Η Επανάσταση του 1821 κατά των Οθωμανών προκάλεσε το ενδιαφέρον και άλλων χριστιανών των Βαλκανίων, οι οποίοι βρίσκονταν υπό τον τουρκικό ζυγό. Η εξέγερση των Ρωμιών μετατράπηκε σε ένα είδος βαλκανικής εξέγερσης και αυτό φαίνεται κυρίως από τη συμμετοχή σε αυτήν Βαλκάνιων μαχητών, μεταξύ των οποίων και πολλοί Σέρβοι, που είχαν μερικά χρόνια πριν επαναστατήσει κατά των Οθωμανών (και τότε με συμμετοχή αρματολών της Ελλάδας, ιδίως από το αρματολίκι του Ολύμπου). Πολλοί από αυτούς τους Σέρβους θα μείνουν για πάντα στην Ελλάδα, όπως ο Βάσο Μπράγιοβιτς (ή Βάσος Μαυροβουνιώτης), ο οποίος καταγόταν από το Μαυροβούνιο και για τον οποίο θα μιλήσουμε σήμερα.
Ο Βάσο Μπράγιοβιτς γεννήθηκε το 1797, στην περιοχή Μπιελοπάβλιτσι του Μαυροβουνίου. Ήταν Σέρβος στην καταγωγή και ο ίδιος και τα αδέρφια του ήταν αρματολοί (χάιντουκ) στο Μαυροβούνιο. Μετά τη σέρβικη επανάσταση, οι οθωμανικές αρχές θα προβούν σε διωγμούς κατά των Σέρβων, οπότε εγκατέλειψε τη γενέτειρά του και κατέφυγε μαζί με τα αδέρφια του στη Μικρά Ασία και τη Σμύρνη, όπου θα βρουν δουλειά σαν επιστάτες σε κτήματα Οθωμανών αρχόντων της περιοχής. Το 1820 αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη Μικρά Ασία, διότι τον κατηγορούσαν για ληστεία. Κατέφυγε στην Αθήνα και εντάχτηκε ως μπαϊρακτάρης στον στρατό του διοικητή της πόλης Μπαμπά πασά, ο οποίος εκστράτευσε εναντίον του Αλή Πασά Τεπελενλή.
Όταν ξεσπά η Επανάσταση το 1821, λόγω και της φιλίας του με το Νικόλαο Κριεζώτη, ο Μπράγιοβιτς θα ενταχθεί στους επαναστατημένους Ρωμιούς και μαζί του θα φέρει κι άλλους Σέρβους μαχητές και οπλαρχηγούς από το Μαυροβούνιο. Πήρε μέρος σε μια σειρά από μάχες στη Στερεά Ελλάδα, τα νησιά, την Πελοπόννησο, όπου και διακρίθηκε για την μαχητικότητα και τις στρατηγικές του ικανότητες. Ωστόσο, πιο πολύ θα μείνει γνωστός στην ιστορία για την προσπάθειά του να μεταφερθεί η επανάσταση και στη Συρία και το Λίβανο, με τη συμμετοχή των Αράβων προκρίτων και εμιρηδων της περιοχής.
Η εκστρατεία στο Λίβανο
Το 1826, ο Μπράγιοβιτς μαζί με άλλους οπλαρχηγούς, έλαβε μέρος σε μια εκστρατεία στην περιοχή του Λιβάνου, η οποία ωστόσο δεν θα έχει ευτυχή κατάληξη. Ο Ρωμιός έμπορος Χατζή Στάθης Ρέζης, που είχε φιλικές σχέσεις με τον εμίρη του Λιβάνου Μπεσίρ, θα προσπαθήσει να δημιουργήσει μια συμμαχία των Αράβων του Λιβάνου με τους επαναστάτες στην Ελλάδα, με σκοπό την απελευθέρωση της Ελλάδας, του Λιβάνου και της Κύπρου από τον τουρκικό ζυγό. Μια τέτοια συμμαχία θεωρούνταν πως θα δημιουργούσε και σοβαρό αντιπερισπασμό στις δυνάμεις του σουλτάνου και του Μεχμέτ Αλή της Αιγύπτου, ο οποίος είχε στείλει τον γιο του Ιμπραΐμ κατά της Πελοποννήσου. Η Προσωρινή Διοίκηση δέχτηκε να συμμετάσχει και στέλνει έγγραφα προς τον εμίρη Μπεσίρ και τους προκρίτους του Λιβάνου, για να συνεννοηθούν μαζί τους για τους τρόπους της συνεργασίας των δύο πλευρών.
Τα σχέδια όμως αυτά γίνονταν σε περίοδο που η Προσωρινή Διοίκηση είχε να αντιμετωπίσει πολλά -εσωτερικά και όχι μόνο- προβλήματα. Γι’ αυτό και τα εν λόγω σχέδια εγκαταλείφθηκαν. Οι συζητούμενες επιχειρήσεις όμως έγιναν γνωστές σ’ ένα κύκλο επαναστατών, όπως του Μπράγιοβιτς, του Ταλιάνου και του Κριεζώτη, οι οποίοι έβλεπαν με καλό μάτι ένα τέτοιο εγχείρημα. Η ελληνική κυβέρνηση, που είχε πληροφορίες για τις παραπάνω μυστικές κινήσεις, ζητεί από το Βουλευτικό Σώμα να καταβάλλει κάθε προσπάθεια, ώστε να εμποδιστεί το παράτολμο αυτό εγχείρημα. Παρόλα αυτά, οι οπλαρχηγοί εμμένουν στα σχέδιά τους και αναπτύσσουν έντονη δραστηριότητα για την πραγματοποίησή τους. Ως τόπος συγκέντρωσης ορίζεται η νήσος Κέα, στην οποία συρρέουν διάφοροι μαχητές, υπό την αρχηγία του Μπράγιοβιτς και άλλων. Τελικά θα συγκεντρώσουν περί τους 2.000 άνδρες και 14 πλοία. Ο Μπράγιοβιτς, που θεωρούνταν πολύ αρρενωπός, ψηλός και όμορφος, θα προκαλέσει το ενδιαφέρον της ηπειρώτισσας γυναίκας (Ελένης) του πρόκριτου της Κέας Γιώργου Πάγκαλου (της γνωστής οικογένειας πολιτικών), η οποία αποφασίζει να εγκαταλείψει τον άντρα της και να φύγει μαζί του. Εκείνος θα την αφήσει προσωρινά σε ένα πύργο στην Άνδρο και θα φύγει για το Λίβανο, μαζί με τους λοιπούς οπλαρχηγούς.
Οι επαναστάτες φτάνουν στις ακτές του Λιβάνου, λίγο έξω από τη Βηρυτό, όπου έκαναν απόβαση και κατέλαβαν κάποιες παραλιακές περιοχές. Εκεί ήλθαν σε επαφή με τον εμίρη Μπεσίρ κι αυτός ζήτησε από τους οπλαρχηγούς τα πληρεξούσιά τους γράμματα, τα οποία βέβαια αυτοί δεν διέθεταν. Διατάχτηκαν τότε να αναχωρήσουν, προτού συγκεντρωθούν και επιτεθούν εναντίον τους οι Άραβες. Έτσι, αναγκάστηκαν να φύγουν άπρακτοι και να παραιτηθούν από την παράτολμη αυτή επιχείρηση. Θα επιστρέψει στην Άνδρο, όπου θα παντρευτεί με την αγαπημένη του Ελένη και μαζί της θα αναχωρήσει για τον Πειραιά.
Η ζωή του στην μετεπαναστατική Ελλάδα
Μετά την επιστροφή από το Λίβανο, ο Μπράγιοβιτς θα διακριθεί σε μάχες στην Εύβοια και την Αττικοβοιωτία, όπου θα εκτιμηθούν από την ελληνική κυβέρνηση δεόντως τα στρατιωτικά του προσόντα. Κατά τους εμφυλίους πολέμους, συντάχθηκε (όπως άλλωστε και η συντριπτική πλειοψηφία των μη Πελοποννησίων οπλαρχηγών) με την πλευρά των λεγομένων «κυβερνητικών». Πολιτικά ήταν ενταγμένος στο Γαλλικό κόμμα, του Ιωάννη Κωλέττη, διατηρώντας όμως ταυτόχρονα μια ανεξαρτησία κινήσεων. Κατά τη διάρκεια της περιόδου που κυβερνούσε ο Καποδίστριας, εντάχτηκε στον νέο στρατιωτικό οργανισμό του Κυβερνήτη, δηλαδή στις χιλιαρχίες, και ανέλαβε τη διοίκηση της Στερεάς Ελλάδας. Σαν διοικητής της χιλιαρχίας αυτής πολέμησε σε μια σειρά μαχών για την εκκαθάριση της Στερεάς Ελλάδας από τις οθωμανικές φρουρές· συγκεκριμένα, σε Στεβενίκο και Λιβαδειά κατά του Ομέρ πασά της Καρύστου, στην πολιορκία της ακρόπολης της Άμφισσας εναντίον του Μεχμέτ - Ντέβολη, στο Μαρτίνο της Λιβαδειάς εναντίον του Μαγιούτ πασά και, τέλος, στη Λιβάδα της Εύβοιας κατά του Ομέρ πασά, τερματίζοντας έτσι μια πλούσια στρατιωτική σταδιοδρομία με συμμετοχή σε 36 περίπου μάχες, πολιορκίες και εκστρατείες.
Ο Μπραγιόβιτς υπήρξε μια από τις πιο χαρακτηριστικές μορφές της περιόδου που έζησε. Ο φυγάς του Μαυροβούνιου, χωρίς να ανήκει στα μεγάλα αρματολικά τζάκια της Ελλάδας, κατόρθωσε βασιζόμενος στις ικανότητές του να ανέβει στις υψηλές βαθμίδες της στρατιωτικής ιεραρχίας και να παίξει σημαντικό ρόλο στην κοινωνία της μετεπαναστατικής Ελλάδας. Πέθανε σχετικά νέος, το 1847, χτυπημένος από βαριά πνευμονία. Είχε δύο γιούς, τους Τιμολέων και Αλέξανδρο Βάσσο, που ακολούθησαν επίσης στρατιωτική καριέρα.
Προς τιμήν του, το Μαυροβούνιο έχει στήσει μνημείο, στην πρωτεύουσα Ποντγκόριτσα.
Ο Βάσο Μπράγιοβιτς γεννήθηκε το 1797, στην περιοχή Μπιελοπάβλιτσι του Μαυροβουνίου. Ήταν Σέρβος στην καταγωγή και ο ίδιος και τα αδέρφια του ήταν αρματολοί (χάιντουκ) στο Μαυροβούνιο. Μετά τη σέρβικη επανάσταση, οι οθωμανικές αρχές θα προβούν σε διωγμούς κατά των Σέρβων, οπότε εγκατέλειψε τη γενέτειρά του και κατέφυγε μαζί με τα αδέρφια του στη Μικρά Ασία και τη Σμύρνη, όπου θα βρουν δουλειά σαν επιστάτες σε κτήματα Οθωμανών αρχόντων της περιοχής. Το 1820 αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη Μικρά Ασία, διότι τον κατηγορούσαν για ληστεία. Κατέφυγε στην Αθήνα και εντάχτηκε ως μπαϊρακτάρης στον στρατό του διοικητή της πόλης Μπαμπά πασά, ο οποίος εκστράτευσε εναντίον του Αλή Πασά Τεπελενλή.
Όταν ξεσπά η Επανάσταση το 1821, λόγω και της φιλίας του με το Νικόλαο Κριεζώτη, ο Μπράγιοβιτς θα ενταχθεί στους επαναστατημένους Ρωμιούς και μαζί του θα φέρει κι άλλους Σέρβους μαχητές και οπλαρχηγούς από το Μαυροβούνιο. Πήρε μέρος σε μια σειρά από μάχες στη Στερεά Ελλάδα, τα νησιά, την Πελοπόννησο, όπου και διακρίθηκε για την μαχητικότητα και τις στρατηγικές του ικανότητες. Ωστόσο, πιο πολύ θα μείνει γνωστός στην ιστορία για την προσπάθειά του να μεταφερθεί η επανάσταση και στη Συρία και το Λίβανο, με τη συμμετοχή των Αράβων προκρίτων και εμιρηδων της περιοχής.
Η εκστρατεία στο Λίβανο
Το 1826, ο Μπράγιοβιτς μαζί με άλλους οπλαρχηγούς, έλαβε μέρος σε μια εκστρατεία στην περιοχή του Λιβάνου, η οποία ωστόσο δεν θα έχει ευτυχή κατάληξη. Ο Ρωμιός έμπορος Χατζή Στάθης Ρέζης, που είχε φιλικές σχέσεις με τον εμίρη του Λιβάνου Μπεσίρ, θα προσπαθήσει να δημιουργήσει μια συμμαχία των Αράβων του Λιβάνου με τους επαναστάτες στην Ελλάδα, με σκοπό την απελευθέρωση της Ελλάδας, του Λιβάνου και της Κύπρου από τον τουρκικό ζυγό. Μια τέτοια συμμαχία θεωρούνταν πως θα δημιουργούσε και σοβαρό αντιπερισπασμό στις δυνάμεις του σουλτάνου και του Μεχμέτ Αλή της Αιγύπτου, ο οποίος είχε στείλει τον γιο του Ιμπραΐμ κατά της Πελοποννήσου. Η Προσωρινή Διοίκηση δέχτηκε να συμμετάσχει και στέλνει έγγραφα προς τον εμίρη Μπεσίρ και τους προκρίτους του Λιβάνου, για να συνεννοηθούν μαζί τους για τους τρόπους της συνεργασίας των δύο πλευρών.
Τα σχέδια όμως αυτά γίνονταν σε περίοδο που η Προσωρινή Διοίκηση είχε να αντιμετωπίσει πολλά -εσωτερικά και όχι μόνο- προβλήματα. Γι’ αυτό και τα εν λόγω σχέδια εγκαταλείφθηκαν. Οι συζητούμενες επιχειρήσεις όμως έγιναν γνωστές σ’ ένα κύκλο επαναστατών, όπως του Μπράγιοβιτς, του Ταλιάνου και του Κριεζώτη, οι οποίοι έβλεπαν με καλό μάτι ένα τέτοιο εγχείρημα. Η ελληνική κυβέρνηση, που είχε πληροφορίες για τις παραπάνω μυστικές κινήσεις, ζητεί από το Βουλευτικό Σώμα να καταβάλλει κάθε προσπάθεια, ώστε να εμποδιστεί το παράτολμο αυτό εγχείρημα. Παρόλα αυτά, οι οπλαρχηγοί εμμένουν στα σχέδιά τους και αναπτύσσουν έντονη δραστηριότητα για την πραγματοποίησή τους. Ως τόπος συγκέντρωσης ορίζεται η νήσος Κέα, στην οποία συρρέουν διάφοροι μαχητές, υπό την αρχηγία του Μπράγιοβιτς και άλλων. Τελικά θα συγκεντρώσουν περί τους 2.000 άνδρες και 14 πλοία. Ο Μπράγιοβιτς, που θεωρούνταν πολύ αρρενωπός, ψηλός και όμορφος, θα προκαλέσει το ενδιαφέρον της ηπειρώτισσας γυναίκας (Ελένης) του πρόκριτου της Κέας Γιώργου Πάγκαλου (της γνωστής οικογένειας πολιτικών), η οποία αποφασίζει να εγκαταλείψει τον άντρα της και να φύγει μαζί του. Εκείνος θα την αφήσει προσωρινά σε ένα πύργο στην Άνδρο και θα φύγει για το Λίβανο, μαζί με τους λοιπούς οπλαρχηγούς.
Οι επαναστάτες φτάνουν στις ακτές του Λιβάνου, λίγο έξω από τη Βηρυτό, όπου έκαναν απόβαση και κατέλαβαν κάποιες παραλιακές περιοχές. Εκεί ήλθαν σε επαφή με τον εμίρη Μπεσίρ κι αυτός ζήτησε από τους οπλαρχηγούς τα πληρεξούσιά τους γράμματα, τα οποία βέβαια αυτοί δεν διέθεταν. Διατάχτηκαν τότε να αναχωρήσουν, προτού συγκεντρωθούν και επιτεθούν εναντίον τους οι Άραβες. Έτσι, αναγκάστηκαν να φύγουν άπρακτοι και να παραιτηθούν από την παράτολμη αυτή επιχείρηση. Θα επιστρέψει στην Άνδρο, όπου θα παντρευτεί με την αγαπημένη του Ελένη και μαζί της θα αναχωρήσει για τον Πειραιά.
Η ζωή του στην μετεπαναστατική Ελλάδα
Μετά την επιστροφή από το Λίβανο, ο Μπράγιοβιτς θα διακριθεί σε μάχες στην Εύβοια και την Αττικοβοιωτία, όπου θα εκτιμηθούν από την ελληνική κυβέρνηση δεόντως τα στρατιωτικά του προσόντα. Κατά τους εμφυλίους πολέμους, συντάχθηκε (όπως άλλωστε και η συντριπτική πλειοψηφία των μη Πελοποννησίων οπλαρχηγών) με την πλευρά των λεγομένων «κυβερνητικών». Πολιτικά ήταν ενταγμένος στο Γαλλικό κόμμα, του Ιωάννη Κωλέττη, διατηρώντας όμως ταυτόχρονα μια ανεξαρτησία κινήσεων. Κατά τη διάρκεια της περιόδου που κυβερνούσε ο Καποδίστριας, εντάχτηκε στον νέο στρατιωτικό οργανισμό του Κυβερνήτη, δηλαδή στις χιλιαρχίες, και ανέλαβε τη διοίκηση της Στερεάς Ελλάδας. Σαν διοικητής της χιλιαρχίας αυτής πολέμησε σε μια σειρά μαχών για την εκκαθάριση της Στερεάς Ελλάδας από τις οθωμανικές φρουρές· συγκεκριμένα, σε Στεβενίκο και Λιβαδειά κατά του Ομέρ πασά της Καρύστου, στην πολιορκία της ακρόπολης της Άμφισσας εναντίον του Μεχμέτ - Ντέβολη, στο Μαρτίνο της Λιβαδειάς εναντίον του Μαγιούτ πασά και, τέλος, στη Λιβάδα της Εύβοιας κατά του Ομέρ πασά, τερματίζοντας έτσι μια πλούσια στρατιωτική σταδιοδρομία με συμμετοχή σε 36 περίπου μάχες, πολιορκίες και εκστρατείες.
Ο Μπραγιόβιτς υπήρξε μια από τις πιο χαρακτηριστικές μορφές της περιόδου που έζησε. Ο φυγάς του Μαυροβούνιου, χωρίς να ανήκει στα μεγάλα αρματολικά τζάκια της Ελλάδας, κατόρθωσε βασιζόμενος στις ικανότητές του να ανέβει στις υψηλές βαθμίδες της στρατιωτικής ιεραρχίας και να παίξει σημαντικό ρόλο στην κοινωνία της μετεπαναστατικής Ελλάδας. Πέθανε σχετικά νέος, το 1847, χτυπημένος από βαριά πνευμονία. Είχε δύο γιούς, τους Τιμολέων και Αλέξανδρο Βάσσο, που ακολούθησαν επίσης στρατιωτική καριέρα.
Προς τιμήν του, το Μαυροβούνιο έχει στήσει μνημείο, στην πρωτεύουσα Ποντγκόριτσα.