Τλαξκαλτέκος έγραψε:Οι Αριανίτες τι καταγωγή να είχαν ;
https://en.wikipedia.org/wiki/Arianiti_family
https://en.wikipedia.org/wiki/David_Arianites
Μάλλον είχαν ελληνική καταγωγή
Τλαξκαλτέκος έγραψε:Οι Αριανίτες τι καταγωγή να είχαν ;
https://en.wikipedia.org/wiki/Arianiti_family
https://en.wikipedia.org/wiki/David_Arianites
Το Κουτσοβλαχικό ζήτημα (1860-1929)
Περί της καταγωγής των Κουτσόβλαχων υπάρχουν πολλές και διαφορετικές απόψεις. Όταν άρχισε ο πυρετός στη Μακεδονία, η Ρουμανία στηρίχτηκε σε μία απ' αυτές –κατά την οποία οι Κουτσόβλαχοι είναι Ρουμάνοι που κατέφυγαν στο νότο για να ξεφύγουν από τις βαρβαρικές επιδρομές– για να χρησιμοποιήσει τη μειονότητα ως όργανο της εξωτερικής της πολιτικής. Το λεγόμενο κουτσοβλαχικό ζήτημα ξεκίνησε επίσημα με την ίδρυση του μακεδονορουμανικού κομιμτάτου το 1860. Δύο χρόνια αργότερα ο ρουμανίζων δάσκαλος Απόστολος Μαργαρίτης, με ρουμανική αρωγής, άρχισε περιοδείες με στόχο να ξεσηκώσει τους ντόπιους και να τους συνδέσει με την υποτιθέμενη πατρίδα τους δημιουργώντας σχολεία και εκκλησίες. Τριάντα χρόνια αργότερα λειτουργούσαν 24 δημοτικά σχολεία, 3 γυμνάσια και μία εμπορική σχολή στην περιοχή με σκοπό να προσηλυτίσουν τα φτωχά Βλαχόπουλα, χωρίς ωστόσο μεγάλη επιτυχία. Ισάριθμες ρουμανικές εκκλησίες προσπαθούσαν να τους προσεταιριστούν διά της θρησκευτικής οδού.
Το 1905 για λόγους τακτικής η Πύλη αναγνώρισε τους Κουτσόβλαχους ως ρουμανικό μιλιέτ, προσφέροντας ένα απροσδόκητο δώρο στη ρουμανική προπαγάνδα. Επακολούθησαν συγκρούσεις στη Μακεδονία με συνακόλουθη ψύχρανση των ελληνορουμανικών σχέσεων. Η Ελλάδα αναγκάστηκε να επαναπροσεγγίσει τη Ρουμανία κατά τους Βαλκανικούς πολέμους γιατί χρειαζόταν συμμάχους απέναντι στη Βουλγαρία. Όταν το Δεκέμβριο του 1912 η Ρουμανία αντιδρούσε στην παραχώρηση της Ηπείρου στην Ελλάδα, ο Βενιζέλος αποφάσισε να κερδίσει την εύνοιά της με ένα αντίδωρο. Με τις περίφημες πλέον επιστολές Βενιζέλου-Μαγιορέσκου που αντηλλάγησαν στο Βουκουρέστι στις 23.7/5.8.1913 και εν συνεχεία περιελήφθησαν στο παράρτημα της Συνθήκης του Βουκουρεστίου, «η Ελλάς συγκατατίθεται να παράσχη αυτονομίαν εις τας των Κουτσοβλάχων σχολάς και εκκλησίας τας ευρισκομένας εν ταις μελλούσαις ελληνικαίς κτήσεσι και να επιτρέψη την σύστασιν επισκοπής διά τους Κουτσοβλάχους τούτους, της Ρουμανικής Κυβερνήσεως δυναμένης να επιχορηγή, υπό την επίβλεψιν της Ελληνικής Κυβερνήσεως, τα ειρημένα ενεστώτα και μέλλοντα θρησκευτικά και εκπαιδευτικά καθιδρύματα». Ταυτοχρόνως η Γενική Διοίκηση Μακεδονίας φρόντισε να ενημερώσει τους πολυπληθείς Ελληνόβλαχους ότι η υπογραφή της συνθήκης οφειλόταν σε λόγους εθνικού συμφέροντος και δεν αποτελούσε προδοσία τους.
Το κλίμα επιβαρύνθηκε λίγα χρόνια αργότερα από έναν απροσδόκητο παράγοντα, την Ιταλία, η οποία χρησιμοποίησε τους Κουτσόβλαχους προβάλλοντας την υποτιθέμενη λατινική καταγωγή τους. Το καλοκαίρι του 1917, όταν τα ιταλικά στρατεύματα αιφνιδίως επεξέτειναν την κατοχή τους από το αλβανικό έδαφος ως την Ήπειρο, πρωτοεμφανίστηκε στα βλαχοχώρια ο διαβόητος τυχοδιώκτης Αλκιβιάδης Διαμάντης, ρουμανοδιδάσκαλος και πράκτορας πότε της ιταλικής και πότε της ρουμανικής προπαγάνδας. Η ιδέα που προωθούσε τότε σε συνεργασία με τις ιταλικές αρχές και ένα πυρήνα Ρουμανόβλαχων με επίκεντρο τη Βωβούσα, ήταν να αυτονομηθούν οι περιοχές όπου ζούσαν οι εθνολογικά διαφορετικοί Κουτσόβλαχοι σε ένα καντόνι υπό την αιγίδα της Ιταλίας. Η Ιταλία που ψάρευε τότε σε θολά ανθελληνικά νερά βοήθησε τον Διαμάντη να παίξει το παιγνίδι του — προμήθευε με τρόφιμα τους επίδοξους ελευθερωτές των Κουτσόβλαχων, διόριζε προξένους σε πολλά κουτσοβλαχικά χωριά, ενίσχυε τις φήμες που ήθελαν την Ιταλία και τη Ρουμανία να συνεργάζονται στα Βαλκάνια με ένα λατινικό ιταλορουμανικό κράτος. Το αποτέλεσμα ήταν το φθινόπωρο του 1918 ομάδα Βλάχων της Πίνδου να ανακηρύξουν στην Κορυτσά τη Δημοκρατία της Πίνδου που έζησε για μία μέρα! Η ομάδα των ρουμανιζόντων μάλιστα αντιστάθηκε ενόπλως στο ελληνικό στρατιωτικό απόσπασμα που είχε μεταβεί στη Βωβούσα για να παραλάβει το χωριό από τους αποχωρούντες Ιταλούς. Η πλειονότητα των ελληνοφρόνων Βλάχων ωστόσο αντέδρασε με αποτέλεσμα δέκα περίπου οικογένειες από τη Βωβούσα να μετοικήσουν αναγκαστικά στη Β. Ήπειρο επειδή εξετέθησαν ανεπανόρθωτα ως όργανα της ιταλικής προπαγάνδας.
Η Ιταλία δεν κατέθεσε εύκολα τα όπλα. Το Φεβρουάριο του 1919 η ιταλική πρεσβεία στο Βουκουρέστι ενθάρρυνε εθνικιστικές μακεδονορουμανικές οργανώσεις να στείλουν στη Συνδιάσκεψη της Ειρήνης υπόμνημα με αίτημα την αυτονομία των βλαχόφωνων περιοχών Πίνδου και Θεσσαλίας ή προσάρτησή τους στην Αλβανία. Η Ελλάδα δεν θορυβήθηκε πολύ γιατί οι ρουμανικές αρχές θεωρούσαν τη λύση της αυτονόμησης ουτοπική και δεν τη στήριζαν. Ας μη λησμονούμε ότι η Ρουμανία περιστοιχιζόταν από εχθρούς εκείνη τη στιγμή και είχε ανάγκη την ελληνική φιλία.
Στη Συνδιάσκεψη της Ειρήνης η Ελλάδα, όπως και τα υπόλοιπα νέα ή διευρυμένα κράτη της Ανατολικής Ευρώπης και των Βαλκανίων, αναγκάστηκε να υπογράψει ειδική συνθήκη προστασίας των μειονοτήτων που ζούσαν στο έδαφός της, εγκαινιάζοντας έτσι το νέο, ουιλσονικής εμπνεύσεως, διεθνές σύστημα μειονοτικής προστασίας υπό την αιγίδα της ΚτΕ. Η ειδική μειονοτική συνθήκη των Σεβρών που υπέγραψε η Ελλάδα με τους Συμμάχους στις 28.7/10.8.1920, εκτός από τις γενικές προστατευτικές διατάξεις, είχε και κάποιες ειδικές προβλέψεις για τους Κουτσόβλαχους. Παρείχε τοπική αυτονομία στις κοινότητες τους, εφόσον τη ζητούσαν φυσικά, ως προς τα σχολικά, τα θρησκευτικά και τα φιλανθρωπικά ζητήματα. Κατά τη γνώμη του ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών οι διατάξεις της Συνθήκης των Σεβρών υποκατέστησαν τις επιστολές Βενιζέλου-Μαγιορέσκου. Αυτό είχε σημασία γιατί από τη φρασεολογία των εν πιστολών σώθηκε μόνο ο όρος «αυτονομία υπό τον έλεγχο της ελληνικής κυβερνήσεως» και δεν γινόταν λόγος για δικαίωμα επιχορήγησης από τη ρουμανική κυβέρνηση και για Επισκοπή.
Είναι γεγονός ότι μετά τη Συνθήκη της Λωζάνης του 1923 το πρόβλημα των 150.000-200.000 Κουτσόβλαχων που ζούσαν στην ελληνική επικράτεια φαινόταν εντελώς ασήμαντο στις ελληνικές κυβερνήσεις. Πολύ πιο φλέγοντα προβλήματα προκαλούσαν οι Βουλγαρόφωνοι που χρησιμοποιήθηκαν ως όργανο του βουλγαρικού αλυτρωτισμού και οι Τσάμηδες της Θεσπρωτίας που αρνήθηκαν να υπαχθούν στην ελληνοτουρκική ανταλλαγή πληθυσμών επικαλούμενοι την αλβανική τους καταγωγή. Οι Κουτσόβλαχοι, σε αντίθεση με τις άλλες μειονοτικές ομάδες, είχαν στο μεγαλύτερο ποσοστό τους ελληνικό εθνικό αίσθημα. Το γεγονός αυτό καθιστούσε μη ανησυχητικούς τους που συνυπάρχοντες πυρήνες των ακραιφνών ρουμανιζόντων, που σύμφωνα με εκτιμήσεις της Γενικής Διοίκησης Θεσσαλονίκης, δεν ξεπερνούσαν σε καμία περίπτωση τις 1.000 οικογένειες, εντοπισμένες κυρίως στην περιφέρεια Γρεβενών (στα χωριά Αβδέλλα, Σαμαρίνα, Περιβόλι, Σμίξι και Κρανιά) καθώς και σε χωριά της Καστοριάς, της Βέροιας, της Έδεσσας, όπου λειτουργούσαν με φιλική ανοχή των ελληνικών αρχών ρουμανικές κοινότητες
Μεγάλο ρόλο έπαιξε και το γεγονός ότι η Ρουμανία είχε η ίδια μεγάλο μειονοτικό πρόβλημα. Το 30% του πληθυσμού της ήταν αλλόφυλοι από τις νέες περιοχές που προσαρτήθηκαν στη χώρα και στην πλειονότητά τους αμφισβητούσαν μαχητικά την ενσωμάτωσή τους. Επιβαρυντικό στοιχείο ήταν επίσης και η γεωγραφική θέση των μειονοτικών πληθυσμών που μπορούσε να τους μεταβάλει σε αιχμή του αλυτρωτικού δόρατος των γειτονικών χωρών. Επιπλέον η Ρουμανία ανήκε στο γκρουπ των αδικημένων και διαμαρτυρόμενων κρατών στα οποία επιβλήθηκαν άνωθεν μειονοτικές υποχρεώσεις και τα οποία συνέτηξαν μέτωπο στα όργανα της ΚτΕ με στόχο να περιορίσουν τις επιπτώσεις των επαχθών διεθνών δεσμεύσεών τους σχετικά με τις μειονότητες. Η Ρουμανία συνεργάστηκε με την Ελλάδα το 1928 εναντίον των γερμανικών πρωτοβουλιών που στόχευαν στη μεγαλύτερη δημοσιοποίηση της διαδικασίας μειονοτικής προστασίας ενώπιον της ΚτΕ. Και οι δύο χώρες ένιωθαν το βάρος της απειλής των ρεβιζιονιστικών κρατών που προσπαθούσαν με όπλο τις μειονότητες να αναθεωρήσουν το εδαφικό status quo των συνθηκών της ειρήνης. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι καμία καταγγελία ενώπιον της ΚτΕ δεν έγινε από τη Ρουμανία εναντίον της Ελλάδας με αφορμή τους Κουτσόβλαχους, ούτε από την Ελλάδα κατά της Ρουμανίας με αφορμή τυχόν παράπονα της μεγάλης ελληνικής παροικίας εκεί.
Τέλος ένα γεγονός που καθιστούσε τη Ρουμανία ακίνδυνη ήταν το ότι δεν είχε, αντίθετα από την Αλβανία και τη Βουλγαρία, κοινά σύνορα με την Ελλάδα και επιπλέον δεν αμφισβητούσε το εδαφικό καθεστώς των συνθηκών. Εξαιτίας αυτών των δεδομένων η στάση που κράτησε η Ρουμανία καθ' όλη τη διάρκεια του Μεσοπολέμου ήταν μετριοπαθέστατη. Φαίνεται ότι και η ίδια δεν θεωρούσε τους Κουτσόβλαχους κανονική μειονότητα επειδή «δεν περικλείουν πολιτικό χαρακτήρα». Αυτό φυσικά δεν σημαίνει ότι δεν φρόντισε να διατηρήσει ή και να διευρύνει ακόμα τους δεσμούς της με την ομάδα ρουμανιζόντων Βλάχων που μπορούσε να επηρεάσει. Απλώς το έκανε με τα νόμιμα μέσα, τα ρουμανικά εκπαιδευτικά και εκκλησιαστικά ιδρύματα υπέρ των οποίων η Ρουμανία διέθεσε πολύ χρήμα.
Στις αρχές της δεκαετίας του '20, 23 κουτσοβλαχικά σχολεία λειτουργούσαν στις περιφέρειες Γιαννιτσών, Γρεβενών, Eδέσσης, Καστοριάς, Φλώρινας και Κοζάνης, από τα οποία 4 δημοτικά μετά νηπιαγωγείων, 3 τριτάξια δημοτικά, 4 διτάξια δημοτικά, 6 μικτά δημοτικά και 6 μονοτάξια δημοτικά. Στα Γρεβενά λειτουργούσε επίσης και ένα γυμνάσιο. Υπήρχαν ακόμα η εμπορική σχολή Ιωαννίνων και Θεσσαλονίκης, ένα δημοτικό στη Βωβούσα και ένα στη Θεσσαλονίκη. Τα σχολεία αυτά συντηρούνταν από τις κουτσοβλαχικές κοινότητες με τη συνδρομή της Ρουμανίας και παρείχαν δωρεάν εκπαίδευση σε αξιοπρεπείς κτιριακές εγκαταστάσεις. Παρ' όλα αυτά όμως, όπως μαρτυρεί και ο Ε. Αβέρωφ, η ρουμανική προπαγάνδα διά των σχολικών παροχών δεν γνώρισε μεγάλη επιτυχία. Φυσικά κάποια άπορα παιδιά υπέκυπταν στις ευκολίες αλλά η τοπική αντίδραση των Ελληνοβλάχων ήταν τόσο μεγάλη που λίγοι σχετικά μπόρεσαν να την αγνοήσουν χάριν των υλικών αγαθών.
Οι τοπικές αρχές στις περιοχές αυτές όμως (χωροφύλακες, δάσκαλοι και παπάδες κυρίως) έβλεπαν με φόβο τη χαλαρή στάση των ελληνικών κυβερνήσεων απέναντι στη ρουμανική προπαγάνδα. Στερούμενοι της ευρείας και κοσμοπολίτικης οιπτικής γωνίας και της πληροφόρησης που είχαν τα στελέχη του αρμόδιου Υπουργείου Εξωτερικών και της εκάστοτε κυβέρνησης, ένιωθαν συχνά ξεχασμένοι και μόνοι φρουροί του ελληνισμού στην περιφέρεια. Δεν είχαν καν επίγνωση των διεθνών δεσμεύσεων που είχε αναλάβει η Ελλάδα ενώπιον της ΚτΕ, ούτε μπορούσαν να υπολογίσουν το τεράστιο κόστος που θα είχε για τη χώρα μια διεθνής καταγγελία για μειονοτικές παραβιάσεις. Έτσι συχνά αντιδρούσαν δυσανάλογα στα ερεθίσματα των ρουμανιζόντων και προκαλούσαν πονοκεφάλους στα αρμόδια υπουργεία.
Όσο όμως τα τοπικά όργανα αμαύρωναν κάποτε τη φιλελεύθερη εικόνα της Ελλάδας τόσο τα κορυφαία κυβερνητικά στελέχη και –κυρίως– το Υπουργείο Εξωτερικών δεν έχαναν ευκαιρία να τονίζουν προς όλες τις κατευθύνσεις το δέον γενέσθαι. Είναι χαρακτηριστικό ότι την ίδια γραμμή κράτησε με ευλάβεια και ο υπερπατριώτης Πάγκαλος.
Παρά την ευνοϊκή μεταχείριση των ελληνικών αρχών απέναντι στους Κουτσόβλαχους, κατά καιρούς ακούγονταν δυνατές φωνές διαμαρτυρίας για υποτιθέμενους διωγμούς τους, κυρίως εκ μέρους των λεγομένων μακεδονορουμανικών οργανώσεων. Με την παραμικρή φανταστική ή πραγματική αφορμή τα δημοσιογραφικά όργανα των εθνικιστικών αυτών οργανώσεων εξαπέλυαν δριμείες επιθέσεις κατά του ελληνικού (αλλά και του σερβικού) κράτους για διωγμούς εναντίον των «μακεδονορωμούνων». Οι οργανώσεις αυτές, πιθανότατα συνδεδεμένες με τις βουλγαρομακεδονικές σύμφωνα με υπάρχοντα στοιχεία, είχαν μάλλον θολή ιδεολογία, αλλά σε κάθε περίπτωση εξυπηρετούσαν τους σκοπούς των αναθεωρητικών κρατών, έχοντας διαρκώς στο στόχαστρο τις χώρες οπαδούς του status quo, δηλαδή την Ελλάδα και κυρίως τη Γιουγκοσλαβία. Τα βέλη τους έπλητταν και την ίδια τη Ρουμανία, την οποία κατηγορούσαν για ξεπούλημα των Κουτσόβλαχων στο βωμό των καλών σχέσεων με την Ελλάδα. Κι επειδή οι ρουμανικές διπλωματικές και προξενικές αρχές δεν τους ακολουθούσαν στις ακρότητες, εισέπρατταν ειρωνικά σχόλια και επιθέσεις από τον μακεδονορουμανικό τύπο.
Μια κατάσταση που έγινε αφορμή προπαγανδιστικής εκμετάλλευσης εκ μέρους των εθνικιστικών κουτσοβλαχικών οργανώσεων ήταν η μεταναστευτική κίνηση μέρους του βλάχικου πληθυσμού προς τη Δοβρουτσά κατά το έτος 1925. Πραγματικά τη χρονιά αυτή έγιναν κρούσεις προς τις ελληνικές αρχές και εκ μέρους των κρατικών ρουμανικών αρχών και εκ μέρους των ίδιων των Κουτσόβλαχων. Η ρουμανική πρεσβεία ζήτησε συγκεκριμένα τη συγκατάθεση της ελληνικής κυβέρνησης για μετανάστευση στη Ρουμανία 1.500 κουτσοβλαχικών οικογενειών με στόχο την τελική εγκατάστασή τους στη Δοβρουτσά. Ο λόγος, όπως τον διατύπωσαν ευγενικά οι Ρουμάνοι, ήταν «η στενή οικονομική κατάσταση των Βλάχων μετά την εγκατάσταση των προσφύγων στην περιοχή». Αυτό που δεν είπαν expressis verbis ήταν ότι επιθυμούσαν να αλλάξουν την εθνολογική σύνθεση του πληθυσμού της διαφιλονικούμενης Δοβρουτσάς και να ικανοποιήσουν τα μακεδονορουμανικά κομιτάτα ενισχύοντας ταυτόχρονα την εικόνα του φύλακα-αγγέλου των Κουτσόβλαχων.
Είναι αλήθεια ότι μετά την εισροή του τεράστιου προσφυγικού κύματος στην Ελλάδα οι συνθήκες διαβίωσης του ποιμενικού αυτού πληθυσμού είχαν δυσχερανθεί σε κάποιο βαθμό. Τα λιβάδια των ανταλλάξιμων Τούρκων που χρησιμοποιούσαν μέχρι τότε για βοσκοτόπια, εν μέρει αυθαιρέτως, διατέθηκαν αναγκαστικά και νομίμως για την αποκατάσταση των προσφύγων. Ο περιορισμός των κτηνοτροφικών εκτάσεων και η παράδοση αυτών στη γεωργία ήταν αναπόφευκτος. Οι Κουτσόβλαχοι είχαν να αντιμετωπίσουν επιπλέον και τον εμπορικό ανταγωνισμό των προσφύγων και κάποτε και την παρουσία τους μέσα στα σπίτια τους. Το γεγονός αυτό προσπάθησαν να εκ μεταλλευτούν: α) η Ρουμανία που ζητούσε αντίβαρο στη βουλγαρική παρουσία στη Δοβρουτσάς και υποσχόταν μια νέα γη της επαγγελίας στους ταλαιπωρημένους Κουτσόβλαχους της Ελλάδας αλλά και των άλλων βαλκανικών χωρών, β) ντόπιοι κουτσοβλαχικοί παράγοντες που είδαν μεγάλες προοπτικές κερδοσκοπίας από την επικείμενη μετανάστευση, και γ) ο μακεδονορουμανικός τύπος που ξεσπάθωσε κυριολεκτικά εναντίον της Ελλάδας κατηγορώντας την ότι έφτασε τους Κουτσόβλαχους σε σημείο οικονομικής εξαθλίωσης αναγκάζοντάς τους να ξεριζωθούν.
Οι κατηγορίες κατά των ελληνικών αρχών ήταν καταφανώς κακόβουλες. Στην πραγματικότητα, μόλις έγιναν γνωστά τα πρώτα παράπονα των κτηνοτρόφων Κουτσόβλαχων, ο υπουργός Γεωργίας Γ. Μαρής έστειλε εγκύκλιο στις αρμόδιες υπηρεσίες να προσέξουν τις καταγγελίες για παρενοχλήσεις των Κουτσόβλαχων από τους πρόσφυγες με την κατάληψη μεγαλύτερων εκτάσεων από τις νομίμως παραχωρηθείσες. Τόνιζε δε ότι η καταστροφή της κτηνοτροφίας θα βλάψει και την ελληνική οικονομία. Στο αίτημα της Ρουμανίας και των κουτσοβλαχικών επιτροπών να διευκολυνθεί η μετανάστευση, Ελλάδα ανταποκρίθηκε πρόθυμα γιατί θα απαλλασσόταν από μια σημαντική και θορυβούσα μερίδα ρουμανιζόντων.
Ακρίδης Κατσαριδόπουλος έγραψε:
Αντίθετα, οι Αρβανίτες, οι Λιάπηδες και οι Γκέκηδες αποτελούν, στο σύνολο των κλέφτικων δημοτικών τραγουδιών, το αντίπαλο και αντάξιο δέος όλων των επωνύμων κλεφτών αλλά και των Σουλιωτών. Είναι όλοι τους Μουσουλμάνοι και, ως ομόθρησκοι, πλήρως ταυτισμένοι με τους Τούρκους, εκτός από τους «τρακόσους Αρβανίτες/θαυμαστούς Μακεδονίτες» που, κατά τη ριμάδα, είχε μαζί του ο Λάμπρος Κατσώνης.
Τλαξκαλτέκος έγραψε:
Ακρίδης Κατσαριδόπουλος έγραψε:Τλαξκαλτέκος έγραψε:
Αυτός ηταν ελληνόφωνος, σλαβόφωνος ή βλαχοφωνος;
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Αντώνιος_Ζώης