Στις 27 Μαΐου, ο έλληνας πρόξενος Μοναστηρίου λαμβάνει μια αινιγματική, σχεδόν ανεξήγητη επιστολή, απ’ τον Καραβαγγέλη σχετικά με τον Κώτα. Ο Καλλέργης έχει ζητήσει, μετά από εντολή του υπουργείου Εξωτερικών, να δώσει ο μητροπολίτης μέσω των πρακτόρων του και για λογαριασμό της ελληνικής κυβέρνησης, χρήματα στον Κώτα. Ο μητροπολίτης απαντά πως αρκετά έδωσε σ’ αυτόν επί δυόμισι χρόνια, πως τώρα ο Κώτας ζει απελπισμένος και δεν θέλει να εργασθεί, πως σκέφτεται να τον αντικαταστήσει με το Σίμο και πως τελικά ίσως χρειαστεί ακόμα και να πέσει υπό την σπάθην.
Ο Καλλέργης συλλέγει ειδήσεις προκειμένου να ερμηνεύσει τη μεταστροφή του Καραβαγγέλη κατά του Κώτα. Ο καστοριανός τραπεζίτης Τσάκαλης τον πληροφορεί ότι ο μητροπολίτης μένεα πνέει εναντίον του Κώτε γιατί ο τελευταίος ευρίσκεται εις συνεννοήσεις με τον Κωλέτη.
Ο Κωλέτης είχε διατελέσει υποδιοικητής Καστοριάς και ήταν, όπως και ο Καραβαγγέλης, στέλεχος της οθωμανικής εξουσίας. Ο μητροπολίτης έμαθε την επικοινωνία Κώτα - Κωλέτη και πίστεψε ότι θα προδοθούν στους Τούρκους οι σχέσεις του με την ελληνική κυβέρνηση, καθώς και τα της πρόσφατης αποστολής του σώματος των ελλήνων αξιωματικών. Για να αποδείξει τη σταθερή πίστη του στην Υψηλή Πύλη και να δικαιολογήσει τα τρία τουρκικά παράσημα, που είχε λάβει εντός διετίας για την αντιμακεδονική δράση του, αποφασίζει να καταδώσει τον Κώτα. Ο Καραβαγγέλης ανακοινώνει στους Τούρκους ότι έχει πληροφορίες για το κρησφύγετό του και προσφέρεται να τους δώσει άνθρωπο της εμπιστοσύνης του που θα τους οδηγήσει στη σύλληψή του.
Ξημερώματα 9 Ιουνίου 1904, ο Κώτας κοιμάται στο σπίτι του στη Ρούλια. Μαζί του βρίσκεται ο Βασίλης Τσίλης (μόνος από τους παλιούς οπαδούς του) και δύο ακόμα άντρες, ο φυγόδικος για φόνο στην Κορυτσά Κώστας Μαλοβέσης και ο πισοδερίτης Λάζαρος Κίζας. Το τουρκικό απόσπασμα που έρχεται από την Καστοριά σταλμένο από τον Καραβαγγέλη, τους πιάνει στον ύπνο. Οδηγός του αποσπάσματος είναι ο φίλος και συμπολεμιστής του Κώτα, ζελοβίτης Παύλος Κύρου!
Ο Κώτας μεταφέρεται διαδοχικά στις φυλακές Καστοριάς, Κορυτσάς και Μοναστηρίου. Ο Καραβαγγέλης του προτείνει να τον αποφυλακίσει με αντάλλαγμα να μπει στην υπηρεσία των Τούρκων, σαν οδηγός (κολαούζος) των τουρκικών αποσπασμάτων. Ο Κώτας αρνείται και οδηγείται τελικά στην κρεμάλα στις 27 Σεπτεμβρίου 1905.
Αυτή είναι η πραγματική ιστορία της σύλληψης του Κώτα που από τότε προσπαθούν να κρύψουν οι έλληνες ιστορικοί. Οι συμμορίτες μακεδονομάχοι Σίμος, Νταλίπης και Κύρου, υπό την καθοδήγηση του μητροπολίτη Καστοριάς, πρόδωσαν το σύντροφό τους στους Τούρκους.
https://www.lithoksou.net/2020/11/maked ... 1.html?m=1
ΤΟ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ
-
Ακρίδης Κατσαριδόπουλος
- Crazy poster

- Δημοσιεύσεις: 1210
Re: ΤΟ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ
Η Ελληνο-Σερβική προπαγάνδα κατά της Βουλγαρίας (1918)
Το θέρος του 1918, ο προπαγανδιστής Κακλαμάνος ήλθε σε επαφή στο Λονδίνο με τον πρέσβη της Σερβίας, τον οποίο του σύστησε ο Έλλην πρέσβης Γεννάδιος. Στην συνέχεια της πρώτης αυτής συναντήσεως, ο Κακλαμάνος τηλεγράφησε στο Υπουργείο Εξωτερικών στην Αθήνα: «Λονδίνο, 6 Αυγούστου 1918. Ο πρέσβυς της Σερβίας με τον οποίο ο κ. Γεννάδιος είχε την ευγενή καλοσύνη να με φέρη σε επαφή, ήλθε να με ειδή και είχα μαζί του μία ενδιαφέρουσα συζήτηση στο θέμα της κοινής συνεργασίας μας εδώ, προκειμένου να αποκαλύψουμε στο κοινό την βουλγαρική διπλοπροσωπία. Του ωμίλησα για την έκδοση ενός φυλλαδίου με στοιχειοθετημένες αναφορές, επάνω στην στάση της Βουλγαρίας προ της επισήμου εισόδου της στον πόλεμο και πρότεινε τα ακόλουθα: ένα φυλλάδιο δεν θα είχε τα αποτελέσματα μίας επισήμου δημοσιεύσεως, την οποία θα ηκολούθει σύντομα ένα επεξηγηματικό έντυπο. Αυτό που θα έπρεπε να κάνουν η ελληνική και η σερβική κυβέρνηση, είναι να δημοσιεύσουν ταυτοχρόνως μία Λευκή και μία Γαλάζια Βίβλο, παραθέτοντας στην κοινή γνώμη όλες τις επίσημες πληροφορίες που είχαν στη διάθεσή τους από τον Αύγουστο 1914 μέχρι τον Σεπτέμβριο 1915, επάνω στην πραγματική συμπεριφορά της Βουλγαρίας. Μια τέτοια έκδοση θα είχε μεγάλη απήχηση και εκ των πραγμάτων θα εγένετο αντικείμενο σχολίων του συνόλου του Τύπου και θα ήταν αποτελεσματική. Το έντυπο που θα ηκολούθη προετοιμασμένο ταυτοχρόνως βάσει των διπλωματικών πληροφοριών, θα συνεπλήρωνε την εντύπωση που θα εδημιουργείτο. Παρακαλώ να μου γνωρίσετε την άποψή σας σχετικά με την πρόταση αυτή, την οποία εγώ ευρίσκω καλή. ΔΚ.»
Την ίδια όμως περίοδο η επανάληψη της συνεργασίας μεταξύ Ελλάδος και Σερβίας που είχε διακοπεί από την πολιτική του βασιλέως Κωνσταντίνου, διεταράχθη κάπως από την συγκίνηση που δημιούργησε στους Έλληνες η κυκλοφορία ενός βιβλίου του σέρβου καθηγητού Γκεόργκεβιτς, με τίτλο, Macedonia. Η ελληνική κυβέρνηση έκρινε ότι το βιβλίο αυτό ενεφορείτο από εχθρικά αισθήματα έναντι της Ελλάδος και ζήτησε εξηγήσεις από την σερβική κυβέρνηση. Ιδού ένα τηλεγράφημα που ο Πολίτης έστειλε στον Κακλαμάνο: «Αθήναι, 10 Αυγούστου 1918... σχετικά με το βιβλίο του καθηγητή Γκεόργκεβιτς, έχω την τιμή να σας πληροφορήσω ότι ο κ. Κουντουριώτης μου τηλεγράφησε μόλις τώρα ότι ο κ. Μπάλουστσιτς ερωτηθείς στο θέμα αυτό, ισχυρίζεται ότι δεν είναι ακριβές ότι το βιβλίο αυτό εξεδόθη με την υποστήριξη της σερβικής κυβερνήσεως. Φαίνεται μάλλον ότι η Γιουγκοσλαυική Επιτροπή προμήθευσε το υλικό [της εργασίας αυτής]. Ο κ. Μπάλουστσιτς δεν εδίστασε να κατακρίνη τον καθηγητή Γκεόργκεβιτς... Σε απάντηση έστειλα στον κ. Κουντουριώτη το ακόλουθο τηλεγράφημα: “Πιστεύω ότι θα ήταν σκόπιμο να επιμείνετε προς την σερβική κυβέρνηση, για την αναγκαιότητα επισήμου αποδοκιμασίας του καθηγητού Γκεόργκεβιτς". Πολίτης.»
Ακολούθησε ένα άλλο τηλεγράφημα προς τον Κακλαμάνο: «Αθήναι, 21 Αυγούστου 1918. Σας κοινοποιώ τηλεγράφημα του πρεσβεώς μας προς την σερβική κυβέρνηση, σχετικά με τα διαβήματα που έκανε κατόπιν των οδηγιών μου προς αυτήν για το βιβλίο του καθηγητού Γκεόργκεβιτς και σας παρακαλώ να μου γνωρίσετε την άποψή σας για τις εξηγήσεις που μας εκοινοποιήθηκαν: “Έχω την τιμή να σας πληροφορήσω ότι ο σέρβος υπουργός Εξωτερικών ισχυρίζεται, ότι ο κ. Μπάλουστσιτς λέει πως ο πρέσβυς Γκαβρίλοβιτς ο οποίος διάβασε το βιβλίο, δεν ευρίσκει τίποτα που να ημπορή να θεωρηθή ως προπαγάνδα κατά της Ελλάδος... Από την άλλη πλευρά, ο κ. Πάσιτς τηλεγραφεί από την Νίκαια ότι εξέτασε σοβαρά τις παρατηρήσεις της Εξοχότητος σας επάνω στο βιβλίο αυτό και ότι είναι πεπεισμένος... πως το βιβλίο στοχεύει μόνον τις προκλητικές διεκδικήσεις των Βουλγάρων και ουδόλως την Ελλάδα.” Πολίτης.»
Προ ακόμη της αφίξεως του Κακλαμάνου στο Λονδίνο, είχε δοθεί από τον Πολίτη στην Αθήνα το έναυσμα της ελληνοσερβικής συνεργασίας στον τομέα της προπαγάνδας, με την ευκαιρία της εκδόσεως ενός βιβλίου. Έτσι ο Γεννάδιος, είχε λάβει από τον υπουργό του το ακόλουθο τηλεγράφημα: «Αθήναι, 4/17 Απριλίου 1918. Συνεφωνήσαμε με την σερβική κυβέρνηση να προχωρήσουμε με κοινά έξοδα, στην μετάφραση και έκδοση στα αγγλικά του βιβλίου του Victor Kühne με τίτλο: Les Bulgares peints par eux-mêmes («Οι Βούλγαροι όπως αυτοπεριγράφονται»), πραγματικό κατηγορητήριο κατά των Βουλγάρων και κήρυγμα εύγλωττο υπέρ των Σέρβων. Σας παρακαλώ ως εκ τούτου, αφού συνεννοηθείτε με τον σέρβο συνάδελφό σας, να επιφορτίσετε με την εργασία αυτή έναν άγγλο εκδότη... Αφού μεταφρασθή και εκδοθή το βιβλίο, παρακαλώ να αποστείλετε ένα ικανό αριθμό αντιτύπων στον πρέσβυ μας στην Ουασιγκτώνα, ώστε να κάνη την χρήση που αρμόζει. Εσείς ημπορείτε να προβείτε στην διανομή σε πρόσωπα της επιλογής σας. Θα ήτο ενδεδειγμένο να τεθή προς πώλησιν, σε ευτελή τιμή, για να δούμε την υποδοχή εκ μέρους του αγγλικού κοινού. Πολίτης.»
Μόλις έφθασε τον επόμενο μήνα στο Λονδίνο ο Κακλαμάνος, ανέλαβε την έκδοση αυτή. Έτσι την 1η Αυγούστου 1918, ετηλεγράφησε στον Πολίτη: «Έχω την τιμή να σας ενημερώσω, ότι η μετάφραση του βιβλίου που αναφέρεται στους Βουλγάρους θα έχη τελειώσει σε τρεις εβδομάδες. Δεδομένου ότι το έργο αυτό είναι πολύ ογκώδες, η μετάφραση θα περιορισθή σε 150 σελίδες και θα κυκλοφορήσει σε τρεις μήνες. Κακλαμάνος.» Ο Πολίτης του απάντησε στις 6 Αυγούστου με κωδικούς: «Εγκρίνουμε την μετάφρασή σας του έργου του Kühne και είμεθα της γνώμης να ξεχωρίσετε από το υπό έκδοση βιβλίο, υλικό που ημπορεί να εκδοθή σε φυλλάδια των δέκα-δεκαπέντε σελίδων, σε μικρό σχήμα και με μεγάλους χαρακτήρες, ώστε να μοιρασθούν παντού.»
Η μετάφραση του βιβλίου αυτού ανετέθη από τον Αγγλο- Ελληνικό Σύνδεσμο σε έναν από τους φίλους της, τον δημοσιογράφο ZD. Ferriman, που είχε ήδη συγγράψει βιβλία υπέρ της Ελλάδος.
Ο Τζων Μαυρογορδάτος, εν ονόματι του Αγγλο-Ελληνικού Συνδέσμου, έγραφε στον Κακλαμάνο, στις 18 Σεπτεμβρίου 1918: «Όσον αφορά τον κ. Ferriman, ο κ. Γεννάδιος μου είχε ζητήσει να ασχοληθώ με την μετάφραση του βιβλίου Les Bulgares peints par eux-mêmes, όπως είχα κάνει στο παρελθόν με παράκληση του, όταν εκανόνισα για την μετάφραση και έκδοση της εκθέσεως σχετικά με τις Persecutions of the Greek Population in Turkey. Συνεπώς ήμουν εγώ που είχα κάνει την συνεννόηση με τον κ. Ferriman, μετά από οδηγίες του κ. Γενναδίου. Τώρα που έχετε αναλάβει την εργασία αυτού του είδους, θα κρίνετε ίσως αναγκαίο να τακτοποιήσετε την κατάστασή μου ως συνεργάτη της πρεσβείας, όσον αφορά τους διακανονισμούς με τους τυπογράφους, εκδότες και μεταφραστές.»
Σε συνέχεια της επιστολής αυτής ο Κακλαμάνος έγραψε κωδικοποιημένα στην Αθήνα, στις 23 Σεπτεμβρίου 1918: «Παρακαλώ να μου εγκρίνετε επειγόντως την καταβολή στον κ. Ferriman του ποσού των 60 λιρών, για την μετάφραση του βιβλίου Les Bulgares peints par eux-mêmes, κατόπιν συμφωνίας που είχε γίνει πριν την εδώ άφιξή μου. Η μετάφραση θα μου παραδοθή προσεχώς.» Τελικά, η πρεσβεία κατέβαλε στον Ferriman 76 λίρες για 108.600 λέξεις μεταφράσεως και στον κ. W. Thorley 2 λίρες για την μετάφραση 3.000 λεξεων των οκτώ σελίδων της εισαγωγής του κ. Auguste Gauvain. Η αγγλική έκδοση περιελάμβανε επίσης, ένα συμπληρωματικό παράρτημα του Ferriman σχετικά με τις απόψεις που εξεφράσθησαν για τους Βουλγάρους από τους γνωστούς πολεμικούς ανταποκριτές Archibald Forbes και David Christie Murray.
Το βιβλίο κυκλοφόρησε με τίτλο: Bulgaria self-revealed από τον εκδοτικό οίκο του Λονδίνου Hazell, Watson and Viney. Η πρεσβεία πλήρωσε 400 λίρες στερλίνες περίπου για 2.000 αντίτυπα. Σχετικά με την ημερομηνία κυκλοφορίας, ο Κακλαμάνος τηλεγράφησε στον Πολίτη: «Λονδίνο, 25 Οκτωβρίου 1918. Το εν λόγω έργο θα είναι έτοιμο στις 25 Νοεμβρίου, δεδομένου ότι με εντολή του Προέδρου υπεσχέθην ένα πρόσθετο 20% στην συμφωνηθείσα τιμή για μία ταχεία εκτέλεση της εργασίας. Τα φυλλάδια που έχουν παραγγελθή θα εκδοθούν ξεχωριστά.» Η τελευταία αυτή φράση αντεπεκρίνετο στην επιθυμία που είχε εκφράσει ο Πολίτης να εξαχθούν από το βιβλίο αποσπάσματα για να εκδοθούν ως ξεχωριστά φυλλάδια των 10 -15 σελίδων.
1 .
-
Ακρίδης Κατσαριδόπουλος
- Crazy poster

- Δημοσιεύσεις: 1210
-
Τλαξκαλτέκος
- Extreme poster

- Δημοσιεύσεις: 3357
Re: ΤΟ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ
Ακρίδης Κατσαριδόπουλος έγραψε:Γράμματα Ελλήνων στρατιωτών (Ιούλιος 1913)
Γράμματα που βρήκε η βουλγαρόφιλη επιτροπή Κάρνεγκι ;

0 .
Τους μεν κενούς ασκούς το πνεύμα διίστησι , τους δε ανοήτους ανθρώπους το οίημα. ( Σωκράτης [ στον Στοβαίο ] )
-
Ακρίδης Κατσαριδόπουλος
- Crazy poster

- Δημοσιεύσεις: 1210
Re: ΤΟ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ
Τλαξκαλτέκος έγραψε:Ακρίδης Κατσαριδόπουλος έγραψε:Γράμματα Ελλήνων στρατιωτών (Ιούλιος 1913)
Γράμματα που βρήκε η βουλγαρόφιλη επιτροπή Κάρνεγκι ;
Δεν διαψεύστηκαν ποτέ από την ελληνική κυβέρνηση.
The addresses and the signatures are those of real people. If they had been wronged by some incredibly ingenious forger, the Greek government would long ago have brought these soldiers before some impartial tribunal to prove by specimens of their genuine handwriting that they did not write these letters. The Commission, in short, is satisfied that the letters are genuine.
0 .
-
Ακρίδης Κατσαριδόπουλος
- Crazy poster

- Δημοσιεύσεις: 1210
Re: ΤΟ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ
Πείνα και βιαιότητες στην Ανατολική Μακεδονία (1916-18): Εκθέσεις και απολογισμοί
Από τον Αύγουστο του 1916 ως το Σεπτέμβριο του 1918, το μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής Ανατολικής Μακεδονίας –μεταξύ Στρυμόνα και Νέστου– βρέθηκε υπό βουλγαρική κατοχή. Η εισβολή του βουλγαρικού στρατού ξεκίνησε ως απάντηση στην ανάπτυξη των στρατευμάτων της Entente στα δυτικά του Στρυμόνα κι εξελίχθηκε ως επί το πλείστον αναίμακτα με ελάχιστες εξαιρέσεις, ο ελληνικός στρατός δεν πρόβαλε αντίσταση, ο κύριος δε όγκος του Δ ́ Σώματος Στρατού παραδόθηκε στην Καβάλα και μεταφέρθηκε σε συνθήκες «ευμενούς αιχμαλωσίας» στη γερμανική πόλη Γκέρλιτς, όπου έμεινε μέχρι το τέλος του πολέμου.
Τον Οκτώβριο του 1916, η περιοχή ανακηρύχθηκε σε «Περιφέρεια Στρατιωτικής Εποπτείας της Δράμας» (με στρατιωτικό διοικητή το στρατηγό Τάνεφ. Σε μια πρώτη φάση οι βουλγαρικές κατοχικές αρχές θεώρησαν σκόπιμο να διατηρήσουν τυπικά την ελληνική διοίκηση: οι πολιτικές αρχές παρέμειναν στη θέση τους, κάθε επικοινωνία τους με την Αθήνα έπρεπε ωστόσο να γίνεται μέσω της ελληνικής πρεσβείας της Σόφιας. Η ουσιαστική εξουσία πέρασε βέβαια στα χέρια του βουλγαρικού στρατού, ο διοικητής του οποίου ήταν αρμόδιος να αποφασίζει μονομερώς σε κάθε περίπτωση διαφωνίας μεταξύ ελληνικών και βουλγαρικών υπηρεσιών. Ο εικονικός αυτός σεβασμός της ελληνικής κυριαρχίας τερματίστηκε με την εγκατάσταση της κυβέρνησης Βενιζέλου στην Αθήνα και την επίσημη είσοδο της Ελλάδας στον πόλεμο, τον Ιούνιο του 1917. Τον επόμενο μήνα η ελληνική διοίκηση στην «Π.Σ.Ε. Δράμας» καταργήθηκε και τυπικά, οι έλληνες δημόσιοι υπάλληλοι εκτοπίστηκαν και τη θέση τους πήραν οι αντίστοιχες υπηρεσίες του βουλγαρικού κράτους.
Το ανθρώπινο κόστος της βουλγαρικής κατοχής υπήρξε αντικείμενο έρευνας δυο διαφορετικών ομάδων που επισκέφθηκαν την περιοχή τον πρώτο καιρό μετά το τέλος των εχθροπραξιών μιας τετραμελούς επιτροπής του Πανεπιστημίου Αθηνών, που στάλθηκε επιτόπου με απόφαση της Συγκλήτου αμέσως μετά την αποχώρηση του βουλγαρικού στρατού (1918), και μιας πενταμελούς «Διασυμμαχικής Ανακριτικής Επιτροπής» που συστήθηκε με νόμο ύστερα από πρωτοβουλία της ελληνικής κυβέρνησης κι έντονο διπλωματικό παρασκήνιο μεταξύ των συμμαχικών χωρών.
Η Πανεπιστημιακή Επιτροπή αποτελούνταν από τους καθηγητές Γ. Σωτηριάδη, Κ. Ζαγγέλη, Θ. Πετμεζά και Δ. Χόνδρο, αναχώρησε από την Αθήνα στις 12.10.1918 κι επισκέφθηκε την Καβάλα, τη Δράμα, τις Σέρρες και το
Δοξάτο· «δυστυχώς ο χρόνος και οι περιστάσεις», διαβάζουμε στην έκθεση της, «δεν επέτρεψαν ημίν να επεκτείνωμεν το έργον ημών και εις τα παθόντα πολυάριθμα χωρία». Βάση των πληροφοριών της υπήρξαν οι ίδιοι οι παθόντες (μετά από επιλογή «των κατά τεκμήριον μάλλον αξιοπίστων μεταξύ των τε Ελληνικών και των Τουρκικών και άλλων πληθυσμών»), οι ελληνικές αρχές της περιοχής και επίσημα έγγραφα. Η έκθεσή της διατυπώνει κατηγορίες κατά των βουλγαρικών κατοχικών αρχών για διαρπαγή των αρχείων του ελληνικού Δημοσίου (σ. 9). λεηλασία σπιτιών και μεταφορά των λαφύρων στη Βουλγαρία (σ. 9-12), καταστροφή του ελληνικού νεκροταφείου των Σερρών (σ. 11), βιαιοπραγίες και ξυλοδαρμούς (σ. 12), δολοφονία του μητροπολίτη Ελευθερουπόλεως (σ. 14), «υπερπεντήκοντα» φόνους Ελλήνων στις φυλακές της Δράμας (σ. 12-13), απαγχονισμό 11 «εθνομαρτύρων» στη Δράμα με απόφαση στρατοδικείου «ως δήθεν κατασκόπων» (σ. 14), σποραδικές ληστείες μετά φόνου (σ. 14), βιασμούς (σ. 19-20), καθώς και σφαγές και λεηλασίες των χωριών του Παγγαίου από τον εκεί στρατωνισμένο τουρκικό στρατό και Τούρκους «χωρικούς πατριώτας» (σ. 21). Ειδικό κεφάλαιο αφιερώνει, τέλος, η έκθεση στο ζήτημα της πείνας, με το οποίο θα ασχοληθούμε παρακάτω. Παρ' όλο που τα επιμέρους στοιχεία δεν δικαιολογούν μια τέτοια εκτίμηση, το τελικό συμπέρασμα της Πανεπιστημιακής Επιτροπής είναι ότι «επτά τουλάχιστον μυριάδας αδελφών μας έστειλεν εις τον άδην η αγριότης και απανθρωπία του κακή τη μοίρα φιλοξενηθέντος βαρβάρου λαού» (σ. 33).
Η Διασυμμαχική Επιτροπή είχε απείρως μεγαλύτερους πόρους και χρόνο στη διάθεσή της, και δούλεψε πολύ πιο συστηματικά. Τα μέλη της εξέτασαν επί δίμηνο 339 πόλεις και χωριά της περιοχής (σε σύνολο 493). συγκεντρώνοντας μαρτυρικές καταθέσεις και συγκρίνοντας τα πληθυσμιακά δεδομένα πριν και μετά την κατοχή. Τα συγκεντρωτικά αποτελέσματα της έρευνας, όπως παρατίθενται στο εισαγωγικό κεφάλαιο της έκθεσης, έχουν ως εξής: Από τους 305.000 κατοίκους των 339 κατοικημένων τόπων το 1915, το 1919 βρέθηκαν εκεί μόλις 235.000. Από τους υπόλοιπους, 16.000 ήταν πρόσφυγες στην Ελλάδα που δεν είχαν ακόμη παλινοστήσει, ενώ 8-10.000 μουσουλμάνοι από τους 18.000 που στρατολογήθηκαν στη διάρκεια της κατοχής από τον (σύμμαχο της Βουλγαρίας) οθωμανικό στρατό δεν επέστρεψαν στα σπίτια τους. Περίπου 40.000 άτομα εκτοπίστηκαν το 1917 στη Βουλγαρία κι άλλα 10-12.000 κατέφυγαν εκεί οικειοθελώς, για να γλυτώσουν από την πείνα απ' αυτές τις 50-52.000, γύρω στους 12.000 δεν επέστρεψαν και εικάζεται ότι στη μεγάλη πλειοψηφία τους είναι νεκροί. Κάπου 32.000 έλληνες πολίτες πέθαναν τέλος στα κατεχόμενα εδάφη – στη συντριπτική τους πλειοψηφία (30.000) από την πείνα, τις αρρώστιες και τις κακουχίες. Ο αριθμός των εκτελέσεων και των εξωδικαστικών φόνων υπήρξε αντίθετα σχετικά περιορισμένος: σύμφωνα με την Επιτροπή, «η καταστροφή των ελληνορθόδοξων πληθυσμών της Ανατολικής Μακεδονίας δεν επιδιώχθηκε με βίαια κι αιματηρά μέτρα στην Ανατολική Μακεδονία δεν υπήρξαν, όπως στο Βέλγιο, τη βόρεια Γαλλία ή –κυρίως– τη Σερβία, μαζικές εκτελέσεις του πληθυσμού ο αριθμός των βίαιων θανάτων (μερικές εκατοντάδες) είναι σχετικά χαμηλός σε σχέση με τις συνολικές απώλειες συχνά αυτοί υπήρξαν το έργο μεμονωμένων ατομικών πράξεων». Η έκθεση δεν διστάζει, αντίθετα, να αποδώσει στις κατοχικές αρχές εσκεμμένη πρόκληση της λιμοκτονίας του πληθυσμού, υποστηρίζοντας ότι αυτή «ικανοποίησε τα αισθήματα μίσους κι εκδίκησης που χαρακτηρίζουν τη βουλγαρική νοοτροπία». Όσο για τις μαζικές εκτοπίσεις, επισημαίνεται μεν ότι «συνιστούν αυτές καθαυτές τυπική παραβίαση των νόμων και των εθίμων του πολέμου», εκείνο όμως που καυτηριάζεται είναι κυρίως ο τρόπος εφαρμογής τους –όχι σαν «μέτρο ασφαλείας» αλλά «ως μέτρο εξόντωσης».
Το μεγαλύτερο μέρος της πρωτότυπης γαλλόγλωσσης έκθεσης (όχι όμως και της αγγλόγλωσσης εκδοχής της, που περιορίζεται στα γενικά συμπεράσματα και μόνο) παραθέτει τα πορίσματα της έρευνας ανά χωριό. Πρόκειται για εξαιρετικά συστηματική δουλειά, η ενδελεχής μελέτη της οποίας προκαλεί ωστόσο κάποια σοβαρά ερωτήματα σε σχέση με τα τελικά συμπεράσματά της και –κυρίως– σε σχέση με τη μέχρι σήμερα ερμηνεία τους.
Το πρώτο –και σαφώς μικρότερο–πρόβλημα έχει να κάνει με τον πληθυσμό πόλεων και χωριών το καλοκαίρι του 1916, στις παραμονές της βουλγαρικής εισβολής. Συγκρίνοντας τα στοιχεία που η Επιτροπή συγκέντρωσε από τις κατά τόπους αρχές με τα αντίστοιχα νούμερα των απογραφικών πινάκων του ΓΕΣ για τον Αύγουστο του 1915, τα οποία δόθηκαν στη δημοσιότητα την ίδια χρονιά (1919), διαπιστώνουμε την ύπαρξη σημαντικότατων αποκλίσεων: η πόλη της Καβάλας π.χ. κατά την έκθεση είχε 50.000 κατοίκους το 1916 (34.000 Έλληνες, 12.000 μουσουλμάνους και 4.000 «Ισραηλίτες και άλλους») έναντι 40.789 που της αποδίδει το ΓΕΣ (10.500 γηγενείς Έλληνες, 21.269 πρόσφυγες, 9.026 μουσουλμάνοι και 238 Εβραίοι)· αντίστοιχες διαφορές, σημαντικότατες όσον αφορά την τελική αποτίμηση δημογραφικών αλλαγών, συναντάμε και σε αρκετά χωριά. Χωρίς να προδικάζει κανείς τη φερεγγυότητα της μιας ή της άλλης πηγής, κάποιες τουλάχιστον επιφυλάξεις είναι επιβεβλημένες.
Ένα δεύτερο πρόβλημα αφορά το συνολικό αριθμό των εκτοπισθέντων. Η Επιτροπή αναφέρει 40.000 άτομα, το άθροισμα όμως των επιμέρους συνόλων που καταγράφει κατά επαρχία είναι πολύ χαμηλότερο: μόλις 24.002, συν οι εκτοπισμένοι της πόλης της Καβάλας, που υπολογίζονται χοντρικά σε 3-3.500. Από τη μεταπολεμική αλληλογραφία της ελληνικής διοίκησης με το Διεθνή Ερυθρό Σταυρό γνωρίζουμε ότι η βουλγαρική κυβέρνηση έκανε λόγο για 22.000 εκτοπισθέντες. Ο τελευταίος αυτός αριθμός πιθανότατα αντιστοιχούσε σε όσους είχαν εκτοπιστεί με ευθύνη του βουλγαρικού υπουργείου Πολέμου κι οδηγήθηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης πολύ πιο ρευστά ήταν τα πράγματα με όσους εκτοπίστηκαν από το υπουργείο Εσωτερικών και έζησαν μαζί με βουλγαρικές οικογένειες σε συνθήκες ημιελευθερίας, κατηγορία για την οποία δεν δόθηκαν συγκεκριμένα στοιχεία και για την οποία εύκολα μπορούσε να γίνει σύγχυση με τους οικειοθελώς μετακινηθέντες. Σε δικό του πάλι έγγραφο προς το ΥπΕξ, ο γενικός διοικητής Θεσσαλονίκης κάνει λόγο το Μάιο του 1919 για 55.000 εκτοπισμένους κι άλλους 20.000 στρατολογημένους με τη βία σε βοηθητικές υπηρεσίες (οδοποιία κλπ.), απ' τους οποίους «επέστρεψαν περίπου 50.000, ήτοι περί 25.000 απέθανον συνεπεία κακουχιών πείνης». Τη σύγχυση επεκτείνει η επιτόπια απογραφή που πραγματοποίησε στα χωριά του Παγγαίου το εκεί συνεργείο του Αμερικανικού Ερυθρού Σταυρού την ίδια ακριβώς εποχή με τη Διασυμμαχική Επιτροπή (Μάρτιος 1919), η οποία δίνει εντελώς διαφορετικά νούμερα ανά χωριό, τόσο για τους εκτοπισθέντες (κι όσους απ' αυτούς πέθαναν στην εξορία) όσο και για τους νεκρούς από πείνα.
Το τρίτο και σαφώς σημαντικότερο πρόβλημα συνδέεται με την «εθνική» ανάγνωση αυτών των αριθμητικών δεδομένων. Στη μεταγενέστερη βιβλιογραφία παρατηρείται μια ταύτιση μεταξύ «θυμάτων» και «Ελλήνων», με αποτέλεσμα οι συνέπειες της κατοχής να αποδίδονται σχεδόν αποκλειστικά στην προσπάθεια εθνοκάθαρσης του ελληνικού στοιχείου από τις κατοχικές αρχές – «εθνολογικής πλαστογραφήσεως», για να χρησιμοποιήσουμε τη διπλωματική ορολογία της εποχής. «Τριάντα χιλιάδες Ελλήνων απέθαναν εις την Ανατολικής Μακεδονίαν κατά το διάστημα της βουλγαρικής κατοχής εκ της πείνης, των κακώσεων και των ταλαιπωριών», διαβάζουμε λ.χ. στο κλασικό έργο του Γεωργίου Βεντήρη. «Τόσοι Έλληνες δεν έπεσαν νεκροί κατά τους δύο βαλκανικούς πολέμους, τον ευρωπαϊκόν [=Α ́ Παγκόσμιο] και τον μικρασιατικόν». Σε παρόμοια συμπεράσματα καταλήγουν και δυτικοευρωπαίοι αναλυτές, όχι πάντοτε ταυτισμένοι με τις γενικότερες ελληνικές θέσεις.
Αρκετά διαφορετικά συμπεράσματα προκύπτουν, ωστόσο, αν διασταυρώσουμε τα αναλυτικά στοιχεία της έκθεσης με τους πίνακες του ΓΕΣ για την εθνικότητα, τη θρησκεία και τη μητρική γλώσσα των αντίστοιχων κοινοτήτων. Η ανάγνωση αυτή αφήνει να διαφανούν αξιοσημείωτες διαφοροποιήσεις στη μεταχείριση των διαφορετικών εθνοτικών ομάδων από περιοχή σε περιοχή. Ειδικά δε στην περίπτωση της πείνας, εκτός από την πολιτική των βουλγαρικών κατοχικών αρχών, καθοριστικό ρόλο διαδραματίζουν ο αποκλεισμός της Entente, οι δομές των τοπικών οικονομιών και οι (αγνοημένες συνήθως σ' αυτές τις περιπτώσεις) ταξικές αντιθέσεις.
Ας ξεκινήσουμε με τους «βίαιους θανάτους», που αποτελούν και τη μικρότερη αριθμητικά κατηγορία. Η Επιτροπή καταγράφει 84 φόνους σε 20 χωριά της Ζίχνας, 25 σε 8 χωριά της επαρχίας Σιντικής κι άλλους 8 στο Σιδηρόκαστρο, 73 στην επαρχία Δράμας κι ελάχιστους στις επαρχίες Σερρών και Καβάλας κάποιες φορές πρόκειται για μεμονωμένα ξεκαθαρίσματα λογαριασμών του παρελθόντος σε βάρος σλαβόφωνων πατριαρχικών, άλλοτε για εκτελέσεις «κατασκόπων» με αποφάσεις στρατοδικείου, ενώ στην επαρχία Δράμας τα 53 από τα 73 θύματα ήταν μουσουλμάνοι, πολλοί απ' τους οποίους τουφεκίστηκαν σαν λιποτάκτες επειδή απέφευγαν τη στράτευση. Εξαίρεση από τα παραπάνω αποτελεί μονάχα η επαρχία Πραβίου, όπου ο αριθμός των «βίαιων θανάτων» είναι αρκετά ψηλότερος (168) και –το κυριότερο– αφορά σχεδόν αποκλειστικά Έλληνες κατοίκους. Σύμφωνα με την έκθεση, μεγάλο μέρος των φόνων και λοιπών εγκλημάτων σε βάρος του εκεί ελληνικού πληθυσμού διαπράχθηκαν από μουσουλμάνους χωρικούς και μονάδες της 58ης μεραρχίας του οθωμανικού στρατού που ανέλαβε για ένα διάστημα τη φρούρηση της περιοχής, πληροφορία με την οποία συμφωνούν επίσης τα απομνημονεύματα ενός παιδιού της εποχής αλλά και οι περιγραφές των κατοίκων προς τους απεσταλμένους του αμερικανικού Ερυθρού Σταυρού μέχρις ενός σημείου τουλάχιστον, επρόκειτο για συνέχεια της τοπικής βεντέτας που άρχισε με την εκστρατεία αφοπλισμού των χριστιανικών χωριών από τους Νεότουρκους το 1911 και κλιμακώθηκε με τις σφαγές μουσουλμάνων από τις ελληνικές ανταρτοομάδες το 1912-13. (Το 1918 η φορά του εκκρεμούς θα αντιστραφεί για μιαν ακόμη φορά, με αλλεπάλληλες επιδρομές ντόπιων Ελλήνων στα μουσουλμανικά χωριά και λεηλασία τους.) Ανάλογο χαρακτήρα αντεκδικήσεων συναντάμε και σε πολλές βιαιότητες σε σλαβόφωνα χριστιανικά χωριά, από κομιτατζήδες σε βάρος στελεχών ή οπαδών του κατά τόπους «ελληνικού κόμματος».
Σε καθαρά υλικό επίπεδο, η Επιτροπή κατέγραψε την ολοσχερή καταστροφή 94 χωριών, αριθμό που επιβεβαιώνεται ως τάξη μεγέθους και από μεταπολεμικές ελληνικές υπηρεσιακές στατιστικές. Ως αιτία των καταστροφών αναφέρονται ως επί το πλείστον οι πολεμικές επιχειρήσεις και οι κατεδαφίσεις κτιρίων από το βουλγαρικό στρατό για την προμήθεια ξυλείας (για θέρμανση ή κατασκευή καταφυγίων και οχυρωματικών έργων)· αντίστοιχες επιδόσεις συναντάμε άλλωστε και στην αγγλογαλλική πλευρά του μετώπου, με 92 χωριά «τελείως κατεστραμμένα» κι άλλα 48 «ημικατεστραμμένα» στις υποδιοικήσεις Κιλκίς, Ενωτίας, Φλωρίνης και Νιγρίτας, καθώς και «άπαντα» τα χωριά της υποδιοίκησης Καρατζόβας (σημ. επαρχία Αλμωπίας) του Ν. Πέλλας. Στις υποδιοικήσεις Σερρών και Σιδηροκάστρου, όπου και η συντριπτική πλειοψηφία των κατεστραμμένων χωριών, η εθνοτική σύνθεση των τελευταίων αποκλείει κάθε σκέψη περί εφαρμογής συγκεκριμένου εθνοκαθαρτήριου σχεδίου, καθώς η σχετική λίστα περιλαμβάνει κυρίως σλαβομακεδονικά χωριά, τόσο πατριαρχικά όσο και ακραιφνώς εξαρχικά ή μικτά. Σε κάποιες ωστόσο περιπτώσεις φαίνεται πιθανότατο η καταστροφή να υπαγορεύθηκε από 25 παρόμοια κριτήρια: η Επιτροπή επισημαίνει ειδικά την περίπτωση των χωριών Σαβιάκο (σημ. Βαμβακόφυτο) και Ράμνα (σημ. Ομαλό) που ισοπεδώθηκαν αν και «απομακρυσμένα από το μέτωπο», κυρίως όμως την πυρπόληση της κωμόπολης Κάτω Τζουμαγιά (σημ. Ηράκλεια) από το βουλγαρικό στρατό και τη μεταφορά των 6.000 κατοίκων της στη Βουλγαρία λίγο μετά την εισβολή του 1916. Αποκλειστικά ελληνικά (γηγενή ή προσφυγικά) είναι επίσης τα 13 ισοπεδωμένα χωριά του Παγγαίου και της Ζίχνας – πληθυσμιακή σύνθεση που μπορούμε να είμαστε σίγουροι ότι, αν δεν επέβαλε, τουλάχιστον διευκόλυνε την καταστροφή τους.
Αρκετά πιο περίπλοκα είναι τα πράγματα με τις εκτοπίσεις Ανατολικομακεδόνων στη Βουλγαρία και τις κατεχόμενες από αυτήν περιοχές της τότε σερβικής Μακεδονίας. Σύμφωνα με τη Διασυμμαχική Επιτροπή, η βασική διάκριση υπήρξε εδώ κυρίως χρονική: πριν και μετά την επίσημη είσοδο της Ελλάδας στον πόλεμο, τον Ιούνιο του 1917. Στην πρώτη φάση, οι εκτοπίσεις υπήρξαν αρκετά περιορισμένες, έγιναν «με πρόσχημα την ασφάλεια» κι αφορούσαν ως επί το πλείστον στελέχη των ελληνικών κοινοτήτων (ελεύθερους επαγγελματίες, εκπαιδευτικούς, ιερείς)· οι εκτοπισμένοι έζησαν ελεύθεροι στο εσωτερικό της Βουλγαρίας, υπό α στυνομική επιτήρηση και με δικούς τους πόρους. Μια άλλη, κάπως μαζικότερη κατηγορία αφορούσε τους κατοίκους χωριών που εκκενώθηκαν και καταστράφηκαν. Και στην περίπτωση αυτή η μεταχείρισή τους υπήρξε σχετικά καλή, ανάλογη μ' αυτή των κατοίκων που μετακινήθηκαν οικειοθελώς για να αποφύγουν την πείνα: «Εργάστηκαν για λογαριασμό βουλγάρων ιδιοκτητών και δεν υπέφεραν».
Εντελώς διαφορετική ήταν η τύχη των εκτοπισμένων της δεύτερης περιόδου. Το μέτρο σχεδιάστηκε κεντρικά, με εντολή της βουλγαρικής Στρατιωτικής Διοίκησης του Κιουστεντίλ, κι αφορούσε την «προληπτική» σύλληψη και τον εγκλεισμό σε στρατόπεδα συγκέντρωσης όλων των αρρένων 28 Ελλήνων 15-50 ετών της κατεχόμενης ζώνης. Η μεταφορά τους έγινε σιδηροδρομικά κατά εκατοντάδες, οι δε συνθήκες κράτησής τους τις περισσότερες φορές ήταν απάνθρωπες και στην καλύτερη των περιπτώσεων ισοδυναμούσαν με βαριά καταναγκαστικά έργα. Πολλοί απ' τους εκτοπισμένους υπέκυψαν έτσι από την κακομεταχείριση, τον εξανθηματικό τύφο, τη δυσεντερία ή το κρύο. Αισθητά ηπιότερη φαίνεται πως ήταν αντίθετα η μεταχείριση 216 ελλήνων ιερέων που εκτοπίστηκαν στο Σέβλιεβο, καθώς το μόνο που η έκθεση βρίσκει να καταγγείλλει είναι η υποβολή τους σε «χειρωνακτικές κι εξευτελιστικές εργασίες», όπως το καθάρισμα των αποχωρητηρίων τους.
Η εθνική σύνθεση των εκτοπισμένων, όπως προκύπτει από τις επιμέρους πληροφορίες της έκθεσης κατά χωριό, υπήρξε αρκετά πιο πλουραλιστική απ' ό,τι θα περίμενε κανείς. Η πληθυσμιακή ομάδα που αποτέλεσε τον κύριο στόχο του μέτρου ήταν βέβαια οι Έλληνες: οι ελληνόφωνες χριστιανικές κοινότητες του Παγγαίου, της Ζίχνας και των Νταρνακοχωριών παρουσιάζουν σαφώς μεγαλύτερα ποσοστά από τις υπόλοιπες, ενώ φαίνεται ότι στο στόχαστρο μπήκαν επίσης τόσο οι ελληνικοί προσφυγικοί οικισμοί όσο και οι πατριαρχικές μειοψηφίες συγκεκριμένων σλαβόφωνων χωριών. Έκπληξη προκαλεί ωστόσο η ύπαρξη αρκετών εκατοντάδων εκτοπισμένων από αμιγώς μουσουλμανικά χωριά αλλά και από κάποια πρώην εξαρχικά, κυρίως στην επαρχία Σερρών. Δυστυχώς η έκθεση δεν κατανέμει χρονικά τους εκτοπισθέντες, οπότε δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε κατά πόσο ο Ιούλιος του 1917 αποτελεί τομή όσον φορά τη μεταχείριση και των μη ελληνικών πληθυσμών.
Όπως επιβεβαιώνεται απ' όλες ανεξαίρετα τις πηγές, η πείνα του 1917 υπήρξε η κύρια αιτία θανάτων μεταξύ του άμαχου πληθυσμού της κατεχόμενης Ανατ. Μακεδονίας. Στο μεγαλύτερο μέρος της επρόκειτο, φυσικά, για ένα φαινόμενο των αστικών και ημιαστικών κέντρων σύμφωνα με τη Διασυμμαχική Επιτροπή, από τους 30.000 συνολικά «μη βίαιους» θανάτους, σχεδόν 17.000 επήλθαν στις τέσσερις βασικές πόλεις της περιοχής: Καβάλα (τουλάχιστον 10.000), Σέρρες (περίπου 3.000), Δράμα (1.780) και Πράβι [σημ. Ελευθερούπολη) (πάνω από 2.000). Στην ύπαιθρο, αντίθετα, παρατηρούνται δραματικές διαφοροποιήσεις από περιοχή σε περιοχή. Τα πρωτεία στο θανατικό έχει ξανά η περιοχή του Παγγαίου (υποδιοικήσεις Πραβίου κι εν μέρει Ζίχνας), όπου η καλλιέργεια της γης ήταν σχεδόν αποκλειστικά προσανατολισμένη στην καπνοκαλλιέργεια κι η διατροφή του πληθυσμού εξαρτιόταν σε μεγάλο βαθμό από τις εισαγωγές. Στην υποδιοίκηση Σιδηροκάστρου, αντίθετα, ο αριθμός των νεκρών εν γένει (446 άτομα) «δεν έχει τίποτα το υπερβολικό» το ένα τέταρτο των θανάτων σημειώθηκε πάντως κι εδώ στην ίδια την πόλη (110 άτομα ή 2,7% του προπολεμικού πληθυσμού της). Δεν μπορεί να ειπωθεί ωστόσο το ίδιο για τις επαρχίες Σερρών και Δράμας, πολλά χωριά των οποίων εμφανίζουν επίσης αυξημένα ποσοστά «μη βίαιης» θνησιμότητας.
Σύμφωνα με τη Διασυμμαχική Επιτροπή, επρόκειτο απλά για εφαρμογή ενός φαινομενικά αναίμακτου σχεδίου εξόντωσης του ελληνικού πληθυσμού της περιοχής: «Αυτός ο λιμός ήταν ηθελημένος από τη βουλγαρική στρατιωτική διοίκηση που τον οργάνωσε, τον συντήρησε και τον εκμεταλλεύθηκε. Στερώντας τον τόπο από όλες τις σοδειές κι όλα τα εφόδιά του, η βουλγαρική διοίκηση διέπραττε μια βαριά ενέργεια· δικαιολογούνταν λέγοντας ότι ανέλαβε τον ανεφοδιασμό της περιοχής και, όντως, οργάνωσε πολύ μεθοδικά αυτή την υπηρεσία: επιτροπές ανεφοδιασμού, απογραφές και λίστες, βιβλιάρια διανομής, γενικές αποθήκες, διανομείς..., τίποτα δεν έλειψε, εκτός από τα αγαθά, η μεταφορά των οποίων παραμελήθηκε». Αναφερόμενη ειδικά στην επαρχία Σερρών, η ίδια έκθεση υποστηρίζει πως «ορισμένα χωριά εφείσθησαν του λιμού, ενώ οι γείτονές τους εθίγησαν σοβαρά», για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι «στην πραγματικότητα, η βουλγαρική στρατιωτική διοίκηση δεν έκανε να πεθάνουν παρά μόνο εκείνοι, την εξαφάνιση των οποίων επιθυμούσε». Όσο για την επαρχία Δράμας, διαβεβαιωνόμαστε πως κι εκεί «Ο λιμός εφαρμόστηκε [sic] στα ελληνορθόδοξα κέντρα με μεγαλύτερη αυστηρότητα απ' ό,τι στις μουσουλμανικές κοινότητες».
Η διασταύρωση των πληροφοριών της Επιτροπής με την εθνοτική σύνθεση του θιγόμενου πληθυσμού σχετικοποιεί ωστόσο σημαντικά αυτή τη μάλλον απλοϊκή ανάλυση. Στην επαρχία Καβάλας π.χ., όλα τα χωριά πλην ενός ήταν το 1916 τουρκικά – κι όμως παρουσιάζουν μέσα σε μια διετία θνησιμότητα της τάξης του 14% (1.843 νεκροί σε συνολικό πληθυσμό 13.174 κ.). Αμιγώς μουσουλμανικά είναι και τα 17 από τα 33 χωριά της επαρχίας Δράμας με θνησιμότητα μεγαλύτερη του 3%, ενώ από τα υπόλοιπα 11 είναι μικτά, 1 σλαβόφωνο πατριαρχικό και μόλις 4 γηγενή ελληνόφωνα ή προσφυγικά. Ούτε στην επαρχία Σερρών παρατηρούνται τρομακτικές διαφοροποιήσεις μεταξύ προσφυγικών και γηγενών, σλαβόφωνων και ελληνόφωνων, χριστιανικών και μουσουλμανικών χωριών όσον αφορά τα (σε γενικές γραμμές αρκετά ψηλά ποσοστά θνησιμότητας: σε σύνολο 32 χωριών για τα οποία παρέχονται αριθμητικά στοιχεία, ο μέσος όρος «μη βίαιων» θανάτων κυμαινόταν από 3,3% του πληθυσμού για τα 2 μικτά χωριά (από σλαβόφωνους και πρόσφυγες ή Βλάχους) μέχρι 17,3% για τα 2 μουσουλμανικά σε 13 πάλαι ποτέ αμιγώς εξαρχικά το ποσοστό ήταν 7,3%, σε 3 προσφυγικά 10%, σε 5 ελληνόφωνα 10,8%, σε 6 σλαβόφωνα πατριαρχικά 12,4% και σ' ένα σλαβόφωνο με ισοδύναμες παρατάξεις εξαρχικών και πατριαρχικών 14,1%. Στην υποδιοίκηση Σιδηροκάστρου, τέλος, εντυπωσιάζει το γεγονός ότι το 27% των θανάτων της περιόδου (120 στους 446) φέρεται να αφορά ένα μόνο χωριό, και μάλιστα αναφανδόν εξαρχικό.
Στο ίδιο μήκος κύματος κινούνται και οι πληροφορίες που διαθέτουμε από άλλες πηγές για τα εθνικά χαρακτηριστικά του θανατικού. Τα δημοσιευμένα στοιχεία του Αμερικανικού Ερυθρού Σταυρού για την περιοχή του Παγγαίου αφήνουν μεν να διαφανεί μια διαφορά στο ποσοστό θυμάτων της πείνας μεταξύ των 25 αμιγώς μουσουλμανικών (7,1%) και των 23 αμιγώς ελληνικών (13,3%) ή των 9 μικτών (15,2%) χωριών της περιοχής πρόκειται όμως για διαφοροποίηση ασύγκριτα μικρότερη απ' ό,τι στην περίπτωση των εκτοπίσεων (όπου τα αντίστοιχα ποσοστά ήταν 1,65%, 15,45% και 11,3%) – και το βέβαιο είναι πως οι ντόπιοι μουσουλμάνοι υπέφεραν κι αυτοί απ' το λιμό, και μάλιστα πολύ περισσότερο απ' ό,τι θα περίμενε κανείς με δεδομένη την παρουσία τουρκικών στρατευμάτων στην περιοχή. Εξίσου ενδιαφέροντα είναι τα επίσημα στατιστικά στοιχεία της δημαρχίας Καβάλας για τη θνησιμότητα των τριών θρησκευτικών κοινοτήτων της πόλης κατά το πρώτο τετράμηνο του 1917: σε σύνολο 2.033 επίσημα καταγεγραμμένων νεκρών, οι 1.353 είναι χριστιανοί (42,2%), 650 μουσουλμάνοι (20,3%) κι 130 Εβραίοι (4,06%) – ποσοστά ελάχιστα διαφορετικά από τα αντίστοιχα των εν λόγω πληθυσμιακών ομάδων σε σχέση με το συνολικό πληθυσμό, όπως τα εκτιμά η Διασυμμαχική Επιτροπή. Ο δήμαρχος Καβάλας, από έγγραφο του οποίου αντλούμε την εν λόγω καταμέτρηση, επισημαίνει ότι στους αριθμούς αυτούς «δεν συμπεριλαμβάνονται οι θάνατοι των χριστιανών των πτωχοτέρων τάξεων, οίτινες αποθνήσκοντες εθάπτοντο άνευ διατυπώσεων και γνωστοποιήσεως εις την Δημαρχίαν, των οποίων ο αριθμός κατά τας πληροφορίας μας υπερβαίνει τον αριθμόν των δηλωθέντων», δεν διευκρινίζει όμως για ποιους λόγους η αντίστοιχη πρακτική (γνώριμη σε όλες τις περιπτώσεις λιμού) δεν εφαρμόστηκε και από τις άλλες δυο θρησκευτικές κοινότητες.
Σαφέστερη είναι η ταξική διάσταση του λιμού, όπως προκύπτει από όλες ανεξαίρετα τις πηγές που αναφέρονται στα αστικά κέντρα. «Οι εργάτες που στερούνταν εργασία, οι πρόσφυγες από τα κατεστραμμένα χωριά υπέφεραν πρώτοι», σημειώνει η Διασυμμαχική Επιτροπή, ενώ οι καθηγητές του Πανεπιστημίου στη δική τους έκθεση είναι σαφώς γλαφυρότεροι: «Ουαί εις τους μη έχοντας χρήματα ή κοσμήματα, οικίας ή αντικείμενα αξίας διά να τα ανταλλάξωσι με σίτον ή κριθήν. Ήσαν καταδικασμένοι εις ασφαλή θάνατον. Και ο θάνατος εθέρισε τελείως τας πενεστέρας τάξεις πλην των γυναικών και παίδων, οίτινες εργαζόμενοι εις βαρέα στρατιωτικά έργα κατώρθουν να λάβωσιν ολίγον άρτον». Ακόμη σαφέστερος είναι, καταθέτοντας στην Πανεπιστημιακή Επιτροπή, ένας φαρμακοποιός της Δράμας: «Οι αθίγγανοι της πόλεώς μας επώλησαν τας οικίας των αντί 20-30 οκάδων αραβοσίτου και κατόπιν απέθανον της πείνης, ήτις κλιμακηδόν εθανάτωσε, πρώτον την κατωτάτην οικονομικώς τάξιν, κατόπιν την κατωτέραν και εισήρχετο εις την μεσαίαν, ην οι Βούλγαροι φιλανθρωπικότατα ...φερόμενοι απέστειλαν εις Βουλγαρίαν προς σωτηρίαν, πράγματι δε προς εκπλήρωσιν του σκοπού των».
Η τελευταία αυτή αποστροφή, που συνδέει τις αναχωρήσεις των πεινασμένων με κάποιο σχέδιο αφελληνισμού της πόλης, επιτρέπει να διαφανούν και κάποιες άλλες, λιγότερο προφανείς παράμετροι της τραγωδίας. Στις γειτονικές Σέρρες, πληροφορούμαστε από την ίδια πάντα έκθεση, μόλις στα τέλη Απριλίου 1917 το δημοτικό συμβούλιο αποφάσισε «ν' αφήσει ελεύθερον την εξέλιξιν του μεταναστευτικού ρεύματος [προς τη Βουλγαρία], μετ' ανεκφράστου ψυχικής οδύνης και εθνικού άλγους». Προφανώς, η πείνα είχε αρχίσει κι εκεί να «εισχωρεί» στις μεσαίες τάξεις, οπότε οι εθνικές προτεραιότητες έπρεπε πια ν' αναθεωρηθούν, έστω και μετά «άλγους»...
Όλα αυτά όμως αφορούν το πασιφανές: την ταξική προέλευση των θυμάτων. Λιγότερο διαυγή είναι τα πράγματα όσον αφορά την άλλη άκρη της κοινωνικής κλίμακας: τις ιδιοκτήτριες τάξεις και ιδίως το τμήμα των τελευταίων που έσπευσε να επωφεληθεί από τη συγκυρία. Η Διασυμμαχική Επιτροπή παραδέχεται ότι «ορισμένοι προνομιούχοι λάμβαναν από τη Βουλγαρία βαγόνια με εμπορεύματα και τα πουλούσαν σε μυθικές τιμές», χωρίς, ωστόσο να προχωρά σε λεπτομέρειες για την ταυτότητα των εν λόγω «ασυνείδητων ανθρώπων». Πολύ λογικά μάλλον, αφού ανάμεσα στους βασικούς μαυραγορίτες φαίνεται πως υπήρξαν και επίλεκτα μέλη της εκεί ελληνικής κοινότητας.
Προσπαθώντας να δικαιολογήσει μεταπολεμικά τα πεπραγμένα των κατοχικών αρχών στο ζήτημα της πείνας, η ημιεπίσημη L' Echo de Bulgarie θα υποστηρίξει ότι η βουλγαρική υπηρεσία επισιτισμού «διένειμε το φθινόπωρο του 1916 και την άνοιξη του 1917 στον πληθυσμό μεγάλες ποσότητες σιτηρών για σπορά, όμως, καθώς η διανομή γινόταν τότε μέσω των ελληνικών διοικητικών αρχών, το μεγαλύτερο μέρος τους υπεξαιρέθηκε». Αναφέρει μάλιστα πως, ύστερα από συστάσεις του νομάρχη Μπακόπουλου, ένα βαγόνι με σιτηρά παραδόθηκε στους έλληνες πολίτες Ανδρέογλου, Χανδρόπουλο και Χρονόμηλο(;), «όμως αυτοί οι τελευταίοι δεν είχαν την παραμικρή τύψη να τα πουλήσουν για να πραγματοποιήσουν αξιόλογα κέρδη». Η υπόθεση πήρε το δρόμο της (βουλγαρικής) Δικαιοσύνης, καταλήγει το δημοσίευμα, μπήκε όμως στο αρχείο με απόφαση του βουλγαρικού ΓΕΣ, καθώς κρίθηκε ότι αναγόταν στην αρμοδιότητα των 53 ελληνικών (και όχι των κατοχικών) δικαστηρίων. Θα μπορούσε να υποθέσει κανείς ότι πρόκειται απλώς για προφάσεις εν αμαρτίαις των ηττημένων, αν κάποια τουλάχιστον σημεία του ρεπορτάζ δεν επιβεβαιώνονταν έμμεσα από ένα ελληνικό υπηρεσιακό έγγραφο, επιφορτισμένο ακριβώς με την αντίκρουσή του. «Όσον αφορά τον εν Ανατολ. Μακεδονίαν αποσταλέντα σπόρον», ενημερώνει ο τοπικός γενικός διοικητής τη Θεσσαλονίκη, «ούτος προωρίζετο μόνον διά τους τσιφλικιούχους, ουχί δε διά τους χωρικούς. Αν δε τινές των γεωκτημόνων κατεδιώχθησαν μετά ταύτα υπό των Βουλγάρων, τούτο εγένετο μόνον προς εκβίασιν αυτών καθόσον πασίγνωστον τυγχάνει εν Δράμα ότι ο Ανδρέολου κατέβαλε τοις Βουλγάροις 50.000 λεβίων όπως απαλλαγή της καταδιώξεως». Τα συμπεράσματα που προκύπτουν από την αντιπαραβολή των δυο πηγών είναι νομίζω αρκετά σαφή, όσον αφορά τόσο την τύχη των συγκεκριμένων φορτίων όσο και το ρόλο των (Ελλήνων) «τσιφλικιούχων» στη συγκυρία.
Μερικοί ακόμη παράγοντες θα πρέπει να ληφθούν υπόψη όταν μελετάμε τα γενεσιουργά αίτια του λιμού του 1917. Κατ' αρχάς, μόλις τρία χρόνια είχαν περάσει από την αμέσως προηγούμενη ένοπλη σύρραξη στην ίδια περιοχή η αποκατάσταση του παραγωγικού ιστού δεν είχε προλάβει καλά καλά να ολοκληρωθεί, όταν η Ανατολική Μακεδονία μετατράπηκε ξανά σε θέατρο μιας απείρως καταστρεπτικότερης σύρραξης, με αντιμαχόμενους όχι πλέον μικρούς βαλκανικούς στρατούς αλλά τις Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής.
Ακόμη καθοριστικότερος υπήρξε ο ρόλος του ασφυκτικού αποκλεισμού που επέβαλε η Entente στην περιοχή, πριν ακόμη αυτή καταληφθεί από το βουλγαρικό στρατό, με δικαιολογία «την ύπαρξιν οργανώσεων, αίτινες ιδρύθησαν διά να ανεφοδιάζουν την Βουλγαρίαν». Οποιαδήποτε μεταφορά τροφίμων ή άλλων αγαθών στην Καβάλα από την υπόλοιπη Ελλάδα προϋπέθετε «τακτικήν έγγραφον άδειαν του εν Πειραιεί αγγλικού προξενείου». Ως εκ τούτου, ήδη από τα μέσα Ιουλίου ο βενιζελικός αθηναϊκός Τύπος ανέφερε ότι «πλείστοι κάτοικοί της εγκαταλείπουν την Καβάλα για τη Θεσσαλονίκη, «συνεπεία της μεγάλης ελλείψεως τροφίμων και της πείνης, ήτις επικρατεί εις την πόλιν ταύτην» παρόμοια κατάσταση επικρατούσε την ίδια εποχή και στην αποκλεισμένη Σαμοθράκη, όπου «οι κάτοικοι, και ιδίως οι παραμένοντες εκεί πρόσφυγες. κινδυνεύουν ν' αποθάνουν εξ ασιτίας». Λίγο πριν από την παράδοση της Καβάλας, η επιτρεπόμενη από το βρετανικό στόλο εκφόρτωση αλεύρων περιορίστηκε σε ποσότητα «μη υπερβαίνουσα την απαιτουμένην διά την ημερησίαν κατανάλωσιν της φρουράς και του πληθυσμού» της πόλης, αμέσως δε μετά την κατάληψη του πρώτου οχυρού από το βουλγαρικό στρατό ο αποκλεισμός της έγινε πλήρης. Ήδη από τα τέλη Αυγούστου οι κάτοικοί της «ετρέφοντο δι' ολίγης μόνον ορύζης».
Θα πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη ότι η αποδιάρθρωση της γεωργικής παραγωγής και η δραματική πτώση του επιπέδου διατροφής αποτελούσαν ευρύτερο φαινόμενο στη διάρκεια του Α ́ Παγκόσμιου Πολέμου, τόσο στην ίδια τη Βουλγαρία όσο και στις συμμαχές της Κεντρικές Δυνάμεις, γεγονός που εκ των πραγμάτων δυσκόλευε οποιαδήποτε απόπειρα για βοήθεια προς τα θύματα του λιμού στις κατεχόμενες περιοχές, ακόμη κι αν υποτεθεί ότι υπήρχε η σχετική πολιτική βούληση. Τις παραμονές της κατάληψης της Ανατολικής Μακεδονίας, πληροφορίες σχετικές με το οξύ επισιτιστικό πρόβλημα της Βουλγαρίας και της Γερμανίας δημοσιεύονταν π.χ. πανηγυρικά στις βενιζελικές αθηναϊκές εφημερίδες. Στην επίσης κατεχόμενη σερβική Μακεδονία, όπου η πλειοψηφία των χριστιανών υπαγόταν πριν από το 1912-13 στη Βουλγαρική Εξαρχία, η πείνα υπήρξε επίσης σοβαρό πρόβλημα για τις κατοχικές αρχές και τη νομιμοποίησή τους στη συνείδηση του τοπικού πληθυσμού, όπως διαπιστώνουμε από το δημοσιευμένο ημερολόγιο του αρχικομιτατζή Τοντόρ Αλεξαντρώφ η ίδια πηγή αποδίδει το φαινόμενο κυρίως στον «ανταγωνισμό μεταξύ του Υπουργείου Πολέμου και της γενικής διοίκησης των μετώπισθεν», επισημαίνει ωστόσο ως μια από τις βασικές αιτίες της δυσφορίας των Αλβανών της Δίβρας την «άνιση διανομή τροφίμων μεταξύ χριστιανών και μωαμεθανών».
Η σύγκριση με την αντίστοιχη κατάσταση στη ζώνη κατοχής της Entente, στη Δυτική ιδίως και Κεντρική ελληνική Μακεδονία, είναι εδώ επιβεβλημένη. Παρόλο που τα αγγλογαλλικά στρατεύματα διέθεταν πλουσιοπάροχη επιμελητεία, ούτε εδώ αποτράπηκε ένας απροσδιόριστος αριθμός θανάτων, ηλικιωμένων κυρίως ατόμων, από την πείνα και τις στε ρήσεις στο περιθώριο των πολεμικών επιχειρήσεων – την επαύριο λ.χ. της αναγκαστικής εκκένωσης της Φλώρινας απ' τους κατοίκους της (10.9.1916) και της διασποράς τους ως προσφύγων στα γύρω χωριά. Στην ίδια τη Θεσσαλονίκη, που μόνο αποκλεισμένη δεν μπορούσε να θεωρηθεί, από το Φεβρουάριο του 1917 επιβλήθηκε διανομή του ψωμιού με δελτίο, για να γενικευτεί στην πορεία και στα υπόλοιπα τρόφιμα. Διαφορετικής τάξης, αλλά αποκαλυπτικός για τη χρήση της πείνας ως πολιτικό όπλο, υπήρξε ο πολύνεκρος λιμός του 1917 στη Νότια Ελλάδα λόγω του αποκλεισμού της απ' την Entente μετά τα Νοεμβριανά. Όπως έχουμε ήδη επισημάνει στο κύριο μέρος τούτου του βιβλίου, στα αρχεία του ΥπΕξ καταγράφονται αναλυτικά τουλάχιστον 420 νεκροί από πείνα στην Ήπειρο, την Αττικοβοιωτία, τα Επτάνησα, την Πίνδο και την Πελοπόννησο μέχρι τις αρχές Μαΐου 1917 – ένα μήνα δηλαδή πριν από την ανατροπή του Κωνσταντίνου, την επανένωση της Ελλάδας και τη λήξη του αποκλεισμού.
Τα συμπεράσματα από τη μελέτη των παραπάνω πηγών είναι, νομίζουμε, αρκετά σαφή. Η βουλγαρική κατοχή του 1916-18 στην Ανατολική Μακεδονία υπήρξε εξοντωτική για μεγάλο μέρος του τοπικού πληθυσμού, κι όχι αποκλειστικά για τους Έλληνες, αν και ένα τμήμα των σλαβόφωνων κοινοτήτων φαίνεται πως προστατεύθηκε περισσότερο από τους υπόλοιπους κατοίκους. Όσον αφορά την πολιτική των κατοχικών αρχών, θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι αυτή εμπεριείχε στοιχεία ή προθέσεις εθνοκάθαρσης, αν και όχι με την οργάνωση και τη συστηματικότητα που μια τέτοια πολιτική εφαρμόστηκε από τις φασιστικές βουλγαρικές αρχές στη διάρκεια του Β ́ Παγκόσμιου Πολέμου. Οπωσδήποτε, όμως, υπήρξε πολύ πιο πιεστική απέναντι στους ελληνικούς πληθυσμούς –και καταστροφική γι' αυτούς– απ' ό,τι η σχετικά ανώδυνη πρώτη βουλγαρική κατοχή του Α ́ Βαλκανικού Πολέμου, οι αρνητικές επιπτώσεις της οποίας περιορίστηκαν κυρίως στην οικονομική αφαίμαξη (και) των ελληνικών κοινοτήτων. Κοιταγμένη από απόσταση, η διετία 1916-18 δεν αποτελεί έτσι παρά το μεσαίο κρίκο σε μια αλυσίδα κλιμακούμενων αντεδικήσεων, κάθε στάδιο της οποίας υπήρξε και πιο βάρβαρο από το αμέσως προηγούμενο.
1 .
-
Ακρίδης Κατσαριδόπουλος
- Crazy poster

- Δημοσιεύσεις: 1210
-
Τλαξκαλτέκος
- Extreme poster

- Δημοσιεύσεις: 3357
Re: ΤΟ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ
Ακρίδης Κατσαριδόπουλος έγραψε:Η Σερβο-Βουλγαρική συνθήκη του 1912.
Αλλά οι Σέρβοι δεν την εφάρμοσαν τελικά επικαλούμενοι δύο λόγους
α) Δεν πήραν έξοδο στην Αδριατική.
β) Βοήθησαν τους Βούλγαρους στην πολιορκία της Αδριανούπολης.
1 .
Τους μεν κενούς ασκούς το πνεύμα διίστησι , τους δε ανοήτους ανθρώπους το οίημα. ( Σωκράτης [ στον Στοβαίο ] )
-
Ακρίδης Κατσαριδόπουλος
- Crazy poster

- Δημοσιεύσεις: 1210
Re: ΤΟ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ
Τλαξκαλτέκος έγραψε:Αλλά οι Σέρβοι δεν την εφάρμοσαν τελικά επικαλούμενοι δύο λόγους
α) Δεν πήραν έξοδο στην Αδριατική.
β) Βοήθησαν τους Βούλγαρους στην πολιορκία της Αδριανούπολης.
Ούτε ήταν προς το συμφέρον μας να εφαρμοστεί. Οι Βούλγαροι είχαν μαξιμαλιστικές βλέψεις. Αν έπαιρναν αυτό που ήθελαν από τους Σέρβους θα κρατούσαν την Α. Μακεδονία/Θράκη και πιθανώς θα μας πίεζαν να δώσουμε και την υπόλοιπη Μακεδονία.
0 .
-
Ακρίδης Κατσαριδόπουλος
- Crazy poster

- Δημοσιεύσεις: 1210
Re: ΤΟ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ
Τλαξκαλτέκος έγραψε:Η επιτροπή Κάρνεγκι ήταν φιλοβουλγαρική ( Μιλιουκόφ , Μπράιλσφορντ, Baron de Constant ). Οι Σέρβοι τους έδιωξαν κακήν κακώς . Αντίθετα οι Έλληνες τους άφησαν να ερευνήσουν ότι ήθελαν.
Πάντως είχε σημαντική απήχηση στο εξωτερικό. Παραμονές του Α’ Π.Π. η πλειοψηφία της κοινής γνώμης υποστήριζε πλέον τις βουλγαρικές θέσεις.
Greeks and Serbs may have won the wars but were defeated in the battle of propaganda. Had they known the far-reaching impact of this report, they would have reconsidered their welcoming ceremonies.
http://www.macedonian-heritage.gr/Contr ... gie_1.html
1 .





