Μεταφέρω εδώ το τσαντίρι απο τη Συρία. Δυστυχώς οι τελευταίες λέξεις χάθηκαν.
1. a picco: προβυθανάσπαστα
2. a tempo: ρυθμαποκατάσταση
3. a tratta: πελαγίστιο
4. a varare: ναυς + σοβέω (διώχνω) = ναυσοβέω
5. aba: ποιμενοφόρι (© Ju-87)
6. abat‐jour = αμπαζούρ: θαμπολύχνιο
7. accelerando: ρυθμεπιτάχυνση
8. accessoire = αξεσουάρ: διακοσμεξάρτημα
9. accompagnare: συγχορδεύω
10. actifan n: φαντασιακόλουθος
11. activisme: διενεργισμός / διενεργιστής (© Ju-87)
12. adagio: αργόρρυθμα
13. adiponectin: αλειφοσυνδετίνη (© Ju-87)
14. adipose: αλειφόζη (© Ju-87)
15. aerocar n: τροχοπτέρυγο
16. affissa = αφίσα: τοιχοφημία
17. after shave: μετάξυ (© LOUROS), μεταθρίχιο, τσουχτρευωδιά, τσουχτρεύωδο, μετάξυρο
18. agarose: στερεοπόζη / στερεοχυμόζη (© Ju-87)
19. alan: αμανδρόπεδο (© Ju-87)
20. Alderson disk: δισκουμένη (του Alderson)
21. alien n: τεραλλόχθονο
22. alla larga: ποντόμακρα
23. allegro: φαιδρόρρυθμος
24. alternate future n: παράμελλον
25. alternate universe n: υπόσυμπαν
26. ambar (ρήμα): κυταποθηκεύω (© Ju-87)
27. ammollare: υδροχαύνω
28. amortisseur = αμορτισέρ: κραδασμειωτής
29. ampoule: αμφορίδιο
30. andante: μετριόρρυθμα
31. angiotensin: αγγειοπιεσίνη (© Ju-87)
32. annish n: αξιοσύλλεκτο
33. ansible n: απερανθάλτης
34. antica: αρχαιαλφές
35. antigrav adj: βαρυταρσικό
36. antigrav n: βαρυτάρσιο
37. apéritif = απεριτίφ: ορέχθυδρο
38. applique = απλίκα: τοιχολύχνιο
39. aria: μελοδραμωδία
40. arrivisme: αφικνεϊσμός
41. assorti: οφθαλμεταιρικά
42. astar: βαφεπίχρισμα / βαφεπίχριση (© Ju-87)
43. atelier: πινακοστοά
44. attacca: ἀϊκή (απότομη κίνηση) + λόγος = αϊκόλογο
45. attention whore: παγκαλάκος / -κι (© clot), ομφαλεφιστών / -ώσα, προσοχοκράχτης / -ισσα, αυτοκράχτης / -ισσα, προσοχοπορνίδιο (© Εσχατόγερος), προσοχολιμάρα (© fagano), προσοχολινάτσα
46. attraction: θεατής + έλκτης > θεαθέλκτης
47. au gratin: επιτυρισμένο
48. auto‐stop: παρεπιβίβαση
49. autocross: αμαξατραπία (© Ju-87)
50. avanzo: χρεοπροπληρωμή
51. avaria: φορταπόρριψη
52. avian n: αλλοχθονοπτέρυγας
53. avidin: ωατίνη (© Ju-87)
54. ayaz: ψυχραγέρι
55. ayran (τσιμέντο): ασβεσταργιλοπολτός (© Ju-87)
56. bacchetta: μουσόραβδος
57. baguette: ψιλάρτος (© Ju-87), αρτορράβδος (© κάποιος_Νίκος)
58. bain‐marie: παλισσκευασία
59. bakelit: ανθεκτίτης (© Ju-87)
60. bal masqué: προσωπιδησπερίδα
61. baladeur: πανυποκαταστάτης
62. baladeuse: προεκτάτης, ρευματόμιτος, καλωδιόμιτος, ρευματοφορέας (© Ju-87)
63. balle ramée = μπαλαρμάς: αμφίσφυρα
64. banco: κερκιδίσκη
65. barella: δύο + πάτος + ὓλη (ξύλο): διπάθυλο
66. baroque: υπερδιακοσμισμός (© Ju-87)
67. barra: κλειθρομοχλός
68. bâton salé: αλατόβακτρο
69. bbc (Big Black Cock): μαυρομεγαλόψωλες / σκουρογιγαντόψωλες (© Ju-87)
70. bbw (cinerotic): ερωτόχοντρες / ομορφόχοντρες (© Ju-87), τοφαλαγνεία
71. beanstalk n: εξανελυστήρας
72. béchamel: αλευράρτυμα, στιβαδoγαλάκτωμα (© Ju-87)
73. becroggle v: βραχεοπαράλυση
74. belter n: αστεροειδαπός, μετεωρύχος
75. bem n: δρακακρίδα
76. Bernal sphere / Stanford torus: βαρυτόκρικος
77. bétonnière: σκυροδεματηγό, σκυροδεματοποιητής (© Ju-87)
78. bibelot: διακοσμητίδιο
79. biberon: γλαγοχόη
80. bidet: λούθρεδρο, γλουτονιπτήρας (© Ju-87)
81. bidon = μπετόνι, μπιτόνι: πλαστόπιθος
82. big dumb object n: αποκρύφογκο
83. bigoudi = μπικουτί: κρωβυλωτής
84. bioship: βιόπλοιο / βιοπλοίο (© Alchemist), βιοαστρόπλοιο (© killerbee), εμβιόφρακτο
85. biscotto: ευθρυπτοβούτημα
86. bistecca (λαχανικών): λαχανόδισκος (© Ju-87)
87. bistecca (μοσχαρίσιο): βουκρεόδισκος (© Ju-87)
88. blasé: αληπαθές
89. blast off n: παλμοιστροβολώ
90. blast off v: παλμοιστρωθώ
91. blaster: πλασμοπίστολο (© killerbee), πάλμοιστρο
92. bloc (pc): παρατάκτης
93. blockchain: κρυφθάλυσος / δυφιάλυσος / κρυπτοπινάκιο (© Spiros)
94. blouse: αγχίδορο
95. blouson: αγχιδόριο
96. blowup n: παναφανιστής
97. boa: χνουδοβόας, πτιλοπεριλαίμιο (© Ju-87)
98. body-waldo n: βραχιονοπλία
99. bol: αλαβοκύλικας
100. boléro: θωρακίδα
101. bomba: εμπυροστάτης, πανεκρηκτήρας
102. bombardare: βληματορρίπτω
103. bordure: ανθολωρίδα
104. Bose-Einstein condensate: στροφονιοπύκνωμα (© Ju-87)
105. boson: στροφόνιο / περιστροφόνιο (© Ju-87)
106. bot (αμοιβόμενο): μισθαναρτητής, αναρτέμμισθος
107. bota: γονυλείχιο (© Ju-87)
108. botox: ορυοτοξίνη
109. bottine: θηλαρβύλη
110. bouffant: προτομήρης
111. bowl: φαγητοθήκη / εδεσμοθήκη (© Ju-87)
112. boycottage: δυσφημαποκλεισμός
113. braca: πτυχοσκελίδα
114. braintape n: νουμοιότυπο
115. brancarella: δεκαποδιέρα
116. brillantine: κεφαλοιφή, φαλαντίνη (© Ju-87)
117. brillole: θριχεύωδο
118. briquette: καυσόπλινθος
119. broadcast: διεκπομπή (© Sophistes), υπερεκπομπή (© Sophistes), πανεκπομπή (© Spiros)
120. brocart: ποικίλθυφο
121. broderie: κένθυφο
122. bromance: σταυραδελφειδύλλιο
123. buffet (έπιπλο): σκευοτράπεζα (© Ju-87)
124. buffet: εδεσμάζωμα (© Ju-87)
125. bukkake: σπερματοκάλυψη (© Dwarven Blacksmith)
126. bullying: ταυρισμός (© Εσχατόγερος), διεκφοβισμός (© fagano)
127. burkini: περισωματίδα
128. bussard ramjet: υλαδράχτης (του Bussard)
129. byte 10^00: δυφιόλεξη (© Spiros252), δυφιόγραμμα (© Spiros252), οκταδύφιο (© Spiros252), ογδήκιστο (οκτώ + ήκιστο: Bit)
130. byte 10^03 (Kilobyte): χιλιογδήκιστο, χιλιοδυφιόγραμμα (© Spiros252)
131. byte 10^06 (Megabyte): μεγαλογδήκιστο, μεγαδυφιόγραμμα (© Spiros252)
132. byte 10^09 (Gigabyte): γιγαντογδήκιστο, γιγαδυφιόγραμμα (© Spiros252)
133. byte 10^12 (Terabyte): τερατογδήκιστο, τεραδυφιόγραμμα (© Spiros252)
134. byte 10^15 (Petabyte): πετανογδήκιστο, πεταδυφιόγραμμα (© Spiros252)
135. byte 10^18 (Exabyte): εξογδήκιστο
136. byte 10^21 (Zettabyte): επτογδήκιστο
137. byte 10^24 (Yottabyte): δισογδήκιστο (οκτω + οκτώ + ήκιστο: Bit)
138. byte 10^27 (Brontobyte): τρισογδήκιστο
139. byte 10^30 (Geopbyte): τετρακισογδήκιστο
140. byte 10^33 (?-byte): πεντακισογδήκιστο
141. cabaret: ηδονόκεντρο (© Ju-87)
142. cabina = καμπίνα: μικρός θάλαμος (πλοίου): κλινοθάλαμος, (θαλάσσιων λουτρών): λουτριδητήριο
143. cabriolet = καμπριολέ: ευηνεμώνας
144. caccia-vite = κατσαβίδι: αμφιδωτής
145. cache‐corset = κασκορσές, κασκορσέ: σφιχτοκρύπτης
146. cache‐pot = κασπό: γλαστροδέκτης, περιγλάστριο / διακοσμοδοχείο (© Ju-87)
147. cadran: ένδεικτρο
148. cagnotte = γκανιότα: κερδοκατακράτημα
149. caki: πτυσσομάχαιρο (© Ju-87)
150. calafato = καλαφάτης: ρωγμοσφραγιστής
151. calare: ιστορρίπτω
152. caleçon: αμφιμήραπτο
153. calumare: γαρλινοχαλαρώνω
154. calzone: περιμύγδαλο
155. camariere: δωματιοκόμος
156. camera: αϊκογράφος
157. camerino: υποδυτήριο
158. camisole: υπαμφίσκη
159. canapé: αγχιθέσιο
160. canavaccio: λίνυφο
161. candela = καντήλι : κηροθρυαλλίδα
162. candeliere: πολύλυχνο > πολύχνο
163. candi = κάντιο: είδος κρυσταλλικής ζάχαρης: αοιδός + έδεσμα > αοίδεδεσμα > αοίδεσμα
164. caniche: κυνοβάμβακας (© Ju-87)
165. cannocchiale = κανοκιάλι: φορητή ναυτική διόπτρα: ναυτοδιόπτρα
166. canot < ισπαν. canoa = κανό: άσκαρμο (σκάφος)
167. cantata: ορχηστρωδία
168. cantina: τροχοπρατήριο
169. cantino: χορδοξυτέρα
170. caparra: προαγοραστήριο
171. capital ship (spaceship): διαστημοθωρηκτό (© killerbee), αχανόκροτο
172. capitonné = καπιτονέ: ρομβόπτυχο
173. capot = καπό: μηχανοροφή, περικινητήριο (© Ju-87)
174. capotasto = καποτάστο: χορδαγχόνη
175. caraffa = καράφα: επιτραπέζια φιάλη: υαλολάγυνος > υαλάγυνος > γιαλάγυνος
176. carambola = καραμπόλα: συγκρουσυσσώρευση, επαλληλόκρουση (© κάποιος_Νίκος), πολύκρουση / επισύγκρουση (© stavmanr), οχηματοσυνονθυλευματοποίηση, πολυτροχαίο, τροχαιορραγία
177. caramella = καραμέλα: μικρό και σκληρό ζαχαρωτό: κρυσταλληδεία
178. caratterista: αμφιλαροτραγικός
179. caravella = καρβέλι: ψωμί σε σχήμα κυκλικό: στρογγυλόψωμο
180. carbon nanotube skyscraper: μεγανθρακίονας
181. carico (= φόρτωμα) = καρικώνω: διορθώνω με κλωστή τριμμένα ρούχα, μαντάρω: ιματιορθώνω
182. carreau: τετραπλευρόκοσμο (© Ju-87)
183. carta = κάρτα: κομμάτι χαρτονιού, μικρών διαστάσεων: χαρτονίδιο
184. cartella: χαρτονίσκος
185. casaca: χοντροπροτομίδα
186. cascadeur < cascader < cascade (= καταρράκτης) = κασκαντέρ: κινδυνοσωσίας, σκοπελοτέχνης (© Ju-87)
187. caschetto (= κράνος) = κασκέτο: γεισόπιλος
188. casino = καζίνο: λαχνεδράνοικος
189. caso = κάζο: (= συμβάν), ξαφνικό και δυσάρεστο περιστατικό: δυσξυμβάν
190. caso = καζούρα: συνδιακωμώδηση
191. cassela = κασέλα: κιβώθυλο
192. cassetta = κασέτα: μαγνητορόδανο
193. cassettina = κασετίνα: τιμαλφοκούτι
194. caster (wave) board: ελικοσανίδα
195. cavalo = καβάλο(ς): σαγμάθαπτο
196. cemento: ασβεστάργιλος / υδρασβεστάργιλος (© Ju-87)
197. cendré = σαντρέ: φαιόπυρρο
198. cerchio = τσέρκι: κρικοδετήρας
199. chalet = σαλέ: χλιδή + όρος + οίκος > χλιδόροικος
200. chaman: πνευματομιλητής (© Ju-87)
201. champagne: αφροίνος (© Ju-87)
202. champoing: αφρόκομο (© Ju-87), κεφαλονίτρασμα (© κάποιος_Νίκος)
203. changement: κινητοκιβώτιο (© Ju-87)
204. chantilly = σαντιγί: γαλακτόχρισμα
205. chassis: αμαξοσκελετός (© Ju-87)
206. chat slang: ισθομιλουμένη, ιστιδίωμα
207. chat: μπλαμπλα (© LOUROS), ισθομιλία / -ώ
208. cheeseburger: τυροβουκρεόψωμο (© Ju-87)
209. chemin (de table) = σεμέν: πλεκτραπέζιο
210. chiffonnier: συρταριέρα (© Ju-87)
211. chihuahua: κυνοθύλαξ (© Ju-87)
212. chinchinlla: ανδεοκόνικλος (© Ju-87)
213. choc: νευροκλονισμός / ψυχοκλονισμός (© Ju-87)
214. ciotola = τσότρα: ξύλινο δοχείο κρασιού: υλοπάγουρος
215. ciurma (= πλήρωμα πλοίου) = τσούρμο: ναυσυρφετός
216. claquer = κλακαδόρος, κλακέρ: επευφημιστής
217. claquette = κλακέτα: ληπτογράφος
218. Clarke's First Law: ο νόμος της αναδυνατότητας (του Κλαρκ)
219. Clarke's Second Law: ο νόμος της δυνατοδιάτασης (του Κλαρκ)
220. Clarke's Third Law: νόμος της τεχνολογητείας (του Κλαρκ)
221. classeur = κλασέρ: αρχειοδέκτης
222. clip-on: σκιοπρόσθετο, προδεθήλιο (προ + δένω + ήλιος)
223. clique < cliquer (= χειροκροτώ) = κλίκα: ενδωμοσία
224. cloaking device n: αμφισυνευθειαστής, αορατοποιός
225. clochard = κλοσάρ: αστοφερέοικος
226. cloche (= καμπάνα) = κλος: περίπτυχο
227. cloisonné = κλουαζονέ: φρακτεπαδαμάντινο
228. closeup (cinerotic): κοντινόληψη (© Ju-87)
229. club sandwich: τρίψωμο / τριγωνόψωμο (© Ju-87), τρικωχαμφίαρτος
230. cobra: πιλέχιδνα (© Ju-87)
231. cocca = κόκα: εντομή βέλους όπου μπαίνει η χορδή του τόξου, κρανίο, κεφάλι: χορδεντομή
232. coiffe (γυναικείο μαντίλι για την κεφαλή) = κουάφ: πιλόνυμφο
233. cold sleep n: αζωθυπνία
234. cold sleeper n: αζωθύπνιος
235. collage = κολάζ: αποκομμάζωμα
236. collant = κολάν: μηρεφάρμοστο
237. collapsium n: συμπάγιο, ατεγκτάτηκτο
238. collaro = κολάρο(ς): λαιμοταινία
239. coller: γλοιοτεχνία (© Ju-87)
240. combinaison = κομπινεζόν: αποκάλυπτρο
241. comlink n: ολογράφωνο
242. commset n: ολογραφωνικό
243. comodino = κομοδίνο: παρακλινοθήκη
244. comparsa: δορυφορηματίας, δευτεροποιός (© Ju-87)
245. completism n: συμπληρωτισμός
246. completist n: συμπληρωτιστής
247. composta =κομπόστα: ζαχαρώπωρα
248. computronium: υλογιστρόνιο / υλογιστόνιο (ύλη + υπολογιστής) (© Spiros)
249. conserva: τροφολμός, τροφοκυτίο (© Ju-87)
250. console = κονσόλα: τοιχάπτιο
251. contraterrene adj: ανθυλόκτιστο
252. corna = κόρνα: κλαγγητήρας
253. cornare = κορνάρω: κλαγγητηρίζω
254. cornet (γλυκό): γαλακτωματοκαύκιο (© Ju-87), αρτοκέρας (© κάποιος_Νίκος)
255. cornet (εργαλείο ζαχαροπλαστικής): γαλακτώμαυλος (© Ju-87) γαλακτωματεγχυτής (© κάποιος_Νίκος)
256. cornettista = κορνετίστας: κερατιοπαίκτης
257. cornetto = κορνέτο: υψικεράτιο
258. corsage = κορσάζ: προτομίδα
259. corset < corps (= σώμα) = κορσές: κλεψυδρωτής
260. costume = κο(υ)στούμι: ομόυφο
261. côtelé < côté (= πλευρό, παΐδι) = κοτλέ: εσχάρυφο
262. coupe (αυτοκίνητο): διθυροκίνητο (© Ju-87), δίφροχος
263. coupe (βαγόνι τραίνου): συρμοδιαμέρισμα (© Ju-87), συρμόδωμα
264. coupon = κουπόνι: αποκομμάτιο
265. course < λατιν. cursus = κούρσα: ωκυδρομία
266. couvert = κουβέρ: συνεδώδιμο
267. cozzare (= κερατίζω) = κοτσάρω: κρεμώ, συνδέω, δίνω κάτι ξαφνικά, κατηγορώ, φορώ κάτι που δεν ταιριάζει με την περίσταση > κοτσαδόρος: ρυμουλκόγαντζος
268. crack software: ιστωλεθρικό
269. cracker: ιστωλετήρας / ιστωλλύω
270. crayon = κραγιόν, κραγιόνι: χειλογραφίδα, χειλοβαφέας / χειλομόλυβο (© Ju-87)
271. creampie: εσωχυσία (© Ju-87)
272. crescendo = κρε(τ)σέντο: επένταση
273. croisière = κρουαζιέρα: περιπελάγηση
274. croissant: αρτοφέγγαρο (© Ju-87)
275. croquet < αγγλ. croquet < ρ. croquer (= χτυπώ) = κροκέ: σφυροσφαίριση, στοχοσφαίριση (© Ju-87)
276. croquette = κροκέτα: φρυγανένδυτο
277. croupier = κρουπιέρης: φυλλανοιχτής
278. crystal sword: αδαμαντάορας
279. cucetta = κουκέτα: αμφίκλινο
280. culotte = κιλότα: βουβωνίδα, βόσπυγος
281. cum in ass: πρωκτοχύσιμο (© Ju-87)
282. cumshot: σπερματοπίδακας (© Ju-87)
283. cumswap: χυσαλλαξιά / χυσανταλλαξιά (© Ju-87)
284. cyber warrior: ιστωπλίτης
285. cyberpathy: κυβερνοπάθεια (© Spiros)
286. cyborg: μηχανδρείκελο (© Alchemist), μηχάνδρωπο, ανδρομήχανο
287. cyborged adj: μηχανδροποιημένος
288. cyborging n: μηχανδροποίηση
289. dama = ντάμα: συμπεριπατήτρια
290. dayside: φωτοσφαίριο (© Spiros), η μεταξύ τους οριακή περιοχή λέγεται ζώνη του λυκόφωτος
291. debt repayment: ωρχισμός (© Yochanan)
292. debuttare = ντεμπουτάρω: εναρκτοδρομώ
293. decalcomania = χαλκομανία: υμενοτυπία
294. décapage = ντεκαπάζ: απομελανίνωση, ξεβαμμάκομα (© Ju-87)
295. découper (= αποκόπτω) = ντεκουπαριστός: αφυποβαθρισμένος, αφυποβαθρίζω
296. decrescendo = ντεκρεσέντο: προοδευτική μείωση της έντασης του ήχου σε μουσική σύνθεση: ηχελάττωση
297. deepthroat: βαθυλειχία (© Ju-87)
298. défilé (= παρέλαση) = ντεφιλέ: συρμοφάνια
299. deflector n: ασπίδαυρο
300. dégras = δεγράς: λιπαντοδόριο
301. deism: διανοκρατία / διανοκράτης (© Ju-87)
302. démodé = ντεμοντέ: παρασυρμικό
303. dentelle = δαντέλα, νταντέλα: πλεκτο + ὅριο = πλεχθόριο
304. depaysement: αποτοπισμός, βρεφοτήρηση (© Ju-87)
305. deposito = ντεπόζιτο: καυσιμοδοχείο
306. deux‐pièces (= δύο κομμάτια) = ντεπιές: αμφιτέμαχο
307. dirtsider n: ομοχθόνιος
308. disintegrator n: απολοκληρωτής
309. disruptor n: φωτοσφαιροβόλο
310. diva (=θεά) = ντίβα: διάσημη τραγουδίστρια ή ηθοποιός: διασημαπόμακρη
311. divisionismo = ντιβιζιονισμός: λωριδογραφία, μακροστιγματογραφία
312. docking (devices): πίρωση / -ώνω (© Spiros) (για τα μικρά αντικείμενα - συσκευές - υλικολογισμικό) Π.χΠίρωση ακουστικών, bluetooth σε κινητό
313. docking (space): προσπίρωση / -ώνω (© Spiros), προσβλήτρωση / -όνομαι (© Spiros), προσκομβίωση / -όνομαι (© Dwarven Blacksmith), προσεισφράγιση /-ίζομαι
314. documentaire = ντοκιμαντέρ: στοιχειοταινία
315. documentare = ντοκουμεντάρω: βασίζω σε τεκμήρια, σε ντοκουμέντα: τεκμηριοθετώ
316. domino = ντόμινο: πλακιδιάλυσος
317. doomwatcher n: οικοκασσάνδρα
318. dossier = ντοσιέ: εγγραφοθήκη
319. double face = ντουμπλ φας: αμφιφόρι
320. double penetration: διπλοεισχώρηση (© Dwarven Blacksmith), διπλοψωλιά (© Ju-87)
321. doubleplusungood adj: πανυπερκάκιστος
322. doubler = ντουμπλάρω: ανθομιλώ
323. downtime adv: αλλοτινότητα
324. doxxing: στοιχειοφαντία / στοιχειοφάντης
325. drapé = ντραπέ: πολυδίπτυχο
326. dresser = ντρεσάρω: κτηνοπαιδεύω
327. drille = ντρίλι: ράχυφο
328. drone (observation): τηλεωρίτης
329. drone (tank copter): αερομποτάνκ (© Hellegennes), ερπαεριθύνωπο
330. drone (tri-, quad-, hexacopter): τρι-, τετρα-, εξαβεμβικό
331. drone (UAV): αερομπότ (© Hellegennes), βομβίσκος (© Sophistes), θροΐσκος (© Sophistes), ζίγγος (© Sophistes), τενθρήνιο (© Sophistes), αυτοπλάνο (© TheoPhrm), αερομβώτιο, αεριθύνωπο, κηφηνόπλανο (© κάποιος_Νίκος), κηφηνόπτερο (© κάποιος_Νίκος), πτερήλατο, θρον (© Spiros), πτεροβέμβικας (για όλα τα παραπάνω, το UCAV: μαχητικό...)
332. drone (UGV): ρομποτάνκ (© Hellegennes), ερπιθύνωπο
333. drone (UUV): υδρομπότ (© Hellegennes), υδροβομβίσκος (© Sophistes), υδροθροΐσκος (© Sophistes), υδροζίγγος (© Sophistes), υδροτενθρήνιο (© Sophistes), υδρομβώτιο, υδροϊθύνωπο
334. dropshaft n: αιωροσωλήνας
335. duende: καλλεμψύχαψη, ψυχόριγος (© Spiros), εγκηροθωπεία = εν + κηρ (ψυχή) + θωπεία, εάν φυσικά ισχύει πως νεκρός = νη (αρνητικό) + κηρ (ψυχή) = άψυχος, τεχνογητεία (© Ju-87)
336. dyson sphere: κελυφοτίτανας, τιτανοκέλυφος (© κάποιος_Νίκος), αστροκέλυφος (© Spiros), ηλιοβράνη (© Spiros), αστρένδυμα (© Spiros) (...του Dyson)
337. e-Board: αμφίτροχο (όχι “-σανίδα” γιατί είναι ηλεκτροκίνητο όχημα)Υπάρχει φυσικά και ο όρος αυτοϊσορροπούμενο ηλεκτροκίνητο πατίνι, αλλά αναφέρεται σε πατίνια, δηλαδή τροχοσανίδα με χειρολαβές.
338. e-mail: φωτάγγελμα, λυχνόγραμμα, λυχνόπεμπτο, λυχοδικό (γράμμα), λυχόδιο
339. earthborn adj: γηγνητικός
340. earthborn n: γήγνητος
341. earthfolk pln: γεώλαος
342. earthlike adj: γηϊνοειδές
343. earthman n: πλανητοδέσμιος
344. earthperson n: χθονιώτης
345. effet = εφέ: προσδοτικό
346. egoscan n: ιδιαναζήτηση
347. élite = ελίτ: βελτιστάθροιση
348. élitisme = ελιτισμός: βελτισταθροιτισμός
349. embouteillage: θρομβοδός ή θρομβωδός, οδόθρομβος / οδοθρόμβωση (© κάποιος_Νίκος), αρύθοδος, αστόθρομβος, θρομβαστός (κατα το πονο-κέφαλος)
350. emu: αυστραλόρνιθα (© Ju-87)
351. en face = ανφάς: κατόπτρωθεν
352. entrata = εντράτα: (= είσοδος), εισαγωγικό μουσικό κομμάτι σε θεατρικό ή μουσικό έργο: πρόμουσο
353. escabeau = σκαμπό: υψικάθισμα
354. escape pod n: κοσμόλεμβος
355. esp v: αλλονάγνωση
356. esper n: αλλοναγνώστης
357. étagère = εταζέρα: ικρίσκος
358. étamine = εταμίνα: υποκέντιο
359. étiquette = ετικέτα: συνοπτίδιο
360. évasé, μτχ. του ρ. évaser (= ευρύνω, πλαταίνω) = εβαζέ: λαγυνίδα, κατα το σχήμα του δοχείου (λάγυνος)
361. expository lump n: τεχνοσέντονο
362. expressionnisme = εξπρεσιονισμός: εκφρασισμός
363. expressionniste = εξπρεσιονιστής, εξπρεσιονίστρια: εκφρασιστής
364. extrafort (= εξαιρετικά δυνατός) = εξτραφόρ: ραπτοκράτης
365. extrémisme = εξτρεμισμός: παρυφισμός
366. extrémiste = εξτρεμιστής, εξτρεμίστρια: παρυφιστής
367. faan n: φαντασιοκουστωδικός
368. face‐à‐main = φασαμέν: λαβόπτρα
369. facepalm: χτυποψία / τυπτοψία (© Ju-87)
370. facial: χυσοβάτισμα
371. facon = φασόν: ενδυματότυπο
372. faction = φράξια: ιδεόταση
373. fakefan n: φαντασιακολουθίσκος
374. falbalas = φραμπαλάς: επιπτύχωτο
375. fanning n: φαντασιοπαδός
376. fannish adj: φαντασιοπαδικός
377. fannishness n: φαντασιοπαδοσύνη
378. fanspeak: φαντασιοπαδική
379. fantascience n: εφεπιστημονικοφάνεια
380. fantastic n: μυθοπλαστικοειδές
381. fante = φάντες/ης: φιγούρα της τράπουλας, ο βαλές: ανακτίσκος
382. farsa = φάρσα: ευθυμοδόλωμα
383. fascia (= ταινία, επίδεσμος) = φάσα: (1) πρόσθετη λουρίδα υφάσματος που ράβεται για μάκρεμα, φάρδεμα ή διακόσμηση στο κύριο ύφασμα, (2) (ναυτικός όρος): η ζώνη της ισάλου των πλοίων που χρωματίζεται συνηθέστερα κόκκινη, μπλε, άσπρη ή μαύρη, (3) η κάτω οριζόντια ξύλινη λωρίδα εντοιχισμένων επίπλων, (κουζίνας, ντουλάπας κ.λπ) που καλύπτει τα πόδια των επίπλων: (1) υφιμάτιο, (2) ισαλόζωνη, (3) επιπλοκνημίδα
384. faster than light: υπερλυκωκύτητα, υπερφωτώθηση
385. fata morgana = φάτα μοργκάνα: είδος αντικατοπτρισμού, που εμφανίζεται συχνά στον πορθμό της Μεσσήνης, κατά τον οποίο επιμηκύνονται τα αντικείμενα που βρίσκονται στην απέναντι ακτή: διπλοκατοπτρισμός
386. fattura = φατούρα: τρόπος ανάθεσης υπεργολαβίας, όπου ο υπεργολάβος πληρώνεται μόνο για την εργασία, ενώ τα υλικά παραγγέλνονται και πληρώνονται απευθείας από τον εργοδότη: εργασιαμοιβή
387. faux bijou = φο μπιζού: πολυτιμοειδές
388. favori = φαβορί: νίκη + ιμερτός > νικημερτός, -ή, -ό
389. feelie n: μελό ε.φ.: φαντασιομελόδραμα
390. feminisme: εξισωτισμός (© Ju-87)
391. fermion: ημιστροφόνιο / ημιπεριστροφόνιο (© Ju-87)
392. fernweh: ξεναλγία (© Sophistes), αλαργολαχτάρα, περαντόποθος, οδυσσεϊσμός (© fagano), φιλεμπειρία (© Ju-87)
393. festival < λατινfestivus (= εορταστικός) = φεστιβάλ: καλλιτεχνοπανήγυρις
394. feston = φεστόνι: διακοσμοβελονιά
395. fetish: ηδονόπραγμα / λαγνάψυχο (© Ju-87)
396. fetishism: αψυχολαγνεία (© Ju-87)
397. fetta: λεπτόκομμα (© Ju-87)
398. feuille volante = φέιγβολάν: ανακοινωσελίδα
399. ffffm: τετραγυνόργια (© Ju-87)
400. fffm: τριδοριάλοιφος / -ία, θθθα (© clot), τριγυνόργια (© Ju-87)
401. ffm: δικύσθοιφος /-ία, διγυνόργια (© Ju-87)
402. fiasco = φιάσκο: χλευωλεθρία
403. fideism: δοξασιοκρατία / δοξασιοκράτης (© Ju-87)
404. fidget spinner: σβουροδάκτυλος, νυχοβέμβικας, τριφυλλέλικας, ζαβολιαρόσβιγα, νευροστρόφιγγας, σπαρτα(ρο)ρόδανο > σπαρταρόδανο, νυχόσβουρα, νυχέλικας, νυχόσβιγα, νυχοστρόφιγγας, ροδανόνυχο, δακτυλοβέμβιξ, δακτυλέλικας, δακτυλόσβιγα, δακτυλοστρόφιγγας, δακτυλορόδανο, τριφυλλοβέμβικας, τριφυλλόσβουρα, τριφυλλόσβιγα, τριφυλλοστρόφιγγας, τριφυλλορόδανο, ζαβολιαροβέμβικας, ζαβολιαρόσβουρα, ζαβολιαρέλικας, ζαβολιαροστρόφιγγας, ζαβολιαρόδανο, νευροβέμβικας, νευρόσβουρα, νευρέλικας, νευρόσβιγα, νευρόδανο, σπαρταροβέμβικας, σπαρταρόσβουρα, σπαρταρέλικας, σπαρταρόσβιγα, σπαρταροστρόφιγγας, σβουρέλικας (© sys3x) πλακωθέλικας < πλακωτό + έλικας, τριβαρόσβουρο, ελικοβέμβικας
405. fidgetiddies = μασθέλικας / βυζοβέμβικας
406. filet (voleyball): ομαδοδιαχωριστής (© Ju-87), πετοσφαίριστος
407. filetto = φιλέτο: σαρκαυθέντημα
408. filigrane = φιλιγκράν: φωτεμφανές
409. finaliste = φιναλίστ: τελικιαίος
410. finestrino = φιλιστρίνι: μικρό στρογγυλό παράθυρο σε καμπίνα πλοίου, φινεστρίνι: εξαλωπή
411. finire = φινίρω: τελειώνω κάτι, επεξεργάζομαι επιμελώς την εμφάνιση ενός προϊόντος: τελωραΐζω
412. fiocco (= νιφάδα) = φιόγκος: τρόπος δεσίματος γραβάτας, κορδέλας, κορδονιού κτλ. σε σχήμα πεταλούδας: ανάκομβος
413. fisarmonica = φυσαρμόνικα: μουσικό όργανο με φυσητήρα και σειρά μεταλλικών γλωσσίδων, καθεμιά από τις οποίες παράγει διαφορετικό τόνο: συριγγίδα
414. fisting: πυγμοδιείσδυση
415. fixe = φιξ: αναποσυναρμολόγητο
416. flanella = φανέλα: κορμίδα
417. flash: φλας (αυτοκινήτου) = στροφοφώς > (το) στροφώς, (τα) στροφώτα
418. flaska = πλόσκα: ξύλινο δοχείο για κρασί: υλοπίθαρος
419. flitter n: βραχύπλοο
420. floater n: ανθελκωθούμενο
421. flotteur = φλοτέρ: δοχειοπλωτήρας
422. fmm (dap): συνεδρότρηση
423. fmm (dvp): συμμυρτώρυξη
424. fmm (sandwich): αμφίψωλο, διανδρόργια (© Ju-87)
425. fmm (Spit Roast): πεοβελισμός
426. fmmm (airtight): πανοπ(οπ)ληστία > πανοπληστία, τριανδρόργια (© Ju-87)
427. fmmm (da + vp): φαλλοτριβείο
428. fmmm (dv + ap): τραμιδάλεση
429. foccacia = μπουγάτσα: πολυφυλλέδεσμα
430. fondant (φοντανιέρα): κερασματοθήκη (© Ju-87)
431. fondant: ζαχαροπήκτωμα (© Ju-87)
432. food pill n: δισκιεδώδιμα
433. footjob: πελμοδόνηση / πελμοφαλλία (© Ju-87)
434. force field: σκέπαυρο
435. forziere = φορτσέρι: μπαούλο: αλφοθήκη
436. foulard = φουλάρι: λαιμοφακιόλι
437. foursome: τετροχεία, τεσσεροπάρτουζο (© clot)
438. foyer (= εστία) = φουαγιέ: υποδεκτήριο
439. fractionnisme = φραξιονισμός: ιδεοτασισμός
440. frangia = φράντζα: μετωποβόστρυχος
441. frankenfood: διαγονιδίεσμα (διαγονίδιο-εισαγόμενο γονίδιο + έδεσμα), τερατοφάι
442. freesia < κυρ.όν. Freese, Γερμανός φυσικός = φρέζα, φρέζια: στροφοκοπτήρας
443. fremdschämen: συνεντροπή (© Sophistes), πάραιδως (© άραξον), συναισχύνομαι, συναιδούμαι, συναίδομαι
444. fricassée = φρικασέ: λαχανιστό, κρεατοπός (© Ju-87)
445. friendzone: υβρίδεσμος, μνηστηροστάσιο
446. friteuse = φριτέζα: λαδολέβητας
447. fruit glacé = φρουί γκλασέ, φρουί γλασέ: οπωρογλυχύαλος
448. fuckbuddy: φιλόφιλος (© Τζακ Πάλανς)
449. fuga = φούγκα: είδος πολυφωνικής μουσικής συνθέσεως κατά την οποία οι διάφορες φωνές ή όργανα επαναλαμβάνουν και αντιφωνούν με παραλλαγές την αρχική μελωδία: μουσομορφόκλασμα
450. fumé = φιμέ: (για τις αντιηλιακές μεβράνες αυτοκινήτων) σκοθυμένας
451. gadget a: εφευροκεντρικό
452. gagnant = γκανιάν: νίκη + ιμερτός + ἳππος > νικημέρθιππος
453. galactography n: γαλαξιογραφία
454. gangbang: συμμοριτοπάταγος (© Τζακ Πάλανς), συμμοριογαμήσι (© Alchemist ), οχλοβάτεμα, συγγάμβρισμα / συγγαμβρίζω / συγγαμβρίστρια
455. garbuglio = γαρμπίλι: (= μπέρδεμα, ανακάτωμα), χαλίκι που χρησιμοποιείται στην οικοδομική: χαλικουκκίδα
456. garçonnière = γκαρσονιέρα: τριμέρισμα
457. garniture = γαρνιτούρα: διακοσμεδώδιμο, εδεσμοστόλισμα (© Ju-87)
458. gated community: γιαποικία (© Yochanan)
459. gateway n: συμπαντοπύλη
460. gaufrette = γκοφρέτα: αμφικηρηθρόψητο
461. gelee (γαστρονομία): πηκτό + ὕδωρ > πήχθυδρο, οπογλύκισμα / στερεοπός / στερεοχυμός (© Ju-87)
462. gelee (κομμωτική): ιξόκομο (© Ju-87)
463. generation adj: χασματόπλωρο
464. giostra = γ(κ)ιόστρα: μονομαχία εφίππων: εφιππομαχία
465. glacer (= παγώνω) = γλασάρω: γλυχυαλίζω < γλυκός + ὓαλος = γλυχύαλος (γλάσο)
466. glamping: χλιδοσκήνωση
467. glassite n: μεταλλύελος
468. globo = γλόμπος: σφαιρικό, γυάλινο περίβλημα λαμπτήρα: φωθυαλόσφαιρα
469. go nova v: νεολαμφοδεύω
470. go supernova v: υπερνεολαμφοδεύω
471. gokkun: συγχυσιοποσία
472. googling: μηχαναζητώ
473. grand‐guignol = γκρανγκινιόλ: τρομιουργία
474. granita, grano (= κόκκος) = γρανίτα: είδος παγωτού από χυμό φρούτων: παγώπωρα
475. grappare = γραπώνω: πιάνω με τα νύχια, αρπάζω βίαια: νυχαρπάζω
476. graser n: ηλιαστίκτης
477. grasso = γράσο: λίπος για τη λίπανση των μηχανών: μηχανόλιπος
478. graviton laser: βαρυτοστίκτης
479. gravity well n: βαρυτορόσημο
480. gravure = γκραβούρα: εγχαρακτική
481. grenat = γκρενά: ροιώδες
482. grigio = γρίβας: ψαρό άλογο: στάχθιππος
483. grille = γρίλια: διακενίτες
484. grok v: διενδοσυναίσθηση
485. gros plan = γκρο πλαν: αγχιληψία
486. grottesca = γκροτέσκο: (= ζωγραφιά των σπηλαίων), γελοιογραφική υπερβολή, για να τονιστεί το κακό και το άσχημο: γελοιωδεστατογράφημα
487. group mind n: συμμύαλο
488. groupuscule = γκρουπούσκουλο: ακραιομορία
489. guipure = γκιπούρ: οξειδωμένδυμα
490. gustatore = γουσταδόρος: αυτός που δοκιμάζει από ποτό για να ελέγξει την ποιότητά του: οινημβριθής
491. habillé = αμπιγιέ: επισημιμάτιο > επισημάτιο
492. hacker: κενοφάντης, ιστωρύχος, δικτυοτρήτης
493. hacking: κενοφαντία, ιστώρυξη, δικτυότρηση
494. hamburger: βουκρεόψωμο (© Ju-87)
495. handjob: χειροφαλλία (© Ju-87)
496. hands-free: ωτέμφυτο, χώρχερο (© LOUROS), λυτρόχειρο, νήχειρο, νηχείραπτο
497. harclik: ψιλίκωμα (© Ju-87)
498. helicab n: πτεροναυλώχημα
499. helicar n: ελικοπτεράμαξo
500. hentai: παραφιλογραφία / παραφιλοτεχνία (© Ju-87)
Νεολογισμοί για λέξεις που δεν υπάρχουν στα ελληνικά
-
- Rookie poster
- Δημοσιεύσεις: 91
- Τοποθεσία: Βασίλειο των Τόνγκα
-
- Rookie poster
- Δημοσιεύσεις: 91
- Τοποθεσία: Βασίλειο των Τόνγκα
Re: Νεολογισμοί για λέξεις που δεν υπάρχουν στα ελληνικά
501. héraldique = εραλδικός: εμβληματολογικός
502. hipster: ασυρμικός
503. hive mind n: μακροσυναπτικό
504. hoax (web): ιστομύθευμα
505. holotank n: ολογραφοδέκτης
506. home boy: οικόπαιδο (© Σπυρος), οικοδιάκονος (© κάποιος_Νίκος)
507. home galaxy n: τετραβραχιόνιος
508. hot dog: θερμοκύνιον (© stavmanr), περιαρτοχοίριο (© stavmanr)
509. hyperdrive n: υπερωστικός
510. hypersonic missile: πανήχαυλος, πανυπερηχόβλημα (© κάποιος_Νίκος), πενθυπερηχόβλημα (>Mach )
511. hyperspeed n: υπερωκύτητα
512. impervium n: αυθιστάτης
513. impresario: θιασαρωγός
514. imprimé = εμπριμέ: διανθιμάτιο
515. in-system adj: ενδοαστροσφαιρικό
516. inertia damper: αλεξέλξιο, αδραν(ει)οαπορροφητής/αδραν(ει)οεκμηδενιστής/αδρανειοαδρανοποιητής (© clot)
517. infodump n: πληροφοριοκοίλι
518. infrared absorption metamaterial: Υπερυθραπορροφητήρας / φωτονιοφάγος / φωτερυθροφάγος / αλυχνόφιλτρο (© Spiros), φωνονηδεστής / υπερυθροδεστής
519. insalata (= αλατισμένη) = σαλάτα: αλατέδεσμα
520. instantané = ενσταντανέ: αυθορμητοληψία
521. interludio = ιντερλούδιο: δραματικό μουσικό ή κινηματογραφικό ιντερμέδιο: διάμουσο
522. intersystem adj: διαστροσφαιρικό
523. jack in v: μυαλογισμικομβιώνω, κυβερνοπιρώνω (© Spiros)
524. jambon = ζαμπόν: βρασσομήριο
525. jamiton (μποτιλιάρισμα-φάντασμα): οδωστισμός, οδορροπηξία, οχηματοσυσσώρευση (© stavmanr), κυκλοφοριεμφραγή (© stavmanr)
526. jaquette, υποκορτου jaque < αραβ. schakk = ζακέτα: περικορμίδα, καλυπτένδυμα (© Ju-87)
527. jarretière = ζαρτιέρα: γλουθιμάντας, περιποδιοδέτης (© Ju-87)
528. Jogging: βραχύδρομος / βράξιμο (© LOUROS), βραδυδρομώ / -ία
529. jump drive n: μεθαλματωθητήρας
530. jump gate n: μεθαλματόθυρο
531. jump n: μέθαλμα
532. jump point n: μεθαλμάτοπος
533. jump ship n: μεθαλματωθούμενο
534. jump space n: διαμεθαλτήριο (σύμπαν)
535. jump v: μεθάλλομαι
536. jupe‐culotte = ζιπ κιλότ: αμφικωδώνιο
537. jupon = ζιπούνι, ζιπουνάκι: απλευρίδα
538. kiyma: κρεατάλεσμα / κρεατάρτυμα (© Ju-87)
539. kumbara: νομισματοδοχείο (© Ju-87)
540. kummerspeck: λυπόλιπος, θλιψομασαμπούκες (© fagano)
541. l'appel du vide: κένελξη (© Ju-87)
542. l’esprit de l’escalier: παραπαύδηση, παρωραλογία (© Ju-87)
543. lamé = λαμέ: στίλφνυφο
544. lampion = λαμπιόνι: λαμπτηρίσκος
545. lancer = λανσάρω: καινωθώ
546. landing cradle n: προσκομβιωτήρας
547. lapalissade = λαπαλισμός: κύρ. όν. La Palice, ήρωας ενός τραγουδιού του οποίου οι στίχοι ήταν γεμάτοι με αφελείς κοινοτοπίες· π.χ. ένα τέταρτο πριν πεθάνει, ήταν ακόμη στη ζωή = κοινοτυπολογία
548. laque = λακ: κομοστάτης, κομοψέκασμα (© Ju-87)
549. laser gun n: φωτοστικτοβόλο
550. lasso < ισπαν. lazo = λάσο: ιππαγχόνη
551. lattice: ομοιόπλεγμα
552. lava (= πλημμύρα) = λάβα: lavare, διάπυρη ρευστή ύλη που χύνεται από τα έγκατα στην επιφάνεια της γης κατά τις ηφαιστειακές εκρήξεις: πυροποντή
553. légende < μσν.λατιν. legenda (= ανάγνωσμα) = λεζάντα: επεικονίδιο
554. lenza = λάντζα: λάντσα, μεγάλο δοχείο όπου πλένουν τα μαγειρικά σκεύη στα εστιατόρια: σκευονιπτήρας
555. lettre (= γράμμα) + set = λετρασέτ: γραμματοσύνολο
556. lettrine = λετρίνα: κορφόγραμμα
557. levier < lever < λατινlevare (= ανυψώνω) = λεβιές: μηχανή (μη + χάος) + μοχλός (μη + όχλος) = μηχανοχλός
558. levitator n: βαρυταρνητής
559. light n: λυκωκύτητα
560. light-speed n: φωτομονάδα / φωτομοναδιαία (μέτρηση)
561. limousine = λιμουζίνα: χλιδώχημα, μεγιστανόχημα (© Ju-87)
562. linoleum = λινόλεουμ: είδος χαρακτικής: λινελαίυφο
563. Lofstrom loop: κοσμοπυλώνας (του Lofstrom)
564. lotion = λοσιόν: λούθρυγρο
565. lucchetto = λουκέτο: κινητή κλειδαριά: κλειθροκυτίο
566. luna City n: σεληνούπολη
567. lunarian n: σεληνάποικος
568. lustrino = λουστρίνι: γυαλιστερό δέρμα πολυτελείας, τα λουστρίνια, παπούτσια απ’ αυτό το δέρμα: υαλοδόριο
569. macchietta = μακέτα: προσχέδιο οικοδομήματος, μηχανήματος ή έργου τέχνης σε μικρογραφία: μικραναπαράσταση
570. maisonnette, υποκορ. του maison (= σπίτι) = μεζονέτα: οροφότμητο
571. majorette, συγκοπτόμτ. του αγγλ. drum majorette = μαζορέτα: αθλοχορεύτρια, γηπεδοχορεύτρια (© Ju-87)
572. mammouth: τριχοθηρίο (© Ju-87)
573. manchette < manch (= μανίκι) = μανσέτα: καρποϊμάτιο
574. mani: θρήνασμα (© Ju-87)
575. mankini: ωμωρχεοσυνδέτης, καυλιμάντειο
576. mannequin : λωφαρμοστής, ενδυματοδειξίας (© Ju-87)
577. manovella = μανιβέλα: χειροκίνητος μοχλός για την περιστροφή μηχανής: χειρεκκινητής
578. manteau = μαντό: ελαφράπορπο, γυναικοφόρι (© Ju-87)
579. manteca = μαντέκα: αρωματική αλοιφή για το μουστάκι: μυστακεύωδο
580. marinata = μαρινάτα: ειδική σάλτσα (από ξίδι, σκόρδο, ντομάτα, αλεύρι κτλ.) για τη διατήρηση ψαριών ή κρέατος: αλευροξάλμη
581. marmelade: πολτώπωρα
582. marqueterie = μαρκετερί: εγχρώμυλο
583. mascara = μάσκαρα: καλλυντικό για τη βαφή των βλεφαρίδων: βλεφαροψιμύθιο
584. mascella: ανωδίτης (νωδός = φαφούτης)
585. mascotte: τυχεραγωγός (© Ju-87)
586. masochisme: αυτοτερψαλγία (© Ju-87)
587. mayonnaise = μαγιονέζα: κορκάρτυμα
588. mazzo = μάτσο: ομόδεσμος
589. medaillon: μεταλλοποίκιλμα (© Ju-87)
590. medical nanites: βιονίτες
591. melon (chapeau) μενού: menu = μελόν: πιλοπέπονας
592. mercerisé = μερσεριζέ: βαμβακόστιλπνο
593. merchandising (brand): δημοφιλοπώλιο
594. merchandising: εμπορευματώθηση
595. mercurian n: εφιέρμαιος
596. meringue = μαρέγκα: λευκοχτύπι, αφρολεύκωμα (© Ju-87)
597. metamodernism: υστερονεωτερισμός
598. métro: υποτροχιόδρομος
599. milf: ωριμόκυσθη
600. military science fiction n: στρατοφαντασιακή
601. mille‐feuille: μυριοφύλλιο, τριφυλλόστρωτο (© Ju-87)
602. mina: εκκρηκτώρυγμα
603. minare: εκκρηκτωρύσσω
604. mind shield n: αλουμινόκρανος
605. mind-meld n: πνευματοσύγκραση
606. minimalisme: απλοτροπία / απλοκρατία (© Ju-87)
607. mise: μηχανεκκινητής
608. mixage: ηχομιξία (© Ju-87)
609. modéliste = μοντελίστ: συρμοκόμος
610. modello = μοντέλο: καλλωμοίωμα
611. modem (pc): αμφιδιαμορφωτής
612. moderato: μετριόρρυθμος
613. moderno: συσσυρμικός
614. moiré = μουαρέ: ψιαθικό
615. montage = μοντάζ: εικονοδεσία, κινηματοσύνδεση / εικονοσύνδεση (© Ju-87)
616. monteur = μοντέρ: εικονοδέτης
617. moonsuit n: σεληνένδυμα
618. morph n: σωματομοιότυπο
619. mostarda = μουστάρδα: καρύκευμα φαγητού με τσουχτερή γεύση (φτιαγμένο με αλεύρι σιναπιού, ξίδι κ.α.): σιναπάρτυμα
620. motivo (= κίνητρο) = μοτίβο: υποβαθρότυπο
621. motocross: αγροδρομία, μηχανατραπία (© Ju-87)
622. motosacco = μοτοσακό: ποδήλατο με προωθητικό κινητήρα: ποδομηχανήλατο
623. moulinée (soie) (= στριφτό μετάξι) < ρmouliner (= τυλίγω μετάξι) = μουλινέ, μουλινές: τροχαλωτό
624. mouse (computer): καταδεικτήρας / διευθυνσιολόγος (© Ανδριανός), ιχνόσφαιρα / τηλεκατευθυντήρας / τηλεκαταδότης / τηλεβελόνα (© Nostalgia), τηλεδρομέας (© don't speak), μυστήρας (© Σπύρος1), χειροδείκτης (© m@stermind), ιχνοθονηγός (© Ζενίθεδρος) [αν και νομίζω πως το σωστό, κατα το νόμο της συνθετικής εκτάσεως, θα έπρεπε να είναι το ιχνωθονηγός], πορνοδότης (© Οργισμένος)
625. mousse: αφρέδεσμα (© Ju-87)
626. mozzo = μούτσος: μαθητευόμενος ναύτης: πρωτοναυτιλλόμενος
627. multigeneration ship n: γενεόσκαφος
628. mundane n: ανεφοπαδός
629. mutant n: μεταλλαγμενούργημα
630. mutation n: μεταλλαγμενουργία
631. necessaire: καλλυντικοθήκη (© Ju-87)
632. nectin: συνδετίνη (© Ju-87)
633. needle beam n: πυρακτίνα
634. needle gun n: πυρακτινικό
635. needle v: πυρακτινίζω
636. négligé = νεγκλιζέ: γλουτήρης
637. néon = νέον: αιγλαμπτήρας
638. neptunian n: ποσειδωνάποικος
639. network collapse: πανιστωλεθρία
640. neural adj: μυαλογισμικό
641. neuronic adj: νευραλλοιωτής
642. neutralino: ανιδωτόνιο / ανιδωσωμάτιο (© Ju-87)
643. neutrino telescope: ελαφρονιοσκόπιο (© Ju-87)
644. neutrino: ελαφρόνιο (© Ju-87)
645. neutronium sword: ουδετερονίδα
646. neutronium: ουδετερονιακό (υλικό)
647. nicotine: καπνίνη / υδατόκαπνος (© Ju-87)
648. nightside: ερεβοσφαίριο (© Spiros)
649. nomenclatura: συνυπενθυμιστές
650. normal space n: ομοιαπέραντο
651. nova bomb n: ανθυλοβίδα
652. nova v: καινοφανηγώ
653. novella (= νέα) = νουβέλα: λογοτεχνικό είδος ενδιάμεσο ως προς την έκταση και την πλοκή, μεταξύ διηγήματος και μυθιστορήματος: μεταδιήγημα
654. obbligato (= υποχρεωτικό) = ομπλιγκάτο: ένδειξη που καθιστά υποχρεωτική την εκτέλεση συνοδευτικών μερών μιας σύνθεσης: μουσεπίταξη
655. occhio (=μάτι) = όκιο: τα όκια, ανοίγματα κυκλικά στην πλευρά πλοίου στην περιοχή της πλώρης, από τα οποία περνά η αλυσίδα της άγκυρας: αγκυρόφθαλμος
656. Oculus Rift & HoloLens: μαγόφακος (© LOUROS), ευτόπτρα, ευτοπίοπτρο
657. off-earth adj: αλλοχθονογενές
658. off-earth adv: μηκισθήλια
659. off-planet adj: απαφετήριος
660. off-planet n: αποπύρηνος
661. offworlder n: αφηλιοσφαίριος
662. on-planet adj: επιπλανήτιος
663. ordinanza = ορντινάντσα: στρατοδιάκονος
664. osteonectin: οστεοσυνδετίνη (© Ju-87)
665. ottetto = οκτέτο: μουσική σύνθεση για οχτώ όργανα ή φωνές: οκτωδία
666. outplanet n: διαγαλαξιάκοσμος
667. outsystem adj: ετερήλιο
668. ouverture = ουβερτούρα: προμελόδραμα
669. ovatta = βάτα: υπωμίδα
670. overdrive n: υπερφωτωθητήρας
671. overmind n: πολυνοημοσύνη
672. pacchetto = πακέτο: κυβόδεμα
673. paillette = παγέτα: ελασμάτοπο
674. pain d’ Espagne < ιταλ. pan di Spagna (= ψωμί της Ισπανίας) = παντεσπάνι: γλαγόαρτος
675. pala (= φτυάρι) = πάλα: το πλατύ τμήμα του κουπιού: κωπόπτυο
676. paletta = παλέτα: πινακίδα όπου ο ζωγράφος ανακατεύει τα χρώματα, η χρωματική κλίμακα που χρησιμοποιεί καλλιτέχνης: φασματοπινακίδα (ζωγραφική) ή αχθόβαθρο (μεταφορές εμπορευμάτων)
677. panel: τηλεπαΐοντες (© Ju-87)
678. panneau < pan < λατιν. pannus (= πανί) = πανό: συνθημαθίστιο
679. pantofola = παντο(ύ)φλα: αναπαυτικό υπόδημα που φοριέται στο σπίτι: ταπητοπέλτης
680. paramano = παραμάνα: είδος καρφίτσας ασφαλείας: καρφιτσοδέτης
681. parasole = παρασόλι: ομπρέλα για προφύλαξη από τον ήλιο: πελθήλιο
682. paravent = παραβάν: θαλαμεριστής
683. parcomètre < parc (για αυτοκίνητα) ‐ο‐ + ελλμέτρον = παρκόμετρο: σταθμευόμετρο
684. parquet = παρκέ, παρκέτο: ψηφιδοδοκωτό > ψηφιδοκωτό
685. parqueteuse = παρκετέζα: δοκός + ὑαλιστής > δοχυαλίστρα
686. passamento: τοιχοκνημίδα
687. passe‐partout (= περνά από παντού) = πασπαρτού: πανδιίοντας
688. passerelle: συρμέξεδρο
689. passifan n: αντιφαντασιακόλουθος
690. pasta frolla (= ζύμη εύθρυπτη) = πάστα φλόρα: είδος γλυκίσματος από ζύμη που επικαλύπτεται με μαρμελάδα: μελιμηλόζυμο
691. pastel = παστέλ: αχνόχροο
692. pasticcio = παστίτσιο: είδος φαγητού με μακαρόνια, αβγά και κιμά: κρεατολαγηναλευράρτυμα
693. pastiglia = παστίλια: φαρμακευτικό δισκίο, είδος καραμέλας: ιαματοδίσκιο
694. patatrac = πατατράκ: ο θόρυβος που δημιουργείται από ένα σώμα όταν πέφτει, φασαρία, θορυβώδες επεισόδιο, φαλιμέντο: ηχοξάφνιασμα
695. patchwork family: κασιγνηταδελφική (οικογένεια)
696. pâté = πατέ: περιζύμιο
697. patina = πατίνα: στρώμα οξειδώσεως με πρασινωπό χρώμα που σχηματίζεται στην επιφάνεια παλιών μεταλλικών αντικειμένων: χλωροξειδώστρωση
698. peignoir = πενιουάρ: προκομβιωτό
699. pèlerine = πελερίνα: κομομανδύας > κομανδύας
700. pendentif = παντατίφ: περιδερίδιο
701. pennelare = πινελάρω: βάφω με πινέλο: χρωστηρίζω
702. pergola = πέργκολα: μεταλλική ή ξύλινη κατασκευή που χρησιμεύει ως στήριγμα αναρριχητικών φυτών και δημιουργεί σκιερό υπόστεγο: ανθικρίωμα
703. petto = πέτο: το μπροστινό τμήμα του γιακά ενός σακακιού, παλτού, πουκαμίσου, φορέματος, το οποίο αναδιπλώνεται πάνω στο θώρακα: θωρακοπτυχή
704. phaser: ενεργοπομπός (© stavmanr), ενεργοβόλο (© killerbee)
705. photo bomber: φοντοχαλάστρας, υποβαθροπτωτιστής, υποβαθρεπιβάτης, ανθυποβαθρεπιβάτης (συνοδεία του πρώτου), βαθρεπιβάτης (ο απόλυτος βομβιστής), υποβαθρώσκων
706. photomontage = φωτομοντάζ: φωτεικονοδεσία
707. photoroman = φωτορομάντζο: φωτειδύλλιο
708. pianissimo = πιανίσιμο: με πολύ αδύνατη ένταση, πολύ σιγά στη μουσική: απαλόμουσα
709. pianola = πιανόλα: μηχανικό πιάνο του οποίου τα πλήκτρα κινούνται με κατάλληλο μηχανισμό: υδραυλοκλειδοκύμβαλο
710. piattella = πιατέλα: μεγάλο ρηχό πιάτο για σερβίρισμα: μεγαπινάκιο
711. piattello = πιατέλο: μικρό πιάτο: μικροπινάκιο
712. piccante = πικάντικος: που έχει ευχάριστα δριμεία γεύση: ευδριμύς
713. piccirillo = πιτσιρίκα: μικρό και ζωηρό παιδί: (υπάρχει το "ζωηρόπαιδο"), οπότε μπορεί να αποδοθεί ως ζωηροκόριτσο
714. piccolo = πίκολο: μικρός πλαγίαυλος στη μουσική: πλαγιαυλίσκος
715. piena (= γεμάτος) = πιένα: συρροή κόσμου σε θέατρο, συναυλία κτλ: θεατροσυρροή
716. piercing (γενική ονομασία): ενδέρμιο
717. piercing (γλώσσας): εγγλώσσιο
718. piercing (κλειτορίδας): εγκλειτορίδιο
719. piercing (μύτης): εμμύτιο
720. piercing (ομφαλού): ενομφάλιο
721. piercing (όρχεων): ενόρχιο
722. piercing (πέους): εγχαλίνιο
723. piercing (ρώγας): ενθήλιο
724. piercing (στόματος): εγχείλιο
725. piercing (φρυδιού): εμφρύδιο
726. piercing: κοσμότρηση (© Ju-87)
727. piloto = πιλότος: πλοηγός, οδηγός αεροσκάφους: αιθερηγός
728. pince = πένσα: σφιχθηλίδα
729. pique‐nique = πικνίκ: υπαιθροφάι
730. pirouette = πιρουέτα: μονοποδόστροφο
731. piste < λατινpista = πίστα: χοροπέδιο
732. pistola = πιστόλα: μεγάλο πιστόλι: καννοθάλαμο (όπλο)
733. pizzicato = πιτσικάτο: παραγωγή ήχου από έγχορδα όργανα με νύξη των χορδών: χορδοκέντητο
734. placier = πλασιέ: προμηθαποδόχος
735. plafond (= οροφή) = πλαφόν: μεγισθόριο
736. plafonnier = πλαφονιέρα: οροφόλυχνο
737. Planck (ενέργεια) : ενεργόνιο (του Πλανκ) (© Spiros)
738. Planck (θερμοκρασία): μεταθερμοκρασία / υπερκρασία / εξωθερμοκρασία / εξωκρασία (του Πλανκ) (© Spiros)
739. Planck (μάζα): ψυλλώνιο / ψυλλόνιο (του Πλανκ) (© Spiros)
740. Planck (μήκος): οδόνιο (του Πλανκ) (© Spiros)
741. Planck (φορτίο): δωδεκατρόνιο (του Πλανκ) (© Spiros)
742. Planck (χρόνος): χρονόνιο (του Πλανκ) (© Spiros)
743. planer = πλανάρω: αιωροπλωρίζω
744. planet-bound adj: πλανητοπάγιος
745. planet-buster n: γεωλετήρας
746. planetary romance n: αστρειδύλλιο
747. plastiskin n: αντιδόριο
748. plateau = πλατό: ληπτοθάλαμος
749. platiné = πλατινέ: λευκοχρυσοειδές
750. plexiglas < γερμ. Plexiglas (όν. μάρκας) = πλεξιγκλάς: ανθραχύαλος
751. plongeon (= βουτιά) = πλονζόν: αποκρουσοβούτι
752. plutonian n: αδηούχος
753. poché(e), μτχτου ρpocher (= μαυρίζω το μάτι κάποιου) = ποσέ: ατσοφλόβραστο
754. pod person n: εξωγηινισμένος
755. poire (= αχλάδι) = πουάρ: αναρρόφουσκα
756. pois (= αρακάς) = πουά: κουκκιδώδες
757. poltrona = πολυθρόνα: αναπαυτικό κάθισμα με πλάτη και μπράτσα, για ένα άτομο: πε(ριε)ρεισίνωτο > περεισίνωτο
758. pornstar: αισθησιοποιός
759. portamento = πορταμέντο: τρόπος ομαλής και ευδιάκριτης μεταβάσεως από φθόγγο σε φθόγγο στη μουσική: ευφθογγισμός
760. portatif = πορτατίφ: επιπλόλυχνο
761. porte‐manteau = πορτμαντό: υποδηματιοθήκη
762. portmanteau word: λεξαποσκευή
763. portogallo: πυρρόκαρπος / πυρροκαρπιά (© Ju-87)
764. posa = πόζα: φροντισμένη στάση που παίρνει κανείς προκειμένου να φωτογραφηθεί ή να χρησιμέψει ως μοντέλο ζωγράφου ή γλύπτη: απεικονόσταση
765. posare = ποζάρω: παίρνω ορισμένη στάση προκειμένου να φωτογραφηθώ ή να χρησιμέψω ως μοντέλο καλλιτέχνη: απεικονοστέκομαι
766. positron: θετικόνιο (© Ju-87)
767. post-holocaust adj: μεθολοκαυτωματικό
768. post-scarcity economy: μετανεμπληστική (κοινωνία)
769. postiche = ποστίς: πλοκαδοφενάκη
770. pot‐pourri (= φαγητό από πολλών ειδών κρέας) = ποτ πουρί: κρεατεράνισμα
771. poudingue < αγγλpudding = πουτίγκα: πηχθηδές
772. pouf = πουφ: πρόσπυγο
773. poulain = πουλέν: υπάρχει ως φέρελπις και υποτιμητικά ως μανάρι, άρα θα μπορούσε να γίνει > φερελπιδομάναρο
774. POV: μονορατόργια / μονοθεατόργια (© Ju-87)
775. première = πρεμιέρα: πρωτοπαράσταση
776. presa = πρέζα: ποσότητα κονιοποιημένης ουσίας που παίρνεται με τον αντίχειρα και τον δείκτη, μικρή ποσότητα, ποσότητα ναρκωτικής σκόνης που ρουφιέται από τη μύτη: κονιδομερίδα, παραμυθόδοση
777. pressor beam n: ωθησαχτίδα
778. pressor n: ωθησαχτιδοβόλο
779. presto = πρέστο: η μέγιστη δυνατή ταχύτητα στην εκτέλεση μουσικού κομματιού: ταχιστόρρυθμος
780. prima vista = πρίμα βίστα: η εκτέλεση μουσικού κομματιού χωρίς προηγούμενη μελέτη: πρωτεκτέλεστα
781. prime < λατινpraemium (= βραβείο) = πριμ: μισθεπιβράβευμα
782. projection keyboard: πληκτρολόγραμμα
783. protectorat = προτεκτοράτο: κηδεμονευτό (κράτος)
784. provocateur < λατινprovocare (= προκαλώ) = προβοκάτορας, προβοκατόρισσα: εκδικοφάντης
785. provocation = προβοκάτσια: εκδικοφαντία
786. pullman: πανεδροκίνητο / πανεδροφορείο (© Ju-87)
787. punaise = πινέζα: πλάθηλος
788. purée = πουρές, πουρέ: γεωμηλόπολτος
789. PWAG’s: λευκοπρωκτολαγνεία (© Ju-87)
790. quad (γουρούνα): χερσαίοχος (© κάποιος_Νίκος)
791. quadro = κάδρο: περιπλόχμιο
792. quadrone = καδρόνι: κυβοδόκαρο
793. quantum mechanics: διακριτονική μηχανική
794. quantum: διακριτόνιο
795. quark: πλινθόνιο (© Ju-87)
796. qubit: διακριτήκιστο
797. qubyte: διακριτογδήκιστο
798. quinta = κουΐντα: το καθένα από τα πλάγια παραπετάσματα στη σκηνή θεάτρου, που αποκρύβουν τη θέα προς τα παρασκήνια: παρασκηνοπέτασμα
799. quintetto = κουϊντέτο: μουσική σύνθεση σε πέντε μέρη, σύνολο από πέντε μουσικά όργανα ή πέντε φωνές: πέντασμα
800. raboté, μτχ. του ρraboter (= πλανίζω) = ραμποτέ: ψευδοροφή + ύλη > ψευδορόφυλα
801. racchetta = ρακέτα: όργανο που χρησιμοποιείται για το χτύπημα της σφαίρας στις αθλοπαιδιές του τένις και του πινγκ πονγκ: σφαιροκώπη
802. railgun: επιραβδοτοξευτής (© κάποιος_Νίκος), μαγνητοβαλλίστρα, αμφιραγορίπτης, μαγνητοπυροβόλο (© killerbee), μαγνητοβόλο (© Spiros), επιτροχιοβόλο (© Spiros), εξοβελιστής (© κάποιος_Νίκος)
803. ralenti = ρελαντί: στροφελάχιστο
804. rampe = ράμπα: προβολίκριο (της αυλαίας θεάτρου), φορτοδιάδρομος (για το κεκλιμένο επίπεδο)
805. ramscoop n: συλλέχθυδρο
806. raspa = ράσπα: οδοντωτή λίμα: χειραποξέστης
807. ravioli = ραβιόλια: φαγητό από ζυμαρικά γεμισμένα με κρέας και καρυκεύματα: λαγηνοπλήθοντα
808. ray gun n: ακτινορίπτης
809. ray projector n: ακτινοπροβολέας
810. ray v: ακτινορίπτω
811. reaction drive n: αντιδρωθητήρας
812. réception = ρεσεψιόν: ξενοϋποδεκτήριο
813. réceptionniste = ρεσεψιονίστ: ξενοϋποδέκτης
814. récital = ρεσιτάλ: τεχναρίστευμα
815. redingote < αγγλriding coat (= σακάκι ιππασίας) = ρεντινγκότα: ιπποτόπαλτο
816. relax < αγγλρrelax = ριλάξ: χαλαρόλικνο
817. rente = ράντα: πληρωσειρά
818. replicant n: επωδιστής
819. repos < reposer = ρεπό: παυσήμερο
820. reproduction = ρεπροντιξιόν: πινακότυπο
821. retiré = ρετιρέ: στεγοδιαμέρισμα
822. revanche = ρεβάνς: εκδίκαθλος
823. réveillon = ρεβεγιόν: πρωτεθέορτο
824. reverse gangbang: συννυφάδιασμα / συννυφαδιάζω / συννυφαδιαστής. Σκέφτηκα το γκουσγκουνίζω, αλλά στο αρκαδικό ιδίωμα σημαίνει το να κουνειέσαι χωρίς αποτελεσματικότητα, απο το κουσκούνι = υπουρίδα, οπισθένη
825. rififi (= συμπλοκή)· η σημ. στα ελλ. από την ομώνυμη κινηματογραφική ταινία του Ντασέν = ριφιφί: διαρρηκτώρυξη
826. rim world n: παρυφόκοσμος
827. ringworld: ηλιαντλάλως, κοσμοκρίκελος, κρικελόκοσμος
828. rischio = ρίσκο: κίνδυνος, δυσμενές ενδεχόμενο, παρακινδυνευμένη ενέργεια: ριψοκινδύνευμα
829. road movie: τροχόδραμα
830. roba = ρόμπα: πρόχειρο, γυναικείο εξωτερικό ένδυμα: μεταλουτρίδα
831. robot (Arms & Grippers): πολυγίγγλιμα
832. robot (one legged): αυθάλτης
833. robot: ρομπότης (© κάποιος_Νίκος), εμφρονοειδές, ρομβώτιο, δουλοειδές (© κάποιος_Νίκος), σκλαβοειδές (© κάποιος_Νίκος), μέτεργο, εργατοειδές (© Εσχατόγερος), ιθύνωπο, αζωαύτεργο (© stavmanr), ταλωειδές (© Ju-87)
834. rogue planet: αλυχνόχθονας, ορφανίτης (© clot), πλανέμιος (© Spiros)
835. rogue state: κακουργιοκρατίδιο, κρατοκόβαλος / κοβαλόκρατος (© κάποιος_Νίκος)
836. romantic comedy: ιλαρειδύλλιο
837. rondella = ροδέλα: μικρός κύκλος από δέρμα, καουτσούκ ή μέταλλο που χρησιμεύει για το καλύτερο σφίξιμο της βίδας: υποκόχλιο
838. rosetta = ροζέτα: δαχτυλίδι με μικρά πετράδια σε σχήμα ρόδου, γλυπτό ρόδο, έμβλημα παρασήμου σε σχήμα μικρού ρόδου που φοριέται στο πέτο: τριανταφυλλίσκος
839. rouge = ρουζ: παρειέρυθρο
840. rouleau = ρολό, ρουλό: κυλινδροτύλιχτο
841. rouler ή αγγλ. roll + κατάλ. ‐άρω = ρολάρω: ορμηφορίζω
842. roulette = ρουλέτα: λαχνέδρανο
843. rumpology: πυγομαντεία
844. sac de voyage: ταξιδαποσκευή (© Ju-87), ταξιδόσακος (© κάποιος_Νίκος)
845. sadisme: τερψαλγία (© Ju-87)
846. sadist: τερψαλγός / τερψαλγιστής (© Ju-87)
847. saison = σεζόν: εποχίσκη
848. salame = σαλάμι: αλατόρυα
849. salmastra = σαλαμάστρα: σχοινί πλοίου: στεγανό + νήμα = στεγάνημα
850. salmis = σαλμί: (δίχως κρεμμύδι) ακρόμμυο
851. saltare = σαλτάρω: πελλάλλομαι
852. sandwich: περιάρτιο (© stavmanr), αμφίαρτο (© stavmanr)
853. sanguigni: αιμόκαρπος (© Ju-87), ερυθρόμηλο / αιματόκιτρος (© κάποιος_Νίκος)
854. Santa Claus machine: ινιδιοποιός
855. saturnian n: κρονονάστης
856. sauté = σοτέ: τηγανοτίναχτο
857. sauter = σοτάρω: τηγανοτινάζω
858. savarin (γλυκό μπαμπάς): γαλακτωματόστριο (© Ju-87)
859. savoir vivre: ευδιαγωγή (© Ju-87)
860. savore = σαβόρε: ξινή σάλτσα ως καρύκευμα ψαριών: ξυδάρτυμα
861. scansare (= αποφεύγω) = σκαντζάρω: αλλάζω βάρδια: φυγοφρουρώ
862. scaramuccia = σκαρμούτσο: στήλη από μεταλλικά κέρματα περιτυλιγμένα σε χαρτί: κερματοκύλινδρος
863. scarpino = σκαρπίνι: είδος χαμηλού παπουτσιού: στιλφνυπόδημα
864. scartare (= απορρίπτω) = σκαρτάρω: διαλογαφαιρώ
865. scenario = σενάριο: πλοκογραφία
866. schlimazel: δισεκτισμός, γκαντεμισμός, πηγαδοκατουρητισμός, φρεατουρισμός, κακοκλωθεμένος (© Ju-87)
867. schnapsidee: οινοφάνεια / οινοφανής (ιδέα) (© άραξον), μεθυσοβουλή (© κάποιος_Νίκος), ξιδέα (© LOUROS), αμπελοϊδέα (© fagano)
868. scia = σία: κάνε πίσω με τα κουπιά: (προστ. του αντιλάμνω) αντιλάμνετε
869. scientology: πνευματραπισμός (© Ju-87)
870. scorbuto: τροφοκυτιοπάθεια / ναυτοπάθεια (© Ju-87)
871. scotta = σκότα: σκοινί που τεντώνει τα πανιά του πλοίου: ιστοτανυστής
872. screenager: οθόνηβος, ευωνυμοσφίχτης (ευώνυμος (αριστερά) + σφίχτης (μυώδης))
873. scuffia: καροβόμβυκας
874. séchoir = σεσουάρ: κομανεμιστής
875. sechoir: κομοστεγνωτήρας (© Ju-87), θερμοπνοϊκό (© κάποιος_Νίκος)
876. secondare: δευτεράδω
877. security: ασφαλοπάροχος (© Ju-87)
878. sedan: τετραθυροκίνητο (© Ju-87)
879. self-driving car: αυθοδήγητο
880. self-replicating spacekraft: αυτοπηγούμενο / βιοπηγούμενο (σκάφος)
881. selfie stick: αυταπεικονηρίδα (αυταπεικονίζω + έρεισμα), αυτειδωλαβή, ειδωλόμοχλος
882. sellotape: ταινιοκολλητικό / ταινιοκολλητής (© Ju-87)
883. sépale, από συμφυρμό των séparer και pétale = σέπαλο: καλυκόφυλλο
884. séparé = σεπαρέ: αποθάλαμος
885. séquence (= σειρά, ακολουθία) = σεκάνς: σειραποτύπωση
886. sercon adj: σοβαροδομική
887. sercon n: σοβαροδομή
888. seredipity: τυχεύρημα (© Ju-87)
889. serenata = σερενάδα/τα: κατωφλίασμα
890. serpentin = σερπαντίνα: χαρθέλικα
891. servi (= υπηρετούμενος) = σερβί: φυλλοκράτηση
892. service = σερβίς: σφαιροκομία, πρωτορριψιά (© Ju-87)
893. serviette = σερβιέτα: δοριαλίστιο, εμμηνορρυσιόρουχο (© Ju-87), εμμηνόπανο (© κάποιος_Νίκος)
894. servir = σερβίρω: οψοκομίζω
895. servitore = σερβιτόρα/ισσα/ος: υπάλληλος εστιατορίου, καφενείου, ζαχαροπλαστείου: εσθιοκομιστής (© killerbee)
896. sestetto = σεστέτο: μουσική σύνθεση για έξι όργανα ή φωνές: εκτωδία
897. sexism: φυλοδιαφορισμός (© Ju-87)
898. sexist: φυλοδιαφοριστής (© Ju-87)
899. sexting: ειδωλοιφώ, αλαργοχαμούρεμα / -εύομαι, τηλεμπαλαμούτιασμα / -τιάζομαι, ιστερωτοτροπία / -ώ, διασυνδεψία / διασυνδέφομαι
900. sfogliata = σφολιάτα: βουτυροζύμαρο
901. shampooing = σαμπουάν: κομοσάπων
902. shared world n: ομόσυμπαν
903. silhouette, από το κύρ. όν. Silhouette, Γάλλος υπουργός των οικονομικών το = σιλουέτα: περισκιαγραφή
904. sirop = σιρόπι, σορόπι: πηχθήδυγρο, υδροζάχαρη / υδροσάκχαρο (© Ju-87)
905. skatecycle (ονομασία προϊόντος): αμφελικοσανίδα
906. skimmer n: αιωρόδιφρος
907. skinsuit n: αερολισθηρίδα
908. skort: περιγοφίδα (έντομη)
909. skyhook: ριψόγαντζος
910. skywritting: αιθερογραφία
911. sleeper ship n: αζωτόκλινο
912. slideway n: μεθελκυστήρας
913. slipstream n: φαντασιακοφανής
914. slower-than-light adj: υπολυκωκύτητα
915. smart clothe: μεταλώπιο
916. smartphone: ευστρόφωνο
917. sniff: εισπνοδοσία / εισπνόληψη (© Ju-87)
918. soffitto = σοφίτα: χωρόστεγο
919. sol-type n: ηλιομοιότυπο
920. solar sail: ηλιάρμενο, ηλίστιο (© Spiros)
921. solarian n: ηλιοσφαιραπός
922. solfège = σολφέζ: μουσανάγνωση
923. solista = σολίστ(ας): που εκτελεί μουσικό κομμάτι μόνος του: ιδιεκτελεστής
924. solo: ιδιεκτέλεση
925. sommier : πλεχθυπόστρωμα
926. soufflé = σουφλέ: τυρόπομφο, φουσκόγευμα (© Ju-87)
927. souper = σουπέ: ζωμόδειπνο
928. sovertire (=ανατρέπω) = σοβερτάρω: ανατρέπομαι (για πλοία): ναυσανατρέπω
929. space dock n: κοσμονεωδόχος
930. space drive n: διαστημωθητήρας
931. space force n: αχανομαχητικό
932. space fountain: εξανελκυστήρας
933. space lane n: διυφήλιος (οδός)
934. space marine n: διαστημαχητής
935. space operatic n: διαστημομελόδραμα
936. space patrol n: διαστημονομία
937. space v: κοσμοδρομώ
938. space yacht n: κοσμοθαλαμηγός
939. space-borne adj: διαστημεύσιμος
940. space-burned adj: αστεροκαμένος
941. space-sick adj: διαστημάσθενο
942. spacehand n: αχανέμπειρος
943. spaceline n: διυφηλιακή
944. spaceman n: διαστηματίας
945. spaceship n: αχανοπλεούμενο
946. spaceward adj: διαστημώθεν
947. spaceways pln: διαστροδός
948. spaceworthy n: διαστημευσιμότητα
949. spaceyard n: κοσμοναυπηγείο
950. spaghetti = σπαγγέτι: λεπτά ατρύπητα μακαρόνια: ραβδολάγηνο
951. spam: παμφωτάγγελμα, συμφορημάγγελμα (© κάποιος_Νίκος), παλλυχνόγραμμα, παλλυχνόπεμπτο, παλλυχόδιο, διασυμφόρημα (© κάποιος_Νίκος), αγγελιόχληση (© stavmanr)
952. spammer: παριζάνος (© clot), παμφωταγγέλτης, συμφορηματαγγέλτης (© κάποιος_Νίκος), παλλυχνογράφος, παλλυχνοπομπός, παλλυχοδίτης, διασυμφορηματίας (© κάποιος_Νίκος), αγγελιοχλεύς (© stavmanr)
953. spécialité = σπεσιαλιτέ: εδωδι + ειδίκευμα > εδωδίκευμα, ιδιαιτερέδεσμα (© Ju-87), εδεστέον (© κάποιος_Νίκος)
954. spiccato: διακριτόφθογγα
955. splatter: αιμοπίτυλος
956. sprint: σπριντάρω: κραιφνάλλομαι< κραιπνός (σβέλτος) + άλλομαι (πηδώ), σπριντάρισμα: κραίφναλμα
957. spy ray n: αλλοναγνωστικό
958. staccato: ασυναπτόφθογγα
959. starwisp: παραβολοφόρο (σκάφος)
960. stasis field n: υπεραδρανειακό (πεδίο)
961. stecca = στέκα: μακρύ ραβδί που χρησιμοποιούν οι παίκτες του μπιλιάρδου: σφαιρισόραβδος
962. stellar engine: φωταντλητές
963. stick (USB flash drive): μηληθόκλειθρο, μνημόλπη, ψηφιομνημοφορέας / μικροψηφιοφυλάκιο (© stavmanr), μνήμαυλος / μνήμαυλο (© Spiros252), δεδομένεση, παράδισκo, επίδισκo, επιδισκίδιο, πρόδισκο, παράσκληρο, σκληράκι, μνημολμίσκος (απο το ολμίσκος), μνημοθηκάκι
964. stiletto = στιλέτο: αιχμηρό εγχειρίδιο, μικρό μαχαίρι πολύ κοφτερό: αορίσκος
965. stilizzare = στιλιζάρω: υφοδοτώ
966. stim n: παμβελτιωτής
967. stoccare = στοκάρω: (1) επιχρίω με στόκο, (2) συγκεντρώνω διαθέσιμα προϊόντα, εμπορεύματα κτλ., δημιουργώ στοκ: (1) σχισματοφράζω, (2) εμπορευματοσυσσωρεύω
968. stora = στορ(ι): μπαλκονόπορτας ή παραθύρου, παραπέτασμα σε παράθυρο ή πόρτα: διακενίτης (γρίλια) + πτυχή = διακενιτόπτυχο
969. strapon (double, triple): δι-, τριφαλλόζωνο / δι-, τριπλοδονητής (© Ju-87)
970. strapon: φαλλόζωνο (© Ju-87)
971. striptease: ηδονόλουτρο (© Ju-87), λαγναπεμφιεσμός / λαγνέκδυση / λαγνογδύσιμο (© κάποιος_Νίκος)
972. studio: εικονηχοληπτήριο
973. stylo: μελάναυλος (© Ju-87), μελανογραφίδα (© κάποιος_Νίκος)
974. sub-etheric adj: υποαιθέριος (© Alchemist)
975. subjunctivity n: πραγματιστοσύνη
976. sublight adj: υπολυκωκύς
977. sublight adv: υπολυκωκέως
978. sublight n: υπολυκωκύτητα
979. subspace n: υπόσυμπαν
980. succès = σουξέ: μουσεπίτευγμα
981. suède < Suède (= Σουηδία) = σουέτ: απαλόδορο
982. suite = σουίτα: χλιδωμάτιο
983. supersonic missile: υπερηχόβλημα (© κάποιος_Νίκος)
984. suso = σούζα: οπισθηρίδα
985. swatting: διωκτικοπλάνηση
986. sword & sorcery (ταινία): σπαθομαγωδία
987. synthetic telepathy: φρηναυδία / -ώ, τεχνοπάθεια (© Spiros)
988. system-wide adj: πανηλιοσφαιρικός
989. table d’hôte = ταμπλ ντοτ: γευματότυπο
990. tableau (basketball): καλαθοπίνακας (© Ju-87)
991. tableau: πληροφοριοπίνακας (© Ju-87)
992. tablet: χαπάκι (© LOUROS), πινακοθόνη
993. taccone = τακούνι: ταρσυψωτής
994. tailleur = ταγέρ: αμφόρεμα, ομοιένδυμα (© Ju-87)
995. tamburlo: χορδοτύμπανο
996. tapissier: ταπητιοθέτης
997. tappezzare: τοιχοδοραλείβω
998. tappezzeria = ταπετσαρία: τοιχοδορά
999. tariffa = ταρίφα: καθορισμός τιμής, διατίμηση, το κόστος διαδρομής με ταξί: ναυλωχηματοχρέωση
1000. tartana: καλλιεύσωμη
1001. tarte: οπωράμμιλος
1002. taxi (chauffeur de) = ταξιτζής: ναυλωχηματίας
1003. taxi, συγκοπή του taximètre = ταξί: ναυλώχημα, αγοράμαξο (© Ju-87)
1004. taxim = ταξίμετρο: ναυλόμετρο, διαδρομόμετρο (© Ju-87)
1005. technopathy: τηλεκτροπάθεια (© Spiros), ψυχοτροπάθεια (© Spiros), τηλετεχνολογοπάθεια (© killerbee)
1006. telempathic n: τηλενδοσυναίσθηση
1007. télépherique = τελεφερίκ: συρματόσυρμος, αεροκιβωτός (© Ju-87)
1008. télésiège = τελεσιέζ: εδράλυσος
1009. terminator (solar): ευημερινός (© Spiros)
1010. terra-cotta: ψητόπηλος
1011. terraform v: γαιοπλάθω (© Alchemist)
1012. terraformed adj: γαιοπλασμένος (© Alchemist)
1013. terraforming adj: γαιοπλαστικός
1014. terrazza: τεγοπέδιο
1015. thermal throttling: θερμαυτορρύθμιση / θερμαυτοταλάντωση / θερμαυτοχρονισμός / ιδιοθερμοχρονισμός (© Spiros), θερμαγχονισμός
1016. threesome: τριοχεία (© Yochanan)
1017. thriller: αγωνιόδραμα
1018. tight-beam n: φωτοστικταγγέλτης
1019. tight-beam v: φωτοστικταγγέλλω
1020. time viewer n: χρονοταξιδοσκόπιο
1021. timepath n: χρονοπαθητικος (© Alchemist), χρονατραπός, χρονόρευμα (© Spiros)
1022. tirage (= τράβηγμα) = τιράζ: ανατυποσότητα
1023. tirante-tirare (= τραβώ) = τιράντα: λουρίδα από ύφασμα ή λάστιχο για να συγκρατεί ρούχα: ενδυματιμάντας > ενδυμάντας
1024. tire‐bouchon = τιρμπουσόν: φελλοκοχλίας
1025. toast: φρυγανόψωμο / φρυγαναρτιά (© Ju-87)
1026. toilette: χλιδένδυμα (© Ju-87)
1027. tomatl: υδρόμηλο (© Ju-87), χρυσόμηλον (© κάποιος_Νίκος), μήλαυρος
1028. torch drive n: συντηκτωθητήρια
1029. torch n: συντηκτωθητήρας
1030. torch v: συντηκτωθούμαι
1031. torchship n: συντηκτωθούμενο
1032. torpille: βρυχιοεκρηγνυτήρας (© Ju-87)
1033. torschlusspanik = αποδειπνοφοβία, περατοφοβία (© Ju-87)
1034. torta: εορτόδεσμα (© Ju-87), εορτόγλυκο (© κάποιος_Νίκος)
1035. toupet = τουπέ: κορφή (κεφαλής) + φενάκη (περούκα) > κορφοφενάκη > (η) κορφενάκη
1036. tourniquet < tourner (= περιστρέφω) = τουρνικέ: μονοστροφόφυλλο > μονοστρόφυλλο
1037. traballare (= ταλαντεύομαι) = τραμπάλα: αμφίμοχλο
1038. trabochetto: σκηνοκαθέκτης
1039. trac = τρακ: αγόραγχος, πληθοφοβία (© Ju-87)
1040. tractor beam pulling: ακτινουλκώ
1041. tractor n: ρυμουλκακτίνα
1042. trampolino: υμενοβατήρας, τυμπαναλτήρας
1043. transhuman adj: αλλοσχηματικός
1044. transhuman n: αλλόσχημος (άνθρωπος)
1045. transracial: διεγχρωμικός
1046. trappola (= παγίδα, δόλος) = τράπουλα: η δεσμίδα των παιγνιοχάρτων: τετρατραπέλη > τετραπέλη
1047. tratta = τράτα: κωνικό δίχτυ αλιευτικό που σέρνεται από βάρκα: ιστόκωνος
1048. travasare = τραβατζάρω: μεταγγίζω κρασί ή λάδι από ένα δοχείο σε άλλο: μεταδοχεύω
1049. travel vlogging: ταξιδαναρτοληψία
1050. traversa: ραγοδοκός
1051. traversare: διαλιμενίζω
1052. traversata: διαλιμενισμός
1053. trois quarts (= τρία τέταρτα) = τρουακάρ: τεταρτόλειψο
1054. troll: σωκρατίσκος (© clot), συρθαλιέας, εμφιλόνεικος (© κάποιος_Νίκος), θεματοδιοχλεύς (© stavmanr)
1055. trolley: ηλεκτραστικό (© Ju-87)
1056. trolling: καλικαντζάρισμα (© Τζακ Πάλανς), συρθαλιεία, εμφιλονικεία (© κάποιος_Νίκος), θεματοδιόχληση (© stavmanr)
1057. trombone = τρομπόνι: χάλκινο πνευστό όργανο: αντλιοσάλπιγγα
1058. troubadour: συνθετοτραγουδιστής (© Ju-87), περιπλαναοιδός (© κάποιος_Νίκος)
1059. trufan n: εφομπαδός
1060. tulle, από την πόλη Tulle, όπου αρχικά υφαινόταν = τούλι: διαφάνυφο
1061. turban: κεφαλοΰφασμα (© Ju-87), πιλόδεσμος
1062. umbrella = ομπρέλα: πέλτη + ὑετός > πελθυέτη
1063. Unbihexium: Mετευστάθιο
1064. universalisme: αποκαταστατισμός
1065. unsuit v: διαστημογδύομαι
1066. unsuited adj: διαστημόγδυτος
1067. upcycling (λεξιλογικό): λεξανωκύκλωση, λεξονεκρανάσταση (© Alchemist) (επαναχρησιμοποίηση απαρχαιωμένων λέξεων για νεοεμφανισθείσες έννοιες ή εξαρτήματα)
1068. uranian n: ουραναπός
1069. vacchetta: δαμαλόδερμα
1070. vagone: συρμέρισμα, συρμότμημα / συρμόχημα (© Ju-87)
1071. vaporwave: ατμοκύμα / αχνόκυμα (© Ηephestus)
1072. vaseline: υδρελαιίνη (© Ju-87)
1073. velcro (χριτς-χρατς): γαμψοΰφαντο / αγκιστροΰφαντο (© κάποιος_Νίκος), τραχυδέτης
1074. velo: αχνόψιο
1075. vendetta: εκδικοτιμία
1076. venerian n: αφροδιτάποικος
1077. ventagliο: πτυσσοριπίδα
1078. ventosa = βεντούζα: μικρό γυάλινο δοχείο με πλατύ στόμιο, που χρησιμοποιείται για θεραπευτικούς σκοπούς: βδάλλω (ρουφώ) + λέβης (δοχείο) = βδαλλέβης
1079. verabreden: ανταμοθετώ
1080. verschlimmbessern: χειροτεροβελτίωση, -ώνω
1081. vibrato: δονητόφθογγο
1082. vibroblade n: παλιλλόγχιο
1083. viewport n: παρεικόνιση
1084. viewscreen n: οθονοσκόπιο
1085. viral: κοινολογίσιμο (© Ju-87), επιδημιαίο
1086. virare = βιράρω: στρέφω βαρούλκο, για να σηκώσω άγκυρα ή βάρκα: αγκυρουλκώ
1087. virtual reality sickness: μεθαδρότητα
1088. visa = βίζα: θεώρηση διαβατηρίου από τις αρμόδιες αρχές: αλλοδημεγκριτήριο
1089. vitrine = βιτρίνα: υαλοπροθήκη
1090. vol‐au‐vent = βολοβάν: πολυφυλλόθηκο
1091. vorfreude: προχαίρομαι (© Sοphistes), προσευμένεια (© άραξον)
1092. waldeinsamkeit: ιδιαλσολασιλαρότητα, μοναχοδρυμεντρέχεια, δασοκατάνυξη, δασηρεμία (© Ju-87)
1093. walkthrough: υπέρλυση
1094. warp drive n: δινωθητήρας
1095. warp v: δινωθούμαι
1096. western: βουφορβωδία
1097. xenocide n: ειδοκτονία
1098. xenology n: αλλελλογολογία
1099. yades: διχαλοπαίγνιο (© Ju-87)
1100. zebra: ραβδώνος (© Ju-87)
1101. zig‐zag = ζιγκ‐ζαγκ: καρχαροδοντηδόν
1102. zuppiera = σουπιέρα: πιατέλα για το σερβίρισμα της σούπας: ζωμοκύλικας
502. hipster: ασυρμικός
503. hive mind n: μακροσυναπτικό
504. hoax (web): ιστομύθευμα
505. holotank n: ολογραφοδέκτης
506. home boy: οικόπαιδο (© Σπυρος), οικοδιάκονος (© κάποιος_Νίκος)
507. home galaxy n: τετραβραχιόνιος
508. hot dog: θερμοκύνιον (© stavmanr), περιαρτοχοίριο (© stavmanr)
509. hyperdrive n: υπερωστικός
510. hypersonic missile: πανήχαυλος, πανυπερηχόβλημα (© κάποιος_Νίκος), πενθυπερηχόβλημα (>Mach )
511. hyperspeed n: υπερωκύτητα
512. impervium n: αυθιστάτης
513. impresario: θιασαρωγός
514. imprimé = εμπριμέ: διανθιμάτιο
515. in-system adj: ενδοαστροσφαιρικό
516. inertia damper: αλεξέλξιο, αδραν(ει)οαπορροφητής/αδραν(ει)οεκμηδενιστής/αδρανειοαδρανοποιητής (© clot)
517. infodump n: πληροφοριοκοίλι
518. infrared absorption metamaterial: Υπερυθραπορροφητήρας / φωτονιοφάγος / φωτερυθροφάγος / αλυχνόφιλτρο (© Spiros), φωνονηδεστής / υπερυθροδεστής
519. insalata (= αλατισμένη) = σαλάτα: αλατέδεσμα
520. instantané = ενσταντανέ: αυθορμητοληψία
521. interludio = ιντερλούδιο: δραματικό μουσικό ή κινηματογραφικό ιντερμέδιο: διάμουσο
522. intersystem adj: διαστροσφαιρικό
523. jack in v: μυαλογισμικομβιώνω, κυβερνοπιρώνω (© Spiros)
524. jambon = ζαμπόν: βρασσομήριο
525. jamiton (μποτιλιάρισμα-φάντασμα): οδωστισμός, οδορροπηξία, οχηματοσυσσώρευση (© stavmanr), κυκλοφοριεμφραγή (© stavmanr)
526. jaquette, υποκορτου jaque < αραβ. schakk = ζακέτα: περικορμίδα, καλυπτένδυμα (© Ju-87)
527. jarretière = ζαρτιέρα: γλουθιμάντας, περιποδιοδέτης (© Ju-87)
528. Jogging: βραχύδρομος / βράξιμο (© LOUROS), βραδυδρομώ / -ία
529. jump drive n: μεθαλματωθητήρας
530. jump gate n: μεθαλματόθυρο
531. jump n: μέθαλμα
532. jump point n: μεθαλμάτοπος
533. jump ship n: μεθαλματωθούμενο
534. jump space n: διαμεθαλτήριο (σύμπαν)
535. jump v: μεθάλλομαι
536. jupe‐culotte = ζιπ κιλότ: αμφικωδώνιο
537. jupon = ζιπούνι, ζιπουνάκι: απλευρίδα
538. kiyma: κρεατάλεσμα / κρεατάρτυμα (© Ju-87)
539. kumbara: νομισματοδοχείο (© Ju-87)
540. kummerspeck: λυπόλιπος, θλιψομασαμπούκες (© fagano)
541. l'appel du vide: κένελξη (© Ju-87)
542. l’esprit de l’escalier: παραπαύδηση, παρωραλογία (© Ju-87)
543. lamé = λαμέ: στίλφνυφο
544. lampion = λαμπιόνι: λαμπτηρίσκος
545. lancer = λανσάρω: καινωθώ
546. landing cradle n: προσκομβιωτήρας
547. lapalissade = λαπαλισμός: κύρ. όν. La Palice, ήρωας ενός τραγουδιού του οποίου οι στίχοι ήταν γεμάτοι με αφελείς κοινοτοπίες· π.χ. ένα τέταρτο πριν πεθάνει, ήταν ακόμη στη ζωή = κοινοτυπολογία
548. laque = λακ: κομοστάτης, κομοψέκασμα (© Ju-87)
549. laser gun n: φωτοστικτοβόλο
550. lasso < ισπαν. lazo = λάσο: ιππαγχόνη
551. lattice: ομοιόπλεγμα
552. lava (= πλημμύρα) = λάβα: lavare, διάπυρη ρευστή ύλη που χύνεται από τα έγκατα στην επιφάνεια της γης κατά τις ηφαιστειακές εκρήξεις: πυροποντή
553. légende < μσν.λατιν. legenda (= ανάγνωσμα) = λεζάντα: επεικονίδιο
554. lenza = λάντζα: λάντσα, μεγάλο δοχείο όπου πλένουν τα μαγειρικά σκεύη στα εστιατόρια: σκευονιπτήρας
555. lettre (= γράμμα) + set = λετρασέτ: γραμματοσύνολο
556. lettrine = λετρίνα: κορφόγραμμα
557. levier < lever < λατινlevare (= ανυψώνω) = λεβιές: μηχανή (μη + χάος) + μοχλός (μη + όχλος) = μηχανοχλός
558. levitator n: βαρυταρνητής
559. light n: λυκωκύτητα
560. light-speed n: φωτομονάδα / φωτομοναδιαία (μέτρηση)
561. limousine = λιμουζίνα: χλιδώχημα, μεγιστανόχημα (© Ju-87)
562. linoleum = λινόλεουμ: είδος χαρακτικής: λινελαίυφο
563. Lofstrom loop: κοσμοπυλώνας (του Lofstrom)
564. lotion = λοσιόν: λούθρυγρο
565. lucchetto = λουκέτο: κινητή κλειδαριά: κλειθροκυτίο
566. luna City n: σεληνούπολη
567. lunarian n: σεληνάποικος
568. lustrino = λουστρίνι: γυαλιστερό δέρμα πολυτελείας, τα λουστρίνια, παπούτσια απ’ αυτό το δέρμα: υαλοδόριο
569. macchietta = μακέτα: προσχέδιο οικοδομήματος, μηχανήματος ή έργου τέχνης σε μικρογραφία: μικραναπαράσταση
570. maisonnette, υποκορ. του maison (= σπίτι) = μεζονέτα: οροφότμητο
571. majorette, συγκοπτόμτ. του αγγλ. drum majorette = μαζορέτα: αθλοχορεύτρια, γηπεδοχορεύτρια (© Ju-87)
572. mammouth: τριχοθηρίο (© Ju-87)
573. manchette < manch (= μανίκι) = μανσέτα: καρποϊμάτιο
574. mani: θρήνασμα (© Ju-87)
575. mankini: ωμωρχεοσυνδέτης, καυλιμάντειο
576. mannequin : λωφαρμοστής, ενδυματοδειξίας (© Ju-87)
577. manovella = μανιβέλα: χειροκίνητος μοχλός για την περιστροφή μηχανής: χειρεκκινητής
578. manteau = μαντό: ελαφράπορπο, γυναικοφόρι (© Ju-87)
579. manteca = μαντέκα: αρωματική αλοιφή για το μουστάκι: μυστακεύωδο
580. marinata = μαρινάτα: ειδική σάλτσα (από ξίδι, σκόρδο, ντομάτα, αλεύρι κτλ.) για τη διατήρηση ψαριών ή κρέατος: αλευροξάλμη
581. marmelade: πολτώπωρα
582. marqueterie = μαρκετερί: εγχρώμυλο
583. mascara = μάσκαρα: καλλυντικό για τη βαφή των βλεφαρίδων: βλεφαροψιμύθιο
584. mascella: ανωδίτης (νωδός = φαφούτης)
585. mascotte: τυχεραγωγός (© Ju-87)
586. masochisme: αυτοτερψαλγία (© Ju-87)
587. mayonnaise = μαγιονέζα: κορκάρτυμα
588. mazzo = μάτσο: ομόδεσμος
589. medaillon: μεταλλοποίκιλμα (© Ju-87)
590. medical nanites: βιονίτες
591. melon (chapeau) μενού: menu = μελόν: πιλοπέπονας
592. mercerisé = μερσεριζέ: βαμβακόστιλπνο
593. merchandising (brand): δημοφιλοπώλιο
594. merchandising: εμπορευματώθηση
595. mercurian n: εφιέρμαιος
596. meringue = μαρέγκα: λευκοχτύπι, αφρολεύκωμα (© Ju-87)
597. metamodernism: υστερονεωτερισμός
598. métro: υποτροχιόδρομος
599. milf: ωριμόκυσθη
600. military science fiction n: στρατοφαντασιακή
601. mille‐feuille: μυριοφύλλιο, τριφυλλόστρωτο (© Ju-87)
602. mina: εκκρηκτώρυγμα
603. minare: εκκρηκτωρύσσω
604. mind shield n: αλουμινόκρανος
605. mind-meld n: πνευματοσύγκραση
606. minimalisme: απλοτροπία / απλοκρατία (© Ju-87)
607. mise: μηχανεκκινητής
608. mixage: ηχομιξία (© Ju-87)
609. modéliste = μοντελίστ: συρμοκόμος
610. modello = μοντέλο: καλλωμοίωμα
611. modem (pc): αμφιδιαμορφωτής
612. moderato: μετριόρρυθμος
613. moderno: συσσυρμικός
614. moiré = μουαρέ: ψιαθικό
615. montage = μοντάζ: εικονοδεσία, κινηματοσύνδεση / εικονοσύνδεση (© Ju-87)
616. monteur = μοντέρ: εικονοδέτης
617. moonsuit n: σεληνένδυμα
618. morph n: σωματομοιότυπο
619. mostarda = μουστάρδα: καρύκευμα φαγητού με τσουχτερή γεύση (φτιαγμένο με αλεύρι σιναπιού, ξίδι κ.α.): σιναπάρτυμα
620. motivo (= κίνητρο) = μοτίβο: υποβαθρότυπο
621. motocross: αγροδρομία, μηχανατραπία (© Ju-87)
622. motosacco = μοτοσακό: ποδήλατο με προωθητικό κινητήρα: ποδομηχανήλατο
623. moulinée (soie) (= στριφτό μετάξι) < ρmouliner (= τυλίγω μετάξι) = μουλινέ, μουλινές: τροχαλωτό
624. mouse (computer): καταδεικτήρας / διευθυνσιολόγος (© Ανδριανός), ιχνόσφαιρα / τηλεκατευθυντήρας / τηλεκαταδότης / τηλεβελόνα (© Nostalgia), τηλεδρομέας (© don't speak), μυστήρας (© Σπύρος1), χειροδείκτης (© m@stermind), ιχνοθονηγός (© Ζενίθεδρος) [αν και νομίζω πως το σωστό, κατα το νόμο της συνθετικής εκτάσεως, θα έπρεπε να είναι το ιχνωθονηγός], πορνοδότης (© Οργισμένος)
625. mousse: αφρέδεσμα (© Ju-87)
626. mozzo = μούτσος: μαθητευόμενος ναύτης: πρωτοναυτιλλόμενος
627. multigeneration ship n: γενεόσκαφος
628. mundane n: ανεφοπαδός
629. mutant n: μεταλλαγμενούργημα
630. mutation n: μεταλλαγμενουργία
631. necessaire: καλλυντικοθήκη (© Ju-87)
632. nectin: συνδετίνη (© Ju-87)
633. needle beam n: πυρακτίνα
634. needle gun n: πυρακτινικό
635. needle v: πυρακτινίζω
636. négligé = νεγκλιζέ: γλουτήρης
637. néon = νέον: αιγλαμπτήρας
638. neptunian n: ποσειδωνάποικος
639. network collapse: πανιστωλεθρία
640. neural adj: μυαλογισμικό
641. neuronic adj: νευραλλοιωτής
642. neutralino: ανιδωτόνιο / ανιδωσωμάτιο (© Ju-87)
643. neutrino telescope: ελαφρονιοσκόπιο (© Ju-87)
644. neutrino: ελαφρόνιο (© Ju-87)
645. neutronium sword: ουδετερονίδα
646. neutronium: ουδετερονιακό (υλικό)
647. nicotine: καπνίνη / υδατόκαπνος (© Ju-87)
648. nightside: ερεβοσφαίριο (© Spiros)
649. nomenclatura: συνυπενθυμιστές
650. normal space n: ομοιαπέραντο
651. nova bomb n: ανθυλοβίδα
652. nova v: καινοφανηγώ
653. novella (= νέα) = νουβέλα: λογοτεχνικό είδος ενδιάμεσο ως προς την έκταση και την πλοκή, μεταξύ διηγήματος και μυθιστορήματος: μεταδιήγημα
654. obbligato (= υποχρεωτικό) = ομπλιγκάτο: ένδειξη που καθιστά υποχρεωτική την εκτέλεση συνοδευτικών μερών μιας σύνθεσης: μουσεπίταξη
655. occhio (=μάτι) = όκιο: τα όκια, ανοίγματα κυκλικά στην πλευρά πλοίου στην περιοχή της πλώρης, από τα οποία περνά η αλυσίδα της άγκυρας: αγκυρόφθαλμος
656. Oculus Rift & HoloLens: μαγόφακος (© LOUROS), ευτόπτρα, ευτοπίοπτρο
657. off-earth adj: αλλοχθονογενές
658. off-earth adv: μηκισθήλια
659. off-planet adj: απαφετήριος
660. off-planet n: αποπύρηνος
661. offworlder n: αφηλιοσφαίριος
662. on-planet adj: επιπλανήτιος
663. ordinanza = ορντινάντσα: στρατοδιάκονος
664. osteonectin: οστεοσυνδετίνη (© Ju-87)
665. ottetto = οκτέτο: μουσική σύνθεση για οχτώ όργανα ή φωνές: οκτωδία
666. outplanet n: διαγαλαξιάκοσμος
667. outsystem adj: ετερήλιο
668. ouverture = ουβερτούρα: προμελόδραμα
669. ovatta = βάτα: υπωμίδα
670. overdrive n: υπερφωτωθητήρας
671. overmind n: πολυνοημοσύνη
672. pacchetto = πακέτο: κυβόδεμα
673. paillette = παγέτα: ελασμάτοπο
674. pain d’ Espagne < ιταλ. pan di Spagna (= ψωμί της Ισπανίας) = παντεσπάνι: γλαγόαρτος
675. pala (= φτυάρι) = πάλα: το πλατύ τμήμα του κουπιού: κωπόπτυο
676. paletta = παλέτα: πινακίδα όπου ο ζωγράφος ανακατεύει τα χρώματα, η χρωματική κλίμακα που χρησιμοποιεί καλλιτέχνης: φασματοπινακίδα (ζωγραφική) ή αχθόβαθρο (μεταφορές εμπορευμάτων)
677. panel: τηλεπαΐοντες (© Ju-87)
678. panneau < pan < λατιν. pannus (= πανί) = πανό: συνθημαθίστιο
679. pantofola = παντο(ύ)φλα: αναπαυτικό υπόδημα που φοριέται στο σπίτι: ταπητοπέλτης
680. paramano = παραμάνα: είδος καρφίτσας ασφαλείας: καρφιτσοδέτης
681. parasole = παρασόλι: ομπρέλα για προφύλαξη από τον ήλιο: πελθήλιο
682. paravent = παραβάν: θαλαμεριστής
683. parcomètre < parc (για αυτοκίνητα) ‐ο‐ + ελλμέτρον = παρκόμετρο: σταθμευόμετρο
684. parquet = παρκέ, παρκέτο: ψηφιδοδοκωτό > ψηφιδοκωτό
685. parqueteuse = παρκετέζα: δοκός + ὑαλιστής > δοχυαλίστρα
686. passamento: τοιχοκνημίδα
687. passe‐partout (= περνά από παντού) = πασπαρτού: πανδιίοντας
688. passerelle: συρμέξεδρο
689. passifan n: αντιφαντασιακόλουθος
690. pasta frolla (= ζύμη εύθρυπτη) = πάστα φλόρα: είδος γλυκίσματος από ζύμη που επικαλύπτεται με μαρμελάδα: μελιμηλόζυμο
691. pastel = παστέλ: αχνόχροο
692. pasticcio = παστίτσιο: είδος φαγητού με μακαρόνια, αβγά και κιμά: κρεατολαγηναλευράρτυμα
693. pastiglia = παστίλια: φαρμακευτικό δισκίο, είδος καραμέλας: ιαματοδίσκιο
694. patatrac = πατατράκ: ο θόρυβος που δημιουργείται από ένα σώμα όταν πέφτει, φασαρία, θορυβώδες επεισόδιο, φαλιμέντο: ηχοξάφνιασμα
695. patchwork family: κασιγνηταδελφική (οικογένεια)
696. pâté = πατέ: περιζύμιο
697. patina = πατίνα: στρώμα οξειδώσεως με πρασινωπό χρώμα που σχηματίζεται στην επιφάνεια παλιών μεταλλικών αντικειμένων: χλωροξειδώστρωση
698. peignoir = πενιουάρ: προκομβιωτό
699. pèlerine = πελερίνα: κομομανδύας > κομανδύας
700. pendentif = παντατίφ: περιδερίδιο
701. pennelare = πινελάρω: βάφω με πινέλο: χρωστηρίζω
702. pergola = πέργκολα: μεταλλική ή ξύλινη κατασκευή που χρησιμεύει ως στήριγμα αναρριχητικών φυτών και δημιουργεί σκιερό υπόστεγο: ανθικρίωμα
703. petto = πέτο: το μπροστινό τμήμα του γιακά ενός σακακιού, παλτού, πουκαμίσου, φορέματος, το οποίο αναδιπλώνεται πάνω στο θώρακα: θωρακοπτυχή
704. phaser: ενεργοπομπός (© stavmanr), ενεργοβόλο (© killerbee)
705. photo bomber: φοντοχαλάστρας, υποβαθροπτωτιστής, υποβαθρεπιβάτης, ανθυποβαθρεπιβάτης (συνοδεία του πρώτου), βαθρεπιβάτης (ο απόλυτος βομβιστής), υποβαθρώσκων
706. photomontage = φωτομοντάζ: φωτεικονοδεσία
707. photoroman = φωτορομάντζο: φωτειδύλλιο
708. pianissimo = πιανίσιμο: με πολύ αδύνατη ένταση, πολύ σιγά στη μουσική: απαλόμουσα
709. pianola = πιανόλα: μηχανικό πιάνο του οποίου τα πλήκτρα κινούνται με κατάλληλο μηχανισμό: υδραυλοκλειδοκύμβαλο
710. piattella = πιατέλα: μεγάλο ρηχό πιάτο για σερβίρισμα: μεγαπινάκιο
711. piattello = πιατέλο: μικρό πιάτο: μικροπινάκιο
712. piccante = πικάντικος: που έχει ευχάριστα δριμεία γεύση: ευδριμύς
713. piccirillo = πιτσιρίκα: μικρό και ζωηρό παιδί: (υπάρχει το "ζωηρόπαιδο"), οπότε μπορεί να αποδοθεί ως ζωηροκόριτσο
714. piccolo = πίκολο: μικρός πλαγίαυλος στη μουσική: πλαγιαυλίσκος
715. piena (= γεμάτος) = πιένα: συρροή κόσμου σε θέατρο, συναυλία κτλ: θεατροσυρροή
716. piercing (γενική ονομασία): ενδέρμιο
717. piercing (γλώσσας): εγγλώσσιο
718. piercing (κλειτορίδας): εγκλειτορίδιο
719. piercing (μύτης): εμμύτιο
720. piercing (ομφαλού): ενομφάλιο
721. piercing (όρχεων): ενόρχιο
722. piercing (πέους): εγχαλίνιο
723. piercing (ρώγας): ενθήλιο
724. piercing (στόματος): εγχείλιο
725. piercing (φρυδιού): εμφρύδιο
726. piercing: κοσμότρηση (© Ju-87)
727. piloto = πιλότος: πλοηγός, οδηγός αεροσκάφους: αιθερηγός
728. pince = πένσα: σφιχθηλίδα
729. pique‐nique = πικνίκ: υπαιθροφάι
730. pirouette = πιρουέτα: μονοποδόστροφο
731. piste < λατινpista = πίστα: χοροπέδιο
732. pistola = πιστόλα: μεγάλο πιστόλι: καννοθάλαμο (όπλο)
733. pizzicato = πιτσικάτο: παραγωγή ήχου από έγχορδα όργανα με νύξη των χορδών: χορδοκέντητο
734. placier = πλασιέ: προμηθαποδόχος
735. plafond (= οροφή) = πλαφόν: μεγισθόριο
736. plafonnier = πλαφονιέρα: οροφόλυχνο
737. Planck (ενέργεια) : ενεργόνιο (του Πλανκ) (© Spiros)
738. Planck (θερμοκρασία): μεταθερμοκρασία / υπερκρασία / εξωθερμοκρασία / εξωκρασία (του Πλανκ) (© Spiros)
739. Planck (μάζα): ψυλλώνιο / ψυλλόνιο (του Πλανκ) (© Spiros)
740. Planck (μήκος): οδόνιο (του Πλανκ) (© Spiros)
741. Planck (φορτίο): δωδεκατρόνιο (του Πλανκ) (© Spiros)
742. Planck (χρόνος): χρονόνιο (του Πλανκ) (© Spiros)
743. planer = πλανάρω: αιωροπλωρίζω
744. planet-bound adj: πλανητοπάγιος
745. planet-buster n: γεωλετήρας
746. planetary romance n: αστρειδύλλιο
747. plastiskin n: αντιδόριο
748. plateau = πλατό: ληπτοθάλαμος
749. platiné = πλατινέ: λευκοχρυσοειδές
750. plexiglas < γερμ. Plexiglas (όν. μάρκας) = πλεξιγκλάς: ανθραχύαλος
751. plongeon (= βουτιά) = πλονζόν: αποκρουσοβούτι
752. plutonian n: αδηούχος
753. poché(e), μτχτου ρpocher (= μαυρίζω το μάτι κάποιου) = ποσέ: ατσοφλόβραστο
754. pod person n: εξωγηινισμένος
755. poire (= αχλάδι) = πουάρ: αναρρόφουσκα
756. pois (= αρακάς) = πουά: κουκκιδώδες
757. poltrona = πολυθρόνα: αναπαυτικό κάθισμα με πλάτη και μπράτσα, για ένα άτομο: πε(ριε)ρεισίνωτο > περεισίνωτο
758. pornstar: αισθησιοποιός
759. portamento = πορταμέντο: τρόπος ομαλής και ευδιάκριτης μεταβάσεως από φθόγγο σε φθόγγο στη μουσική: ευφθογγισμός
760. portatif = πορτατίφ: επιπλόλυχνο
761. porte‐manteau = πορτμαντό: υποδηματιοθήκη
762. portmanteau word: λεξαποσκευή
763. portogallo: πυρρόκαρπος / πυρροκαρπιά (© Ju-87)
764. posa = πόζα: φροντισμένη στάση που παίρνει κανείς προκειμένου να φωτογραφηθεί ή να χρησιμέψει ως μοντέλο ζωγράφου ή γλύπτη: απεικονόσταση
765. posare = ποζάρω: παίρνω ορισμένη στάση προκειμένου να φωτογραφηθώ ή να χρησιμέψω ως μοντέλο καλλιτέχνη: απεικονοστέκομαι
766. positron: θετικόνιο (© Ju-87)
767. post-holocaust adj: μεθολοκαυτωματικό
768. post-scarcity economy: μετανεμπληστική (κοινωνία)
769. postiche = ποστίς: πλοκαδοφενάκη
770. pot‐pourri (= φαγητό από πολλών ειδών κρέας) = ποτ πουρί: κρεατεράνισμα
771. poudingue < αγγλpudding = πουτίγκα: πηχθηδές
772. pouf = πουφ: πρόσπυγο
773. poulain = πουλέν: υπάρχει ως φέρελπις και υποτιμητικά ως μανάρι, άρα θα μπορούσε να γίνει > φερελπιδομάναρο
774. POV: μονορατόργια / μονοθεατόργια (© Ju-87)
775. première = πρεμιέρα: πρωτοπαράσταση
776. presa = πρέζα: ποσότητα κονιοποιημένης ουσίας που παίρνεται με τον αντίχειρα και τον δείκτη, μικρή ποσότητα, ποσότητα ναρκωτικής σκόνης που ρουφιέται από τη μύτη: κονιδομερίδα, παραμυθόδοση
777. pressor beam n: ωθησαχτίδα
778. pressor n: ωθησαχτιδοβόλο
779. presto = πρέστο: η μέγιστη δυνατή ταχύτητα στην εκτέλεση μουσικού κομματιού: ταχιστόρρυθμος
780. prima vista = πρίμα βίστα: η εκτέλεση μουσικού κομματιού χωρίς προηγούμενη μελέτη: πρωτεκτέλεστα
781. prime < λατινpraemium (= βραβείο) = πριμ: μισθεπιβράβευμα
782. projection keyboard: πληκτρολόγραμμα
783. protectorat = προτεκτοράτο: κηδεμονευτό (κράτος)
784. provocateur < λατινprovocare (= προκαλώ) = προβοκάτορας, προβοκατόρισσα: εκδικοφάντης
785. provocation = προβοκάτσια: εκδικοφαντία
786. pullman: πανεδροκίνητο / πανεδροφορείο (© Ju-87)
787. punaise = πινέζα: πλάθηλος
788. purée = πουρές, πουρέ: γεωμηλόπολτος
789. PWAG’s: λευκοπρωκτολαγνεία (© Ju-87)
790. quad (γουρούνα): χερσαίοχος (© κάποιος_Νίκος)
791. quadro = κάδρο: περιπλόχμιο
792. quadrone = καδρόνι: κυβοδόκαρο
793. quantum mechanics: διακριτονική μηχανική
794. quantum: διακριτόνιο
795. quark: πλινθόνιο (© Ju-87)
796. qubit: διακριτήκιστο
797. qubyte: διακριτογδήκιστο
798. quinta = κουΐντα: το καθένα από τα πλάγια παραπετάσματα στη σκηνή θεάτρου, που αποκρύβουν τη θέα προς τα παρασκήνια: παρασκηνοπέτασμα
799. quintetto = κουϊντέτο: μουσική σύνθεση σε πέντε μέρη, σύνολο από πέντε μουσικά όργανα ή πέντε φωνές: πέντασμα
800. raboté, μτχ. του ρraboter (= πλανίζω) = ραμποτέ: ψευδοροφή + ύλη > ψευδορόφυλα
801. racchetta = ρακέτα: όργανο που χρησιμοποιείται για το χτύπημα της σφαίρας στις αθλοπαιδιές του τένις και του πινγκ πονγκ: σφαιροκώπη
802. railgun: επιραβδοτοξευτής (© κάποιος_Νίκος), μαγνητοβαλλίστρα, αμφιραγορίπτης, μαγνητοπυροβόλο (© killerbee), μαγνητοβόλο (© Spiros), επιτροχιοβόλο (© Spiros), εξοβελιστής (© κάποιος_Νίκος)
803. ralenti = ρελαντί: στροφελάχιστο
804. rampe = ράμπα: προβολίκριο (της αυλαίας θεάτρου), φορτοδιάδρομος (για το κεκλιμένο επίπεδο)
805. ramscoop n: συλλέχθυδρο
806. raspa = ράσπα: οδοντωτή λίμα: χειραποξέστης
807. ravioli = ραβιόλια: φαγητό από ζυμαρικά γεμισμένα με κρέας και καρυκεύματα: λαγηνοπλήθοντα
808. ray gun n: ακτινορίπτης
809. ray projector n: ακτινοπροβολέας
810. ray v: ακτινορίπτω
811. reaction drive n: αντιδρωθητήρας
812. réception = ρεσεψιόν: ξενοϋποδεκτήριο
813. réceptionniste = ρεσεψιονίστ: ξενοϋποδέκτης
814. récital = ρεσιτάλ: τεχναρίστευμα
815. redingote < αγγλriding coat (= σακάκι ιππασίας) = ρεντινγκότα: ιπποτόπαλτο
816. relax < αγγλρrelax = ριλάξ: χαλαρόλικνο
817. rente = ράντα: πληρωσειρά
818. replicant n: επωδιστής
819. repos < reposer = ρεπό: παυσήμερο
820. reproduction = ρεπροντιξιόν: πινακότυπο
821. retiré = ρετιρέ: στεγοδιαμέρισμα
822. revanche = ρεβάνς: εκδίκαθλος
823. réveillon = ρεβεγιόν: πρωτεθέορτο
824. reverse gangbang: συννυφάδιασμα / συννυφαδιάζω / συννυφαδιαστής. Σκέφτηκα το γκουσγκουνίζω, αλλά στο αρκαδικό ιδίωμα σημαίνει το να κουνειέσαι χωρίς αποτελεσματικότητα, απο το κουσκούνι = υπουρίδα, οπισθένη
825. rififi (= συμπλοκή)· η σημ. στα ελλ. από την ομώνυμη κινηματογραφική ταινία του Ντασέν = ριφιφί: διαρρηκτώρυξη
826. rim world n: παρυφόκοσμος
827. ringworld: ηλιαντλάλως, κοσμοκρίκελος, κρικελόκοσμος
828. rischio = ρίσκο: κίνδυνος, δυσμενές ενδεχόμενο, παρακινδυνευμένη ενέργεια: ριψοκινδύνευμα
829. road movie: τροχόδραμα
830. roba = ρόμπα: πρόχειρο, γυναικείο εξωτερικό ένδυμα: μεταλουτρίδα
831. robot (Arms & Grippers): πολυγίγγλιμα
832. robot (one legged): αυθάλτης
833. robot: ρομπότης (© κάποιος_Νίκος), εμφρονοειδές, ρομβώτιο, δουλοειδές (© κάποιος_Νίκος), σκλαβοειδές (© κάποιος_Νίκος), μέτεργο, εργατοειδές (© Εσχατόγερος), ιθύνωπο, αζωαύτεργο (© stavmanr), ταλωειδές (© Ju-87)
834. rogue planet: αλυχνόχθονας, ορφανίτης (© clot), πλανέμιος (© Spiros)
835. rogue state: κακουργιοκρατίδιο, κρατοκόβαλος / κοβαλόκρατος (© κάποιος_Νίκος)
836. romantic comedy: ιλαρειδύλλιο
837. rondella = ροδέλα: μικρός κύκλος από δέρμα, καουτσούκ ή μέταλλο που χρησιμεύει για το καλύτερο σφίξιμο της βίδας: υποκόχλιο
838. rosetta = ροζέτα: δαχτυλίδι με μικρά πετράδια σε σχήμα ρόδου, γλυπτό ρόδο, έμβλημα παρασήμου σε σχήμα μικρού ρόδου που φοριέται στο πέτο: τριανταφυλλίσκος
839. rouge = ρουζ: παρειέρυθρο
840. rouleau = ρολό, ρουλό: κυλινδροτύλιχτο
841. rouler ή αγγλ. roll + κατάλ. ‐άρω = ρολάρω: ορμηφορίζω
842. roulette = ρουλέτα: λαχνέδρανο
843. rumpology: πυγομαντεία
844. sac de voyage: ταξιδαποσκευή (© Ju-87), ταξιδόσακος (© κάποιος_Νίκος)
845. sadisme: τερψαλγία (© Ju-87)
846. sadist: τερψαλγός / τερψαλγιστής (© Ju-87)
847. saison = σεζόν: εποχίσκη
848. salame = σαλάμι: αλατόρυα
849. salmastra = σαλαμάστρα: σχοινί πλοίου: στεγανό + νήμα = στεγάνημα
850. salmis = σαλμί: (δίχως κρεμμύδι) ακρόμμυο
851. saltare = σαλτάρω: πελλάλλομαι
852. sandwich: περιάρτιο (© stavmanr), αμφίαρτο (© stavmanr)
853. sanguigni: αιμόκαρπος (© Ju-87), ερυθρόμηλο / αιματόκιτρος (© κάποιος_Νίκος)
854. Santa Claus machine: ινιδιοποιός
855. saturnian n: κρονονάστης
856. sauté = σοτέ: τηγανοτίναχτο
857. sauter = σοτάρω: τηγανοτινάζω
858. savarin (γλυκό μπαμπάς): γαλακτωματόστριο (© Ju-87)
859. savoir vivre: ευδιαγωγή (© Ju-87)
860. savore = σαβόρε: ξινή σάλτσα ως καρύκευμα ψαριών: ξυδάρτυμα
861. scansare (= αποφεύγω) = σκαντζάρω: αλλάζω βάρδια: φυγοφρουρώ
862. scaramuccia = σκαρμούτσο: στήλη από μεταλλικά κέρματα περιτυλιγμένα σε χαρτί: κερματοκύλινδρος
863. scarpino = σκαρπίνι: είδος χαμηλού παπουτσιού: στιλφνυπόδημα
864. scartare (= απορρίπτω) = σκαρτάρω: διαλογαφαιρώ
865. scenario = σενάριο: πλοκογραφία
866. schlimazel: δισεκτισμός, γκαντεμισμός, πηγαδοκατουρητισμός, φρεατουρισμός, κακοκλωθεμένος (© Ju-87)
867. schnapsidee: οινοφάνεια / οινοφανής (ιδέα) (© άραξον), μεθυσοβουλή (© κάποιος_Νίκος), ξιδέα (© LOUROS), αμπελοϊδέα (© fagano)
868. scia = σία: κάνε πίσω με τα κουπιά: (προστ. του αντιλάμνω) αντιλάμνετε
869. scientology: πνευματραπισμός (© Ju-87)
870. scorbuto: τροφοκυτιοπάθεια / ναυτοπάθεια (© Ju-87)
871. scotta = σκότα: σκοινί που τεντώνει τα πανιά του πλοίου: ιστοτανυστής
872. screenager: οθόνηβος, ευωνυμοσφίχτης (ευώνυμος (αριστερά) + σφίχτης (μυώδης))
873. scuffia: καροβόμβυκας
874. séchoir = σεσουάρ: κομανεμιστής
875. sechoir: κομοστεγνωτήρας (© Ju-87), θερμοπνοϊκό (© κάποιος_Νίκος)
876. secondare: δευτεράδω
877. security: ασφαλοπάροχος (© Ju-87)
878. sedan: τετραθυροκίνητο (© Ju-87)
879. self-driving car: αυθοδήγητο
880. self-replicating spacekraft: αυτοπηγούμενο / βιοπηγούμενο (σκάφος)
881. selfie stick: αυταπεικονηρίδα (αυταπεικονίζω + έρεισμα), αυτειδωλαβή, ειδωλόμοχλος
882. sellotape: ταινιοκολλητικό / ταινιοκολλητής (© Ju-87)
883. sépale, από συμφυρμό των séparer και pétale = σέπαλο: καλυκόφυλλο
884. séparé = σεπαρέ: αποθάλαμος
885. séquence (= σειρά, ακολουθία) = σεκάνς: σειραποτύπωση
886. sercon adj: σοβαροδομική
887. sercon n: σοβαροδομή
888. seredipity: τυχεύρημα (© Ju-87)
889. serenata = σερενάδα/τα: κατωφλίασμα
890. serpentin = σερπαντίνα: χαρθέλικα
891. servi (= υπηρετούμενος) = σερβί: φυλλοκράτηση
892. service = σερβίς: σφαιροκομία, πρωτορριψιά (© Ju-87)
893. serviette = σερβιέτα: δοριαλίστιο, εμμηνορρυσιόρουχο (© Ju-87), εμμηνόπανο (© κάποιος_Νίκος)
894. servir = σερβίρω: οψοκομίζω
895. servitore = σερβιτόρα/ισσα/ος: υπάλληλος εστιατορίου, καφενείου, ζαχαροπλαστείου: εσθιοκομιστής (© killerbee)
896. sestetto = σεστέτο: μουσική σύνθεση για έξι όργανα ή φωνές: εκτωδία
897. sexism: φυλοδιαφορισμός (© Ju-87)
898. sexist: φυλοδιαφοριστής (© Ju-87)
899. sexting: ειδωλοιφώ, αλαργοχαμούρεμα / -εύομαι, τηλεμπαλαμούτιασμα / -τιάζομαι, ιστερωτοτροπία / -ώ, διασυνδεψία / διασυνδέφομαι
900. sfogliata = σφολιάτα: βουτυροζύμαρο
901. shampooing = σαμπουάν: κομοσάπων
902. shared world n: ομόσυμπαν
903. silhouette, από το κύρ. όν. Silhouette, Γάλλος υπουργός των οικονομικών το = σιλουέτα: περισκιαγραφή
904. sirop = σιρόπι, σορόπι: πηχθήδυγρο, υδροζάχαρη / υδροσάκχαρο (© Ju-87)
905. skatecycle (ονομασία προϊόντος): αμφελικοσανίδα
906. skimmer n: αιωρόδιφρος
907. skinsuit n: αερολισθηρίδα
908. skort: περιγοφίδα (έντομη)
909. skyhook: ριψόγαντζος
910. skywritting: αιθερογραφία
911. sleeper ship n: αζωτόκλινο
912. slideway n: μεθελκυστήρας
913. slipstream n: φαντασιακοφανής
914. slower-than-light adj: υπολυκωκύτητα
915. smart clothe: μεταλώπιο
916. smartphone: ευστρόφωνο
917. sniff: εισπνοδοσία / εισπνόληψη (© Ju-87)
918. soffitto = σοφίτα: χωρόστεγο
919. sol-type n: ηλιομοιότυπο
920. solar sail: ηλιάρμενο, ηλίστιο (© Spiros)
921. solarian n: ηλιοσφαιραπός
922. solfège = σολφέζ: μουσανάγνωση
923. solista = σολίστ(ας): που εκτελεί μουσικό κομμάτι μόνος του: ιδιεκτελεστής
924. solo: ιδιεκτέλεση
925. sommier : πλεχθυπόστρωμα
926. soufflé = σουφλέ: τυρόπομφο, φουσκόγευμα (© Ju-87)
927. souper = σουπέ: ζωμόδειπνο
928. sovertire (=ανατρέπω) = σοβερτάρω: ανατρέπομαι (για πλοία): ναυσανατρέπω
929. space dock n: κοσμονεωδόχος
930. space drive n: διαστημωθητήρας
931. space force n: αχανομαχητικό
932. space fountain: εξανελκυστήρας
933. space lane n: διυφήλιος (οδός)
934. space marine n: διαστημαχητής
935. space operatic n: διαστημομελόδραμα
936. space patrol n: διαστημονομία
937. space v: κοσμοδρομώ
938. space yacht n: κοσμοθαλαμηγός
939. space-borne adj: διαστημεύσιμος
940. space-burned adj: αστεροκαμένος
941. space-sick adj: διαστημάσθενο
942. spacehand n: αχανέμπειρος
943. spaceline n: διυφηλιακή
944. spaceman n: διαστηματίας
945. spaceship n: αχανοπλεούμενο
946. spaceward adj: διαστημώθεν
947. spaceways pln: διαστροδός
948. spaceworthy n: διαστημευσιμότητα
949. spaceyard n: κοσμοναυπηγείο
950. spaghetti = σπαγγέτι: λεπτά ατρύπητα μακαρόνια: ραβδολάγηνο
951. spam: παμφωτάγγελμα, συμφορημάγγελμα (© κάποιος_Νίκος), παλλυχνόγραμμα, παλλυχνόπεμπτο, παλλυχόδιο, διασυμφόρημα (© κάποιος_Νίκος), αγγελιόχληση (© stavmanr)
952. spammer: παριζάνος (© clot), παμφωταγγέλτης, συμφορηματαγγέλτης (© κάποιος_Νίκος), παλλυχνογράφος, παλλυχνοπομπός, παλλυχοδίτης, διασυμφορηματίας (© κάποιος_Νίκος), αγγελιοχλεύς (© stavmanr)
953. spécialité = σπεσιαλιτέ: εδωδι + ειδίκευμα > εδωδίκευμα, ιδιαιτερέδεσμα (© Ju-87), εδεστέον (© κάποιος_Νίκος)
954. spiccato: διακριτόφθογγα
955. splatter: αιμοπίτυλος
956. sprint: σπριντάρω: κραιφνάλλομαι< κραιπνός (σβέλτος) + άλλομαι (πηδώ), σπριντάρισμα: κραίφναλμα
957. spy ray n: αλλοναγνωστικό
958. staccato: ασυναπτόφθογγα
959. starwisp: παραβολοφόρο (σκάφος)
960. stasis field n: υπεραδρανειακό (πεδίο)
961. stecca = στέκα: μακρύ ραβδί που χρησιμοποιούν οι παίκτες του μπιλιάρδου: σφαιρισόραβδος
962. stellar engine: φωταντλητές
963. stick (USB flash drive): μηληθόκλειθρο, μνημόλπη, ψηφιομνημοφορέας / μικροψηφιοφυλάκιο (© stavmanr), μνήμαυλος / μνήμαυλο (© Spiros252), δεδομένεση, παράδισκo, επίδισκo, επιδισκίδιο, πρόδισκο, παράσκληρο, σκληράκι, μνημολμίσκος (απο το ολμίσκος), μνημοθηκάκι
964. stiletto = στιλέτο: αιχμηρό εγχειρίδιο, μικρό μαχαίρι πολύ κοφτερό: αορίσκος
965. stilizzare = στιλιζάρω: υφοδοτώ
966. stim n: παμβελτιωτής
967. stoccare = στοκάρω: (1) επιχρίω με στόκο, (2) συγκεντρώνω διαθέσιμα προϊόντα, εμπορεύματα κτλ., δημιουργώ στοκ: (1) σχισματοφράζω, (2) εμπορευματοσυσσωρεύω
968. stora = στορ(ι): μπαλκονόπορτας ή παραθύρου, παραπέτασμα σε παράθυρο ή πόρτα: διακενίτης (γρίλια) + πτυχή = διακενιτόπτυχο
969. strapon (double, triple): δι-, τριφαλλόζωνο / δι-, τριπλοδονητής (© Ju-87)
970. strapon: φαλλόζωνο (© Ju-87)
971. striptease: ηδονόλουτρο (© Ju-87), λαγναπεμφιεσμός / λαγνέκδυση / λαγνογδύσιμο (© κάποιος_Νίκος)
972. studio: εικονηχοληπτήριο
973. stylo: μελάναυλος (© Ju-87), μελανογραφίδα (© κάποιος_Νίκος)
974. sub-etheric adj: υποαιθέριος (© Alchemist)
975. subjunctivity n: πραγματιστοσύνη
976. sublight adj: υπολυκωκύς
977. sublight adv: υπολυκωκέως
978. sublight n: υπολυκωκύτητα
979. subspace n: υπόσυμπαν
980. succès = σουξέ: μουσεπίτευγμα
981. suède < Suède (= Σουηδία) = σουέτ: απαλόδορο
982. suite = σουίτα: χλιδωμάτιο
983. supersonic missile: υπερηχόβλημα (© κάποιος_Νίκος)
984. suso = σούζα: οπισθηρίδα
985. swatting: διωκτικοπλάνηση
986. sword & sorcery (ταινία): σπαθομαγωδία
987. synthetic telepathy: φρηναυδία / -ώ, τεχνοπάθεια (© Spiros)
988. system-wide adj: πανηλιοσφαιρικός
989. table d’hôte = ταμπλ ντοτ: γευματότυπο
990. tableau (basketball): καλαθοπίνακας (© Ju-87)
991. tableau: πληροφοριοπίνακας (© Ju-87)
992. tablet: χαπάκι (© LOUROS), πινακοθόνη
993. taccone = τακούνι: ταρσυψωτής
994. tailleur = ταγέρ: αμφόρεμα, ομοιένδυμα (© Ju-87)
995. tamburlo: χορδοτύμπανο
996. tapissier: ταπητιοθέτης
997. tappezzare: τοιχοδοραλείβω
998. tappezzeria = ταπετσαρία: τοιχοδορά
999. tariffa = ταρίφα: καθορισμός τιμής, διατίμηση, το κόστος διαδρομής με ταξί: ναυλωχηματοχρέωση
1000. tartana: καλλιεύσωμη
1001. tarte: οπωράμμιλος
1002. taxi (chauffeur de) = ταξιτζής: ναυλωχηματίας
1003. taxi, συγκοπή του taximètre = ταξί: ναυλώχημα, αγοράμαξο (© Ju-87)
1004. taxim = ταξίμετρο: ναυλόμετρο, διαδρομόμετρο (© Ju-87)
1005. technopathy: τηλεκτροπάθεια (© Spiros), ψυχοτροπάθεια (© Spiros), τηλετεχνολογοπάθεια (© killerbee)
1006. telempathic n: τηλενδοσυναίσθηση
1007. télépherique = τελεφερίκ: συρματόσυρμος, αεροκιβωτός (© Ju-87)
1008. télésiège = τελεσιέζ: εδράλυσος
1009. terminator (solar): ευημερινός (© Spiros)
1010. terra-cotta: ψητόπηλος
1011. terraform v: γαιοπλάθω (© Alchemist)
1012. terraformed adj: γαιοπλασμένος (© Alchemist)
1013. terraforming adj: γαιοπλαστικός
1014. terrazza: τεγοπέδιο
1015. thermal throttling: θερμαυτορρύθμιση / θερμαυτοταλάντωση / θερμαυτοχρονισμός / ιδιοθερμοχρονισμός (© Spiros), θερμαγχονισμός
1016. threesome: τριοχεία (© Yochanan)
1017. thriller: αγωνιόδραμα
1018. tight-beam n: φωτοστικταγγέλτης
1019. tight-beam v: φωτοστικταγγέλλω
1020. time viewer n: χρονοταξιδοσκόπιο
1021. timepath n: χρονοπαθητικος (© Alchemist), χρονατραπός, χρονόρευμα (© Spiros)
1022. tirage (= τράβηγμα) = τιράζ: ανατυποσότητα
1023. tirante-tirare (= τραβώ) = τιράντα: λουρίδα από ύφασμα ή λάστιχο για να συγκρατεί ρούχα: ενδυματιμάντας > ενδυμάντας
1024. tire‐bouchon = τιρμπουσόν: φελλοκοχλίας
1025. toast: φρυγανόψωμο / φρυγαναρτιά (© Ju-87)
1026. toilette: χλιδένδυμα (© Ju-87)
1027. tomatl: υδρόμηλο (© Ju-87), χρυσόμηλον (© κάποιος_Νίκος), μήλαυρος
1028. torch drive n: συντηκτωθητήρια
1029. torch n: συντηκτωθητήρας
1030. torch v: συντηκτωθούμαι
1031. torchship n: συντηκτωθούμενο
1032. torpille: βρυχιοεκρηγνυτήρας (© Ju-87)
1033. torschlusspanik = αποδειπνοφοβία, περατοφοβία (© Ju-87)
1034. torta: εορτόδεσμα (© Ju-87), εορτόγλυκο (© κάποιος_Νίκος)
1035. toupet = τουπέ: κορφή (κεφαλής) + φενάκη (περούκα) > κορφοφενάκη > (η) κορφενάκη
1036. tourniquet < tourner (= περιστρέφω) = τουρνικέ: μονοστροφόφυλλο > μονοστρόφυλλο
1037. traballare (= ταλαντεύομαι) = τραμπάλα: αμφίμοχλο
1038. trabochetto: σκηνοκαθέκτης
1039. trac = τρακ: αγόραγχος, πληθοφοβία (© Ju-87)
1040. tractor beam pulling: ακτινουλκώ
1041. tractor n: ρυμουλκακτίνα
1042. trampolino: υμενοβατήρας, τυμπαναλτήρας
1043. transhuman adj: αλλοσχηματικός
1044. transhuman n: αλλόσχημος (άνθρωπος)
1045. transracial: διεγχρωμικός
1046. trappola (= παγίδα, δόλος) = τράπουλα: η δεσμίδα των παιγνιοχάρτων: τετρατραπέλη > τετραπέλη
1047. tratta = τράτα: κωνικό δίχτυ αλιευτικό που σέρνεται από βάρκα: ιστόκωνος
1048. travasare = τραβατζάρω: μεταγγίζω κρασί ή λάδι από ένα δοχείο σε άλλο: μεταδοχεύω
1049. travel vlogging: ταξιδαναρτοληψία
1050. traversa: ραγοδοκός
1051. traversare: διαλιμενίζω
1052. traversata: διαλιμενισμός
1053. trois quarts (= τρία τέταρτα) = τρουακάρ: τεταρτόλειψο
1054. troll: σωκρατίσκος (© clot), συρθαλιέας, εμφιλόνεικος (© κάποιος_Νίκος), θεματοδιοχλεύς (© stavmanr)
1055. trolley: ηλεκτραστικό (© Ju-87)
1056. trolling: καλικαντζάρισμα (© Τζακ Πάλανς), συρθαλιεία, εμφιλονικεία (© κάποιος_Νίκος), θεματοδιόχληση (© stavmanr)
1057. trombone = τρομπόνι: χάλκινο πνευστό όργανο: αντλιοσάλπιγγα
1058. troubadour: συνθετοτραγουδιστής (© Ju-87), περιπλαναοιδός (© κάποιος_Νίκος)
1059. trufan n: εφομπαδός
1060. tulle, από την πόλη Tulle, όπου αρχικά υφαινόταν = τούλι: διαφάνυφο
1061. turban: κεφαλοΰφασμα (© Ju-87), πιλόδεσμος
1062. umbrella = ομπρέλα: πέλτη + ὑετός > πελθυέτη
1063. Unbihexium: Mετευστάθιο
1064. universalisme: αποκαταστατισμός
1065. unsuit v: διαστημογδύομαι
1066. unsuited adj: διαστημόγδυτος
1067. upcycling (λεξιλογικό): λεξανωκύκλωση, λεξονεκρανάσταση (© Alchemist) (επαναχρησιμοποίηση απαρχαιωμένων λέξεων για νεοεμφανισθείσες έννοιες ή εξαρτήματα)
1068. uranian n: ουραναπός
1069. vacchetta: δαμαλόδερμα
1070. vagone: συρμέρισμα, συρμότμημα / συρμόχημα (© Ju-87)
1071. vaporwave: ατμοκύμα / αχνόκυμα (© Ηephestus)
1072. vaseline: υδρελαιίνη (© Ju-87)
1073. velcro (χριτς-χρατς): γαμψοΰφαντο / αγκιστροΰφαντο (© κάποιος_Νίκος), τραχυδέτης
1074. velo: αχνόψιο
1075. vendetta: εκδικοτιμία
1076. venerian n: αφροδιτάποικος
1077. ventagliο: πτυσσοριπίδα
1078. ventosa = βεντούζα: μικρό γυάλινο δοχείο με πλατύ στόμιο, που χρησιμοποιείται για θεραπευτικούς σκοπούς: βδάλλω (ρουφώ) + λέβης (δοχείο) = βδαλλέβης
1079. verabreden: ανταμοθετώ
1080. verschlimmbessern: χειροτεροβελτίωση, -ώνω
1081. vibrato: δονητόφθογγο
1082. vibroblade n: παλιλλόγχιο
1083. viewport n: παρεικόνιση
1084. viewscreen n: οθονοσκόπιο
1085. viral: κοινολογίσιμο (© Ju-87), επιδημιαίο
1086. virare = βιράρω: στρέφω βαρούλκο, για να σηκώσω άγκυρα ή βάρκα: αγκυρουλκώ
1087. virtual reality sickness: μεθαδρότητα
1088. visa = βίζα: θεώρηση διαβατηρίου από τις αρμόδιες αρχές: αλλοδημεγκριτήριο
1089. vitrine = βιτρίνα: υαλοπροθήκη
1090. vol‐au‐vent = βολοβάν: πολυφυλλόθηκο
1091. vorfreude: προχαίρομαι (© Sοphistes), προσευμένεια (© άραξον)
1092. waldeinsamkeit: ιδιαλσολασιλαρότητα, μοναχοδρυμεντρέχεια, δασοκατάνυξη, δασηρεμία (© Ju-87)
1093. walkthrough: υπέρλυση
1094. warp drive n: δινωθητήρας
1095. warp v: δινωθούμαι
1096. western: βουφορβωδία
1097. xenocide n: ειδοκτονία
1098. xenology n: αλλελλογολογία
1099. yades: διχαλοπαίγνιο (© Ju-87)
1100. zebra: ραβδώνος (© Ju-87)
1101. zig‐zag = ζιγκ‐ζαγκ: καρχαροδοντηδόν
1102. zuppiera = σουπιέρα: πιατέλα για το σερβίρισμα της σούπας: ζωμοκύλικας
0 .
☭
-
- Rookie poster
- Δημοσιεύσεις: 91
- Τοποθεσία: Βασίλειο των Τόνγκα
Re: Νεολογισμοί για λέξεις που δεν υπάρχουν στα ελληνικά
video: ιδωρροή
bungee jumping: βαραθροσχοινισμός
mech: μηχανένανδρο
liquid breathing: υγραναπνοή
cigarro: έγκαπνο
raf (ράφι): ικριωματίδιο
bungee jumping: βαραθροσχοινισμός
mech: μηχανένανδρο
liquid breathing: υγραναπνοή
cigarro: έγκαπνο
raf (ράφι): ικριωματίδιο
0 .
☭
-
- Rookie poster
- Δημοσιεύσεις: 39
Re: Νεολογισμοί για λέξεις που δεν υπάρχουν στα ελληνικά
ΜΠΡΑΒΟ ΡΕ ΖΕΝΙΘΕΔΡΕ!!
Και είχα στεναχωρηθεί πάρα πολύ επειδή τις περισσότερες λέξεις δεν τις είχα σώσει!
Και είχα στεναχωρηθεί πάρα πολύ επειδή τις περισσότερες λέξεις δεν τις είχα σώσει!
0 .
-
- Rookie poster
- Δημοσιεύσεις: 39
Re: Νεολογισμοί για λέξεις που δεν υπάρχουν στα ελληνικά
Για την τορπίλη είχε προταθεί από τον Doc McCoi η λέξη βρύχαυλος και από τον Alchemist η λέξη υδροπύραυλος.
Για το bungee jumping: παλινδρομόπτωση<παλίνδρομος + πτώση, "πτώση με επιστροφή προς τα πίσω".
Skydiving = αερόδυση < αέρας + δύ(ν)ω (=βυθίζομαι, βουλιάζω), "βύθιση στον αέρα".
Για το gif είχες προτείνει το ταινιομορφότυπο ενώ από τον sys3x είχε προταθεί το ταινιάριο.
Baku- Shan ( δηλώνει πως ένα κορίτσι είναι «όμορφο μόνο όταν την κοιτάς από πίσω”) . = πλανόπισθη < πλάνη + οπίσθια.
volant (τιμόνι αυτοκινήτου) = τροχήλεγχο < τροχός + ήλεγχον (=αορ. του ελέγχω).
alligator = μαστακόδειλος < μάσταξ (=σαγόνι) + δείλος(<δρίλος = σκουλίκι), θυμίζει ηχητικά και το κροκόδειλος.
gharial = ινδόδειλος < Ινδία + δ(ρ)ίλος
benzin = αμαξέλαιο , κινησέλαιο < κίνηση+έλαιο ("έλαιο που δίνει κίνηση"), οχημέλαιο<όχημα+έλαιο
mazout = ναυσέλαιο<ναυς+έλαιο, πλοιέλαιο<πλοίο+έλαιο
kerosene = αεροπλανέλαιο , αεροχημέλαιο
golf = μπαστουνοσφαίριση (Alchemist) , χτυπόσφαιρο
annish = εορτοτεύχος
air-car = ιπτάμαξο < ίπταμαι+αμάξι
blaster=πλασμοβόλο
bowling = κορυνορρηξία<κορύνα+ρήξη, κορυνοσφαίριση, κορυνοκέλευθος<κορύνα+κέλευθος(δική σου)
cyborg = μεταλλέμβιο, cyborging = μεταλλεμβιοποίηση
Dalek = πλοκαμόφθαλμο, dayside = πλανητόκαυμα <πλανήτης+καύμα (=καύσωνας), η μεριά του πλανήτη που κοιτάζει τον ήλιο θα έχει και μεγαλύτερη θερμοκρασία..
Death ray = θανατοβολία < θανατηφόρα ακτιβολία
documentaire = στοιχειοταινία , τεκμηριεκπομπή
Facepalm = προσωποχειρία (ακριβής μετάφραση)
forum = νηματολόγιο
hot dog = αλλαντόψωμο < άλλαντα (=αλλαντικά, πληθ. του αλλάς) + ψωμί
Kummerspeck (λίπος που συσσωρεύεται από την συναισθηματική υπερκατανάλωση τροφής) = λίπαχθος < λίπος + άχθος (=βάρος, λύπη)
lancer = εμπορευματοδεικνύω < εμπόρευμα + δεικνύω
melanzana = ιωδόμηλο < “ιώδες (μοβ) μήλο” , ιωδώδιμο < ιώδες (=μοβ) + εδώδιμο (=φαγώσιμο)
musacca= κρεατ(ι)ωδομηλόψητο < κρέας + ιωδόμηλο + ψητό
occhio (τρύπα από την οποία περνά η άγκυρα)= αγκυροπή < άγκυρα + οπή
pasticcio = κρεαταλευρόψητο < κρέας + αλεύρι + ψητό
rafting (από το raft=σχεδία) = λεμβισμός < λέμβος (=μικρή βάρκα)
rasta (μαλλιά) = πλεξιδόκομο < πλεξίδα + κόμη
Redshirt (φανταστικός χαρακτήρας που πεθαίνει αμέσως στο έργο) = αυτοθανόντας < αυτός + θανή (=θάνατος), “αυτός που πεθαίνει”
sex robot = ταλερωτοειδές < ταλωειδές + έρωτας
rottweiler = κυνολετήρας < κύων + ολετήρας , “σκύλος εκτελεστής”
. schnapside (μια ιδέα που μας έρχεται όταν είμαστε πιωμένοι) = οινα(να)λαμπή -> οιναλαμπή < οίνος + αναλαμπή
skatoboarding = σανιδοδρομία
van der waals force = δεσμός φαινοηλεκτρισμού/φαινοϊοντισμού (του van der waals)
titjob = μαστοφαλλία < μαστός + φαλλός.
Για το bungee jumping: παλινδρομόπτωση<παλίνδρομος + πτώση, "πτώση με επιστροφή προς τα πίσω".
Skydiving = αερόδυση < αέρας + δύ(ν)ω (=βυθίζομαι, βουλιάζω), "βύθιση στον αέρα".
Για το gif είχες προτείνει το ταινιομορφότυπο ενώ από τον sys3x είχε προταθεί το ταινιάριο.
Baku- Shan ( δηλώνει πως ένα κορίτσι είναι «όμορφο μόνο όταν την κοιτάς από πίσω”) . = πλανόπισθη < πλάνη + οπίσθια.
volant (τιμόνι αυτοκινήτου) = τροχήλεγχο < τροχός + ήλεγχον (=αορ. του ελέγχω).
alligator = μαστακόδειλος < μάσταξ (=σαγόνι) + δείλος(<δρίλος = σκουλίκι), θυμίζει ηχητικά και το κροκόδειλος.
gharial = ινδόδειλος < Ινδία + δ(ρ)ίλος
benzin = αμαξέλαιο , κινησέλαιο < κίνηση+έλαιο ("έλαιο που δίνει κίνηση"), οχημέλαιο<όχημα+έλαιο
mazout = ναυσέλαιο<ναυς+έλαιο, πλοιέλαιο<πλοίο+έλαιο
kerosene = αεροπλανέλαιο , αεροχημέλαιο
golf = μπαστουνοσφαίριση (Alchemist) , χτυπόσφαιρο
annish = εορτοτεύχος
air-car = ιπτάμαξο < ίπταμαι+αμάξι
blaster=πλασμοβόλο
bowling = κορυνορρηξία<κορύνα+ρήξη, κορυνοσφαίριση, κορυνοκέλευθος<κορύνα+κέλευθος(δική σου)
cyborg = μεταλλέμβιο, cyborging = μεταλλεμβιοποίηση
Dalek = πλοκαμόφθαλμο, dayside = πλανητόκαυμα <πλανήτης+καύμα (=καύσωνας), η μεριά του πλανήτη που κοιτάζει τον ήλιο θα έχει και μεγαλύτερη θερμοκρασία..
Death ray = θανατοβολία < θανατηφόρα ακτιβολία
documentaire = στοιχειοταινία , τεκμηριεκπομπή
Facepalm = προσωποχειρία (ακριβής μετάφραση)
forum = νηματολόγιο
hot dog = αλλαντόψωμο < άλλαντα (=αλλαντικά, πληθ. του αλλάς) + ψωμί
Kummerspeck (λίπος που συσσωρεύεται από την συναισθηματική υπερκατανάλωση τροφής) = λίπαχθος < λίπος + άχθος (=βάρος, λύπη)
lancer = εμπορευματοδεικνύω < εμπόρευμα + δεικνύω
melanzana = ιωδόμηλο < “ιώδες (μοβ) μήλο” , ιωδώδιμο < ιώδες (=μοβ) + εδώδιμο (=φαγώσιμο)
musacca= κρεατ(ι)ωδομηλόψητο < κρέας + ιωδόμηλο + ψητό
occhio (τρύπα από την οποία περνά η άγκυρα)= αγκυροπή < άγκυρα + οπή
pasticcio = κρεαταλευρόψητο < κρέας + αλεύρι + ψητό
rafting (από το raft=σχεδία) = λεμβισμός < λέμβος (=μικρή βάρκα)
rasta (μαλλιά) = πλεξιδόκομο < πλεξίδα + κόμη
Redshirt (φανταστικός χαρακτήρας που πεθαίνει αμέσως στο έργο) = αυτοθανόντας < αυτός + θανή (=θάνατος), “αυτός που πεθαίνει”
sex robot = ταλερωτοειδές < ταλωειδές + έρωτας
rottweiler = κυνολετήρας < κύων + ολετήρας , “σκύλος εκτελεστής”
. schnapside (μια ιδέα που μας έρχεται όταν είμαστε πιωμένοι) = οινα(να)λαμπή -> οιναλαμπή < οίνος + αναλαμπή
skatoboarding = σανιδοδρομία
van der waals force = δεσμός φαινοηλεκτρισμού/φαινοϊοντισμού (του van der waals)
titjob = μαστοφαλλία < μαστός + φαλλός.
0 .
-
- Rookie poster
- Δημοσιεύσεις: 93
- Τοποθεσία: ἀλλ᾽ ἧμαι παρὰ νηυσὶν ἐτώσιον ἄχθος ἀρούρης
-
- Rookie poster
- Δημοσιεύσεις: 91
- Τοποθεσία: Βασίλειο των Τόνγκα
Re: Νεολογισμοί για λέξεις που δεν υπάρχουν στα ελληνικά
Αναίσχυντος έγραψε:...
Για το φόρουμ, υπήρχαν τα "νηματολόγιο, ιστομήγυρη, ιστοκοινότητα"
Είχα σκοπό το σκ να τις βάλω όλες στον κατάλογο, αλλά ο "θάνατος" ήρθε απότομα, σαν τον κλέφτη. Όσες θυμηθώ, θα τις γράψω.
Στον επόμενο ανανεωμένο κατάλογο θα επικαιροποιήσω και τα νικ. Ιδού και μιά ακόμη λέξη, νικ.
ή ένδετο.
0 .
☭
-
- Rookie poster
- Δημοσιεύσεις: 93
- Τοποθεσία: ἀλλ᾽ ἧμαι παρὰ νηυσὶν ἐτώσιον ἄχθος ἀρούρης
Re: Νεολογισμοί για λέξεις που δεν υπάρχουν στα ελληνικά
Για το attention whore μου αρέσει και το (περιφραστικό) επαίτης της προσοχής (μονολεκτικώς προσοχοεπαίτης; -αν και δεν ακούγεται τόσο ωραίο).
viewtopic.php?p=23944#p23944
ΜΥΘΗΡΑ έγραψε:[...] μια επαιτης της προσοχης [...]
viewtopic.php?p=23944#p23944
0 .
-
- Rookie poster
- Δημοσιεύσεις: 91
- Τοποθεσία: Βασίλειο των Τόνγκα
Re: Νεολογισμοί για λέξεις που δεν υπάρχουν στα ελληνικά
Άχθος Αρούρης έγραψε:Για το attention whore μου αρέσει και το (περιφραστικό) επαίτης της προσοχής (μονολεκτικώς προσοχοεπαίτης; -αν και δεν ακούγεται τόσο ωραίο).ΜΥΘΗΡΑ έγραψε:[...] μια επαιτης της προσοχης [...]
viewtopic.php?p=23944#p23944
Δεν ακούγεται ωραίο, γιατί είναι χασμωδικό το έψιλον μετά το όμικρον στο σημείο όπου ενώνονται οι λέξεις. Είτε θα έπρεπε να γίνει φωνηεντική έκταση του έψιλον και η λέξη να γίνει προσοχηπαίτης, είτε το όμικρον και το έψιλον να συγκεραστούν σε ένα ου και να έχουμε προσοχουπαίτης. Αντ' αυτού μπορείς να τοποθετήσεις ως δεύτερο συνθετικό το ζητιάνος ή το ζήτης, και να έχεις το προσοχοζήτης (-ήτισσα / -ζητιάνα) κατα το ψωμοζήτης.
0 .
☭
-
- Rookie poster
- Δημοσιεύσεις: 60
Re: Νεολογισμοί για λέξεις που δεν υπάρχουν στα ελληνικά
Σε ποια ημερομηνία διασώθηκε ο κατάλογος;;
0 .
Η παρουσία μας επιλέγει από ένα τεράστιο σύνολο
μόνο σύμπαντα συμβατά με την ύπαρξή μας
Αν και είμαστε μικροί, ασήμαντοι σε κοσμικό επίπεδο
αυτό μας κάνει κύριους της δημιουργίας
†Stephen Hawking (8.1.1942 – 14.3.2018)
μόνο σύμπαντα συμβατά με την ύπαρξή μας
Αν και είμαστε μικροί, ασήμαντοι σε κοσμικό επίπεδο
αυτό μας κάνει κύριους της δημιουργίας
†Stephen Hawking (8.1.1942 – 14.3.2018)