Παιδιά να σας πω κάτι που έχω σκεφτεί πολλές φορές αλλά δεν ξέρω πώς να σας το εξηγήσω ακριβώς...
Σκέφτομαι ότι υπάρχουν αυτή τη στιγμή που μιλάμε πράγματα που δεν γνωρίζω και ίσως δεν τα γνωρίσω ποτέ.
Αφού, όμως, έχω την επίγνωση ότι υπάρχουν πράγματα που δεν γνωρίζω, άρα πώς ξέρω ότι υπάρχουν αυτά τα πράγματα αφού δεν τα γνωρίζω;
Αν δεν είχα την επίγνωση αυτή τα πράγματα αυτά θα είχαν ύπαρξη;
Τέσπα, δεν ξέρω πώς να το εξηγήσω αλλιώς. Είναι μια τόσο εσωτερικευμένη σκέψη του εγκεφάλου μου που μόνο αυτός την καταλαβαίνει. Δεν μπορώ να την εκφράσω με λόγια.
Βοηθήστε όποιος κατάλαβε τι εννοώ.
Γιατί για κάποια πράγματα αντιλαμβάνομαι την ύπαρξη τους και για κάποια άλλα δεν την αντιλαμβάνομαι αλλά το περίεργο είναι ότι παρότι δεν τα αντιλαμβάνομαι έχω την επίγνωση ότι υπάρχουν πράγματα που δεν αντιλαμβάνομαι. Πώς γίνεται αυτό;
Στον ενσυνείδητο νου τα πράγματα αυτά δεν υπάρχουν αλλά στον υποσυνείδητο νου τα πράγματα αυτά υπάρχουν.
Δλδ υπάρχει ένα τίποτα στη σφαίρα της αντίληψής μου, του οποίου την ύπαρξη εγώ γνωρίζω.
Ναι αλλά αφού είναι ένα τίποτα, εγώ γιατί το γνωρίζω;
Λέω για πράγματα που δεν μπορεί να τα συλλάβει ο ανθρώπινος νους αλλά έχει επίγνωση αυτής της αδυναμίας.
Άρα γνωρίζει ή δεν γνωρίζει;
Βασικά το πρόβλημα που αναφέρεις εδώ έχει να κάνει με το "πράγμα αυτό καθαυτό", το καντιανό thing-in-itself. Η κριτική που του κάνεις είναι, ας πούμε, παρόμοια με αυτή που έκαναν στον Καντ διάφοροι γερμανοί ιδεαλιστές του καιρού του. Αλλά ας προσπαθήσω να το περιγράψω.
Ο Καντ θεωρούσε πως όλα τα αντικείμενα του εμπειρικού κόσμου, αυτά που αντιλαμβανόμαστε με τις αισθήσεις μας, είναι μια προβολή κάποιου άγνωστου πράγματος μη υπαρκτού, του οποίου η ύπαρξη εμφανίζεται μόνο στις διάφορες παραστάσεις μας. Αυτό το "πράγμα" δηλαδή επιδρά πάνω μας και μαζί με εμάς, προκαλώντας το να εμφανιστεί στον κόσμο των αισθήσεων και να πάρει υπόσταση.
Όπως γράφει στα "Προλεγόμενα σε κάθε μελλοντική μεταφυσική":
Και εμείς βέβαια, καθώς ορθώς θεωρούμε τα αισθητά αντικείμενα ως απλές εμφανίσεις, παραδεχόμαστε έτσι πως βασίζονται σε ένα "πράγμα-αυτό-καθαυτό", αν και δε γνωρίζουμε αυτό το πράγμα έτσι όπως είναι καθαυτό, παρά μόνο τις εμφανίσεις του, δηλαδή τον τρόπο με τον οποίο οι αισθήσεις μας επηρεάζονται από αυτό το
άγνωστο κάτι.
Και ήρθανε τότε κάποιοι, σαν εσένα καλή ώρα, και του είπανε:
Μα καλά ρε συ Εμμάνουελ, έχασες τα μυαλά σου; Γιατί πώς είναι δυνατόν να γνωρίζεις, έστω και στο ελάχιστο όπως το εννοείς, από τη μια για την
ύπαρξη αυτού του πράγματος-καθεαυτού χωρίς να μιλάς για ύπαρξη, μα από την άλλη να μας λες πως είναι εντελώς άγνωστο; Πώς ξέρεις τις δυνατότητες και τα όριά του, πώς μπορείς να μιλάς για τον τρόπο που αλληλεπιδρά με τις αισθήσεις μας για να προκαλέσει τις διάφορες παραστάσεις, σαν να ισχύει η σχέση της αιτιότητας μεταξύ τους; Πώς γίνεται ένα μη-υπαρκτό και άγνωστο-για-πάντα-σε-μας-κάτι να είναι το αίτιο και η παράσταση το αποτέλεσμα; Ο νόμος της αιτιότητας ισχύει στον κόσμο των αισθήσεων, πώς τον επικαλείσαι, χωρίς νομιμοποίηση, για αυτό το εκτός τόπου και χρόνου άγνωστο; Κάτι άλλο θα συμβαίνει, σίγουρα.
Η κριτική στον κριτικό του καθαρού λόγου δεν περιορίστηκε βέβαια μόνο στα παραπάνω, και από αυτήν την κριτική προέκυψαν πολλές και διαφορετικές λύσεις.
Γενικά πάντως, μπιζέλι, καλά σε βλέπω, αρκεί να σταματήσεις να ασχολείσαι με αυτά τα gangbang πως-τα-λεν, και θα είσαι μια χαρούλα!