικανό να καταστρέψει έναν ολόκληρο πλανήτη (μτφ. δ. απο την αγγλική planet-buster)
542. ομαδοδιαχωριστής: (αθλητισμός) το δίχτυ που χρησιμοποιείται σαν διαχωριστικό σε διάφορα αθλήματα (μτφ. δ. απο τη γαλλική filet = φιλέ) (© Νηματολάγνος)
543. ομόδεσμος: δέσμη από ομοειδή πράγματα (μτφ. δ. απο την ιταλική mazzo = μάτσο)
544. ομοιένδυμα: γυναικείο ένδυμα, αποτελούμενο από σακάκι και φούστα (ή παντελόνι) του ίδιου στιλ (μτφ. δ. απο τη γαλλική tailleur = ταγέρ) (© Νηματολάγνος)
545. ομόσυμπαν: (ε.φ.) φανταστικός κόσμος στον οποίο εκτυλίσσονται τα έργα πολλών συγγραφεών (μτφ. δ. απο την αγγλική shared world)
546. ομφαλεφιστών: αυτός που επιζητεί να είναι διαρκώς στο επίκεντρο της προσοχής με κάθε τίμημα, λόγω υπέρμετρου ναρκισσισμού (μτφ. δ. απο την αγγλική attention whore)
547. οπισθηρίδα: (όπισθεν + έρεισμα) στάση που παίρνει ένα τετράποδο ζώο όταν στηρίζεται μόνο στα δύο πίσω πόδια του, ή οδήγηση ενός δίτροχου οχήματος με τον μπροστινό τρόχο να σηκώνεται στον αέρα (μτφ. δ. απο την ιταλική suso = σούζα)
548. οπωράμμιλος: (οπώρα + άμμιλος [τούρτα]) είδος γλυκού με ζύμη και κρέμα, γαρνιρισμένο με μαρμελάδα, φρούτα ή άλλα υλικά (μτφ. δ. απο τη γαλλική tarte = τάρτα)
549. οπωρογλυχύαλος: οπώρα + γλυκό + ὓαλος, γλύκισμα όπου τα φρούτα περιβάλλονται απο ένα στρώμα λιωμένης διαφανούς ζάχαρης (μτφ. δ. απο τη γαλλική fruit glacé = φρουί γκλασέ)
550. ορέχθυδρο: (γαστρονομία) (αλκοολούχο) ποτό που το πίνουμε πριν από κάποιο γεύμα, προκειμένου να μας ανοίξει η όρεξη (μτφ. δ. απο τη γαλλική apéritif = απεριτίφ)
551. ορθηλάγρα: (όρθια + θήλυ + άγρα > ορ[θο]θηλάγρα) ερωτική στάση κατα την οποία μια γυναίκα στριμωγμένη ανάμεσα απο δύο όρθιους άνδρες, συνουσιάζεται απο αυτούς ταυτοχρόνως κατα φύσιν και παρα φύσιν [κατα το ηλάγρα = τανάλια] (μτφ. δ. απο την αγγλική standing double penetration)
552. ορμηφορίζω: κινούμαι με αυτοκίνητο με την ορμή που έχει αποκτήσει χωρίς να χρησιμοποιείται η ισχύς του κινητήρα του (μτφ. δ. απο την ιταλική rollare = ρολάρω)
553. οροφόλυχνο: είδος πολύφωτου της οροφής (μτφ. δ. απο τη γαλλική plafonnier = πλαφονιέρα)
554. οροφότμητο: διώροφη μονοκατοικία (ή διαμέρισμα) με εσωτερική σκάλα (μτφ. δ. απο τη γαλλική maisonnette = μεζονέτα)
555. ορφανίτης: πλανήτης μη ευρισκόμενος σε τροχιά γύρω απο άστρο, περιφερόμενος στο σύμπαν (μτφ. δ. απο την αγγλική rogue planet) (© clot)
556. ουδετερονίδα: (ε.φ.) σπαθί του οποίου η λεπίδα αποτελείται απο καθαρά νετρόνια (μτφ. δ. απο την αγγλική neutronium sword)
557. ουραναπός: (ε.φ.) κάτοικος του πλανήτη Ουρανού (μτφ. δ. απο την αγγλική uranian)
558. οφθαλμεταιρικό: αυτό που ταιριάζει οπτικά με κάτι άλλο (μτφ. δ. απο τη γαλλική assort
0 .

Άβαταρ μέλους
Αρχειδήμων
Rookie poster
Rookie poster
Δημοσιεύσεις: 91
Τοποθεσία: Βασίλειο των Τόνγκα

Re: Νεολογισμοί για λέξεις που δεν υπάρχουν στα ελληνικά

Δημοσίευσηαπό Αρχειδήμων » 22 Απρ 2018, 02:30

601. περιπελάγηση: τουριστικό ταξίδι με ειδικό πλοίο που περιπλέει διάφορα μέρη και αγκυροβολεί σε ορισμένα λιμάνια (μτφ. δ. απο τη γαλλική croisière = κρουαζιέρα)
602. περιπλόχμιο: πλαίσιο γύρω από έναν καθρέφτη, πίνακα ζωγραφικής, κ.α. (μτφ. δ. απο την ιταλική quadro = κάδρο)
603. περισκιαγραφή: μορφή, άνθρωπος (ή σπανιότερα κάτι άλλο) του οποίου διακρίνεται μόνο το γενικό σχήμα (μτφ. δ. απο τη γαλλική silhouette = σιλουέτα)
604. περισωματίδα: μαγιώ που καλύπτει οπτικά και κρύβει αναγλυφικά όλο το σώμα μιάς γυναίκας και είναι έτσι σύμφωνο με τους κανόνες του Ισλάμ (μτφ. δ. απο την αγγλική burkini)
605. πεταδυφιόγραμμα: μονάδα μέτρησης ποσότητας πληροφορίας στα υπολογιστικά συστήματα, που αντιστοιχεί σε 10 εις την 15η byte (μτφ. δ. απο την αγγλική Petabyte) (© Spiros252)
606. πετανογδήκιστο: μονάδα μέτρησης ποσότητας πληροφορίας στα υπολογιστικά συστήματα, που αντιστοιχεί σε 10 εις την 15η byte (μτφ. δ. απο την αγγλική Petabyte)
607. πετοσφαίριστος: (πετόσφαιρα + ιστός) (αθλητισμός) το δίχτυ που χρησιμοποιείται σαν διαχωριστικό σε διάφορα αθλήματα (μτφ. δ. απο τη γαλλική filet = φιλέ)
608. πετρορρηκτοδομώ: (πετρορρήκτης = φουρνέλο) ετοιμάζω υπόνομο με γόμωση για έκρηξη (μτφ. δ. απο την ιταλική minare = μινάρω)
609. πιλόνυμφο: γυναικείο νυφικό μαντίλι για την κεφαλή (μτφ. δ. απο τη γαλλική coiffe = κουάφ)
610. πινακοστοά: εργαστήριο ζωγράφου, γλύπτη ή άλλου καλλιτέχνη (μτφ. δ. απο τη γαλλική atelier = ατελιέ)
611. πλαγιαυλίσκος: μικρός πλαγίαυλος στη μουσική (μτφ. δ. απο την ιταλική piccolo = πίκολο)
612. πλακωθέλικας: πλακωτός + ἓλικας, ελικοειδής επίπεδη σβούρα με στηριζόμενο σε κυλισιοτριβέα περιστρεφόμενο άξονα (μτφ. δ. απο την αγγλική fidget spinner)
613. πλανέμιος: πλανήτης μη ευρισκόμενος σε τροχιά γύρω απο άστρο, περιφερόμενος στο σύμπαν (μτφ. δ. απο την αγγλική rogue planet) (© Spiros252)
614. πλανητοπάγιος: (ε.φ.) άτομο το οποίο δεν έχει ή δεν επιθυμεί να ταξιδέψει εκτός του πλανήτη όπου κατοικεί (μτφ. δ. απο την αγγλική planet-bound)
615. πλανητωλετήρας: (ε.φ.) όπλο ικανό να καταστρέψει έναν ολόκληρο πλανήτη (μτφ. δ. απο την αγγλική planet-buster)
616. πλαστόπιθος: δοχείο για μεταφορά υγρών (μτφ. δ. απο τη γαλλική bidon = μπιτόνι)
617. πλεχθόριο: (πλεκτο + ὅριο) λεπτό διάτρητο πλέγμα από λινή, μεταξωτή ή βαμβκερή κλωστή και με επαναλαμβανόμενα διακοσμητικά μοτίβα (μτφ. δ. απο τη γαλλική dentelle = δαντέλα)
618. πλεχθυπόστρωμα: είδος μετάλλινου πλέγματος με ελατήρια, πάνω στο οποίο τοποθετείται το στρώμα τού κρεβατιού (μτφ. δ. απο τη γαλλική sommier = σομιές)
619. πληθοφοβία: φοβος, ταραχή που δοκιμάζει κανείς, όταν εμφανίζεται σε πολύ κόσμο (μτφ. δ. απο τη γαλλική trac = τρακ) (© Νηματολάγνος)
620. πληκτρολόγραμμα: πληκτρολόγιο του οποίου τα πλήκτρα είναι ολογράμματα (μτφ. δ. απο την αγγλική projection keyboard)
621. πλοκογραφία: το κείμενο που περιγράφει αναλυτικά την πλοκή, τις σκηνές και τους διαλόγους μιας κινηματογραφικής ή τηλεοπτικής ταινίας (μτφ. δ. απο την ιταλική scenario = σενάριο)
622. πνευματοσύγκραση: (ε.φ.) διαδικασία κατα την οποία ενώνονται δύο νοημοσύνες (μτφ. δ. απο την αγγλική mind-meld)
623. ποδομηχανήλατο: ποδήλατο με προωθητικό κινητήρα (μτφ. δ. απο την ιταλική motosacco = μοτοσακό)
624. ποικίλθυφο: βαρύ ύφασμα, πλούσια διακοσμημένο, συχνά με μετάξι και με χρυσά ή ασημένια κεντήματα (μτφ. δ. απο τη γαλλικη brocart = μπροκάρ)
625. ποιμενοφόρι: (ενδυμασία) χοντρό μάλλινο ύφασμα (μτφ. δ. απο την τουρκική aba = αμπάς) (© Νηματολάγνος)
626. πολτώπωρα: πολτός + ὀπώρα (μτφ. δ. απο την αγγλική marmelade = μαρμελάδα)
627. πολυγίγγλιμο: ρομπότ που έχει το σχήμα βραχίονα (μτφ. δ. απο την αγγλική arms & grippers robots)
628. πολυδιπτυχίδα: είδος ρούχων, κυρίως γυναικείων, με περίσσεια υφάσματος η οποία αφήνεται να πέφτει δημιουργώντας δίπλες για λόγους μόδας (μτφ. δ. απο τη γαλλική drapé = ντραπέ)
629. πολύκρουση: η σύγκρουση πολλών οχημάτων με το ένα να προσκρούει πάνω στο άλλο (μτφ. δ. απο την ιταλική carambola = καραμπόλα) (© stavmanr)
630. πολυτιμοειδές: κόσμημα που δεν είναι κατασκευασμένο από πολύτιμους ή ημιπολύτιμους λίθους ή από ευγενή μέταλλα, αλλά μοιάζει σαν να είναι (μτφ. δ. απο τη γαλλική faux bijou = φο μπιζού)
631. πολυφυλλόθηκο: θήκη για μικρές μερίδες φαγητού, φτιαγμένη απο ψημένη σφολιάτα (μτφ. δ. απο τη γαλλική vol‐au‐vent = βολοβάν)
632. ποντόμακρα: (ναυτικός όρος) σε μακρινή απόσταση από την ακτή (μτφ. δ. απο την ιταλικη alla larga = αλάργα)
633. πορνοδότης: συσκευή που συνδέεται σε ηλεκτρονικό υπολογιστή και διευκολύνει την επιλογή και την πλοήγηση επί της οθόνης, το ποντίκι (μτφ. δ. απο την αγγλική mouse) (© Οργισμένος)
634. ποσειδωνάποικος: κάτοικος του πλανήτη Ποσειδώνα (μτφ. δ. απο την αγγλική neptunian)
635. πραγματιστοσύνη: (ε.φ.) η σχέση με την πραγματικότητα ενός έργου ε.φ. - βαθμός “σκληρότητας” ενός έργου ε.φ. (μτφ. δ. απο την αγγλική subjunctivity)
636. προβολίκριο: η σειρά τών φώτων σε όλο το πλάτος τού προσκηνίου ενός θεάτρου, από τις δύο μεριές τού υποβολείου (μτφ. δ. απο τη γαλλική rampe = ράμπα)
637. προβυθανάσπαστα: (ναυτικός όρος) κατάσταση κατά την οποία η άγκυρα πλοίου φέρεται έξω από τη θέση της, κρεμασμένη, έτοιμη για πόντιση (μτφ. δ. απο την ιταλική a picco = απίκο)
638. πρόδισκο: (πληροφορική) μεταφερόμενη κάρτα μνήμης χωρίς μηχανικά μέρη για την αποθήκευση υπολογιστικών πληροφοριών (μτφ. δ. απο την αγγλική stick = στικ)
639. προεκτάτης: καλώδιο μεγάλου μήκους που χρησιμεύει για τη σύνδεση κινητών ηλεκτρικών μηχανών και συσκευών με την ηλεκτρική πηγή (μτφ. δ. απο τη γαλλική baladeuse = μπαλαντέζα)
640. προθετήριο: μακρόστενη ορθογώνια επιφάνεια σε ύψος κατάλληλο για διάφορες εργασίες όπως πχ. το μαγείρεμα, που γίνονται από όρθια συνήθως θέση (μτφ. δ. απο την ιταλική banco = πάγκος)
641. προμελόδραμα: αυτόνομη μουσική σύνθεση που ακούγεται συνήθως πριν σηκωθεί η αυλαία, σε μία όπερα ή σε ένα ορατόριο (μτφ. δ. απο τη γλλική ouverture = ουβερτούρα)
642. προμηθαποδόχος: πρόσωπο που διαθέτει, με προμήθεια, εμπορεύματα στην αγορά (μτφ. δ. απο τη γαλλική placier = πλασιέ)
643. προσδοτικό: οπτικό, ηχητικό ή άλλο στοιχείο (σε κινηματογραφικό έργο, θεατρική παράσταση κ.λπ.) που (με εντυπωσιακό συνήθως τρόπο) τραβά την προσοχή κάποιου ή προσδίδει αληθοφάνεια (μτφ. δ. απο τη γαλλική effet = εφέ)
644. προσευμένεια: συναίσθημα χαράς για κάτι αναμενόμενα ευχάριστο (μτφ. δ. απο τη γερμανική vorfreude) (© άραξον)
645. προσοχοεπαίτης: αυτός που επιζητεί να είναι διαρκώς στο επίκεντρο της προσοχής με κάθε τίμημα, λόγω υπέρμετρου ναρκισσισμού (μτφ. δ. απο την αγγλική attention whore) (© Άχθος Αρούρης)
646. προσοχοζήτης: αυτός που επιζητεί να είναι διαρκώς στο επίκεντρο της προσοχής με κάθε τίμημα, λόγω υπέρμετρου ναρκισσισμού (μτφ. δ. απο την αγγλική attention whore)
647. προσοχοζήτηση: το να επιζητεί κάποιος να είναι διαρκώς στο επίκεντρο της προσοχής με κάθε τίμημα, λόγω υπέρμετρου ναρκισσισμού (μτφ. δ. απο την αγγλική attention whoring = ατενσιονχοριλίκι)
648. προσοχοκράχτης: αυτός που επιζητεί να είναι διαρκώς στο επίκεντρο της προσοχής με κάθε τίμημα, λόγω υπέρμετρου ναρκισσισμού (μτφ. δ. απο την αγγλική attention whore)
649. προσοχολιμάρα: αυτός που επιζητεί να είναι διαρκώς στο επίκεντρο της προσοχής με κάθε τίμημα, λόγω υπέρμετρου ναρκισσισμού (μτφ. δ. απο την αγγλική attention whore) (© fagano)
650. προσοχολινάτσα: αυτός που επιζητεί να είναι διαρκώς στο επίκεντρο της προσοχής με κάθε τίμημα, λόγω υπέρμετρου ναρκισσισμού (μτφ. δ. απο την αγγλική attention whore)
651. προσοχοπορνίδιο: αυτός που επιζητεί να είναι διαρκώς στο επίκεντρο της προσοχής με κάθε τίμημα, λόγω υπέρμετρου ναρκισσισμού (μτφ. δ. απο την αγγλική attention whore) (© Εσχατόγερος)
652. πρόσπυγο: χαμηλό κάθισμα που μοιάζει με κυλινδρικό μαξιλάρι και τοποθετείται πάνω στο πάτωμα (μτφ. δ. απο τη γαλλική pouf = πουφ)
653. προσωπιδησπερίδα: χορός - και, γενικότερα, συγκέντρωση - όπου όλοι οι συμμετέχοντες φορούν μάσκες (μτφ. δ. απο τη γαλλική bal masqué = μπαλ μασκέ)
654. προχαίρομαι: το να συναισθάνεσαι χαρά για κάτι αναμενόμενα ευχάριστο (μτφ. δ. απο τη γερμανική vorfreuen) (© Sοphistes)
655. πρωτεκτέλεστα: επίρρ. για την εκτέλεση μουσικού κομματιού χωρίς προηγούμενη μελέτη (μτφ. δ. απο την ιταλική prima vista = πρίμα βίστα)
656. πρωτοφοβία: φοβος, ταραχή που δοκιμάζει κανείς, όταν πρόκειται να έρθει σε επαφή με κάτι πρωτόγνωρο (μτφ. δ. απο τη γαλλική trac = τρακ)
657. πτερήλατο: μη επανδρωμένο ιπτάμενο όχημα (μτφ. δ. απο την αγγλική drone)
658. πτεροβέμβικας: μη επανδρωμένο ιπτάμενο όχημα (μτφ. δ. απο την αγγλική drone)
659. πτυσσοριπίδα: πτυσσόμενο αντικείμενο που χρησιμοποιείται για να κάνεις αέρα. Ανάλογα με τη χώρα προέλευσης, διαφέρει το σχήμα και τα υλικά κατασκευής. Συνηθέστερα η βάση είναι ξύλινη και το κυρίως σώμα υφασμάτινο (μτφ. δ. απο την ιταλική ventagliο = βεντάλια)
660. πυγομαντεία: είδος μαντικής τέχνης κατά την οποία από την παρατήρηση των οπισθίων ενός ατόμου προβλέπονται τα μέλλοντα να του συμβούν (μτφ. δ. απο την αγγλική rumpology)
661. πυραλός: (πυρ + ἁλὸς) διάπυρη ρευστή ύλη που χύνεται από τα έγκατα στην επιφάνεια της γης κατά τις ηφαιστειακές εκρήξεις (μτφ. δ. απο την ιταλική lava = λάβα)
662. ράβδαρτος: λευκό σταρένιο ψωμί ραβδοειδούς σχήματος (μτφ. δ. απο τη γαλλική baguette = μπαγκέτα)
663. ραβδολάγηνα: λεπτά ατρύπητα μακαρόνια (μτφ. δ. απο την ιταλική spaghetti = σπαγγέτι)
664. ραγοδοκός: το δοκάρι, συνήθως ξύλινο, πάνω στο οποίο στηρίζονται οι μεταλλικές ράγες στο σιδηροδρομικό δίκτυο (μτφ. δ. απο την ιταλική traversa = τραβέρσα)
665. ραπτοκράτης: κορδέλα ιδιαίτερης ανθεκτικότητας που χρησιμοποιείται για να βαστάζει τις ραφές (μτφ. δ. απο τη γαλλική extrafort = εξτραφόρ)
666. ράχυφο: (ράκος + ὑφή) ανθεκτικό βαμαβακερό ύφασμα (μτφ. δ. απο την ιταλική drille = ντρίλι)
667. ρευματόμιτος: καλώδιο μεγάλου μήκους που χρησιμεύει για τη σύνδεση κινητών ηλεκτρικών μηχανών και συσκευών με την ηλεκτρική πηγή (μτφ. δ. απο τη γαλλική baladeuse = μπαλαντέζα)
668. ρευματοφορέας: καλώδιο μεγάλου μήκους που χρησιμεύει για τη σύνδεση κινητών ηλεκτρικών μηχανών και συσκευών με την ηλεκτρική πηγή (μτφ. δ. απο τη γαλλική baladeuse = μπαλαντέζα) (© Νηματολάγνος)
669. ριψοκινδύνευμα: παρακινδυνευμένη ενέργεια (μτφ. δ. απο την ιταλική rischio = ρίσκο)
670. ροδανόνυχο: ελικοειδής επίπεδη σβούρα με στηριζόμενο σε κυλισιοτριβέα περιστρεφόμενο άξονα (μτφ. δ. απο την αγγλική fidget spinner)
671. ροιώδες: το χρώμα τού καρπού τής ροδιάς (μτφ. δ. απο τη γαλλική grenat = γκρενά)
672. ρομβόπτυχο: επίθ. για κάτι που είναι επενδυμένο με βαμβακερό ή άλλο ύφασμα, στο οποίο τα γαζιά ή οι πτυχώσεις σχηματίζουν διάφορα σχέδια (μτφ. δ. απο τη γαλλική capitonné = καπιτονέ)
673. ρομβώτιο: (ρόμβος + ωτίον) αυτόματη συσκευή που λειτουργεί με αυτοματισμό ή τηλεχειρισμό και υποκαθιστά τον άνθρωπο σε διάφορες εργασίες (βιομηχανικές, επιστημονικές, κοπιαστικές, επικίνδυνες κ.λπ.). Συνήθως, έχει τη μορφή ανθρώπου, ζώου ή ανθρωποειδούς, σχήμα βραχίονα ή μηχανικής συσκευής (μτφ. δ. απο την τσέχικη robot = ρομπότ)
674. ρομποτάνκ: μη επανδρωμένο ερπυστριοφόρο όχημα (μτφ. δ. απο την αγγλική unmanned ground vehicle) (© Hellegennes)
675. ρομπότης: αυτόματη συσκευή που λειτουργεί με αυτοματισμό ή τηλεχειρισμό και υποκαθιστά τον άνθρωπο σε διάφορες εργασίες (βιομηχανικές, επιστημονικές, κοπιαστικές, επικίνδυνες κ.λπ.). Συνήθως, έχει τη μορφή ανθρώπου, ζώου ή ανθρωποειδούς, σχήμα βραχίονα ή μηχανικής συσκευής (μτφ. δ. απο την τσέχικη robot = ρομπότ) (© κάποιος_Νίκος)
676. ρυθμαποκατάσταση: (μουσική) στον (αρχικό) ρυθμό καθώς και η σχετική μουσική σημειογραφία που δηλώνει την επαναφορά στον αρχικό ρυθμό (μτφ. δ. απο την ιταλική a tempo = α τέμπο)
677. ρυθμεπιτάχυνση: (μουσική) με αυξανόμενη ρυθμική ταχύτητα (μτφ. δ. απο την ιταλική accelarando = ατσελεράντο)
678. ρυμουλκακτίνα: (ε.φ.) ακτίνα ρυμούλκησης σκαφών ή αντικειμένων (μτφ. δ. απο την αγγλική tractor beam)
679. ρωγμοσφραγιστής: αυτός που σφραγίζει τις σχισμές ή ρωγμές των παλαιών ξύλινων πλοίων και βαρκών ή άλλων κατασκευών με ξεφτίσματα από κάβους και στουπί, στριμμένα και ποτισμένα με πίσσα (μτφ. δ. απο την ιταλική calafato = καλαφάτης)
680. σαγμάθαπτο: (σάγμα[σαμάρι] + ἅπτω) η ραφή του παντελονιού στο κάτω μέρος που ενώνει το αριστερό με το δεξιό μπατζάκι (μτφ. δ. απο την ιταλική cavalo = καβάλο)
681. σαρκαυθέντημα: τρυφερό και άλιπο κρέας από το εσωτερικό της σπονδυλικής στήλης του μοσχαριού και χοιρινού (μτφ. δ. απο την ιταλική filetto = φιλέτο)
682. σβουρέλικας: ελικοειδής επίπεδη σβούρα με στηριζόμενο σε κυλισιοτριβέα περιστρεφόμενο άξονα (μτφ. δ. απο την αγγλική fidget spinner) (© sys3x)
683. σβουροδάκτυλος: ελικοειδής επίπεδη σβούρα με στηριζόμενο σε κυλισιοτριβέα περιστρεφόμενο άξονα (μτφ. δ. απο την αγγλική fidget spinner)
684. σειραποτύπωση: κινημ. σειρά πλάνων που αποτελούν μια πλήρη ενότητα, με αρχή, μέσο και τέλος, από την άποψη δομής τής ταινίας (μτφ. δ. απο τη γαλλική séquence = σεκάνς)
685. σεληνάποικος: (ε.φ.) κάτοικος της Σελήνης (μτφ. δ. απο την αγγλική lunarian)
686. σεληνούπολη: (ε.φ.) οικισμός στη Σελήνη (μτφ. δ. απο την αγγλική luna City)
687. σιναπάρτυμα: καρύκευμα φαγητού με τσουχτερή γεύση φτιαγμένο με αλεύρι σιναπιού, ξίδι κ.α. (μτφ. δ. απο την ιταλική mostarda = μουστάρδα)
688. σκευονιπτήρας: μεγάλο δοχείο όπου πλένουν τα μαγειρικά σκεύη στα εστιατόρια (μτφ. δ. απο την ιταλική lenza = λάντζα)
689. σκηνοκαθέκτης: (θεατρ.) κινητό σκηνικό μηχάνημα με το οποίο διευκολύνεται η παρουσίαση και η εξαφάνιση από τη σκηνή προσώπων ή πραγμάτων τού σκηνικού διακόσμου (μτφ. δ. απο την ιταλική trabochetto = τραμπουκέτο)
690. σκλαβοειδές: αυτόματη συσκευή που λειτουργεί με αυτοματισμό ή τηλεχειρισμό και υποκαθιστά τον άνθρωπο σε διάφορες εργασίες (βιομηχανικές, επιστημονικές, κοπιαστικές, επικίνδυνες κ.λπ.). Συνήθως, έχει τη μορφή ανθρώπου, ζώου ή ανθρωποειδούς, σχήμα βραχίονα ή μηχανικής συσκευής (μτφ. δ. απο την τσέχικη robot = ρομπότ) (© κάποιος_Νίκος)
691. σκληράκι: (πληροφορική) μεταφερόμενη κάρτα μνήμης χωρίς μηχανικά μέρη για την αποθήκευση υπολογιστικών πληροφοριών (μτφ. δ. απο την αγγλική stick = στικ)
692. σκοπελοτέχνης: ακροβάτης που αντικαθιστά (ντουμπλάρει) έναν ηθοποιό σε επικίνδυνες σκηνές μιας ταινίας (μτφ. δ. απο τη γαλλική cascadeur = κασκαντέρ) (© Νηματολάγνος)
693. σπαθευσωμαγωδία: είδος ταινίας στην οποία κυριαρχεί το στοιχείο της μαγείας και των ξιφομαχιών μεταξύ μυωδών πολεμιστών (μτφ. δ. απο την αγγλική sword & sorcery)
694. σπαρταρέλικας: ελικοειδής επίπεδη σβούρα με στηριζόμενο σε κυλισιοτριβέα περιστρεφόμενο άξονα (μτφ. δ. απο την αγγλική fidget spinner)
695. σπαρταροβέμβικας: ελικοειδής επίπεδη σβούρα με στηριζόμενο σε κυλισιοτριβέα περιστρεφόμενο άξονα (μτφ. δ. απο την αγγλική fidget spinner)
696. σπαρταρόδανο: < σπαρταρο(ρόδανο), ελικοειδής επίπεδη σβούρα με στηριζόμενο σε κυλισιοτριβέα περιστρεφόμενο άξονα (μτφ. δ. απο την αγγλική fidget spinner)
697. σπαρταρόσβιγα: ελικοειδής επίπεδη σβούρα με στηριζόμενο σε κυλισιοτριβέα περιστρεφόμενο άξονα (μτφ. δ. απο την αγγλική fidget spinner)
698. σπαρταρόσβουρα: ελικοειδής επίπεδη σβούρα με στηριζόμενο σε κυλισιοτριβέα περιστρεφόμενο άξονα (μτφ. δ. απο την αγγλική fidget spinner)
699. σπαρταροστρόφιγγας: ελικοειδής επίπεδη σβούρα με στηριζόμενο σε κυλισιοτριβέα περιστρεφόμενο άξονα (μτφ. δ. απο την αγγλική fidget spinner)
700. σπερματοκάλυψη: ερωτική πρακτική κατα την οποία πολλοί άνδρες εκσπερματίζουν στο πρόσωπο μιάς γυναίκας (μτφ. δ. απο την ιαπωνική bukkake = μπουκάκε) (© Dwarven Blacksmith)
701. σπερματωπότητα: ερωτική πρακτική κατα την οποία ο άνδρας εκσπερματίζει στο πρόσωπο της γυναίκας (μτφ. δ. απο την αγγλική facial)
702. σταθμευόμετρο: συσκευή που τοποθετείται σε δημόσιες θέσεις στάθμευσης και περιέχει έναν κερματοδέκτη, για να πληρώσει ο οδηγός για τη θέση, καθώς και ένδειξη της ώρας (μτφ. δ. απο τη γαλλική parcomètre = παρκόμετρο)
703. σταυραδελφειδύλλιο: μη ερωτική-έντονη φιλική σχέση μεταξύ δύο ανδρών (μτφ. δ. απο την αγγλική bromance)
704. σταυρόπλεκτο: διακοσμητικό μοτίβο σε σχήμα ρόμβου ή τετραγώνου (μτφ. δ. απο τη γαλλική carreau = καρό)
705. στεγάνημα: (στεγανό + νήμα) σχοινί πλοίου (μτφ. δ. απο την ιταλική salmastra = σαλαμάστρα)
706. στερεοπόζη: πολυσακχαρίτης που, σε κατάλληλες συνθήκες, δημιουργεί ένα πορώδες πήκτωμα (μτφ. δ. απο την λατινική agarose = αγαρόζη) (© Νηματολάγνος)
707. στερεοχυμόζη: πολυσακχαρίτης που, σε κατάλληλες συνθήκες, δημιουργεί ένα πορώδες πήκτωμα (μτφ. δ. απο την λατινική agarose = αγαρόζη) (© Νηματολάγνος)
708. στιλφνυπόδημα: είδος χαμηλού παπουτσιού με γυαλιστερή επιφάνεια (μτφ. δ. απο την ιταλική scarpino = σκαρπίνι)
709. στιχθηλιοβόλο: στικτός + ἣλιος + βολή (ε.φ.) λέιζερ ακτινοβολίας γάμμα (μτφ. δ. απο την αγγλική graser)
710. στοιχειοφαντία: κακόβουλη δημοσιοποίηση στοιχείων ενός προσώπου στο διαδίκτυο (μτφ. δ. απο την αγγλική doxxing)
711. στρατοδιάκονος: στρατιώτης που εκτελεί χρέη ακόλουθου αξιωματικού (μτφ. δ. απο την ιταλική ordinanza = ορντινάντσα)
712. στρογγυλόψωμο: ψωμί σε σχήμα κυκλικό (μτφ. δ. απο την ιταλική caravella = καρβέλι)
713. στροφανός: (στροφή + φανός > στροφοφανός) φώτα δείκτη κατεύθυνσης, αλλά και το καθένα από τα φώτα οχήματος που αναβοσβήνει με συγκεκριμένη συχνότητα για να προειδοποιήσει τους άλλους ότι το όχημα θα στρίψει αριστερά ή δεξιά (μτφ. δ. απο την αγγλική flash = φλας)
714. στροφελάχιστο: ο ρυθμός λειτουργίας μιας μηχανής αυτοκινήτου ή μοτοσικλέτας στις χαμηλότερες δυνατές στροφές ανά λεπτό, όταν δηλαδή ο χειριστής δεν πατάει καθόλου το γκάζι (μτφ. δ. απο τη ιταλική ralenti = ρελαντί)
715. συγκρουσωρεία: η σύγκρουση πολλών οχημάτων με το ένα να προσκρούει πάνω στο άλλο (μτφ. δ. απο την ιταλική carambola = καραμπόλα)
716. συγχορδεύω: συνοδεύω μια μελωδία παίζοντας ακομπανιαμέντα (συγχοργίες)
717. (μτφ. δ. απο την ιταλική accompagnare = ακομπανιάρω)
718. συγχυσιοποσία: ερωτική πρακτική κατα την οποία μια γυναίκα πίνει το σπέρμα πολλών ανδρών μέσα απο ένα ποτήρι (μτφ. δ. απο την ιαπωνική gokkun)
719. συμμοριογαμήσι: ταυτόχρονη ερωτική-συναινετική συνεύρεση πολλών ανδρών με μία γυναίκα (μτφ. δ. απο την αγγλική gangbang) (© Alchemist )
720. συμμοριτοπάταγος: ταυτόχρονη ερωτική-συναινετική συνεύρεση πολλών ανδρών με μία γυναίκα (μτφ. δ. απο την αγγλική gangbang) (© Τζακ Πάλανς)
721. συμμυρτώρυξη: συν + μύρτος (αιδοίο) + όρυξη, ερωτική πρακτική κατα την οποία δύο άντρες εισχωρούν ταυτόχρονα στον κόλπο μίας γυναίκας (μτφ. δ. απο την αγγλική double vaginal penetration)
722. συναισχύνομαι: το να ντρέπεσαι για την επαίσχυντη κατάσταση στην οποία βρίσκεται κάποιος άλλος (μτφ. δ. απο τη γερμανική fremdschämen)
723. συνδιακωμώδηση: ομαδική κοροϊδία εις βάρος κάποιου (μτφ. δ. απο την ιταλική caso = καζούρα)
724. συνδίια: η γυναίκα με την οποία χορεύει κάποιος (μτφ. δ. απο την ιταλική dama = ντάμα)
725. συνεδρότρηση: συν + έδρα + τρήσης, ερωτική στάση κατα την οποία δύο άντρες εισχωρούν ταυτόχρονα στον πρωκτό μίας γυναίκας (μτφ. δ. απο την αγγλική double anal penetration)
726. συνεντρέπομαι: το να ντρέπεσαι για την επαίσχυντη κατάσταση στην οποία βρίσκεται κάποιος άλλος (μτφ. δ. απο τη γερμανική fremdschämen) (© Sophistes)
727. συνθημαθίστιο: (σύνθημα[το] + ἵστιο) πανί ορθογώνιου σχήματος και αρκετά μεγάλων διαστάσεων, πάνω στο οποίο γράφεται ένα σύνθημα· στις δύο του άκρες στερεώνονται δύο ξύλα ώστε να μεταφέρεται από διαδηλωτές ή να τοποθετηθεί σε κάποιο σημείο (μτφ. δ. απο τη γαλλική panneau = πανό)
728. συννυφάδιασμα: σεξουαλική πράξη όπου συμμετέχουν πολλές γυναίκες και ένας άνδρας (μτφ. δ. απο την αγγλική reverse gangbang)
729. συνοπτίδιο: μικρό κομμάτι χαρτιού στο οποίο αναγράφονται συνοπτικές πληροφορίες (μτφ. δ. απο τη γαλλική étiquette = ετικέτα)
730. συντηκτωθητήρας: (ε.φ.) κινητήρας διαστημοπλοίου που λειτουργεί με πυρηνική σύντηξη (μτφ. δ. απο την αγγλική torch)
731. συντηκτωθούμαι: (ε.φ.) το να κινούμαι στο διάστημα μέσω συντηκτωθητήρα (μτφ. δ. απο την αγγλική torch)
732. συντηκτωθούμενο: (ε.φ.) διαστημόπλοιο κινούμενο με συντηκτωθητήρα (μτφ. δ. απο την αγγλική torchship)
733. συρθαλιέας: αυτός που τρολάρει (μτφ. δ. απο την αγγλική troll = τρολ)
734. συρθαλιεία: (σύρτης + ἁλιεία) το να χρησιμοποιεί κάποιος πονηρά προκλητικές, σκόπιμα ανόητες ή επιτηδευμένα εκτός θέματος θέσεις και απόψεις σε μία διαδικτυακή συζήτηση με πρόθεση να προκαλέσει και να ερεθίσει άλλους συμμετέχοντες ή να επιφέρει διαταραχή σε μια διαδικτυακή συζήτηση για οποιοδήποτε θέμα και να πετύχει μια αλυσίδα αντιδράσεων από άλλους χρήστες (μτφ. δ. απο την αγγλική trolling = τρολάρισμα)
735. συριγγίδα: μουσικό όργανο με φυσητήρα και σειρά μεταλλικών γλωσσίδων, καθεμιά από τις οποίες παράγει διαφορετικό τόνο (μτφ. δ. απο την ιταλική fisarmonica = φυσαρμόνικα)
736. συρμέξεδρο: ειδική εξέδρα πάνω στην οποία τα μανεκέν κάνουν επίδειξη μόδας (μτφ. δ. απο τη γαλλική passerelle = πασαρέλα)
737. συρμοκόμος: σχεδιαστής νέων μοντέλων ρούχων (μτφ. δ. απο τη γαλλική modéliste = μοντελίστ)
738. συρμοφάνια: επίδειξη μόδας υψηλής ραπτικής (μτφ. δ. απο τη γαλλική défilé = ντεφιλέ)
739. σφαιροκώπη: (σφαίρα + κώπη [κουπί]) όργανο που χρησιμοποιείται για το χτύπημα της σφαίρας στις αθλοπαιδιές του τένις και του πινγκ πονγκ (μτφ. δ. απο την ιταλική racchetta = ρακέτα)
740. σφαιροτύπτης: μακρύ ραβδί που χρησιμοποιούν οι παίκτες του μπιλιάρδου (μτφ. δ. απο την ιταλική stecca = στέκα)
741. σφιχθηλίδα: (σφικτός + ἧλος) είδος μεταλλικής λαβίδας που χρησιμοποιείται για τη συγκράτηση, σύλληψη, αφαίρεση κτλ. αντικειμένου (μτφ. δ. απο την ιταλική pince = πένσα)
742. σφιχτοκρύπτης: είδος φανέλας που φοριόταν πάνω από τον κορσέ και κάτω από το ρούχο (μτφ. δ. απο τη γαλλική cache‐corset = κασκορσέ)
743. σχισματοφράζω: επιχρίω με στόκο (μτφ. δ. απο την ιταλική stoccare = στοκάρω)
744. σωκρατίσκος: αυτός που τρολάρει (μτφ. δ. απο την αγγλική troll = τρολ) (© clot)
745. ταινιομορφότυπο: μορφότυπο ανταλλαγής γραφικών (μτφ. δ. απο την αγγλική Graphics Interchange Format = gif)
746. ταλωειδές: αυτόματη συσκευή που λειτουργεί με αυτοματισμό ή τηλεχειρισμό και υποκαθιστά τον άνθρωπο σε διάφορες εργασίες (βιομηχανικές, επιστημονικές, κοπιαστικές, επικίνδυνες κ.λπ.). Συνήθως, έχει τη μορφή ανθρώπου, ζώου ή ανθρωποειδούς, σχήμα βραχίονα ή μηχανικής συσκευής (μτφ. δ. απο την τσέχικη robot = ρομπότ) (© Νηματολάγνος)
747. ταξιδαποσκευή: ταξιδιωτικός σάκος (μτφ. δ. απο τη γαλλική sac de voyage = σακ βουαγιάζ) (© Νηματολάγνος)
748. ταξιδόσακος: ταξιδιωτικός σάκος (μτφ. δ. απο τη γαλλική sac de voyage = σακ βουαγιάζ) (© κάποιος_Νίκος)
749. ταξιδωρρανάρτηση: (ταξιδι + ιδωρροή + αναρτηση) ανάρτηση σε ιστολόγιο απο βίντεο (ιδωρροές) παρμένα σε ταξίδια (μτφ. δ. απο την αγγλική travel vlogging)
750. ταπητοπέλτης: τύπος υποδήματος ανοιχτού, συνήθως αλλ' όχι πάντα στο πίσω μέρος· φοριέται μέσα στο σπίτι, χωρίς κάλτσες συνήθως και είναι πολύ βολική (μτφ. δ. απο την ιταλική pantofola = παντόφλα)
751. ταρσυψωτής: υπερυψωμένο τμήμα του παπουτσιού ακριβώς κάτω από τη φτέρνα (μτφ. δ. απο την ιταλική taccone = τακούνι)
752. ταυρισμός: επαναλαμβανόμενες επιθετικές, βίαιες ή εκφοβιστικές πράξεις και συμπεριφορές ενός ατόμου ή συνόλου ατόμων προς κάποιο πρόσωπο που (ενδεχομένως) για κάποιο λόγο ξεχωρίζει ή διαφέρει από τον θύτη ή τους θύτες (μτφ. δ. απο την αγγλική bullying = μπούλινγκ) (© Εσχατόγερος)
753. ταχιστόρρυθμα: η μέγιστη δυνατή ταχύτητα στην εκτέλεση μουσικού κομματιού (μτφ. δ. απο την ιταλική presto = πρέστο)
754. τεγοπέδιο: η επίπεδη στέγη ενός σπιτιού, συνήθως πολυκατοικίας (μτφ. δ. απο την βενετική terrazza = ταράτσα)
755. τελικιαίος: αυτός που καταφέρνει να φτάσει στο τέλος ενός διαγωνισμού (μτφ. δ. απο τη γαλλική finaliste = φιναλίστ)
756. τελωραΐζω: επεξεργάζομαι επιμελώς την τελική εμφάνιση ενός προϊόντος (μτφ. δ. απο την ιταλική finire = φινίρω)
757. τενθρήνιο: μη επανδρωμένο ιπτάμενο όχημα (σημ. δ. απο την αγγλική drone) (© Sophistes)
758. τεραδυφιόγραμμα: μονάδα μέτρησης ποσότητας πληροφορίας στα υπολογιστικά συστήματα, που αντιστοιχεί σε 10 εις την 12η byte (μτφ. δ. απο την αγγλική Terrabyte) (© Spiros252)
759. τεραλλόχθονο: (τέρας + αλλόχθονο) (ε.φ.) εξωγήινο τέρας (μτφ. δ. απο την αγγλική alien = άλιεν)
760. τερατογδήκιστο: μονάδα μέτρησης ποσότητας πληροφορίας στα υπολογιστικά συστήματα, που αντιστοιχεί σε 10 εις την 12η byte (μτφ. δ. απο την αγγλική Terrabyte)
761. τεσσεροπάρτουζο: ερωτικό όργιο με τέσσερις συμμετέχοντες (μτφ. δ. απο την αγγλική foursome) (© clot)
762. τεταρτόλειψο: που δεν καλύπτει το σύνολο επιφάνειας σώματος (για ρούχα, εξαρτήματα ένδυσης) ή που εμφανίζει το αντικείμενο που φωτογραφίζεται σε κλίση, ώστε να είναι ορατά τα τρία τέταρτα της συνολικής επιφάνειας (μτφ. δ. απο τη γαλλική trois quarts = τρουακάρ)
763. τετραβεμβικό: μη επανδρωμένο ιπτάμενο όχημα που διαθέτει τέσσερα στροφεία (μτφ. δ. απο την αγγλική quacopter)
764. τετραγυνόργια: ταυτόχρονη ερωτική συνεύρεση τεσσάρων γυναικών με έναν άνδρα (μτφ. δ. απο το αγγλικό ακρωνύμιο ffffm) (© Νηματολάγνος)
765. τετρακισογδήκιστο: μονάδα μέτρησης ποσότητας πληροφορίας στα υπολογιστικά συστήματα, που αντιστοιχεί σε 10 εις την 30η byte (μτφ. δ. απο την αγγλική Geopbyte)
766. τετρακυσθοιφία: ταυτόχρονη ερωτική συνεύρεση τεσσάρων γυναικών με έναν άνδρα (μτφ. δ. απο το αγγλικό ακρωνύμιο ffffm)
767. τετραλειχάλυσος: (τέσσερα + λείχω + άλυσος) σεξουαλική πράξη τεσσάρων όπου έκαστος συμμετέχων κάνει στοματικό έρωτα σε έναν άλλον, σχηματίζοντες έτσι μια κλειστή αλυσίδα (μτφ. δ. απο την αγγλική foursome daisy chain)
768. τετραπέλη: (τέσσερα + τρέπω > τετρατραπέλη) η δεσμίδα των παιγνιοχάρτων (μτφ. δ. απο την ιταλική trappola = τράπουλα)
769. τετραπλευρόκοσμο: διακοσμητικό μοτίβο σε σχήμα ρόμβου ή τετραγώνου (μτφ. δ. απο τη γαλλική carreau = καρό) (© Νηματολάγνος)
770. τετροχεία: ερωτικό όργιο με τέσσερις συμμετέχοντες (μτφ. δ. απο την αγγλική foursome)
771. τεχναρίστευμα: εξαιρετική εμφάνιση ή ερμηνεία κάποιου (ομάδας, αθλητή, ηθοποιού, κ.λπ.) (μτφ. δ. απο τη γαλλική récital = ρεσιτάλ)
772. τεχνοσέντονο: (ε.φ.) επεξηγηματικό κείμενο περι της αναφερομένης τεχνολογίας εντός ενός μυθιστορήματος (μτφ. δ. απο την αγγλική expository lump)
773. τηγανοτινάζω: τρόπος μαγειρέματος κατα τον οποίο το φαγητό τηγανίζεται με ελάχιστο ή καθόλου λάδι ή μαγειρικό λίπος (μτφ. δ. απο τη γαλλική sauter = σοτέ)
774. τηγανοτίναχτο: σοταρισμένο φαγητό (μτφ. δ. απο τη γαλλική sauté = σοτέ)
775. τηλεβελόνα: συσκευή που συνδέεται σε ηλεκτρονικό υπολογιστή και διευκολύνει την επιλογή και την πλοήγηση επί της οθόνης, το ποντίκι (μτφ. δ. απο την αγγλική mouse) (© Nostalgia)
776. τηλεδρομέας: συσκευή που συνδέεται σε ηλεκτρονικό υπολογιστή και διευκολύνει την επιλογή και την πλοήγηση επί της οθόνης, το ποντίκι (μτφ. δ. απο την αγγλική mouse) (© don't speak)
777. τηλεκαταδότης: συσκευή που συνδέεται σε ηλεκτρονικό υπολογιστή και διευκολύνει την επιλογή και την πλοήγηση επί της οθόνης, το ποντίκι (μτφ. δ. απο την αγγλική mouse) (© Nostalgia)
778. τηλεκατευθυντήρας: συσκευή που συνδέεται σε ηλεκτρονικό υπολογιστή και διευκολύνει την επιλογή και την πλοήγηση επί της οθόνης, το ποντίκι (μτφ. δ. απο την αγγλική mouse) (© Nostalgia)
779. τηλενδοσυναίσθηση: (ε.φ.) η εξ τεραστίας αποστάσεως συναισθηματική ταύτιση με την ψυχική κατάσταση ενός άλλου ατόμου, και η κατανόηση της συμπεριφοράς και των κινήτρων του (μτφ. δ. απο την αγγλική telempathic)
780. τηλεωρίτης: μη επανδρωμένο ιπτάμενο όχημα που χρησιμοποιείται για παρακολούθηση (μτφ. δ. απο την αγγλική observation drone)
781. τιμαλφοκούτι: μικρή θήκη στην οποία τοποθετούνται χρυσαφικά (μτφ. δ. απο την ιταλική cassettina = κασετίνα)
782. τοιχοδορά: επίστρωμα εσωτερικών τοίχων κατοικίας από ειδικό χαρτί, ύφασμα ή πλαστικό για λόγους προστασίας και διακόσμησης (μτφ. δ. απο την ιταλική tappezzeria = ταπετσαρία)
783. τοιχοκνημίδα: το πλαίσιο από σανίδια, πλάκες ή μάρμαρα στο κάτω μέρος τών εσωτερικών τοίχων οικοδομής για διακόσμηση τών τοίχων και για προφύλαξή τους από φθορά (μτφ. δ. απο την ιταλική passamento = πασαμέντο)
784. τοιχολύχνιο: φωτιστικό φτιαγμένο ειδικά για να τοποθετηθεί στον (μτφ. δ. απο τη γαλλική applique = απλίκα)
785. τοιχοφημία: φύλλο χαρτιού (ή από άλλο υλικό) που κολλιέται σε τοίχους ή ειδικούς χώρους και με το οποίο γνωστοποιείται ή ανακοινώνεται κάτι δημόσια (μτφ. δ. απο την γαλλική affiche = αφίσα)
786. τορνάμμιλος: (τόρνος + άμμιλος [γλυκό γενεθλίων]) γλυκό με βασικά συστατικά αλεύρι, ζάχαρη, αβγά και λάδι ή βούτυρο, συχνά με άλλα πρόσθετα όπως φρούτα, που φτιάχνεται στο φούρνο· σερβίρεται ειδικά σε γενέθλια, ονομαστικές γιορτές (μτφ. δ. απο την λατινική torta = τούρτα)
787. τραχυδέτης: το χριτς χρατς δυο επιφάνειες η μια με μικροσκοπικές θηλιές η άλλη με μικροσκοπικά γαντζάκια που όταν εφάπτονται με ελαφρή πίεση σταθεροποιούνται για να κλείσουν παπούτσια, ρούχα, τσάντες, θήκες κ.α. (μτφ. δ. απο την αγγλική εμπορική ονομασία velcro)
788. τριανδρόργια: ερώτικη πράξη όπου συμμετέχουν τρεις άνδρες και μία γυναίκα (μτφ. δ. απο το αγγλικό ακρωνύμιο fmmm) (© Νηματολάγνος)
789. τριανταφυλλίσκος: δαχτυλίδι με μικρά πετράδια σε σχήμα ρόδου, γλυπτό ρόδο, έμβλημα παρασήμου σε σχήμα μικρού ρόδου που φοριέται στο πέτο (μτφ. δ. απο την ιταλική rosetta = ροζέτα)
790. τριβαρόσβουρο: ελικοειδής επίπεδη σβούρα με στηριζόμενο σε κυλισιοτριβέα περιστρεφόμενο άξονα (μτφ. δ. απο την αγγλική fidget spinner)
791. τριβεμβικό: μη επανδρωμένο ιπτάμενο όχημα που διαθέτει τρία στροφεία (μτφ. δ. απο την αγγλική tricopter)
792. τριγυνόργια: ταυτόχρονη ερωτική συνεύρεση τριών γυναικών με έναν άνδρα (μτφ. δ. απο το αγγλικό ακρωνύμιο fffm) (© Νηματολάγνος)
793. τριδοριαλοιφία: ταυτόχρονη ερωτική συνεύρεση τριών γυναικών με έναν άνδρα (μτφ. δ. απο το αγγλικό ακρωνύμιο fffm)
794. τριθήλανδρο: ταυτόχρονη ερωτική συνεύρεση τριών γυναικών με έναν άνδρα (μτφ. δ. απο το αγγλικό ακρωνύμιο fffm) (© clot)
795. τριλειχάλυσος: (τρία + λείχω + άλυσος) σεξουαλική πράξη τριών ατόμων όπου έκαστος συμμετέχων κάνει στοματικό έρωτα σε έναν άλλον, σχηματίζοντες έτσι μια κλειστή αλυσίδα (μτφ. δ. απο την αγγλική threesome daisy chain)
796. τριμέρισμα: διαμέρισμα με ένα δωμάτιο, που νοικιάζεται συνήθως σε εργένηδες, φοιτητές, κ.α (μτφ. δ. απο τη γαλλική garçonnière = γκαρσονιέρα)
797. τριοπληστία: (τρι + οπ[ο + π]ίμπλημι) ερωτική πράξη κατα την οποία μία γυναίκα συνουσιάζεται, σοδομίζεται και πεοθηλάζει ταυτόχρονα (μτφ. δ. απο την αγγλική airtight sex)
798. τριοχεία: ερωτικό όργιο με τρεις συμμετέχοντες (μτφ. δ. απο την αγγλική threesome) (© Yochanan)
799. τρισογδήκιστο: μονάδα μέτρησης ποσότητας πληροφορίας στα υπολογιστικά συστήματα, που αντιστοιχεί σε 10 εις την 27η byte (μτφ. δ. απο την αγγλική Brontobyte)
800. τριφαλλοδοχή: ερώτικη πράξη όπου συμμετέχουν τρεις άνδρες και μία γυναίκα (μτφ. δ. απο το αγγλικό ακρωνύμιο fmmm)
801. τριφυλλέλικας: ελικοειδής επίπεδη σβούρα με στηριζόμενο σε κυλισιοτριβέα περιστρεφόμενο άξονα (μτφ. δ. απο την αγγλική fidget spinner)
802. τριφυλλοβέμβικας: ελικοειδής επίπεδη σβούρα με στηριζόμενο σε κυλισιοτριβέα περιστρεφόμενο άξονα (μτφ. δ. απο την αγγλική fidget spinner)
803. τριφυλλορόδανο: ελικοειδής επίπεδη σβούρα με στηριζόμενο σε κυλισιοτριβέα περιστρεφόμενο άξονα (μτφ. δ. απο την αγγλική fidget spinner)
804. τριφυλλόσβιγα: ελικοειδής επίπεδη σβούρα με στηριζόμενο σε κυλισιοτριβέα περιστρεφόμενο άξονα (μτφ. δ. απο την αγγλική fidget spinner)
805. τριφυλλόσβουρα: ελικοειδής επίπεδη σβούρα με στηριζόμενο σε κυλισιοτριβέα περιστρεφόμενο άξονα (μτφ. δ. απο την αγγλική fidget spinner)
806. τριφυλλοστρόφιγγας: ελικοειδής επίπεδη σβούρα με στηριζόμενο σε κυλισιοτριβέα περιστρεφόμενο άξονα (μτφ. δ. απο την αγγλική fidget spinner)
807. τρομιουργία: σκηνή, ή υπόθεση τρόμου, αποδίδεται κυρίως ως χαρακτηρισμός κινηματογραφικών έργων τρόμου (μτφ. δ. απο τη γαλλική grand‐guignol = γκρανγκινιόλ)
808. τροχαλωθονίζω: κινώ κείμενο, προς τα πάνω ή προς τα κάτω, στην οθόνη του υπολογιστή (μτφ. δ. απο την ιταλική rollare = ρολάρω)
809. τροχηρίδες: (τροχός + ἔρεισμα) βοηθητικοί τροχοί παιδικών ποδηλάτων
810. τροχόδραμα: είδος δραματικής ταινίας που εκτυλίσσεται κατα την διάρκεια ενός αυτοκινητιστικού ταξιδιού (μτφ. δ. απο την αγγλική road movie)
811. τροχοπρατήριο: αυτοκίνητο, ειδικά διαρρυθμισμένο, που σταθμεύει σε εθνικές οδούς και πουλάει τρόφιμα και αναψυκτικά (μτφ. δ. απο την ιταλική cantina = καντίνα)
812. τροχοπτέρυγο: ιπτάμενο αυτοκίνητο (μτφ. δ. απο την αγγλική aerocar)
813. τσουχτρεύωδο: οινοπνευματώδες αρωματικό υγρό που επαλείφεται στο δέρμα μετά το ξύρισμα (μτφ. δ. απο την αγγλική after shave = άφτερ-σείβ)
814. τυμπαναλτήρας: τυμπανοειδές όργανο γυμναστικής στο οποίο εκτινάζεται ένας αθλητής επιτυγχάνοντας ψηλά επι τόπου άλματα (μτφ. δ. απο την ιταλική trampolino = τραμπολίνο)
815. τυμπανοβατήρας: τυμπανοειδές όργανο γυμναστικής στο οποίο εκτινάζεται ένας αθλητής επιτυγχάνοντας ψηλά επι τόπου άλματα (μτφ. δ. απο την ιταλική trampolino = τραμπολίνο)
816. υαλοδόριο: γυαλιστερό δέρμα πολυτελείας, τα λουστρίνια, παπούτσια απ’ αυτό το δέρμα (μτφ. δ. απο την ιταλική lustrino = λουστρίνι)
817. υαλοπροθήκη: η προθήκη καταστήματος όπου τοποθετούνται επιλεγμένα εμπορεύματα πίσω από τζάμι, ώστε να είναι ορατά από το δρόμο (μτφ. δ. απο τη γαλλική vitrine = βιτρίνα)
818. υβρίδεσμος: (υβρίδιο + δεσμός) φιλική σχέση δύο ατόμων, όπου ο μεν επιθυμεί να μετατραπεί σε ερωτική ο δε όχι (μτφ. δ. απο την αγγλική friendzone)
819. υγραναπνοή: αναπνοή μέσω καταλλήλου υγρού που κατακλύει τους πνεύμονες (μτφ. δ. απο την αγγλική liquid breathing)
820. υδραυλοκλειδοκύμβαλο: μηχανικό πιάνο του οποίου τα πλήκτρα κινούνται με κατάλληλο μηχανισμό (μτφ. δ. απο την ιταλική pianola = πιανόλα)
821. υδροβομβίσκος: μη επανδρωμένο σκάφος επιφανείας (σημ. δ. απο την αγγλική unmanned surface vehicle) (© Sophistes)
822. υδρογονάντλιο: (ε.φ.) χωνοειδές εξάρτημα υλαδραχτηγού διαστημοπλοίου (ramjet) το οποίο συλλέγει τα μόρια υδρογόνου του διαστρικού χώρου (μτφ. δ. απο την αγγλική ramscoop)
823. υδροζίγγος: μη επανδρωμένο σκάφος επιφανείας (σημ. δ. απο την αγγλική unmanned surface vehicle) (© Sophistes)
824. υδροθροΐσκος: μη επανδρωμένο σκάφος επιφανείας (σημ. δ. απο την αγγλική unmanned surface vehicle) (© Sophistes)
825. υδροϊθύνωπο: μη επανδρωμένο σκάφος επιφανείας (μτφ. δ. απο την αγγλική unmanned surface vehicle)
826. υδρομβώτιο: μη επανδρωμένο σκάφος επιφανείας (μτφ. δ. απο την αγγλική unmanned surface vehicle)
827. υδρόμηλο: η τομάτα (μτφ. δ. απο την αζτεκική tomatl) (© Νηματολάγνος)
828. υδρομπότ: (υδρο[ρο]μπότ) μη επανδρωμένο σκάφος επιφανείας (μτφ. δ. απο την αγγλική unmanned surface vehicle) (© Hellegennes)
829. υδροπύραυλος: υποβρύχιο βλήμα που εκτοξεύεται από υποβρύχια ή πλοία επιφανείας με σκοπό την ανατίναξη εχθρικών πλοίων (μτφ. δ. απο τη γαλλική torpille = τορπίλη) (© Αlchemist)
830. υδροτενθρήνιο: μη επανδρωμένο σκάφος επιφανείας (σημ. δ. απο την αγγλική unmanned surface vehicle) (© Sophistes)
831. υδροχαύνω: βάζω κάτι σε υγρό συνήθως για να μαλακώσει (μτφ. δ. απο την ισπανική molliare = μουλιάζω)
832. υλαδραχτηγό (σκάφος του Bussard): υποθετικό διαστημόπλοιο, που χρησιμοποιεί ως καύσιμο του κινητήρα-αντιδραστήρα σύντηξης την διαστρική ύλη, η οποία συγκεντρώνεται κατα την κίνηση του σκάφους με ένα χωνοειδές μαγνητικό πεδίο που βρίσκεται στην πλώρη του διαστημοπλοίου (μτφ. δ. απο την αγγλική Bussard ramjet)
833. υλοπίθαρος: ξύλινο δοχείο για κρασί (μτφ. δ. απο την ιταλική flaska = πλόσκα)
834. υμεναλτήρας τυμπανοειδές όργανο γυμναστικής στο οποίο εκτινάζεται ένας αθλητής επιτυγχάνοντας ψηλά επι τόπου άλματα (μτφ. δ. απο την ιταλική trampolino = τραμπολίνο)
835. υμενοβατήρας: τυμπανοειδές όργανο γυμναστικής στο οποίο εκτινάζεται ένας αθλητής επιτυγχάνοντας ψηλά επι τόπου άλματα (μτφ. δ. απο την ιταλική trampolino = τραμπολίνο)
836. υμενοτυπία: διάφανη μεμβράνη με εικόνα, που μπορεί να κολληθεί σε λεία επιφάνεια, συνήθως μόνο με νερό (μτφ. δ. απο την ιταλική decalcomania = χαλκομανία)
837. υπαιθρόγευμα: προχειρο υπαίθριο γεύμα, σε εκδρομή (μτφ. δ. απο τη γαλλική pique-nique = πικνίκ)
838. υπεραδρανειακό: (ε.φ.) πεδίο μέσα στο οποίο ακινητοποιούνται όλα τα σώματα (μτφ. δ. απο την αγγλική stasis field)
839. υπερδιακοσμισμός: καλλιτεχνική τεχνοτροπία του 17ου-18ου αιώνα που εμφανίστηκε στη Δυτική Ευρώπη μετά την Αναγέννηση και χαρακτηρίζεται από μια υπερβολή στην πολυτέλεια και τη διακόσμηση που αναδεικνύουν ένα επιβλητικό και πομπώδες ύφος (μτφ. δ. απο τη γαλική baroque = μπαρόκ) (© Νηματολάγνος)
840. υπερηχόβλημα: πύραυλος που κινείται ταχύτερα του ήχου (μτφ. δ. απο την αγγλική supersonic missile) (© κάποιος_Νίκος)
841. υπερλυκωκύτητα: ταχύτητα μεγαλύτερη του φωτός (μτφ. δ. απο τη γερμανική Überlichtgeschwindigkeit)
842. υπερνεολαμφοδεύω: (ε.φ.) το να πορεύεται ένα άστρο στο να εκραγεί ως υπερνεολαμπές (μτφ. δ. απο την αγγλική go nova)
843. υπερφωτώθηση: κίνηση με ταχύτητα μεγαλύτερη του φωτός (μτφ. δ. απο την αγγλική faster than light)
844. υπερφωτωθητήρας: κινητήρας με τον οποίον επιτυγχάνονται ταχύτητες μεγαλύτερες εκείνης του φωτός (μτφ. δ. απο την αγγλική overdrive)
845. υποβαθρεπιβάτης: άτομο το οποίο εσκεμμένα ή μη, χαλάει την αισθητική του φόντου μιας φωτογραφίας (μτφ. δ. απο την αγγλική photo bomber)
846. υποβαθρότυπο: επαναλαμβανόμενο, συνήθως, διακοσμητικό στοιχείο σε μια σύνθεση (μτφ. δ. απο την ιταλική motivo = μοτίβο)
847. υποδυτήριο: δωματιάκι στα παρασκήνια ενός θεάτρου, που εξυπηρετεί τους ηθοποιούς (μτφ. δ. απο την ιταλική camerino = καμαρίνι)
848. υποκέντιο: βαμβακερό ύφασμα, συνήθως με προσχέδιο, πάνω στο οποιο γίνεται το κέντημα (μτφ. δ. απο τη γαλλική étamine = εταμίνα)
849. υποκόχλιο: μικρός κύκλος από δέρμα, καουτσούκ ή μέταλλο που χρησιμεύει για το καλύτερο σφίξιμο της βίδας (μτφ. δ. απο την ιταλική rondella = ροδέλα)
850. υπολυκωκύς: (ε.φ.) επίθ. για κάποιον που κινείται με ταχύτητα μικρότερη του φωτός (μτφ. δ. απο την αγγλική sublight)
851. υπολυκωκύς: (ε.φ.) επίθ. για κάτι που μετακινείται με ταχύτητα μικρότερη του φωτός (μτφ. δ. απο την αγγλική slower-than-light)
852. υπολυχνόφαντο: ημιδιάφανο σχέδιο που με ειδική τεχνική αποτυπώνεται στη μάζα χαρτιού και είναι εμφανές, όταν κρατήσει κανείς το χαρτί κόντρα στο φως (μτφ. δ. απο τη γαλλική filigrane = φιλιγκράν)
853. υποπήχιο: το μπράτσο την καρέκλας ή της πολυθρόνας (μτφ. δ. απο την ιταλική braccio = μπράτσο)
854. υπόσυμπαν: (ε.φ.) σύμπαν στο οποίο εκτυλίσσεται μία ιστορία ε.φ. (μτφ. δ. απο την αγγλική alternate universe)
855. υποτροχιόδρομος: ηλεκτρικός σιδηρόδρομος, υπόγειος ή ημιυπόγειος, που εξυπηρετεί μια μεγάλη πόλη (μτφ. δ. απο τη γαλλική métro = μετρό)
856. υπωμίδα: στρώμα υλικού, συνήθως από βαμβάκι, που μπαίνει κάτω από το εξωτερικό ύφασμα, για να ενίσχυσει κάποιο σημείο, συνήθως τους ώμους (μτφ. δ. απο την ιταλική ovatta = βάτα)
857. υστερονεωτερισμός: καλλιτεχνικό ή γενικότερα πνευματικό ρεύμα που αμφισβητεί τις σύγχρονες συνήθειες, θεωρίες και πρακτικές και αναζητά κάτι καινούργιο (μτφ. δ. απο την αγγλική metamodernism = μεταμοντερνισμός)
858. υφιμάτιο: πρόσθετη λουρίδα υφάσματος που ράβεται για μάκρεμα, φάρδεμα ή διακόσμηση στο κύριο ύφασμα (μτφ. δ. απο την
0 .

Άβαταρ μέλους
Αρχειδήμων
Rookie poster
Rookie poster
Δημοσιεύσεις: 91
Τοποθεσία: Βασίλειο των Τόνγκα

Re: Νεολογισμοί για λέξεις που δεν υπάρχουν στα ελληνικά

Δημοσίευσηαπό Αρχειδήμων » 22 Απρ 2018, 02:32

Προς το παρόν απομένουν οι νεολογισμοί για 490 ξένες λέξεις που πρέπει να καταχωρηθούν.

1. artificial intelligence: τεχνητόνοο (© Νηματολάγνος)
2. astar: βαφεπίχρισμα / βαφεπίχριση (© Νηματολάγνος)
3. avidin: ωατίνη (© Νηματολάγνος)
4. ayran (τσιμέντο): ασβεσταργιλοπολτός (© Νηματολάγνος)
5. bakelit: ανθεκτίτης (© Νηματολάγνος)
6. bakkushan: πλανόπισθη (© Νηματολάγνος)
7. bbc (Big Black Cock): μαυρομεγαλόψωλες / σκουρογιγαντόψωλες (© Νηματολάγνος)
8. bbw (cinerotic): ερωτόχοντρες / ομορφόχοντρες (© Νηματολάγνος), τοφαλαγνεία
9. beanstalk n: εξανελυστήρας
10. béchamel: αλευράρτυμα, στιβαδoγαλάκτωμα (© Νηματολάγνος)
11. becroggle v: βραχεοπαραλύω: (ε.φ.)
12. bem n: δρακακρίδα
13. benzin: αμαξέλαιο / κινησέλαιο / οχηματέλαιο (© Νηματολάγνος)
14. Bernal sphere / Stanford torus: βαρυτόκρικος
15. bétonnière: σκυροδεματηγό, σκυροδεματοποιητής (© Νηματολάγνος)
16. bibelot: διακοσμητίδιο
17. bidet: λούθρεδρο, γλουτονιπτήρας (© Νηματολάγνος)
18. bioship: βιόπλοιο / βιοπλοίο (© Alchemist), βιοαστρόπλοιο (© killerbee), εμβιόφρακτο
19. bistecca (λαχανικών): λαχανόδισκος (© Νηματολάγνος)
20. bistecca (μοσχαρίσιο): βουκρεόδισκος (© Νηματολάγνος)
21. blast off n: παλμοιστροβολώ
22. blast off v: παλμοιστρωθώ
23. blaster: πλασμοπίστολο (© killerbee), πάλμοιστρο, πλασμοβόλο (© Νηματολάγνος)
24. blouse: αγχίδορο
25. blouson: αγχιδόριο
26. boa: χνουδοβόας, πτιλοπεριλαίμιο (© Νηματολάγνος)
27. boléro: θωρακίδα
28. bomba: πυροποντιστής, εκρηγνυτήρας, παντινάχτης, πυρολλύοντας
29. Bose-Einstein condensate: στροφονιοπύκνωμα (© Νηματολάγνος)
30. boson: στροφόνιο / περιστροφόνιο (© Νηματολάγνος)
31. bot (αμοιβόμενο): μισθαναρτητής, αναρτέμμισθος
32. bota: γονυλείχιο (© Νηματολάγνος)
33. botox: ορυοτοξίνη
34. bottine: θηλαρβύλη
35. bouffant: προτομήρης:
36. bowl: φαγητοθήκη / εδεσμοθήκη (© Νηματολάγνος)
37. braca: πτυχοσκελίδα
38. braintape n: νουμοιότυπο, ταινιόνοο (© Νηματολάγνος)
39. brillantine: κεφαλοιφή, φαλαντίνη (© Νηματολάγνος)
40. brillole: θριχεύωδο
41. broadcast: διεκπομπή (© Sophistes), υπερεκπομπή (© Sophistes), πανεκπομπή (© Spiros252)
42. buffet (έπιπλο): σκευοτράπεζα (© Νηματολάγνος)
43. buffet: εδεσμάζωμα (© Νηματολάγνος)
44. cabaret: ηδονόκεντρο (© Νηματολάγνος)
45. cache‐pot = κασπό: γλαστροδέκτης, περιγλάστριο / διακοσμοδοχείο (© Νηματολάγνος)
46. caki: πτυσσομάχαιρο (© Νηματολάγνος)
47. calare: ιστορρίπτω
48. calzone: περιμύγδαλο
49. camisole: υπαμφίσκη
50. canavaccio: λίνυφο
51. caniche: κυνοβάμβακας (© Νηματολάγνος)
52. cannocchiale = κανοκιάλι: φορητή ναυτική διόπτρα: ναυτοδιόπτρα
53. cantino: χορδοξυτέρα
54. capital ship (spaceship): διαστημοθωρηκτό (© killerbee), αχανόκροτο
55. caraffa = καράφα: επιτραπέζια φιάλη: υαλολάγυνος > υαλάγυνος > γιαλάγυνος
56. caramella = καραμέλα: μικρό και σκληρό ζαχαρωτό: κρυσταλληδεία
57. cemento: ασβεστάργιλος / υδρασβεστάργιλος (© Νηματολάγνος)
58. chalet = σαλέ: χλιδή + όρος + οίκος > χλιδόροικος
59. chaman: πνευματομιλητής (© Νηματολάγνος)
60. champagne: αφροίνος (© Νηματολάγνος)
61. champoing: αφρόκομο (© Νηματολάγνος), κεφαλονίτρασμα (© κάποιος_Νίκος)
62. changement: κινητοκιβώτιο (© Νηματολάγνος)
63. chantilly = σαντιγί: γαλακτόχρισμα
64. chassis: αμαξοσκελετός (© Νηματολάγνος)
65. chat slang: ισθομιλουμένη, ιστιδίωμα
66. chat: μπλαμπλα (© LOUROS), ισθομιλία / -ώ, ιστομυθία (© Νηματολάγνος)
67. cheeseburger: τυροβουκρεόψωμο (© Νηματολάγνος)
68. chemin (de table) = σεμέν: πλεκτραπέζιο
69. chiffonnier: συρταριέρα (© Νηματολάγνος)
70. chihuahua: κυνοθύλαξ (© Νηματολάγνος)
71. chinchinlla: ανδεοκόνικλος (© Νηματολάγνος)
72. choc: νευροκλονισμός / ψυχοκλονισμός (© Νηματολάγνος)
73. ciotola = τσότρα: ξύλινο δοχείο κρασιού: υλοπάγουρος
74. ciurma (= πλήρωμα πλοίου) = τσούρμο: ναυσυρφετός
75. Clarke's First Law: ο νόμος της αναδυνατότητας (του Κλαρκ)
76. Clarke's Second Law: ο νόμος της δυνατοδιάτασης (του Κλαρκ)
77. Clarke's Third Law: νόμος της τεχνολογητείας (του Κλαρκ)
78. clip-on: σκιοπρόσθετο, προδεθήλιο (προ + δένω + ήλιος)
79. cloaking device n: αμφισυνευθειαστής, αορατοποιός
80. clochard = κλοσάρ: αστοφερέοικος
81. cloche (= καμπάνα) = κλος: περίπτυχο
82. cloisonné = κλουαζονέ: φρακτεπαδαμάντινο
83. closeup (cinerotic): κοντινόληψη (© Νηματολάγνος)
84. club sandwich: τρίψωμο / τριγωνόψωμο (© Νηματολάγνος), τρικωχαμφίαρτος
85. cobra: πιλέχιδνα (© Νηματολάγνος)
86. cocca = κόκα: εντομή βέλους όπου μπαίνει η χορδή του τόξου, κρανίο, κεφάλι: χορδεντομή
87. cold sleep n: αζωθυπνία, κρυονήδυμος (© Νηματολάγνος)
88. cold sleeper n: αζωθύπνιος
89. collant = κολάν: μηρεφάρμοστο
90. collapsium n: συμπάγιο, ατεγκτάτηκτο
91. collaro = κολάρο(ς): λαιμοταινία
92. coller: γλοιοτεχνία (© Νηματολάγνος)
93. combinaison = κομπινεζόν: αποκάλυπτρο
94. comlink n: ολογράφωνο
95. commset n: ολογραφωνικό
96. comodino = κομοδίνο: παρακλινοθήκη
97. completism n: συμπληρωτισμός
98. completist n: συμπληρωτιστής
99. composta =κομπόστα: ζαχαρώπωρα
100. computronium: υλογιστρόνιο / υλογιστόνιο (ύλη + υπολογιστής) (© Spiros252)
101. conserva: τρόφολμος, τροφοκυτίο (© Νηματολάγνος)
102. console = κονσόλα: τοιχάπτιο
103. cornet (γλυκό): γαλακτωματοκαύκιο (© Νηματολάγνος), αρτοκέρας (© κάποιος_Νίκος)
104. cornet (εργαλείο ζαχαροπλαστικής): γαλακτώμαυλος (© Νηματολάγνος) γαλακτωματεγχυτής (© κάποιος_Νίκος)
105. cornettista = κορνετίστας: κερατιοπαίκτης
106. cornetto = κορνέτο: υψικεράτιο
107. corsage = κορσάζ: προτομίδα
108. costume = κο(υ)στούμι: ομόυφο
109. coupe (αυτοκίνητο): διθυροκίνητο (© Νηματολάγνος), δίφροχος
110. coupe (βαγόνι τραίνου): συρμοδιαμέρισμα (© Νηματολάγνος), συρμόδωμα
111. coupon = κουπόνι: αποκομμάτιο
112. course < λατιν. cursus = κούρσα: ωκυδρομία
113. couvert = κουβέρ: συνεδώδιμο
114. cozzare (= κερατίζω) = κοτσάρω: κρεμώ, συνδέω, δίνω κάτι ξαφνικά, κατηγορώ, φορώ κάτι που δεν ταιριάζει με την περίσταση > κοτσαδόρος: ρυμουλκόγαντζος
115. crack software: ιστωλεθρικό
116. crayon = κραγιόν, κραγιόνι: χειλογραφίδα, χειλοβαφέας / χειλομόλυβο (© Νηματολάγνος)
117. creampie: εσωχυσία (© Νηματολάγνος)
118. crescendo = κρε(τ)σέντο: επένταση
119. croissant: αρτοφέγγαρο (© Νηματολάγνος)
120. croquet < αγγλ. croquet < ρ. croquer (= χτυπώ) = κροκέ: σφυροσφαίριση, στοχοσφαίριση (© Νηματολάγνος)
121. croupier = κρουπιέρης: φυλλανοιχτής
122. cucetta = κουκέτα: αμφίκλινο
123. culotte = κιλότα: βουβωνίδα, βόσπυγος
124. cum in ass: πρωκτοχύσιμο (© Νηματολάγνος)
125. cumshot: σπερματοπίδακας (© Νηματολάγνος)
126. cumswap: χυσαλλαξιά / χυσανταλλαξιά (© Νηματολάγνος)
127. cyberpathy: κυβερνοπάθεια (© Spiros252)
128. cyborg: μηχανδρείκελο (© Alchemist), μηχάνδρωπο, ανδρομήχανο, μεταλλέμβιο (© Νηματολάγνος)
129. cyborged adj: μηχανδροποιημένος
130. cyborging n: μηχανδροποίηση, μεταλλεμβιοποίηση (© Νηματολάγνος)
131. dalek: πλοκαμόφθαλμο (© Νηματολάγνος)
132. dayside: φωτοσφαίριο (© Spiros252), πλανητόκαυμα (© Νηματολάγνος)
133. death ray: θανατοβολία (© Νηματολάγνος)
134. debt repayment: ωρχισμός (© Yochanan)
135. deepthroat: βαθυλειχία (© Νηματολάγνος)
136. deposito = ντεπόζιτο: καυσιμοδοχείο
137. dirtsider n: ομοχθόνιος
138. disintegrator n: απολοκληρωτής
139. disruptor n: φωτοσφαιροβόλο
140. divisionismo = ντιβιζιονισμός: λωριδογραφία, μακροστιγματογραφία
141. docking (devices): πίρωση / -ώνω (© Spiros252) (για τα μικρά αντικείμενα - συσκευές - υλικολογισμικό) Π.χΠίρωση ακουστικών, bluetooth σε κινητό
142. docking (space): προσπίρωση / -ώνω (© Spiros252), προσβλήτρωση / -όνομαι (© Spiros252), προσκομβίωση / -όνομαι (© Dwarven Blacksmith), προσεισφράγιση /-ίζομαι
143. documentaire: στοιχειοταινία, τεκμηριεκπομπή (© Νηματολάγνος)
144. domino: πλακιδιάλυσος
145. doomwatcher n: οικοκασσάνδρα
146. double face: αμφιφόρι
147. double penetration: διπλοεισχώρηση (© Dwarven Blacksmith), διπλοψωλιά (© Νηματολάγνος)
148. downtime adv: αλλοτινότητα
149. dropshaft n: αιωροσωλήνας
150. duende: καλλεμψύχαψη, ψυχόριγος (© Spiros252), εγκηροθωπεία = εν + κηρ (ψυχή) + θωπεία, εάν φυσικά ισχύει πως νεκρός = νη (αρνητικό) + κηρ (ψυχή) = άψυχος, τεχνογητεία (© Νηματολάγνος)
151. dyson sphere: κελυφοτίτανας, τιτανοκέλυφος (© κάποιος_Νίκος), αστροκέλυφος (© Spiros252), ηλιοβράνη (© Spiros252), αστρένδυμα (© Spiros252) (...του Dyson)
152. e-mail: φωτάγγελμα, λυχνόγραμμα, λυχνόπεμπτο, λυχοδικό (γράμμα), λυχόδιο
153. emu: αυστραλόρνιθα (© Νηματολάγνος)
154. extrémisme = εξτρεμισμός: παρυφισμός
155. extrémiste = εξτρεμιστής, εξτρεμίστρια: παρυφιστής
156. faan n: φαντασιοκουστωδικός
157. facepalm: χτυποψία / τυπτοψία / προσωποχειρία (© Νηματολάγνος)
158. fakefan n: φαντασιακολουθίσκος
159. fanning n: φαντασιοπαδός
160. fannish adj: φαντασιοπαδικός
161. fannishness n: φαντασιοπαδοσύνη
162. fanspeak: φαντασιοπαδική
163. fantascience n: εφεπιστημονικοφάνεια
164. fantastic n: μυθοπλαστικοειδές
165. fante = φάντες/ης: φιγούρα της τράπουλας, ο βαλές: ανακτίσκος
166. feelie n: μελό ε.φ.: φαντασιομελόδραμα
167. feminisme: εξισωτισμός (© Νηματολάγνος)
168. fermion: ημιστροφόνιο / ημιπεριστροφόνιο (© Νηματολάγνος)
169. fetish: ηδονόπραγμα / λαγνάψυχο (© Νηματολάγνος)
170. fetishism: αψυχολαγνεία (© Νηματολάγνος)
171. fetta: λεπτόκομμα (© Νηματολάγνος)
172. fideism: δοξασιοκρατία / δοξασιοκράτης (© Νηματολάγνος)
173. fixe = φιξ: αναποσυναρμολόγητο
174. flanella = φανέλα: κορμίδα
175. flitter n: βραχύπλοο
176. floater n: ανθελκωθούμενο
177. foccacia = μπουγάτσα: πολυφυλλέδεσμα
178. fondant (φοντανιέρα): κερασματοθήκη (© Νηματολάγνος)
179. fondant: ζαχαροπήκτωμα (© Νηματολάγνος)
180. food pill n: δισκιεδώδιμα
181. footjob: πελμοδόνηση / πελμοφαλλία (© Νηματολάγνος)
182. force field: σκέπαυρο
183. forum (internet): δικτυωμήγυρη, νηματολόγιο (© Νηματολάγνος)
184. forziere = φορτσέρι: μπαούλο: αλφοθήκη
185. foulard = φουλάρι: λαιμοφακιόλι
186. foyer (= εστία) = φουαγιέ: υποδεκτήριο
187. fractionnisme = φραξιονισμός: ιδεοτασισμός
188. frankenfood: διαγονιδίεσμα (διαγονίδιο-εισαγόμενο γονίδιο + έδεσμα), τερατοφάι
189. freesia < κυρ.όν. Freese, Γερμανός φυσικός = φρέζα, φρέζια: στροφοκοπτήρας
190. fricassée = φρικασέ: λαχανιστό, κρεατοπός (© Νηματολάγνος)
191. fuckbuddy: φιλόφιλος (© Τζακ Πάλανς)
192. fumé = φιμέ: (για τις αντιηλιακές μεβράνες αυτοκινήτων) σκοθυμένας
193. gadget a: εφευροκεντρικό
194. garniture = γαρνιτούρα: διακοσμεδώδιμο, εδεσμοστόλισμα (© Νηματολάγνος)
195. gated community: γιαποικία (© Yochanan)
196. gateway n: συμπαντοπύλη
197. gaufrette = γκοφρέτα: αμφικηρηθρόψητο
198. gelee (γαστρονομία): πηκτό + ὕδωρ > πήχθυδρο, οπογλύκισμα / στερεοπός / στερεοχυμός (© Νηματολάγνος)
199. gelee (κομμωτική): ιξόκομο (© Νηματολάγνος)
200. generation adj: χασματόπλωρο
201. gharial: ινδοδειλος (© Νηματολάγνος)
202. googling: μηχαναζητώ
203. grigio = γρίβας: ψαρό άλογο: στάχθιππος
204. grok v: διενδοσυναίσθηση
205. group mind n: συμμύαλο
206. guipure = γκιπούρ: οξειδωμένδυμα
207. hamburger: βουκρεόψωμο (© Νηματολάγνος)
208. handjob: χειροφαλλία (© Νηματολάγνος)
209. hands-free: ωτέμφυτο, χώρχερο (© LOUROS), λυτρόχειρο, νήχειρο, νηχείραπτο
210. harclik: ψιλίκωμα (© Νηματολάγνος)
211. helicab n: πτεροναυλώχημα
212. helicar n: ελικοπτεράμαξo
213. hentai: παραφιλογραφία / παραφιλοτεχνία (© Νηματολάγνος)
214. héraldique = εραλδικός: εμβληματολογικός
215. hipster: ασυρμικός
216. hive mind n: μακροσυναπτικό
217. hoax (web): ιστομύθευμα
218. holotank n: ολογραφοδέκτης
219. home boy: οικόπαιδο (© Σπυρος), οικοδιάκονος (© κάποιος_Νίκος)
220. home galaxy n: τετραβραχιόνιος
221. hot dog: θερμοκύνιον / περιαρτοχοίριο (© stavmanr), αλλαντόψωμο (© Νηματολάγνος)
222. hyperdrive n: υπερωστικός
223. hypersonic missile: πανήχαυλος, πανυπερηχόβλημα (© κάποιος_Νίκος), πενθυπερηχόβλημα (>Mach )
224. hyperspeed n: υπερωκύτητα
225. impervium n: αυθιστάτης
226. impresario: θιασαρωγός
227. imprimé = εμπριμέ: διανθιμάτιο
228. in-system adj: ενδοαστροσφαιρικό
229. infodump n: πληροφοριοκοίλι
230. infrared absorption metamaterial: Υπερυθραπορροφητήρας / φωτονιοφάγος / φωτερυθροφάγος / αλυχνόφιλτρο (© Spiros252), φωνονηδεστής / υπερυθροδεστής
231. insalata (= αλατισμένη) = σαλάτα: αλατέδεσμα
232. intersystem adj: διαστροσφαιρικό
233. jack in v: μυαλογισμικομβιώνω, κυβερνοπιρώνω (© Spiros252)
234. jambon = ζαμπόν: βρασσομήριο
235. jaquette, υποκορτου jaque < αραβ. schakk = ζακέτα: περικορμίδα, καλυπτένδυμα (© Νηματολάγνος)
236. jarretière = ζαρτιέρα: γλουθιμάντας, περιποδιοδέτης (© Νηματολάγνος)
237. Jogging: βραχύδρομος / βράξιμο (© LOUROS), βραδυδρομώ / -ία
238. jump drive n: μεθαλματωθητήρας
239. jump gate n: μεθαλματόθυρο
240. jump n: μέθαλμα
241. jump point n: μεθαλμάτοπος
242. jump ship n: μεθαλματωθούμενο
243. jump space n: διαμεθαλτήριο (σύμπαν)
244. jump v: μεθάλλομαι
245. jupe‐culotte = ζιπ κιλότ: αμφικωδώνιο
246. jupon = ζιπούνι, ζιπουνάκι: απλευρίδα
247. kiyma: κρεατάλεσμα / κρεατάρτυμα (© Νηματολάγνος)
248. kumbara: νομισματοδοχείο (© Νηματολάγνος)
249. kummerspeck: λυπόλιπος, θλιψομασαμπούκες (© fagano), λίπαχθος (© Νηματολάγνος)
250. l'appel du vide: κένελξη (© Νηματολάγνος)
251. l’esprit de l’escalier: παραπαύδηση, παρωραλογία (© Νηματολάγνος)
252. lamé: στίλφνυφο
253. lampion: λαμπτηρίσκος
254. lancer: καινωθώ, εμπορευματοδεικνύω (© Νηματολάγνος)
255. landing cradle n: προσκομβιωτήρας
256. laque = λακ: κομοστάτης, κομοψέκασμα (© Νηματολάγνος)
257. laser gun n: φωτοστικτοβόλο
258. lasso < ισπαν. lazo = λάσο: ιππαγχόνη
259. lattice: ομοιόπλεγμα
260. legato: συναπτόφθογγα (© Άχθος Αρούρης), ένδετο
261. légende < μσν.λατιν. legenda (= ανάγνωσμα) = λεζάντα: επεικονίδιο
262. lettre (= γράμμα) + set = λετρασέτ: γραμματοσύνολο
263. lettrine = λετρίνα: κορφόγραμμα
264. levitator n: βαρυταρνητής
265. light n: λυκωκύτητα
266. light-speed n: φωτομονάδα / φωτομοναδιαία (μέτρηση)
267. limousine = λιμουζίνα: χλιδώχημα, μεγιστανόχημα (© Νηματολάγνος)
268. linoleum = λινόλεουμ: είδος χαρακτικής: λινελαίυφο
269. Lofstrom loop: κοσμοπυλώνας (του Lofstrom)
270. lotion = λοσιόν: λούθρυγρο
271. mammouth: τριχοθηρίο (© Νηματολάγνος)
272. manchette < manch (= μανίκι) = μανσέτα: καρποϊμάτιο
273. manga: προτυποτεχνία (© Νηματολάγνος)
274. mani: θρήνασμα (© Νηματολάγνος)
275. mankini: ωμωρχεοσυνδέτης, καυλιμάντειο
276. mannequin : λωφαρμοστής, ενδυματοδειξίας (© Νηματολάγνος)
277. manteau = μαντό: ελαφράπορπο, γυναικοφόρι (© Νηματολάγνος)
278. mascella: ανωδίτης (νωδός = φαφούτης)
279. mascotte: τυχεραγωγός (© Νηματολάγνος)
280. masochisme: αυτοτερψαλγία (© Νηματολάγνος)
281. mazout: ναυσέλαιο / πλοιέλαιο (© Νηματολάγνος)
282. mech: μηχανένανδρο
283. medaillon: μεταλλοποίκιλμα (© Νηματολάγνος)
284. melanzana: ιωδόμηλο (© Νηματολάγνος)
285. melon (chapeau) μενού: menu = μελόν: πιλοπέπονας
286. milf: ωριμόκυσθη
287. military science fiction n: στρατοφαντασιακή
288. mille‐feuille: μυριοφύλλιο, τριφυλλόστρωτο (© Νηματολάγνος)
289. minimalisme: απλοτροπία / απλοκρατία (© Νηματολάγνος)
290. moderato: μετριόρρυθμος
291. moderno: συσσυρμικός
292. moiré = μουαρέ: ψιαθικό
293. moonsuit n: σεληνένδυμα
294. morph n: σωματομοιότυπο
295. motocross: αγροδρομία, μηχανατραπία (© Νηματολάγνος)
296. moulinée (soie) (= στριφτό μετάξι) < ρ. mouliner (= τυλίγω μετάξι) = μουλινέ, μουλινές: τροχαλωτό
297. mousse: αφρέδεσμα (© Νηματολάγνος)
298. mozzo = μούτσος: μαθητευόμενος ναύτης: πρωτοναυτιλλόμενος
299. multigeneration ship n: γενεόσκαφος
300. mundane n: ανεφοπαδός
301. musacca: κρεατωδομηλόψητο (© Νηματολάγνος)
302. mutant n: μεταλλαγμενούργημα
303. mutation n: μεταλλαγμενουργία
304. necessaire: καλλυντικοθήκη (© Νηματολάγνος)
305. nectin: συνδετίνη (© Νηματολάγνος)
306. needle beam n: πυρακτίνα
307. needle gun n: πυρακτινικό
308. needle v: πυρακτινίζω
309. neural adj: μυαλογισμικό
310. neuronic adj: νευραλλοιωτής:
311. neutralino: ανιδωτόνιο / ανιδωσωμάτιο (© Νηματολάγνος)
312. neutrino telescope: ελαφρονιοσκόπιο (© Νηματολάγνος)
313. neutrino: ελαφρόνιο (© Νηματολάγνος)
314. neutronium: ουδετερονιακό (υλικό)
315. nick (internet): δικτυώνυμο
316. nicotine: καπνίνη / υδατόκαπνος (© Νηματολάγνος)
317. nightside: ερεβοσφαίριο (© Spiros252)
318. nomenclatura: συνυπενθυμιστές
319. normal space n: ομοιαπέραντο
320. nova v: καινοφανηγώ
321. occhio: αγκυρόφθαλμος, αγκυροπή (© Νηματολάγνος)
322. osteonectin: οστεοσυνδετίνη (© Νηματολάγνος)
323. overmind n: πολυνοημοσύνη
324. pacchetto: κυβόδεμα
325. paillette: ελασμάτοπο
326. paletta (πινακίδα όπου ο ζωγράφος ανακατεύει τα χρώματα, η χρωματική κλίμακα που χρησιμοποιεί καλλιτέχνης: φασματοπινακίδα
327. panel: τηλεπαΐοντες (© Νηματολάγνος)
328. passe‐partout (= περνά από παντού) = πασπαρτού: πανδιίοντας
329. passifan n: αντιφαντασιακόλουθος
330. pasta frolla (= ζύμη εύθρυπτη) = πάστα φλόρα: είδος γλυκίσματος από ζύμη που επικαλύπτεται με μαρμελάδα: μελιμηλόζυμο
331. pasticcio: κρεατολαγηναλευράρτυμα, κρεαταλευρόψητο (© Νηματολάγνος)
332. patine (με χειρολαβές): σανιδήλατο (© Νηματολάγνος)
333. phaser: ενεργοπομπός (© stavmanr), ενεργοβόλο (© killerbee)
334. photomontage = φωτομοντάζ: φωτεικονοδεσία
335. photoroman = φωτορομάντζο: φωτειδύλλιο
336. pianissimo = πιανίσιμο: με πολύ αδύνατη ένταση, πολύ σιγά στη μουσική: απαλόμουσα
337. piattella = πιατέλα: μεγάλο ρηχό πιάτο για σερβίρισμα: μεγαπινάκιο
338. piattello = πιατέλο: μικρό πιάτο: μικροπινάκιο
339. piccirillo = πιτσιρίκα: μικρό και ζωηρό παιδί: (υπάρχει το "ζωηρόπαιδο"), οπότε μπορεί να αποδοθεί ως ζωηροκόριτσο
340. piercing (γενική ονομασία): ενδέρμιο
341. piercing (γλώσσας): εγγλώσσιο
342. piercing (κλειτορίδας): εγκλειτορίδιο
343. piercing (μύτης): εμμύτιο
344. piercing (ομφαλού): ενομφάλιο
345. piercing (όρχεων): ενόρχιο
346. piercing (πέους): εγχαλίνιο
347. piercing (ρώγας): ενθήλιο
348. piercing (στόματος): εγχείλιο
349. piercing (φρυδιού): εμφρύδιο
350. piercing: κοσμότρηση (© Νηματολάγνος)
351. piloto: αιθερηγός
352. Planck (ενέργεια) : ενεργόνιο (του Πλανκ) (© Spiros252)
353. Planck (θερμοκρασία): μεταθερμοκρασία / υπερκρασία / εξωθερμοκρασία / εξωκρασία (του Πλανκ) (© Spiros252)
354. Planck (μάζα): ψυλλώνιο / ψυλλόνιο (του Πλανκ) (© Spiros252)
355. Planck (μήκος): οδόνιο (του Πλανκ) (© Spiros252)
356. Planck (φορτίο): δωδεκατρόνιο (του Πλανκ) (© Spiros252)
357. Planck (χρόνος): χρονόνιο (του Πλανκ) (© Spiros252)
358. poché(e), μτχτου ρpocher (= μαυρίζω το μάτι κάποιου) = ποσέ: ατσοφλόβραστο
359. porte‐manteau = πορτμαντό: υποδηματιοθήκη
360. portogallo: πυρρόκαρπος / πυρροκαρπιά (© Νηματολάγνος)
361. positron: θετικόνιο (© Νηματολάγνος)
362. post-holocaust adj: μεθολοκαυτωματικό
363. post-scarcity economy: μετανεμπληστική (κοινωνία)
364. postiche = ποστίς: πλοκαδοφενάκη
365. poudingue < αγγλ. pudding = πουτίγκα: πηχθηδές
366. poulain = πουλέν: υπάρχει ως φέρελπις και υποτιμητικά ως μανάρι, άρα θα μπορούσε να γίνει > φερελπιδομάναρο
367. POV: μονορατόργια / μονοθεατόργια (© Νηματολάγνος)
368. première = πρεμιέρα: πρωτοπαράσταση
369. presa = πρέζα: ποσότητα κονιοποιημένης ουσίας που παίρνεται με τον αντίχειρα και τον δείκτη, μικρή ποσότητα, ποσότητα ναρκωτικής σκόνης που ρουφιέται από τη μύτη: κονιδομερίδα, παραμυθόδοση
370. protectorat = προτεκτοράτο: κηδεμονευτό (κράτος)
371. pullman: πανεδροκίνητο / πανεδροφορείο (© Νηματολάγνος)
372. PWAG’s: λευκοπρωκτολαγνεία (© Νηματολάγνος)
373. quadrone = καδρόνι: κυβοδόκαρο
374. quark: πλινθόνιο (© Νηματολάγνος)
375. qubyte: διακριτογδήκιστο
376. raf (ράφι): ικριωματίδιο
377. rafting: λεμβισμός (© Νηματολάγνος)
378. rasta: πλεξιδόκομο (© Νηματολάγνος)
379. ray projector n: ακτινοπροβολέας
380. redingote < αγγλ. riding coat (= σακάκι ιππασίας) = ρεντινγκότα: ιπποτόπαλτο
381. redshirt (ηθοποιός που πεθαίνει στις πρώτες σκηνές του έργου): αυτοθανόντας (© Νηματολάγνος)
382. rente = ράντα: πληρωσειρά
383. replicant n: επωδιστής
384. reproduction = ρεπροντιξιόν: πινακότυπο
385. retiré = ρετιρέ: στεγοδιαμέρισμα
386. réveillon = ρεβεγιόν: πρωτεθέορτο
387. rim world n: παρυφόκοσμος
388. ringworld: ηλιαντλάλως, κοσμοκρίκελος, κρικελόκοσμος
389. rogue state: κακουργιοκρατίδιο, κρατοκόβαλος / κοβαλόκρατος (© κάποιος_Νίκος)
390. rottweiler: κυνολετήρας (© Νηματολάγνος)
391. sadisme: τερψαλγία (© Νηματολάγνος)
392. sadist: τερψαλγός / τερψαλγιστής (© Νηματολάγνος)
393. salmis = σαλμί: (δίχως κρεμμύδι) ακρόμμυο
394. saltare = σαλτάρω: πελλάλλομαι
395. sanguigni: αιμόκαρπος (© Νηματολάγνος), ερυθρόμηλο / αιματόκιτρος (© κάποιος_Νίκος)
396. savarin (γλυκό μπαμπάς): γαλακτωματόστριο (© Νηματολάγνος)
397. schlimazel: δισεκτισμός, γκαντεμισμός, πηγαδοκατουρητισμός, φρεατουρισμός, κακοκλωθεμένος (© Νηματολάγνος)
398. schnapsidee: οινοφάνεια / οινοφανής (ιδέα) (© άραξον), μεθυσοβουλή (© κάποιος_Νίκος), ξιδέα (© LOUROS), αμπελοϊδέα (© fagano), οιναλαμπή (© Νηματολάγνος)
399. scia = σία: κάνε πίσω με τα κουπιά: (προστ. του αντιλάμνω) αντιλάμνετε
400. scientology: πνευματραπισμός (© Νηματολάγνος)
401. scorbuto: τροφοκυτιοπάθεια / ναυτοπάθεια (© Νηματολάγνος)
402. screenager: οθόνηβος, ευωνυμοσφίχτης (ευώνυμος (αριστερά) + σφίχτης (μυώδης))
403. scuffia: καροβόμβυκας
404. sechoir: κομοστεγνωτήρας (© Νηματολάγνος), θερμοπνοϊκό (© κάποιος_Νίκος)
405. secondare: δευτεράδω
406. security: ασφαλοπάροχος (© Νηματολάγνος)
407. sedan: τετραθυροκίνητο (© Νηματολάγνος)
408. self-replicating spacekraft: αυτοπηγούμενο / βιοπηγούμενο (σκάφος)
409. sellotape: ταινιοκολλητικό / ταινιοκολλητής (© Νηματολάγνος)
410. sépale, από συμφυρμό των séparer και pétale = σέπαλο: καλυκόφυλλο
411. sercon adj: σοβαροδομική
412. sercon n: σοβαροδομή
413. seredipity: τυχεύρημα (© Νηματολάγνος)
414. serenata = σερενάδα/τα: κατωφλίασμα
415. serpentin = σερπαντίνα: χαρθέλικα
416. servi (= υπηρετούμενος) = σερβί: φυλλοκράτηση
417. service = σερβίς: σφαιροκομία, πρωτορριψιά (© Νηματολάγνος)
418. serviette = σερβιέτα: δοριαλίστιο, εμμηνορρυσιόρουχο (© Νηματολάγνος), εμμηνόπανο (© κάποιος_Νίκος)
419. sex robot: ταλερωτοειδές (© Νηματολάγνος)
420. sexism: φυλοδιαφορισμός (© Νηματολάγνος)
421. sexist: φυλοδιαφοριστής (© Νηματολάγνος)
422. sexting: ειδωλοιφώ, αλαργοχαμούρεμα / -εύομαι, τηλεμπαλαμούτιασμα / -τιάζομαι, ιστερωτοτροπία / -ώ, διασυνδεψία / διασυνδέφομαι
423. sfogliata = σφολιάτα: βουτυροζύμαρο
424. shampooing = σαμπουάν: κομοσάπων
425. sirop = σιρόπι, σορόπι: πηχθήδυγρο, υδροζάχαρη / υδροσάκχαρο (© Νηματολάγνος)
426. skort: περιγοφίδα (έντομη)
427. skydiving: αερόδυση (© Νηματολάγνος)
428. skyhook: ριψόγαντζος
429. slipstream n: φαντασιακοφανής
430. smart clothe: μεταλώπιο
431. sniff: εισπνοδοσία / εισπνόληψη (© Νηματολάγνος)
432. sol-type n: ηλιομοιότυπο
433. solar sail: ηλιάρμενο, ηλίστιο (© Spiros252)
434. solo: ιδιεκτέλεση
435. soufflé = σουφλέ: τυρόπομφο, φουσκόγευμα (© Νηματολάγνος)
436. sovertire (=ανατρέπω) = σοβερτάρω: ανατρέπομαι (για πλοία): ναυσανατρέπω
437. space dock n: κοσμονεωδόχος, αχανεωδόχος
438. space drive n: διαστημωθητήρας
439. space force n: αχανομαχητικό
440. spam: παμφωτάγγελμα, συμφορημάγγελμα (© κάποιος_Νίκος), παλλυχνόγραμμα, παλλυχνόπεμπτο, παλλυχόδιο, διασυμφόρημα (© κάποιος_Νίκος), αγγελιόχληση (© stavmanr)
441. spammer: παριζάνος (© clot), παμφωταγγέλτης, συμφορηματαγγέλτης (© κάποιος_Νίκος), παλλυχνογράφος, παλλυχνοπομπός, παλλυχοδίτης, διασυμφορηματίας (© κάποιος_Νίκος), αγγελιοχλεύς (© stavmanr)
442. spécialité: εδωδι + ειδίκευμα > εδωδίκευμα, ιδιαιτερέδεσμα (© Νηματολάγνος), εδεστέον (© κάποιος_Νίκος)
443. spy ray n: αλλοναγνωστικό
444. stim n: παμβελτιωτής
445. strapon (double, triple): δι-, τριφαλλόζωνο / δι-, τριπλοδονητής (© Νηματολάγνος)
446. strapon: φαλλόζωνο (© Νηματολάγνος)
447. striptease: ηδονόλουτρο (© Νηματολάγνος), λαγναπεμφιεσμός / λαγνέκδυση / λαγνογδύσιμο (© κάποιος_Νίκος)
448. stylo: μελάναυλος (© Νηματολάγνος), μελανογραφίδα (© κάποιος_Νίκος)
449. sub-etheric adj: υποαιθέριος (© Alchemist)
450. sublight adv: υπολυκωκέως
451. sublight n: υπολυκωκύτητα
452. subspace n: υπόσυμπαν
453. suède < Suède (= Σουηδία) = σουέτ: απαλόδορο
454. synthetic telepathy: φρηναυδία / -ώ, τεχνοπάθεια (© Spiros252)
455. system-wide adj: πανηλιοσφαιρικός
456. table d’hôte = ταμπλ ντοτ: γευματότυπο
457. tableau (basketball): καλαθοπίνακας (© Νηματολάγνος)
458. tableau: πληροφοριοπίνακας (© Νηματολάγνος)
459. tablet: χαπάκι (© LOUROS), πινακοθόνη
460. tapissier: ταπητιοθέτης
461. tappezzare: τοιχοδοραλείβω
462. tariffa = ταρίφα: καθορισμός τιμής, διατίμηση, το κόστος διαδρομής με ταξί: ναυλωχηματοχρέωση
463. taxim = ταξίμετρο: ναυλόμετρο, διαδρομόμετρο (© Νηματολάγνος)
464. technopathy: τηλεκτροπάθεια (© Spiros252), ψυχοτροπάθεια (© Spiros252), τηλετεχνολογοπάθεια (© killerbee)
465. terminator (solar): ευημερινός (© Spiros252)
466. terra-cotta: ψητόπηλος
467. terraform v: γαιοπλάθω (© Alchemist)
468. terraformed adj: γαιοπλασμένος (© Alchemist)
469. terraforming adj: γαιοπλαστικός
470. tight-beam n: φωτοστικταγγέλτης
471. tight-beam v: φωτοστικταγγέλλω
472. timepath n: χρονοπαθητικος (© Alchemist), χρονατραπός, χρονόρευμα (© Spiros252)
473. toast: φρυγανόψωμο / φρυγαναρτιά (© Νηματολάγνος)
474. toilette: χλιδένδυμα (© Νηματολάγνος)
475. transhuman adj: αλλοσχηματικός
476. transhuman n: αλλόσχημος (άνθρωπος)
477. trolley: ηλεκτραστικό (© Νηματολάγνος)
478. troubadour: συνθετοτραγουδιστής (© Νηματολάγνος), περιπλαναοιδός (© κάποιος_Νίκος)
479. trufan n: εφομπαδός
480. turban: κεφαλοΰφασμα (© Νηματολάγνος), πιλόδεσμος
481. vacchetta: δαμαλόδερμα
482. vagone: συρμέρισμα, συρμότμημα / συρμόχημα (© Νηματολάγνος)
483. van der waals force: φαινοηλεκτρικός / φαινοϊοντικός (δεσμός του Van der Waals) (© Νηματολάγνος)
484. vaporwave: ατμοκύμα / αχνόκυμα (© Ηephestus)
485. vaseline: υδρελαιίνη (© Νηματολάγνος)
486. vibrato: δονητόφθογγο
487. viewport n: παρεικόνιση
488. viewscreen n: οθονοσκόπιο
489. volant: τροχήλεγχο (© Νηματολάγνος)
490. walkthrough: υπέρλυση
491. yades: διχαλοπαίγνιο (© Νηματολάγνος)
492. zebra: ραβδώνος (© Νηματολάγνος)
493. zig‐zag = ζιγκ‐ζαγκ: καρχαροδοντηδόν
0 .

Άβαταρ μέλους
Νηματολάγνος
Rookie poster
Rookie poster
Δημοσιεύσεις: 168

Re: Νεολογισμοί για λέξεις που δεν υπάρχουν στα ελληνικά

Δημοσίευσηαπό Νηματολάγνος » 22 Απρ 2018, 20:28

Έχω σχεδόν φτιάξει και εγώ μια μικρή λίστα που μέχρι στιγμής περιλαμβάνει καμιά 200+ νεολογισμούς.
Σύντομα θα την δημοσιεύσω στο σάιτ και θα δω αν θα φτιάξω ebook *

* ebook, να μια ακόμη λέξη που χρειάζεται απόδοση.
0 .
30 Αυγούστου 1949 - ΔΕΝ ΞΕΧΝΩ!


Επιστροφή σε “Γλωσσολογία”