* 14 Σεπτεμβρίου 1922, ἡ Καταστροφὴ τῆς Σμύρνης.
~~
Ἕνα ἑκατομμύριο νεκροί, 1,5 ἑκατομμύρια οἱ πρόσφυγες, ποὺ μετέφεραν τὴν ὀμορφιὰ
τῆς Μικρασίας στὴ μητέρα Ἑλλάδα.
Ἀπὸ τὶς πιὸ θλιβερὲς ἐπετείους τῆς νεώτερης Ἑλληνικῆς Ἱστορίας, μὲ τὸν ξεριζωμὸ ἑκα-
τοντάδων χιλιάδων Ἑλλήνων ἀπὸ τὴν μικρασιατικὴ γῆ. Ἦρθαν ἐδῶ νόμιμα, μὲ τὰ ἐπίση-
μα χαρτιά τους καὶ ἤξερε ὁ καθένας ποιοί ἦταν, ἀνὰ πάσα στιγμή.
========================
Θυμᾶμαι τὴν μαννούλα μου καὶ πονάω.
14 Σεπτεμβρίου φτάσανε, ἡ οἰκογένεια τῆς Φωτεινῆς Καμπουράκη, ἡ γιαγιά μου, μὲ τοὺς
γυιοὺς καὶ τὶς κόρες της στὸν Πειραιᾶ. Ἡ μάννα μου ἦταν ἡ τέλεια Ἑλληνίδα Σμυρνιά.
Ἦρθε 11 χρονῶ, τὰ ἑλληνικά της ἦταν καλλίτερα ἀπὸ κάθε σημερινῆς δασκάλας. Καὶ μὲ
διάβαζε σὲ ὅλο τὸ Δημοτικό, καὶ πάνω ἀπὸ 200 γράμματά της ἔχω, ἀπ' ὅταν ἤμουν στρα-
τιώτης (ἐγὼ τῆς ἔστειλα περισσότερα ἀπὸ 350 γράμματα), ὅπου ΔΕΝ ὑπάρχει οὔτε ἕνα
ὀρθογραφικὸ λάθος, κι' ἄς μὴν ὑπῆρχε στὸ σπίτι μας κανένα Λεξικό, οὔτε κἄν τσέπης. Ἄ-
ριστη τῶν ἀρίστων νοικοκυρά, σὲ ὅλα της, τίμια, δὲν κουτσομπόλευε ποτὲ - γι' αὐτὸ καὶ δὲν
εἶχε φιλενάδες -, γινόταν θυσία γιὰ νὰ βοηθήσει τοὺς πᾶντες. Ἀγαποῦσε τὶς γάτες καὶ τὴν ἔ-
λεγα Κατρὶν Λὲ Σά ἤ Μαντὰμ Λὲ Σά. Κι' αὐτὸ τὸ σπουδαῖο μυαλό, τὸ ἔζησα, ἐπὶ τέσσερα
χρόνια νὰ φθίνει, νὰ καταστρέφεται, ὥσπου, στὸν ἑνάμισυ χρόνο, μὲ τὴν ἄνοιά της, σταμά-
τησα τὸ θέατρο, πρὶν κἄν τὸ ἀρχίσω, καθὼς καὶ κάθε δραστηριότητα ἐκτὸς σπιτιοῦ, γιὰ νὰ
τῆς ἀφοσιωθῶ, μεταφράζοντας, γιὰ νὰ ζοῦμε. Τὴ λάτρευα καὶ μὲ λάτρευε. Τὴν καμάρωνα
ποὺ ἦταν προοδευτική, δὲν στάθηκε ποτὲ ἐμπόδιο στοὺς ἔρωτές μου. Θὰ ἦταν ἡ ἀσυναγώ-
νιστη τέλεια πεθερά, ἄν προλάβαινε.
Ἡ Σμύρνη ἦταν ὁ πρῶτος καημός της.
Ἀκολούθησαν πολλὲς ἆλλες δυστυχίες - ὁ κόσμος ἀπαριθμεῖ μόνο, κάνοντας καὶ πὼς τὶς
νιώθει, μονάχα τὶς δυστυχίες τῶν διασήμων: " ἡ Λαμπέτη αὐτό, ἡ Λαμπέτη ἐκεῖνο τὸ δρά-
μα..." Τὴν τύφλα τους. Τάχα μου εἶναι μέσα σ' ὅλα κι' ἐνημερωμένοι γιὰ τὰ ἀνώτερα καὶ
τοὺς ἀνώτερους.
Σήμερα μπῆκα στὴν ἐκκλησία κι' ἄναψα δύο κεριά. Δὲν ξέρω γιατί; Ἴσως ὑπάρχουν οἱ ψυ-
χές. Κι' ἴσως φτερουγίζουν, σὰν τὶς θυμόμαστε. Τὸ ἕνα κερὶ γιὰ τὴν μάννα μου, τὸ ἆλλο γιὰ
ὅλα τ' ἆλλα πεθαμένα μου.
Καὶ κλείνω τὸ σημείωμα: μὴν ἀφήσετε νὰ τουρκέψει πάλι αὐτὸς ὁ τόπος. Ἤδη ἔχουμε, γύ-
ρω μας, ἐδῶ μέσα, πολὺ περισσότερους ἀπὸ ἐμᾶς, ἐχθρούς μας.